image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Φώτιος ὁ Μέγας

Ἐπιστολὴ πρὸς Βούλγαρον Ἡγεμόνα

Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση καὶ σημειώσεις: Παν. Κ. Χρήστου.
Περιοδικό Ἐποπτεία, Φεβρουάριος 1992, Ἀθήνα.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΣΕ ΜΙΑ ΑΚΡΩΣ ΑΝΗΣΥΧΗ ἐποχὴ στὴν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου, κατὰ τὴν ὁποία ἡ πληθωρικότης τῆς πολιτείας καὶ τῆς κοινωνίας ἀναζητοῦσε διέξοδο πρὸς ὅλες τὶς κατευθύνσεις, ἡ προσωπικότης τοῦ Φωτίου ἐδέσποσε μὲ τὴν σοφία, τὴν μετριοπάθεια καὶ τὸ μεγαλεῖο της. Τέκνο ἐπίσημης οἰκογενείας, συγγενὴς αὐτοκρατόρων καὶ μικρανεψιὸς τοῦ πατριάρχη Ταρασίου, ἀκολούθησε σπουδὲς ποὺ τοῦ ἐξασφάλισαν τὰ μορφωτικὰ ἐφόδια γιὰ μιὰ πολυμερῆ δραστηριότητα ἐπὶ πενήντα ὁλόκληρα χρόνια.

Ἐρευνώντας τὸν βίο του εἶναι σὰν νὰ παρατηροῦμε ἕνα ἀνοικτὸ παράθυρο στὸν χῶρο τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας• βλέπομε ἀπ' αὐτὸ τοὺς ἐπικοὺς ἀγῶνες τοῦ κράτους γιὰ τὴν διατήρησι τῆς ἀσφαλείας καὶ τὴν κατοχύρωσι τῶν πολιτιστικῶν ἀγαθῶν τῆς κοινωνίας, τὴν δύσκολη προσπάθεια τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν συντήρησι τῆς ἀνεξαρτησίας της, τὴν μεγαλειώδη ἐξόρμησί της γιὰ τὸν φωτισμὸ τῶν βαρβάρων τοῦ βορρᾶ, τὸν ἐπίμονο μόχθο τῶν λογίων γιὰ τὴν ἀνάπτυξι τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τὸν καθημερινὸ βίο τῶν ἀνθρώπων τοῦ Βυζαντίου, μὲ τὶς ἀρετές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὶς μικρότητές των• καὶ κυρίως ἐξοικειωνόμαστε μ' ἕνα σπάνιο ἄνθρωπο, ποὺ ὑπῆρξε ὁ τυπικώτερος ἐκπρόσωπος τοῦ Βυζαντίου τὴν ἐποχὴ τῆς μεγάλης του δόξας, διότι συγκέντρωνε στὸ πρόσωπό του τὰ στοιχεῖα ἐκεῖνα ποὺ ἀποτελοῦν τὰ θεμέλια τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τὴν Χριστιανικὴ ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ προωθοῦσε τὴν προβολὴ τοῦ βυζαντινοῦ μεγαλείου στὸν κόσμο.

Τὸ Βυζάντιο, ἐδῶ καὶ διακόσια χρόνια, εὐρισκόταν σὲ κατάστασι συμπτύξεως, ποὺ ὠφειλόταν σὲ τρεῖς λόγους. Πρῶτα στὶς ἀδιάκοπες ἐκθέσεις βαρβάρων λαῶν, ἰδίως ἀπὸ τὸν νότο καὶ τὸν βορρᾶ, ποὺ ἀποτελοῦσαν αἰτίες συνεχοῦς αἱμορραγίας. Δεύτερο, στὴ μόνιμη ἀποφυγὴ τοῦ Βυζαντίου νὰ κατακτήση ξένα ἐδάφη, προερχόμενη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία του νὰ μὴν εἶναι μόνο διατηρητὴς τῆς πατρογονικῆς πολιτιστικῆς καὶ θρησκευτικῆς κληρονομιᾶς, ἀλλὰ καὶ εἰρηνικὸς μεταδότης πρὸς τὰ ἔξω• καὶ κυρίως ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία του νὰ τηρῆ τὴν χριστιανικὴ ἐντολὴ περὶ τῆς εἰρήνης. Καὶ τρίτο, στὴν ἑκατονταετῆ ἐσωτερικὴ ἔριδα Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῶν εἰκόνων.

Τὴν κατάστασι αὐτὴ ἐκμεταλλεύθηκαν, ὅπως εἶναι εὔλογο, οἱ ξένοι λαοί, κυρίως οἱ βαρβαρικοί. Οἱ Ἄραβες σ' ἕνα αἰφνιδιαστικὸ ξύπνημα, ἔπειτα ἀπὸ μακροχρόνιο περιορισμό τους στὰ περιθώρια τῆς ἱστορίας, κατώρθωσαν νὰ ἐξορμήσουν ἀποτελεσματικὰ καὶ νὰ στερήσουν τὸ Βυζάντιο ἀπὸ μερικὲς πλουσιώτατες ἐπαρχίες του, ὅπως εἶναι ἡ Αἴγυπτος, ἡ Συρία, ἡ Παλαστίνη, ἡ Μεσοποταμία. Οἱ Σλάβοι, ποὺ εἶχαν ξεκινήσει λίγο ἐνωρίτερα, ἔπειτα ἀπὸ μακρὰ καὶ ἀδιάκοπη διείσδυσι ἐπέτυχαν νὰ ἐγκατασταθοῦν σὲ πολλὲς ἐπαρχίες τῆς Β. Θράκης καὶ τῆς Ἰλλυρίας, ἀλλὰ καὶ νὰ προχωρήσουν νοτιώτερα.

Ἡ χριστιανωσύνη εὑρέθηκε ἐπίσης κι' αὐτὴ κάτω ἀπὸ συνεχῆ πίεσι κατὰ τὴν ἴδια ἐποχή. Ἐνῶ ἀπὸ τὸν καιρὸ τῆς καταπαύσεως τῶν διωγμῶν ἕως τὴν ἐμφάνιση τῶν παραπάνω μνημονευομένων λαῶν, εἶχε ἐπιτύχει νὰ ἐπεκτείνη τὴν ἐπιρροή της ἀπὸ τὸν δακτύλιο τῆς Μεσογείου, τὸν ὁποῖο ἤλεγχε ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἕως τὸ κέντρο τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἕ δώρας καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ τῆς Θεοκτίστου πρῶτα, τοῦ αὐτοκράτορος Μιχαὴλ Γ' καὶ τοῦ πρωθυπουργοῦ τοῦ Βάρδα ἔπειτα, καὶ μὲ τὴν καθοδηγητικὴ συνεργασία τοῦ Φωτίου καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ὁ βυζαντινὸς ἑλληνισμός, ἀφοῦ εἰσῆλθε στὸ στάδιο μιᾶς πνευματικῆς ἀνθίσεως, ἀνασυντάσσεται ἐσωτερικῶς καὶ ἀναδιοργανώνεται στρατιωτικῶς. Θὰ μπορούσαμε νὰ εἰποῦμε ὅτι ἡ κύρια δύναμις ποὺ ἐκινοῦσε ὅλη αὐτὴ τὴν ἀνοδικὴ πορεία ἦταν ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ πνευματικὴ ἀναγέννησις, ποὺ συνδυάσθηκε μὲ τὴν ἐπαναλειτουργία ίου Κωνσ φορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες βαρβαρικὲς ἐπιθέσεις• διότι καταλαμβάνοντας τὴν μέση Ἀνατολὴ καὶ τὴ βόρειο Ἀφρικὴ ἄλλαξε τὰ σύνορα τῆς οἰκουμένης.(1) Κι ἐπὶ πλέον κατέστρεψε ὅλες σχεδὸν τὶς δομὲς τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὅπου διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου ἔστησε τὴν ἐξουσία του. Ὁ ἰσλαμισμός, μαζὶ μὲ τὸν μαρξισμὸ κατὰ τὰ νεώτερα χρόνια, ὑπῆρξαν οἱ δυὸ μοιραῖες γιὰ τὸν Χριστιανισμό, ἰδίως τὸν ὀρθόδοξο, θρησκεῖες• ὁ δεύτερος προσωρινά, ὅπως ἀποδείχθηκε, ὁ πρῶτος μόνιμα.

Ἕνα ἀπὸ τὰ μνημειακὰ κείμενα τοῦ Φ αραινέσεις πρὸς Ἄρχοντα ποὺ ἀπευθύνθηκαν πρὸς τὸν Χαγᾶνο τῶν Βουλγάρων Βόριδα, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς βαπτίσεώς του τὸ 864 μ.Χ., ὁπότε ἐπῆρε τὸν τίτλο τοῦ Βασιλέως καὶ ὀνομάσθηκε Μιχαήλ, κατὰ τὸ ὄνομα τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορας τῆς ἐποχῆς καὶ τοῦ ἀνέπτυσσαν τὰ καθήκοντα τοῦ βασιλέως ἀπέναντι στὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του, ἀπέναντι στὸν λαό του καὶ ἀπέναντι στὸν ἑαυτό του• περιγράφει δηλαδὴ τὸ ἰδεῶδες πρότυπο τοῦ χριστιανοῦ ἡγεμόνος. Ἀργότερα ὁ Φώτιος ἐπρόκειτο νὰ γράψη ἕνα παρόμοιο κείμενο, ποὺ μὲ τὸν τίτλο Παραινέσεις ἀπευθυνόταν πρὸς τὸν διάδοχο τοῦ βυζαντινοῦ θρόνου Λέοντα καὶ ἐκδόθηκε μὲ τὸ ὄνομα τοῦ αὐτοκράτορος Βασιλείου Α'.

Τὸ παραινετικὸ δοκίμιο πρὸς τὸν Βόριδα συνδέεται μὲ τὶς μεγαλύτερες στιγμὲς τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας καὶ αὐτοῦ τοῦ ἲδιου τοῦ Φωτίου. Ὁ Φώτιος, ποὺ ἔπειτα ἀπὸ μιὰ λαμπρή, νεανικὴ θὰ ἐλέγαμε, πολιτικὴ καὶ καθηγητικὴ σταδιοδρομία, ἀνέλαβε ὑπὸ ἀσφυκτικὴ πίεσι τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τὰ Χριστούγεννα τοῦ 858, ἀντιλήφθηκε ἐγκαίρως τὸν ρόλο ποὺ ἔπρεπε καὶ μποροῦσαν νὰ παίξουν τὰ σλαβικὰ ἔθνη στὰ πράγματα τῆς οἰκουμένης. Καὶ ἔβλεπε ὅτι αὐτὰ τὰ ἔθνη, ἔχοντας ἔλθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τοὺς Ἕλληνες ἀπὸ πολὺν καιρό, ἦσαν πλέον ὥριμα νὰ κερδηθοῦν καὶ νὰ εἰσέλθουν στὴν χορία τῶν χριστιανικῶν λαῶν καὶ συγχρόνως στὸν κύκλο τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητος.

Γιὰ τὴν ἀσφαλῆ θεμελίωσι κάθε προσπάθειας πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι ἔπρεπε νὰ προηγηθῆ μιὰ προσεκτικὴ μελέτη τῶν θεσμῶν τῶν σλαβικῶν λαῶν, λογοτεχνικὴ διαμόρφωσις τῆς σλαβικῆς γλώσσας καὶ μετάφρασις τῶν ἀπαραιτήτων βιβλίων σ' αὐτήν. Στὸν Βίο τοῦ Μεθοδίου(2) ἀναφέρεται ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ παρέδωσε στὸν Μεθόδιο τὴν διοίκησι μιᾶς Σκλαβηνίας «γιὰ νὰ ἐκμάθη τὰ σλαβικὰ ἤθη καὶ νὰ ἐθισθῆ σ' αὐτὰ βαθμιαίως». Ἐχρειαζόταν ὅμως κάτι περισσότερο, καὶ αὐτὸ προσφέρθηκε μὲ τὴν ὀργάνωσι ἑνὸς εἰδικοῦ κέντρου σλαβικῶν μελετῶν, ὅπως θὰ ἐλέγαμε σήμερα, ὅπου ἐκπαιδεύονταν ἐκπολιτισταὶ καὶ ἱεραπόστολοι.(3) Τὸ κέντρο αὐτὸ ἥδρευε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ προϊστάμενός του ὡρίσθηκε ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Φιλόσοφος, ποὺ ἐπρόκειτο ἀργότερα νὰ μετονομασθῆ σὲ Κύριλλο, ἕνας πολύγλωσσος καὶ δραστήριος λόγιος, ποὺ ἀπὸ τότε ἀνελάμβανε τὴν διεύθυνσι τοῦ ἔργου τῆς ἱεραποστολῆς.

Ἕνα ἀπὸ τὰ ὅπλα αὐτῆς τῆς ἱεραποστολῆς, ποὺ ἦταν συγχρόνως θρησκευτικὴ καὶ πολιτιστική, ἦταν ἡ χρῆσις τῶν ἐντοπίων γλωσσῶν στὴν λατρεία καὶ τὴν παιδεία. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἔτσι οἱ Σλαβικοὶ λαοὶ διατηροῦσαν μὲν τὴν ἐθνικὴ καὶ γλωσσική τους αὐτοτέλεια, ἀλλὰ ἐστεροῦνταν τῆς εὐκαιρίας νὰ γίνουν ἄμεσοι μέτοχοι τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς παιδείας, πρᾶγμα ποὺ τοὺς ἐστοίχισε πολλοὺς αἰῶνες ἀγνοίας. Ἀλλ' αὐτὴ ἡ στέρησις, ποὺ διαπιστώθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων, δὲν ἦταν φυσικὰ στὰ σχέδια τοῦ Φωτίου• ἀπετέλεσε μιὰ παρενέργεια τῆς γλωσσικῆς αὐτονομίας.

Στὴ Δύσι ἀντιθέτως δὲν ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη δικαιώματα στὶς ἐντόπιες γλῶσσες, κι αὐτὸ ἔγινε ἀδιαμαρτυρήτως δεκτὸ ἀπὸ τοὺς ἡγεμόνες τῶν λαῶν. Μόνο τρεῖς γλῶσσες ἦταν δεκτὲς στὴν Ἐκκλησία, ἑβραϊκή, ἑλληνική, λατινική, κι ἀπὸ αὐτὲς μόνο οἱ δύο τελευταῖες ἦσαν ἐν ἐνεργεία. Γι' αὐτὸ ὁ Κύριλλος καὶ ὁ Μεθόδιος ὀνόμασαν τοὺς δυτικοὺς κατηγόρους των γιὰ τὸ θέμα τῆς χρήσεως τῆς σλαβικῆς γλώσσας στὴν Ἐκκλησία τριγλωσσίτες καὶ Πιλατικούς, διότι ἐδέχονταν μόνο τὶς τρεῖς παραπάνω γλῶσσες ποὺ εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ Πιλάτος στὴν ἐπιγραφὴ τοῦ Σταυροῦ. Καὶ τοὺς ἐπέκριναν αὐτοὺς τοὺς τριγλωσσίτες ὡς αἱρετικούς.(4)

Στὴ Δύσι τὸ ἰδεῶδες τῆς ἀπόλυτης συγκεντρώσεως καὶ ἑνότητος, κληρονομημένο ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ρώμη, ἀπαιτοῦσε νὰ ὀργανώνονται στὶς ἐκχριστιανιζόμενες περιοχὲς μονάδες τῆς μίας καὶ ἀδιάσπαστης Ἐκκλησίας, μὲ γλῶσσα τὴ λατινικὴ καὶ κατὰ τὴν ὑπ' ὄψι περίοδο, ὑπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ γερμανικοῦ Κράτους. Στὴν βυζαντινὴ Ἀνατολὴ τὸ ἰδεῶδες τῆς ὁμόσπονδης συνδέσεως, κληρονομημένο ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ καὶ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα, συντελοῦσε ὥστε στὶς ἐκχριστιανιζόμενες περιοχὲς νὰ ὀργανώνονται αὐτοκέφαλες Ἐκκλησίες μὲ ὄργανο τὴν ἐπιτόπια γλῶσσα καὶ ὑπὸ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία τῶν ἐπιτόπιων ἀνεξαρτήτων κρατῶν.

Πράγματι, τὸ Βυζάντιο ἦταν μιὰ κοινοπολιτεία, ἀποτελούμενη ἀπὸ δύο ὁμόκεντρους κύκλους• τὸ καθ' αὐτὸ Βυζαντινὸ κράτος, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν ἑλληνικὸ λαὸ ἐστέγαζε καὶ πλῆθος ἄλλων ἐθνοτήτων, καὶ τὰ δορυφόρα κράτη ποὺ εὑρίσκονταν στὰ ἀκραῖα σημεῖα καὶ ἦταν συνδεδεμένα μαζί του. Κατὰ καιροὺς ἀποτελέσθηκαν τέτοια κράτη ἀπὸ τοὺς Ναβαταίους, τοὺς Ἀρμενίους καὶ τοὺς Γεωργιανούς• ἀπὸ τοὺς Ὀστρογότθους, τοὺς Βησιγότθους καὶ τοὺς Λογγοβάρδους• ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους, τοὺς Σέρβους καὶ τοὺς Ρώσους.

Πολὺ συχνὰ παρετηρεῖτο τέτοια μεταβολὴ στὸν χῶρο του, ὥστε θὰ περίμενε κανεὶς κάποια ριζικὴ ἀνατροπὴ τῶν πραγμάτων. Τμήματα τῆς αὐτοκρατορίας ἀποσπῶνταν, γιὰ νὰ σχηματίσουν δορυφόρες ἡγεμονίες καὶ ἀργότερα ἐπανέρχονταν στὰ σύνορά της. Καὶ οἱ Ἕλληνες, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸν ἡγεμονικὸ νοῦ τῆς αὐτοκρατορίας, συνέβαινε κατὰ καιροὺς νὰ περιέρχονται στὴν κυριαρχία δορυφόρων κρατῶν. Ἀλλὰ παρέμεναν πάντοτε ἡ ψυχὴ τοῦ Βυζαντίου. Ἔστω καὶ ἂν δὲν ὠνομάζονταν τώρα Ἕλληνες, ἀφοῦ τὸ ὄνομα αὐτὸ εἶχε πάρει ἀπὸ καιρὸ θρησκευτικὴ σημασία κι ἐδήλωνε τοὺς τόσο ἀπεχθεῖς γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς εἰδωλολάτρες• ἔστω καὶ ἂν ὀνομάζονταν τώρα ὡς πολίτες μὲν τοῦ κράτους Ρωμαῖοι, ὡς ἔθνος δὲ Γραικοί.

Ἡ πολιτική του Φωτίου ἀγκάλιασε ὅλους τους Σλαβικοὺς λαούς• καὶ πρώτους τους Ρώσους. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 860 ρωσικὰ στίφη ἐνήργησαν μιὰ ἀπίθανης ἀγριότητας εἰσβολὴ στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ μονόξυλα. Ὁ Φώτιος σὲ σχετικὴ ὁμιλία του τὴν χαρακτηρίζει παράλογη καὶ ἀπάνθρωπη. Εὐτυχῶς ἀποκρούσθηκε τόσο ἀνέλπιστα ὅσο ἀπροσδόκητα εἶχε ἐκδηλωθεῖ.

Οἱ Ρῶσοι ἦσαν ἕνα σλαβικὸ ἔθνος, ὑποταγμένο τότε σὲ μιὰ μικρὴ πολεμοχαρῆ σκανδιναβικὴ φυλή, τοὺς Βαράγγους, ποὺ εἶχαν κατέβει ἀπὸ τὴ λίμνη Λάδογα. Ἂν καὶ οἱ Σλάβοι αὐτοὶ ἦσαν ὑπόδουλοι στοὺς Βαράγγους, ἡ γλῶσσα τους ἐπικράτησε καὶ τελικὰ οἱ Βάραγγοι, ποὺ ὀνομάζονταν ἐπίσης Ρώς, ἀφωμοιώθηκαν μὲ αὐτούς, ἀλλὰ τοὺς ἔδωσαν τὸ ὄνομά τους• Ρώς, Ρῶσοι.

Κατεῖχαν τότε τὸν χῶρο ἀνάμεσα στοὺς μεγάλους ποταμοὺς Δνείπερο καὶ Δόν. Κατὰ τὴν ἐπίθεσί τους στὴν πρωτεύουσα τῆς ἑλληνικῆς αὐτοκρατορίας, τὴν πολυθρύλητη γι' αὐτοὺς Τσάργραδ, εἶδαν ὅλη τὴν λάμψι της καὶ κατὰ τὴν ἀπόκρουσί τους ἔλαβαν πεῖρα ὅλης τῆς δυνάμεώς της.

Ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἦταν προτιμότερο νὰ ἔχουν τὴ φιλία παρὰ τὴν ἔχθρα τῶν Ἑλλήνων. Καὶ τὸ Βυζάντιο τοὺς διευκόλυνε σ' αὐτό. Θὰ ἦταν βέβαια γι' αὐτὸ πολὺ χρήσιμο νὰ σταλῆ μιὰ ἀντιπροσωπία ἱκανὴ νὰ θέση τὶς βάσεις γιὰ τὴν ἐκχριστιάνισι τῶν Σλάβων τοῦ Βορρᾶ. Ἔπρεπε ὅμως νὰ ἐνεργήση προσεκτικὰ καὶ ἀνιχνευτικά, διότι ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ θὰ ἐρχόταν σ' ἐπαφὴ μὲ αὐτὸν τὸν λαό. Γι' αὐτὸ συνδύασε τὸ ἐγχείρημα τοῦτο μὲ τὴν ἀποστολὴ πρὸς τοὺς Χαζάρους, ποὺ εὑρίσκονταν ἀνατολικὰ τῶν Ρώσων καὶ θὰ μποροῦσαν νὰ δράσουν ἀνταγωνιστικῶς πρὸς ἐκείνους. Οἱ Χάζαροι ἄλλωστε τὴν εἶχαν προκαλέσει.

Ὁ αὐτοκράτωρ, Μιχαὴλ καὶ ὁ Φώτιος λοιπὸν ἀποφάσισαν νὰ συγκροτήσουν ἀποστολὴ μὲ σκοπὸ νὰ ἔλθουν σὲ ἐνημερωτικὴ ἐπαφὴ μὲ αὐτοὺς τοὺς λαούς. Δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ εὕρουν καταλληλότερα πρόσωπα γι' αὐτὴν τὴν ἀποστολὴ ἀπὸ τοὺς δύο Θεσσαλονικεῖς ἀδελφοὺς Κύριλλο καὶ Μεθόδιο. Ἂν καὶ ἡ ἀποστολὴ στὴ Νότια Ρωσία ἦταν ἁπλῶς προπαρασκευαστική, εἶχε ἀξιόλογα ἀποτελέσματα. Βέβαια οἱ ἀντιπρόσωποι δὲν προχώρησαν σὲ βάθος πρὸς τὴν καθ' αὐτὸ χώρα τῶν Ρώσων, ἀλλὰ ἦλθαν σὲ ἐπαφὴ μὲ αὐτοὺς στὴν Κριμαία καὶ βορειότερα. Ἡ κατοπινὴ ἐξέλιξι τῶν πραγμάτων φανερώνει ὅτι ἀπὸ τότε οἱ Ρῶσοι ἐπέτρεπαν ἐλεύθερα τὴν εἴσοδο τῶν ἱεραποστόλων στὴ χώρα τους κι ἐδέχθηκαν ἐπίσκοπο. Ἔτσι ἐτέθηκαν οἱ βάσεις γιὰ τὴν κατὰ τὸν ἑπόμενο αἰώνα ὁλοκληρωτικὴ ἐχριστιάνισι τῆς χώρας των, ποὺ ἐπίσημα τοποθετεῖται στὸ 988.

Τὴν ἲδια ἐποχὴ ἀνάμεσα στοὺς δυτικοὺς Σλάβους ἐργάζονταν Ἰταλοί, Ἕλληνες καὶ Γερμανοὶ ἱεραπόστολοι.(5) Οἱ Γερμανοὶ ποὺ ἦσαν τότε πολὺ ἰσχυροὶ προωθοῦσαν τὴν ἐπιρροὴ τους πρὸς τὰ ἀνατολικὰ καὶ εἰσήγαγαν τὴν λατινικὴ γλῶσσα στὴ λατρεία. Ἡ ἐπιβολὴ ὅμως μιᾶς ξένης καὶ νεκρῆς γλώσσας στὴ λατρεία καὶ ἡ ἀκολουθοῦσα ξένη ἐπιρροὴ στὸ δημόσιο βίο ἀνησύχησε τὸν βασιλέα τῆς Μοραβίας Ρατισλάβο, ὁ ὁποῖος τὸ 862 ἐζήτησε μὲ πρεσβεία ἀπὸ τὸ Βυζάντιο προστασία καὶ πνευματικὴ βοήθεια. Καὶ τὸ Βυζάντιο ἀπέστειλε ὁμάδα διαφωτιστῶν καὶ ἱεραποστόλων ὑπὸ τὴν ἡγεσία τῶν ἀδελφῶν Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, οἱ ὁποῖοι γιὰ τὸ ἔργο ποὺ ἐπετέλεσαν ἐκεῖ ὠνομάσθηκαν ἀπὸ τὸν σημερινὸ πάπα τῆς Ρώμης «ἅγιοι τῆς Εὐρώπης». Τὸ ἔργο τους ἀνάμεσα στοὺς Μοραβούς, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους σλαβικοὺς λαούς, τοὺς Σλοβένους, τοὺς Κροάτες, τοὺς Σέρβους, τοὺς Πολωνούς, ἄλλαξε ἔστω καὶ προσωρινὰ τὴν ὄψι τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης. Ἐκεῖ γιὰ πρώτη φορὰ χρησιμοποιήθηκε στὴν χριστιανικὴ λατρεία ἡ σλαβονικὴ γλῶσσα, ὅπως εἶχε διαμορφωθῆ στὴν Κωνσταντινούπολι. Οἱ μετέπειτα ἱστορικὲς ἐξελίξεις ἀλλοίωσαν βέβαια τὸν χαρακτήρα τῆς μοραβικῆς καὶ τῆς σλοβενικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ εἶναι μέγα τὸ κατόρθωμα τοῦ Φωτίου, ὅτι εὑρῆκε τὸν τρόπο γιὰ νὰ ἐπιτευχθῆ ἡ πλήρης ἐκχριστιάνισις τῶν Σλαβικῶν λαῶν τῆς Κεντρικῆς Εὐρώπης.

Ἡ ἄνοδος στὸν βουλγαρικὸ θρόνο τοῦ Βόριδος, κατὰ τὰ μέσα τοῦ ἑνάτου αἰῶνος, ἐσήμανε τὴν προβολὴ τῆς Χώρας αὐτῆς στὴν παγκόσμια ἱστορία. Ὁ Βόρις εἶχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ συνείδησι τῆς ἀνερχόμενης δυνάμεως τοῦ ἔθνους καὶ τῶν προσωπικῶν του ἱκανοτήτων• γι' αὐτὸ καὶ ἔδωσε ἰδιαίτερη βαρύτητα στὸ γεγονὸς τῆς ἀναρρήσεώς του, ἀναγγέλοντάς τὴν μὲ πρεσβεία στὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Γ' καὶ στὸν βασιλέα τῶν Φράγκων Λουδοβῖκο τὸν Γερμανικό. Αὐτὴν τὴν ἐνέργεια, ποὺ ἐμαρτυροῦσε τὴν ἐπιθυμία τοῦ βουλγάρου ἡγεμόνα νὰ εἰσέλθη στὴν ὁμάδα τῶν πολιτισμένων ἀρχόντων, ἀκολούθησε ἡ ἄδεια ἐλεύθερης ἀσκήσεως ἱεραποστολῆς, στὴν ὁποία ἐπιδόθηκαν γιὰ δικό τους λογαριασμὸ Ἕλληνες, Φράγκοι καὶ Ἰταλοί, ὅπως καὶ στὴν Μοράβια πρωτύτερα: Πολλοὶ λόγοι συνετέλεσαν, ὥστε ἡ προτίμησις τοῦ Βόριδος νὰ στραφῆ πρὸς τοὺς Βυζαντινούς• οἱ πρόσφατες ἐπιτυχίες τῶν τελευταίων κατὰ τῶν Ἀράβων, ἡ λάμψις τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῆς μεγαλύτερης καὶ πλουσιώτερης τότε πρωτεύουσας στὸν κόσμο, ἡ ἱκανότης τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ Φωτίου, ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὴν προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ Φωτίου.

Ὁ Βόρις ἔπειτα ἀπὸ κατάλληλη διαφώτιση ἦταν ἕτοιμος νὰ ἀσπασθῆ τὴν χριστιανικὴ πίστι. Παρὰ τὴν ἀντίθεσι πολλῶν βογιάρων στὴν ἀλλαγή, τὴν ἐπέβαλε ὁριστικά, ἐνισχυόμενος στὸ ἔργο του καὶ ἀπὸ πλῆθος νέων ἱεραποστόλων, ποὺ διωγμένοι ἀπὸ τὴν Κεντρικὴ Εὐρώπη διοχετεύονταν ἀπὸ τὸν Φώτιο στὴν Βουλγαρία. Ὁ Βούλγαρος ἡγεμὼν ἔστειλε τὸν δεύτερο υἱὸ τοῦ Συμεὼν στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ ἐκπαιδευθῆ στὰ γράμματα καὶ τὴν θεολογία, καὶ νὰ ἀσκηθῆ στὸ μοναχικὸ βίο. Τὸν προώριζε προφανῶς γιὰ τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τῆς Βουλγαρίας, ἔτσι ὥστε πολιτικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία τῆς χώρας του νὰ εὑρίσκεται στὰ χέρια τῆς ἴδιας οἰκογενείας. Ἀκολούθως περιεβλήθηκε καὶ ὁ ἴδιος τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα• κι ἔτσι αὐτὸς ποὺ ἄρχισε τὸ στάδιό του ὡς βασιλεὺς ἐπέθανε ὡς ταπεινὸς μοναχός, ἐνῶ ὁ υἱὸς του Συμεὼν ποὺ ἄρχισε τὸ στάδιό του ὡς μοναχὸς ἐγκατέλειψε ἔπειτα τὸν θρησκευτικὸ βίο κι ἔγινε βασιλεύς, ὄχι φιλικὸς πρὸς τὸ Βυζάντιο βέβαια, ἂν καὶ πάντως μέσα στὰ πλαίσια τῆς κοινοπολιτείας.

Ὅπως ἀναφέρθηκε πρωτύτερα, ὁ Βόρις κατὰ τὴν βάπτισί του ἐπῆρε τὸ ὄνομα Μιχαὴλ καὶ ὁ Φώτιος τοῦ ἔστειλε ὑπὸ τύπον ἐπιστολῆς αὐτὸ τὸ Παραινετικὸ δοκίμιο. Τὸν προσφωνεῖ μὲ λόγια ποὺ δείχνουν ὅλη τὴν πατρικὴ φροντίδα, «περιφανέστατε καὶ ἠγαπημένε υἱὲ ἡμῶν». Καὶ ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ πνευματικὴ γέννησις εἶναι καρπὸς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ πατριάρχη, «τῶν ἐμῶν πνευματικῶν ὠδίνων εὐγενὲς καὶ γνήσιον γέννημα».

Ὅπως συμβαίνει μὲ ὅλα τὰ παραινετικὰ δοκίμια, καὶ ἰδιαίτερα τὰ κατηχητικά, ἔτσι κι' αὐτὸ τὸ δοκίμιο, ἐκτὸς τοῦ προλόγου καὶ τοῦ ἐπιλόγου (παραγρ. 1-3 καὶ 132-134 κατὰ τὴν ἀρίθμησί μας) ἁπλώνεται σὲ δυὸ τμήματα, τὸ θεωρητικὸ καὶ τὸ πρακτικό, ἢ ἀλλοιῶς τὸ θεολογικὸ (4-36) καὶ τὸ ἠθικὸ (37-131).

Τὸ θεολογικὸ μέρος καλύπτεται ἀπὸ τὴν παράθεσι τοῦ συμβόλου τῆς πίστεως, τὴν ἔκθεσι περὶ τῶν ἑπτὰ οἰκουμενικῶν συνόδων καὶ τὴν προτροπὴ γιὰ τὴν τήρησι τοῦ κανόνος τῆς εὐσέβειας καὶ ὀρθοδοξίας. Μέσα ἀπὸ τὶς λιτὲς καὶ ἁδρὲς γραμμὲς αὐτῆς τῆς διαπραγματεύσεως ἐξαίρεται πρῶτα τὸ τριαδολογικὸ δόγμα καὶ διαφαίνεται ἡ πεποίθησις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι συγχρόνως κάτι σταθερὸ καὶ δυναμικό. Τὸ σταθερὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ προσεγγισθῆ καὶ ἀποτελεῖ τὴν οὐσιώδη ὄψι τῆς φύσεώς του• τὸ δυναμικὸ εἶναι αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ τὶς ἐκδηλώσεις τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸ τοῦ προσδίδει τὴν τριαδικότητα. Οἱ τρεῖς ὑποστάσεις, ὅπως ἐπικράτησε νὰ λέγονται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ τετάρτου αἰῶνος τὰ ἄλλως λεγόμενα πρόσωπα, εἶναι κινήσεις ἐπάνω στὸν μυστικὸ Θρόνο τῆς θεότητος. Γι' αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ἀπέκρουσε σταθερὰ ὅλες τὶς ἀπόπειρες ἀρνήσεως τῆς τριαδικότητος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀπέληγαν εἴτε στὴ διαρχία εἴτε στὴ μοναρχία.

Ἡ τριαδικὴ ἀντίληψις, διασώζει τὸν δυναμισμὸ τῆς θεότητος, διότι παρουσιάζει τὶς ὑποστάσεις σὰν ἀνοίγματα ποὺ καθιστοῦν δυνατὴ τὴν εἴσοδό της στὴν ἐγκοσμιότητα. Ὅποιος ἐκλαμβάνει τὸν Θεὸ μονολιθικῶς, τὸν τοποθετεῖ σὲ μιὰ κατάστασι στατικότητος καὶ τὸν στερεῖ τῆς δυναμικότητος• καὶ εἶναι ἐπίσης ὑποχρεωμένος νὰ συγχέη τὴν ἐνέργεια τοῦ συνόλου τῆς θείας φύσεως μὲ τὶς ὑποστατικὲς λειτουργίες, νὰ συγχέη ἐπὶ παραδείγματι τὴ δημιουργία ποὺ εἶναι συλλογικὴ κοινὴ ἐνέργεια μὲ τὸ ἐκπορευτικό, ποὺ εἶναι γνώρισμα μόνο τοῦ Πατρός. Ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια χαρακτηριστικά τῆς ὀρθοδοξίας εἶναι ὅτι ἐπιζητεῖ συμμετοχὴ στὴν πλούσια ζωὴ τῆς Τριάδος, τὴν ὁποία δοξολογεῖ ἀκαταπαύστως.

Ἔρχεται ἔπειτα τὸ δόγμα περὶ τῶν δύο φύσεων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Λόγου τοῦ Θεοῦ. Βέβαια ἡ ἕνωσις Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸν Χριστὸ εἶναι τὸ μέγα καὶ ἀπόρρητο μυστήριο. Ἡ ἕνωσις τῶν δύο φύσεων εἶναι τόσο πλήρης καὶ ἀδιάσπαστη, ὥστε, ἐνῶ μποροῦμε νὰ χαρακτηρίσουμε τὰ ὑποστατικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα συνεστήθηκε ὁ Χριστὸς ὡς «ἄλλο καὶ ἄλλο», δὲν μποροῦμε νὰ χαρακτηρίσωμε τὸν Χριστὸ ὡς «ἄλλον καὶ ἄλλον», ὡς ἀποτελούμενον δηλαδὴ ἀπὸ δύο προσωπικότητες• διότι διὰ τῆς συγκράσεώς των τὰ δυὸ ὑποστατικὰ ἔγιναν ἕνα, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ μὲν Θεὸς νὰ ἐνανθρωπήση, ὁ δὲ ἄνθρωπος νὰ ἐνθεωθῆ.

Τέλος ἔρχεται τὸ δόγμα περὶ τῆς εἰκόνος, στὸ ὁποῖο ὁ Φώτιος δίνει μεγαλύτερη ἔκτασι, ἀφοῦ μάλιστα εἶχε καὶ ὁ ἴδιος ἐμπλακῆ στὶς σχετικὲς συγκρούσεις κατὰ τὴν νεότητά του. Φαίνεται ὁπωσδήποτε κάπως παράξενο τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία βασικὰ δόγματα εἶναι τὸ τριαδολογικό, τὸ χριστολογικὸ καὶ τὸ σωτηριολογικό, χαρακτηριστικὴ ἑορτὴ της εἶναι ἡ Κυριακὴ τῶν εἰκόνων, ποὺ ὀνομάζεται καὶ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, στὴ θέσπισι τῆς ὁποίας εἶχε προφανῶς λόγο καὶ ὁ Φώτιος (843). Τοῦτο συμβαίνει, διότι στὴ συνείδησι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος τὸ δόγμα περὶ τῶν εἰκόνων, ποὺ φαίνεται κατὰ τὰ ἄλλα δευτερεῦον καὶ παράπλευρο, συνοψίζει τὶς ἀποφάσεις ὅλων τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων ποὺ διετύπωσαν τὰ παραπάνω δόγματα.

Νεώτεροι ἱστορικοὶ ἀξιολογοῦν κατὰ κανόνα θετικῶς τὴν εἰκονομαχία καὶ ἀρνητικῶς τὴν εἰκονοφιλία, ποὺ τὴν ὀνομάζουν εἰκονολατρεία, σὰν ἕνα εἶδος θρησκευτικοῦ σκοταδισμοῦ. Ἄν ὅμως αὐτὴ ἡ ἔριδα περὶ τῶν εἰκόνων ἐκληφθῆ ὡς πολιτιστικὸ φαινόμενο, τότε ἡ κρίσις πρέπει νὰ ἀντιστραφῆ• σκοταδισταὶ ἦσαν οἱ εἰκονομάχοι ποὺ ἀπέρριπταν τὴν χρῆσι τῶν καλῶν τεχνῶν στὴν λατρεία καὶ προοδευτικοὶ ἦσαν οἱ εἰκονόφιλοι ὡς ὑπερασπισταὶ τῶν τεχνῶν. Ἄν πάλι ἐξετασθῆ ὡς θεολογικὸ φαινόμενο, τότε συνιστᾶ τὴν συμπλήρωσι τῆς χριστολογικῆς συζητήσεως τοῦ πέμπτου αἰῶνος καὶ τὴν ὁλοκληρωσι τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος (451) περὶ τῶν ὅρων τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, σύμφωνα μὲ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία, ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτίσμα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἔχει μέσα του κάποιο στοιχεῖο ποὺ τὸν καθιστᾶ μοίρα τοῦ Θεοῦ• ἔχει πάρει ἀπὸ τὴν πνοὴ ποὺ ἐμφύσησε μέσα του ὁ Θεὸς τὴν θεία εἰκόνα. Ἔπειτα ἀπὸ αἰῶνες αἰώνων, ὅταν ἐπὶ τέλους ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἕνα πρόσωπο τῆς Τριάδος γίνεται ἄνθρωπος, ἢ ἀκριβέστερα ἑνώνεται μὲ τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε ἀντιστρόφως βλέπομε τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἦλθε στὴν κτίσι μαζὶ μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τελειώνεται στὴν θεότητα φέροντας σ' αὐτὴν τὴν εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ἡ θρησκευτικὴ παράταξις ποὺ εὑρίσκεται στὰ πλαίσια τῆς καταξιώσεως τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καὶ τῶν προϊόντων τῆς ἀνθρωπίνης ἐπινοήσεως εἶναι ἡ τῶν εἰκονοφίλων. Κι ἑπομένως ὅσοι ἀπὸ τοὺς νεωτέρους περιφρονοῦν τὴν παρουσία τῶν εἰκόνων στοὺς χριστιανικοὺς ναούς, εὑρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὰ πράγματα.

Εἶναι ἀξιοσημείωτο τὸ γεγονὸς ὅτι τὶς δύο φάσεις τῆς εἰκονομαχίας, ποὺ ἐκάλυψε ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μὲ μία τριακονταετῆ ἀνάπαυλα (726-787, 815-843), τὶς ἄνοιξαν δύο δυναμικοὶ εἰκονομάχοι αὐτοκράτορες, Λέων Γ' ὁ Ἴσαυρος καὶ Λέων Ε' ὁ Ἀρμένιος, καὶ τὶς ἔκλεισαν δύο εἰκονόφιλες βασίλισσες, ἡ Εἰρήνη ἡ Ἀθηναία καὶ ἡ Θεοδώρα. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς τοῦτο. Πράγματι, οἱ δικαίως πολεμοχαρεῖς αὐτοκράτορες, ποὺ ἐνδιαφέρονταν γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κράτους ἀπὸ τοὺς συνεχῶς ἐπιτιθεμένους βαρβαρικοὺς λαούς, διεπίστωναν μὲ ἀπελπισία τὴν ἀπροθυμία τῶν νέων του Βυζαντίου νὰ στρατευθοῦν κι ἐπίστευαν ὅτι ὁ Κύριος λόγος τῆς ἀπροθυμίας ἦταν ἡ εἰρηνιστικὴ εὐλάβεια ποὺ εἶχε σὰν μία ἀπὸ τὶς βασικὲς ἐκδηλώσεις τὴν ἀφοσίωση στοὺς ἥρωες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὶς εἰκόνες.

Οἱ δύο βασίλισσες ὅμως ἀντιμετώπιζαν μὲ ἄλλον τρόπο τὰ ἐγκόσμια πράγματα, καὶ γι' αὐτὸ προτιμοῦσαν νὰ βλέπουν γύρω τους εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς παρὰ σκληροὺς πολεμιστάς.

Ἀφ' ὅτου ἐδικαιώθηκε ἡ χρῆσις τῶν εἰκόνων, στὶς 11 Μαρτίου τοῦ 843, ἄρχισε ἡ παντοειδὴς ἀνάπτυξις τῶν εἰκαστικῶν τεχνῶν στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὁ ἱερὸς Φώτιος, μὲ τὴν ὁμιλία ποὺ ἐξεφώνησε κατὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ἀνακτορικοῦ ναοῦ, τὸ 866, ἔδωσε λεπτομερειακὴ περιγραφὴ περὶ τῶν εἰκονογραφικῶν θεμάτων, τὰ ὁποῖα εἶχαν διαπλωθῆ στοὺς τοίχους τοῦ ναοῦ μὲ βάσι τὸ εἰκονογραφικὸ πρόγραμμα ποὺ εἶχε προφανῶς καταστρώσει ὁ ἴδιος.

Τὸ ἠθικὸ τμῆμα τοῦ δοκιμίου εἶναι συντεταγμένο κατὰ τὸ γνωμολογικὸ εἶδος σὲ σύντομες ἀποφθεγματικὲς κι' ἐντυπωσιακὲς προτάσεις. Ἐπωφελούμενος ἀπὸ τὴν σχετικὴ γραμματεία τῆς κλασικῆς καὶ χριστιανικῆς ἀρχαιότητος, ἰδίως ἀπὸ τὸν Ἰσοκράτη,(6) ὁ Φώτιος δίνει μιὰ εἰκόνα τοῦ ἡγεμόνος, πλημμυρισμένη ἀπὸ ἀγάπη καὶ ὑπευθυνότητα:

- «Κυβέρνα τοὺς ὑπηκόους, στηριζόμενος ὄχι στὴ βία ἀλλὰ στὴν ἀγάπη τῶν ἀρχομένων διότι ἡ ἀγάπη εἶναι μεγαλύτερο καὶ ἀσφαλέστερο βάθρο γιὰ τὴν ἐξουσία παρὰ ὁ φόβος».
- «Μόνο ἂν κυβερνᾶ κανεὶς τὸν ἑαυτὸ του μπορεῖ νὰ πιστεύη ὅτι κυβερνᾶ ἀληθινὰ καὶ τοὺς ὑπηκόους».
- «Τὶς εὐεργεσίες ποὺ δέχεσαι, νὰ τὶς θυμᾶσαι παντοτινά• τὶς εὐεργεσίες ποὺ κάμεις, νὰ τὶς ξεχνᾶς γρήγορα».

Τὸ δοκίμιο αὐτὸ τοῦ Φωτίου, προβάλλοντας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὴν Χριστιανικὴ πίστι καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τὸν ἑλληνικὸ λόγο, τὰ δύο στοιχεῖα ποὺ ἀπετέλεσαν τὰ θεμέλια τῆς ἀγωγῆς αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, προσφέρει τὸ πενταστάλαγμα αὐτοῦ ποὺ μπορεῖ νὰ ὀνομασθῆ ἑλληνοχριστιανικὸς πολιτισμός, ὅπως τὸν διεμόρφωσαν καὶ τὸν ἀντιλήφθηκαν οἱ Ἕλληνες στὶς μεγάλες ὧρες τοῦ βυζαντινοῦ μεγαλείου καὶ στοὺς πονεμένους αἰῶνες τῆς αἰχμαλωσίας ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς.

Τὸ δοκίμιο μεταφράσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν παλαιοσλαβικὴ γλώσσα κι ἀργότερα στὴ βουλγαρική, τὴν ρωσσικὴ καὶ ἄλλες νεώτερες γλῶσσες.

Μπορεῖ αὐτὲς οἱ παραινέσεις, νὰ μὴ ἐφαρμόσθηκαν σὲ ὅλη τους τὴν ἔκτασι ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἡγεμόνα, ἀλλὰ σὲ γενικὲς γραμμὲς συνετέλεσαν στὴν ἡμέρωσι καὶ τὴν ἠθικὴ ἀφύπνιση τῶν λαῶν γιὰ τοὺς ὁποίους προωορίζονταν.





Σημειώσεις

1. Π. Δρακόπουλος, Μεσαίωνας ἑλληνικὸς καὶ δυτικός, Ἀθῆναι 1987, σ. 76.

2. Βίος Μεθοδίου 2.

3. Φωτίου, Ἐπιστολή, PC 102, 904-906.

4. Βίος Κωνσταντίνου Φιλοσόφου, 16.

5. Βίος Μεθοδίου, 5. Οἱ τρεῖς λαοὶ στὸ σλαβικὸ τοῦτο κείμενο ὀνομάζονται Βλάχοι, Γραικοί, Νεμιτσί.

6. Ἀπὸ τὴν συλλογὴ τῶν Ἰσοκρατείων ἔργων παρατηροῦνται ἀπηχήσεις τῶν δοκιμίων πρὸς Δημόνικον καὶ πρὸς Νικοκλῆν κυρίως.



Προηγούμενη Σελίδα