Εις όλην την
Χριστιανοσύνη
μία είναι μόνη Παναγία, αγνή:
Κόρη παιδίσκη, Αγία των Αγίων,
χωρίς Χριστόν παιδί στα χέρια
και τρεφομένη με αγγέλων άρτον.
Κι εσύ, ίσως μόνη συ, η Παναγία η
Κουνίστρα,
η Κουνίστρα συ·
εφανερώθη στης Σκιάθου το νησί,
εις δένδρον πεύκου επάνω καθισμένη
κι εκινείτο από αιώραν τερπνήν,
όπως αι κορασίδες συνηθίζουν,
κι εμπρός της έκαιεν ακοίμητος κανδήλα.
Κι εφανερώθη, κι όλος ο λαός
μετά θυμιαμάτων και λαμπάδων
εν θεία λιτανεία την προέπεμψε,
κι εκτίσθη τότε ωραίος ναΐσκος λευκός
με μάρμαρα, κι εστολίσθη με πιατάκια,
ωραία ελληνικά πιατάκια, του έθνους του
εκλεκτού
κι όλος ο ήλιος έλαμπε τον ναόν της
κι όλα τα αστέρια την εφεγγοβόλουν
και η σελήνη την έλαμπε γλυκά.
Κι είδεν η
Κόρη του λαού την πίστιν,
είδε και την πτωχείαν κι εσπλαχνίσθη,
όπως το πάλαι ο Υιός της τους είχε
σπλαχνισθή,
ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα.
Κι ήρχισε να γιατρεύει τους αρρώστους,
ιάτρευσε και τους δαιμονισμένους,
που εταράττοντο φοβερά, άμα επλησίαζον
αυτήν.
Εις δύο χονδρούς κρίκους, εις τον
τοίχον εμπηγμένους,
τους έδεναν με αλυσσίδες διπλές.
Και έφευγαν τα
δαιμόνια με τρόμον
στην χάριν της πανάγνου Κόρης
με την νηστείαν και την προσευχήν.
Κι ένα δαιμόνιον πείσμον, οργίλον,
καθώς εφυγαδεύθη με κρότον πολύν,
έσπασε δυο κυπαρισσιών τας κορυφάς,
έξω του ναού, επειδή δεν είχε
παραχώρησιν
να κάμει άλλο μεγαλείτερον κακόν.
Η χάρις σου, του ιερού σου η ειρήνη,
ω Παναγία, Κουνίστρα μου καλή,
αυτή να διανέμει την γαλήνη*
εις την ψυχή μου την αμαρτωλή.