On Line Library of the Church of Greece |
ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΑ - TO READ POLYTONIC GREEK Ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας ἀποδεικνύει ὅτι εἰς τήν ἀρχαιότητα ἀπαντοῦν καί οἱ δύο τρόποι ἀπαλλαγῆς τῶν ζώντων ἀπό τό νεκρό σῶμα τοῦ συνανθρώπου τους. Ἔτσι, στήν Ἰλιάδα ὑπάρχει ἡ γνωστή φράσις "ἀεί δέ πυραί νεκρῶν ἐκαίοντο θαμειαί", δηλαδή ἀδιάκοπα ἔκαιγαν πυρές μέ νεκρούς, ὁ δέ Πάτροκλος εἶπεν ὅτι: "Δέν θά ξαναγυρίσω πιά ἀπό τόν Ἅδη, ὅταν μέ κάψετε πάνω στήν πυρά". Ἀπό τήν ἄλλη μεριά εἶναι γνωστή ἡ φοβερή σύγκρουσις τῆς Ἀντιγόνης μέ τόν Κρέοντα, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀπαγορεύσει τήν ταφή τοῦ Πολυνείκους, παραβιάζοντας ἔτσι τήν ἀσάλευτον ἐπιταγήν τῶν Θεῶν "τἄγραπτα κἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα", τά ὁποῖα δέν ἰσχύουν μόνον σήμερον ἤ χθές, "ἀλλ' ἀείποτε ζῇ ταῦτα κοὐδείς εἶδεν ἐξ ὅτου 'φάνη".
Μετά ὅμως τήν ἐμφάνισι τοῦ
Χριστιανισμοῦ ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν
ἐθεωρήθη ὅτι δέν συμβιβάζεται μέ τήν
διδασκαλία τῶν εὐαγγελίων, εἰς τά
ὁποῖα τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου
χαρακτηρίζεται ὡς ναός τοῦ Θεοῦ καί
πρέπει νά τυγχάνη σεβασμοῦ ὄχι μόνον
ζῶντος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί μετά
τόν θάνατόν του, τῆς καύσεως
θεωρουμένης ὡς προσβολῆς, διότι δέν
ἀφίεται τοῦτο νά ἀποσυντεθῆ
φυσιολογικά ἐντός τοῦ χώματος ἀπό
τόν ὁποῖον προέρχεται κατά τήν
γνωστήν φράσιν "χοῦς εἷ καί εἰς
χοῦν ἀπελεύσῃ" (χῶμα εἶσαι καί
στό χῶμα θά ἐπιστρέψεις).
Οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους
ἐπιβάλλεται ἀντί τοῦ ἐνταφιασμοῦ ἡ
καῦσις τῶν νεκρῶν εἶναι ἀρκετοί καί
ὄχι εὐκαταφρόνητοι, σύμφωνα μέ τούς
ὀπαδούς τῆς καύσεως. Ἔτσι γίνεται
ἐπίκλησις τῆς ἀνάγκης νά
ἐξοικονομηθῆ χῶρος ἐν ὄψει τοῦ
ὑπερπληθυσμοῦ, τῆς ἐκρήξεως ὅπως
λέγεται συνήθως τῶν μεγαλουπόλεων
καί τῆς ἀδυναμίας τῶν κοιμητηρίων νά
χωρέσουν τούς νεκρούς. Γίνεται,
ἐπίσης, ἐπίκλησις λόγων ὑγείας ἐκ
τῆς μολύνσεως τοῦ ὑπεδάφους καί τοῦ
τυχόν ὑπάρχοντος ὑδροφόρου
ὁρίζοντος τῆς περιοχῆς, ἤ ἐπίκλησις
ἄλλων παραγόντων, ὅπως εἶναι ἡ ὄχι
εὐχάριστος ἀτμόσφαιρα, ἡ ὁποία
δημιουργεῖται διά τούς οἰκείους τοῦ
νεκροῦ κατά τόν χρόνο τῆς ἐκταφῆς,
ὅταν μάλιστα ὁ νεκρός δέν ἔχει
ἀποσυντεθεῖ.
Οἱ λόγοι αὐτοί ἐπιδέχονται
βεβαίως ἀντίλογον, ὁ ὁποῖος μπορεῖ
νά εἶναι συντριπτικός, τό ζήτημα ὅμως
δέν εἶναι νά διατυπωθῆ ἕνας
ἀντίλογος, ἀλλά νά ἐρευνηθῆ ἡ
θεμελιακή βάσις εἰς τήν ὁποίαν
στηρίζεται ἡ τηρουμένη μέχρι σήμερον,
σέ μεγάλο ἀριθμό λαῶν, πρακτική
ἐνταφιασμοῦ καί ὄχι καύσεως τῶν
νεκρῶν.
Τό ζήτημα εἶναι συνυφασμένον
ἀρρήκτως μέ τήν θρησκείαν. Ἔτσι σέ
ὡρισμένες χῶρες, ὅπου ἡ πλειοψηφία
τοῦ λαοῦ καί δή καί ἡ συντριπτική
δέν εἶναι χριστιανοί, ἡ καῦσις
ἐπιβάλλεται διά λόγους θρησκευτικούς,
ὅπως π.χ. στήν Ἰνδία. Ἀντίθετα, στό
Ἰσραήλ καί στίς μουσουλμανικές χῶρες
οὐδεμία συζήτησις γίνεται διά καῦσιν.
Καί τέλος, κατά τήν χριστιανικήν
ἀντίληψιν ἡ καῦσις εἶναι
ἀποκρουστέα, διότι ὁ νεκρός πρέπει
νά ἐνταφιάζεται.
Συνεπῶς, ἐκεῖνο τό ὁποῖον πρέπει
νά ἐρευνηθῆ καθ' ὅσον ἀφορᾶ εἰς τήν
χώρα μας, ἡ ὁποία κατοικεῖται κατά
συντριπτική πλειοψηφία ἀπό
χριστιανούς καί δή ὀρθοδόξους, δέν
εἶναι τό ἐάν ἐπιβάλλεται ἐκ λόγων
θρησκευτικῶν ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν,
ἀλλά τό ἐάν εἶναι δυνατόν νά
θεσπισθῆ αὐτή διά νόμου ἤ ἄν τοῦτο
ἀποκλείεται ἀπό τό Σύνταγμα.
Εἶναι γεγονός καί δέν
ἀμφισβητεῖται, ὅτι κατά τήν
χριστιανικήν ἀντίληψιν ἡ ταφή
συνάπτεται μέ θρησκευτικούς λόγους.
Τούτου δεκτοῦ γενομένου, ἡ πεποίθησις
ὅτι ὁ νεκρός πρέπει νά ἐνταφιάζεται
εἶναι πεποίθησις θρησκευτική,
ἀποτελεῖ περιεχόμενον τῆς
θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί ἐφ' ὅσον
ἡ πεποίθησις αὐτή δέν προσβάλλει τήν
δημόσια τάξη ἤ τά χρηστά ἤθη πρέπει
νά εἶναι σεβαστή ἀκόμα καί ἐάν
θεωρηθῆ ἀστεία, βλακώδης ἤ ἀνόητη.
Ἐξ ἄλλου δόγμα, κατά
τήν ὀρθόδοξον ἀντίληψιν, εἶναι ἡ
ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια. Ἡ ἄποψη ὅτι
ὁ νεκρός πρέπει νά ἐνταφιάζεται δέν
εἶναι δόγμα, εἶναι ὅμως ἀποτέλεσμα
μακροχρονίου πρακτικῆς συναπτομένης
μέ θρησκευτικές πεποιθήσεις. Εἶναι
ἔθος, τό ὁποῖον ἐτηρήθη ἀνέκαθεν
εἰς τήν ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, ἡ
ὁποία ἔχει, θεμιτήν κατά τό Σύνταγμα,
ἀξίωσιν νά μή παραβιασθῆ ἐν τούτῳ ἡ
συνείδησις τῶν πιστῶν. Καί ἡ
συνείδησις αὐτή θά παραβιασθῆ, ἐάν
ἐπιβληθῆ ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν ὡς
ὑποχρεωτικός καί ἀποκλειστικός
τρόπος καταστροφῆς τοῦ ἀνθρωπίνου
σώματος.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖον δύναται νά
πράξη ὁ Ἕλλην νομοθέτης εἶναι νά
προβλέψη ὅτι οἱ νεκροί δύνανται,
ἀντί νά ἐνταφιάζωνται, νά
ἀποτεφρώνωνται, ἐφ' ὅσον ἔχουν
ἐκφράσει τήν ἐπιθυμίαν αὐτήν διά
διαθήκης ἤ τό ἐπιθυμοῦν οἱ οἰκεῖοι
τους καί οὐδέν ἐν τούτῳ ὑφίσταται
κώλυμα. Ἐγώ μάλιστα θά προχωροῦσα
καί θά ἔλεγα ὅτι ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν
δέν εἶναι ἀπαραίτητον κατά τόν νόμον
καί τό Σύνταγμα νά θεσπισθῆ
νομοθετικά. Ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν εἶναι
μιά μέθοδος καταστροφῆς τοῦ πτώματος
καί ἐφ' ὅσον δέν προσκρούει στόν
ποινικό νόμον (οὔτε δολοφονία εἶναι,
οὔτε προσβολή τῆς μνήμης τοῦ νεκροῦ,
ἐφ' ὅσον γίνεται μέ τήν συγκατάθεσιν
τῶν οἰκείων τοῦ νεκροῦ)
οὔτε ἄλλως πως ἀπαγορεύεται, δέν
βλέπω διά ποῖον λόγον νά ἀπαιτῆται
εἰδική διάταξις νόμου διά νά
ἐνεργηθῆ. Ἄλλωστε, στά σύγχρονα
δημοκρατικά πολιτεύματα ὁ πολίτης
δύναται νά πράξη κάθε τί πού δέν
ἀπαγορεύεται ρητά ἀπό τόν νόμον καί
ὄχι μόνον ὅ,τι ἐπιτρέπεται ἀπό
αὐτόν.
Ποίαν ὅμως στάσιν ἔλαβεν ἐπί τοῦ
θέματος ἡ νομολογία τῶν Ἑλληνικῶν
Δικαστηρίων;
Τό 1986 ὑπεβλήθη εἰς τό
Πρωτοδικεῖον Ἀθηνῶν αἴτησις, ὅπως
ἀναγνωρισθῆ κατά τήν ἐπαναφοράν
διαδικασίας, σωματεῖον ὑπό τήν
ἐπωνυμίαν "Σύνδεσμος φίλων
ἀποτέφρωσης".
Τό Πρωτοδικεῖον στήν ἀρχήν τῆς
ἀποφάσεώς του ἀναλύει τήν ἔννοιαν
τοῦ ὅρου δημοσία τάξις, δεχόμενον ὅτι
ἡ δημοσία τάξις "ἐκφράζει τό
σύνολο πρωταρχικῆς καί θεμελιώδους
σημασίας ἀρχῶν καί ἀντιλήψεων
ἠθικοῦ, πολιτικοῦ, κοινωνικοῦ ἤ
οἰκονομικοῦ χαρακτήρα, οἱ ὁποῖες
διέπουν τήν ζωήν στήν Ἑλλάδα σέ
ὡρισμένο χρόνο". Στή συνέχεια τό
δικαστήριο ἀναφερόμενον στό ἄρθρον 3
τοῦ Συντάγματος, δέχεται ὅτι "οἱ
θεμελιώδεις ἀντιλήψεις περί ἠθικῆς
τῆς ὀρθοδοξίας ἐπικρατοῦν στήν
Ἑλλάδα ἀπό τή γέννηση καί μετάδοση
τοῦ χριστιανισμοῦ καί καταλήγει στό
ὅτι "ἡ μακροχρόνια παράδοση καί
τό ἀπό αἰῶνες ἔθιμο τῆς Ἐκκλησίας
δέχονται τήν ταφή καί ὄχι τήν καύση",
ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη πρός τήν
ὀρθή πίστη τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἐν ὄψει αὐτοῦ τό δικαστήριο
καταλήγει στό συμπέρασμα ὅτι δέν
μπορεῖ νά ἀναγνωρίση τό ρηθέν
σωματεῖον, διότι ὁ σκοπός του,
συνιστάμενος στήν καταβολή
προσπαθειῶν διά τήν καθιέρωσιν τῆς
καύσεως τῶν νεκρῶν δι' ὅσους τό
ἐπιθυμοῦν, δέν εἶναι σύννομος καί
σύμφωνα μέ ὅσα ἐξετέθησαν "ἀντίκειται
στίς ἀντιλήψεις περί ἠθικῆς καί
στούς κανόνες Δημοσίας Τάξης".
Ἡ ἀπόφασις αὐτή εἶναι ἀπό
πολλές ἀπόψεις ἀτυχής, διά νά μή
χρησιμοποιήσω βαρύτερη ἔκφρασιν.
Πρῶτον, εἶναι ἐλλειπής κατά τόν
συλλογισμόν της, διότι διακηρύσσει
ὅτι ἡ καῦσις τῶν νεκρῶν ἀντίκειται
στούς κανόνες ἠθικῆς καί δημοσίας
τάξεως, χωρίς νά προσδιορίζη ποιοί
εἶναι αὐτοί οἱ κανόνες.
Δεύτερον, ἐάν ἐννοῆ ὅτι ἐπειδή ἡ
Ἐκκλησία δέν δέχεται τήν καῦσιν τῶν
νεκρῶν, τότε ἡ παρά τήν ἀντίθετη
γνώμη τῆς Ἐκκλησίας καῦσις τῶν
νεκρῶν ἀντίκειται στήν ἠθική καί
τήν δημοσία τάξιν, ἡ κρίσις αὐτή τοῦ
δικαστηρίου εἶναι ὄχι μόνον
λανθασμένη, ἀλλά καί ἐπικίνδυνη διά
τό δημοκρατικόν πολίτευμα.
Ἀλλοίμονον ἐάν χαρακτηρίζαμε ὡς
ἀντίθετη πρός τήν ἠθική καί τήν
δημοσίαν τάξιν κάθε ἀρχήν τήν
ὁποίαν δέν δέχεται ἡ Ἐκκλησία. Τότε
ἔπρεπε νά ἀπαγορεύσωμε τήν
δραστηριότητα ὅλων τῶν μή ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν ἤ θρησκευτικῶν κοινοτήτων.
Δηλαδή ἐπιστροφή στόν Μεσαίωνα.
Κάτι τέτοιο ὅμως οὔτε ἡ Ἑλληνική
Πολιτεία τό διανοήθηκε, οὔτε ἡ
Ἐκκλησία τό θέλει.
Ἡ λύσις, τήν ὁποίαν ἔδωσε ἡ
ἀπόφασις αὐτή, ἀνετράπη μέ τήν ὑπ'
ἀριθμ. 1702/88 ἀπόφασιν τοῦ Ἐφετείου
Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία ἐξεδόθη ἐξ ἀφορμῆς
αἰτήσεως ἄλλου σωματείου φίλων τῆς
ἀποτεφρώσεως καί ἡ ὁποία ἐδέχθη ὅτι
οἱ ἀπόψεις περί καύσεως τῶν νεκρῶν
οὔτε στή δημόσια τάξιν οὔτε στά
χρηστά ἤθη ἀντίκεινται. Ἡ ἀπόφασις
ὅμως αὐτή δέχεται μέ
ἐπιχειρηματολογία, ἡ ὁποία, ἐμένα
τουλάχιστον δέν μέ πείθει, ὅτι
ἀπαιτεῖται νόμος διά νά γίνη καῦσις
τῶν νεκρῶν.
Συμπέρασμα: Προσωπικά τάσσομαι
ὑπέρ τῆς ἀπόψεως ὅτι ἡ καῦσις δέν
εἶναι δυνατόν νά καταστῆ διά νόμου
ὑποχρεωτική. Ἀντίθετα, ὅποιος θέλει
ἔχει τό δικαίωμα νά ὁρίση μέ τήν
διαθήκην του ὅτι ἐπιθυμεῖ ὅπως τό
σῶμα του, μετά τόν θάνατόν του,
ἀποτεφρωθῆ. Καί ἡ ἐπιθυμία του αὐτή
πρέπει νά γίνη σεβαστή, ἡ δέ Πολιτεία
δέν μπορεῖ νά ἀπαγορεύση, στήν
περίπτωσι αὐτή, τήν καῦσιν τοῦ
πτώματος. Ἐάν ὁ νεκρός δέν εἶχεν
ὁρίσει διά διαθήκης τόν τρόπον
καταστροφῆς τοῦ πτώματός του,
δύνανται νά ἀποφασίσουν περί αὐτοῦ
οἱ κληρονόμοι του.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτό τίθεται τό
ἑπόμενον ζήτημα. Ποίαν στάσιν θά
τηρήση ἡ Ἐκκλησία εἰς περίπτωσιν πού
θά κληθῆ νά ἱερουργήση τήν
ἐναπόθεσιν τῆς τέφρας εἰς εἰδικόν
μαυσωλεῖον μετά τήν καῦσιν ἤ ἐάν
κληθῆ νά ἱερολογήση τήν διαδικασίαν
τῆς καύσεως; |