image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός

Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας - Δυο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία

Από: Ζακυθηνός, Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, Αθήνα 1978.


Κεφάλαιο Α'

ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑΝ ενότητα και σαφήνειαν παρουσιάζουν αι δύο άλλαι παράλληλοι περίοδοι, η Ρωμαιοκρατία και η Τουρκοκρατία(1). H Ρωμαιοκρατία υπήρξε το αποτέλεσμα της σταδιακής ηγεμονικής επεκτάσεως της Ρώμης προς ανατολάς: αρχικώς προς την χερσόνησον του Αίμου, ακολούθως δε προς όλας τας χώρας και τας νήσους τας βρεχομένας υπό της ανατολικής Μεσογείου και των μετ' αυτής συνδεομένων θαλασσών, του Ευξείνου Πόντου και της Ερυθράς Θαλάσσης. Μεγάλοι σταθμοί εις την κατακτητικήν ταύτην πολιτικήν υπήρξαν η πρώτη επέμβασις των Ρωμαίων εναντίον των Ιλλυριών τώ 229 π.Χ., η μάχη της Πύδνης τω 168, η άλωσις και η καταστροφή της Κορίνθου τω 146, η υπό Ρωμαικόν έλεγχον υπαγωγή του Βασιλείου της Περγάμου και η συγκρότησις της επαρχίας της Ασίας τώ 133/129, η κατάκτησις της Συρίας και της Παλαιστίνης τω 63 και τέλος η κατάκτησις της Αιγύπτον τω 30 π.Χ. Αι βορειότεραι χώραι της χερσονήσου του Αίμου, κατόπιν κατακτητικών πολέμων, απετέλεσαν τας επαρχίας του Ιλλυρικού, της Άνω και της Κάτω Μοισίας και της Δακίας. Κατά τον τρόπον τούτον από των μέσων του δευτέρου π.Χ. μέχρι των μέσων του πρώτου μ.Χ. αιώνος ολόκληρος η χερσόνησος του Αίμου, η Μικρά Ασία, η Συρία και η Παλαιστίνη, η Αίγυπτος και η βόρειος Αφρική ηνώθησαν υπό την πολιτικήν κυριαρχίαν της Ρώμης(2).

Αντιστοίχως, αλλά κατ' αντίστροφον φοράν, απηρτίσθη ο γεωγραφικός χώρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το άσημον Τουρκικόν φύλον, οι μετέπειτα Οσμανλίδαι, εντοπίζεται το πρώτον εις την Βιθυνίαν κατά τας τελευταίας δεκαετίας του δεκάτου τρίτου αιώνος· ανέρχεται εις την επίσημον σκηνήν τής Ιστορίας κατά την μάχην του Βαφέως, παρά την Νικομήδειαν, την 27 Ιουλίου 1301, όπου ηττώνται τα Βυζαντινά στρατεύματα. Από της στιγμής ταύτης χρονολογείται η ραγδαία άνοδος της Τουρκικής δυνάμεως, η οποία θά καταλήξη εις την θεμελίωσιν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μεγάλοι σταθμοί της κατακτήσεως εις την Ασίαν, την Ευρώπην και την Αφρικήν θα είναι: η άλωσις της Προύσης (6 Απριλίου 1326), η άλωσις της Νικαίας (2 Μαρτίου 1331), η απόβασις εις την Καλλίπολιν (2 Μαρτίον 1354), η κατάληψις της Αδριανουπόλεως τω 1361, η μάχη του Έβρον (26 Σεπτεμβρίου 1371), η άλωσις των Σερρών (1383), της Σόφιας (1393) και της Θεσσαλίας (1394), η μάχη της Νικοπόλεως (25 Σεπτεμβρίου 1396), η οριστική υποταγή της Θεσσαλονίκης (1430), η υποταγή των Ιωαννίνων (1430), η κατάκτησις της Σερβίας (1439 κ.ε.), η μάχη της Βάρνης (10 Νοεμβρίου 1444), η άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως και η κατάλυσις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (29 Mαΐoυ 1453). Ηκολούθησαν η πτώσις του Δεσποτάτου της Πελοποννήσου (1460) και της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος (1461), της Ευβοίας (1470), της Ναυπάκτου (1499), της Μεθώνης και Κορώνης (1500), της Ρόδου (1522), της Κύπρου (1571) και τέλος της Κρήτης (1669). Είχε προηγηθή η εγκαθίδρυσις της Οθωμανικής κυριαρχίας εις την Αίγυπτον τω 1517(3).

Κατά τον τρόπον τούτον ιδρύονται δια κατακτήσεως δύο αυτοκρατορίαι, η Ρωμαϊκή και η Οθωμανική, απέχουσαι χρονικώς η μία από την άλλην περί τους δέκα πέντε αιώνας. Γεωγραφικώς αμφότεραι καλύπτουν εις τα καίρια σημεία του τον αυτόν περίπου χώρον, ο οποίος κατανέμεται εις τας τρεις ηπείρους, την Ευρώπην, την Ασίαν και την Αφρικήν, περιβάλλει δε ως λίμνην την ανατολικήν Μεσόγειον. Βεβαίως η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μέχρι της οριστικής διαιρέσεως, τω 395, εις δύο τμήματα, το Ανατολικόν (pars Orientis) και το Δυτικόν (pars Occidentis), ήλεγχε πρός δυσμάς και την Ιταλικήν χερσόνησον, ως και τας λοιπάς Ευρωπαϊκάς κτήσεις. Δια την Οθωμανικήν αι βενετοκρατούμεναι Ιόνιοι νήσοι, ο Ιόνιος κόλπος και η Αδριατική ησαν εις γενικάς γραμμάς το προς δυσμάς σύνορον.

Τυπολογικώς το Ρωμαϊκόν και το Οθωμανικόν κράτος ανήκουν εις τας αυτοκρατορίας (imperia). Κατά τινα πρόσφατον ορισμόν "η αυτοκρατορία ως μεγάλη δύναμις είναι κράτος κυρίαρχον (souverain) εκτεινόμενον επί τι χρονικόν διάστημα επί αναπεπταμένον χώρον, οικουμένου υπό πολλαπλών κοινωνικοπολιτικών ομάδων, αίτινες υπόκεινται εις την εξουσίαν ενός και του αυτού κυβερνήτου. Ούτος ασκεί πολιτικήν τείνουσαν προς την ηγεμονίαν". Όθεν κύρια χαρακτηριστικά της αυτοκρατορίας είναι η ευρεία εδαφική διαμόρφωσις, η άσκησις της εξουσίας υπό ενός και μόνον φορέως καθ' όλην την επικράτειαν, η χρονική διάρκεια, η πολυεθνική σύνθεσις των κοινωνικών ομάδων, η ροπή προς την ηγεμονίαν(4).

Αμφότεραι αι αυτοκρατορίαι είναι δευτερογενείς, διότι προήλθον εκ της σταδιακής κατακτήσεως προϋπαρξάντων μεγάλων κρατών, τα οποία είχον φθάσει εις προκεχωρημένην κατάστασιν πολιτικής και κοινωνικής αποσυνθέσεως· η μεν Ρωμαϊκή εκ της διασπάσεως του κράτους του Αλεξάνδρου και της εν συνεχεία παρακμής των Ελληνιστικών βασιλείων, η δε Οθωμανική εκ της παρακμής και της διασπάσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των βυζαντινογενών κρατών της χερσονήσου του Αίμου, τοπικώς δε εκ του διαμελισμού τον εν Ασία κράτους των Σελτζουκιδών Τούρκων.

Αμφότεραι ήσαν κράτη πολυεθνικά. Εθνικώς οι κατακτηταί απετέλουν μειονότητας, ποικιλλούσας ποσοτικώς κατά τόπους. Κατά τόπους εποίκιλλον τόσον αι θρησκευτικαί δοξασίαι, όσον και αι παιδείαι, η στάθμη του πολιτισμού, αι νοοτροπίαι και αι πνενματικαι και ψυχικαί ιδιοσυστασίαι. Το Ρωμαϊκόν Κράτος και ο Ελληνισμός με τας πατροπαραδότους θρησκείας του Ολύμπου και του Πανθέου αφωμοίωσαν κατά την πορείαν των προς ανατολάς τας θρησκείας της Ασίας και της Αιγύπτου. Η Magna Mater, ο Όσιρις, η Ίσις, ο Μίθρας, πλήθος θεών και θεαινών εισεπήδησαν εις το μωσαϊκόν του Ρωμαϊκού Πανθέου(5). Αντιστοίχως, πληήν του Ισλάμ και της Ελληνικής Ορθοδοξίας, το Κράτος των Οσμανιδών περιέλαβε θρησκευτικάς δοξασίας, ετεροδοξίας και αιρέσεις, ισλαμικάς και χριστιανικάς.

Αμφότεραι αι αυτοκρατορίαι, πριν η φθάσονν εις το κατακόρυφον της ισχύος των, είχον έλθει εις πολιτικήν και πολιτιστικήν επικοινωνίαν μετά της Ελλάδος και της Ελληνικής παιδείας. Βεβαίως τα μεγέθη είναι άνισα και αι επιδράσεις αι ασκηθείσαι προς εκατέραν τούτων δεν είναι δυνατόν να συγκριθούν ούτε ως προς την έντασιν και το βάθος ούτε ως προς το είδος και την ποιότητα. Ενωρίτατα η Ρώμη ήλθεν εις επαφήν με τον Ελληνισμόν διά της ακμαζούσης Μεγάλης Ελλάδος, διά της Καμπανίας, της Λουκανίας, της Απουλίας, της Καλαβρίας και του Βρυττίου, βραδύτερον δε διά της υπό των Ρωμαίων κατακτηθείσης Ελληνικής Σικελίας(6). Aι Ελληνικαί επιδράσεις είναι τόσον παλαιαί όσον και αυτή η Ρώμη. Νεώτεροι συγγραφείς ομιλούν περί του εξελληνισμού της θρησκείας, της τέχνης και του λόγου ήδη από του τετάρτου, του τρίτου και του δευτέρου αιώνος π.Χ.(7). Χαρακτηριστικά είναι όσα γράφει ο Henri-Irénée Marrou: «Ιδιάζουσα περίπτωσις του θεμελιώδους γεγονότος, το οποίον δεσπόζει της ιστορίας του Ρωμαϊκού πολιτισμού: καθαρώς αυτόνομος Ιταλικός πολιτισμός δεν εύρε τον καιρό να αναπτυχθή, διότι η Ρώμη και η Ιταλία ενετάχθησαν εις τον χώρον του Ελληνικού πολιτισμού. Διανύουσαι ταχέως τους σταθμούς, oι οποίοι εχώριζον την σχετικήν των βαρβαρότητα από την υπό της Ελλάδος επιτευχθείσαν πρωϊμως στάθμην, αφωμοίωσαν με αξίαν λόγου ικανότητα προσαρμογής τον Ελληνιστικόν πολιτισμόν... Εάν δικαιούμεθα να ομιλώμεν περί Λατινικής παιδείας, ομιλούμεν περί μιας δευτερευονσης μορφής, περί μιας ιδιαιτέρας παραλλαγής του μοναδικού τούτου πολιτισμού»(8).

Σκοτειναί είναι αι αφετηρίαι του αφανούς φύλου των Οσμανιδών εις την Βιθυνίαν. Διά την πρώϊμον περίοδον της μεταβάσεως εκ του νομαδικού ή ημινομαδικού σταδίου εις την επί μονίμου εδάφους εγκατάστασίν του αι πληροφορίαι των πηγών είναι πενιχραί και συγχεχυμέναι. Νέα εποχή εγκαινιάζεται δια της προαγωγής των Οθωμανών εις τον αστικόν βίον μετα την κατάληψιν των μεγάλων πόλεων της Προύσης (1326), της Νικαίας (1331) και της Νικομηδείας (1337). Ούτως εις το αρχικόν Τουρκομανικόν και Σελτζουκικόν υπόστρωμα προστίθενται από των πρώτων δεκαετιών του δεκάτου τετάρτου αιώνος στοιχεία εκ του αστικού και του Ελληνικού περιβάλλοντος. Ενωρίς γίνεται λόγος περί Ελλήνων, οι οποίοι έρχονται εις συνάφειαν μετά των επηλύδων. Λόγοι θρησκευτικοί και πολιτικοί, λόγοι αναφερόμενοι εις θεμελιώδεις διαφοράς των πνευματικών ιδιοσυστασιών περιώρισαν την προς τον Τούρκον κατακτητήν επίδρασιν. Αύτη κυρίως εστράφη περί τους θεσμούς και τας κυβερνητικάς ή φορολογικάς μεθόδους, περί την διπλωματίαν, περί τους θεσμούς της αγροτικής κτήσεως και της εκμεταλλεύσεως της γης. Ως παρατηρείται, αι αμοιβαίαι επιδράσεις ανήκουν κατά το πλείστον εις την σφαίραν της Volkskultur. Πρέπει ωσαύτως να σημειωθή ότι πολλοί Βυζαντινοί θεσμοί διοχετεύονται προς τους Οθωμανούς διά του Σελτζουκικού συγκρητισμού.

Καθ' όσον ανέρχεται το Τουρκικόν κράτος επί τοσούτον εντείνεται η Βυζαντινή ακτινοβολία, η οποία φθάνει εις την μεγίστην ακμήν της δεκαετίας τινάς προ της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και κατά την πρώτην μετ' αυτήν εκατονταετίαν. Τεκμήριον του φαινομένου τούτου είναι η ευρεία χρήσις της Ελληνικής ως επισήμου γλώσσης των διεθνών σχέσεων(9). H στροφή των Τούρκων προς την Μικράν Ασίαν, η κατάκτησις της Συρίας (1516), της Αιγύπτου (1517), των Περσικών εδαφών του Ευφράτου (1534), της νοτίου Αραβίας (1568) θα απομακρύνουν την αυτοκρατορίαν εκ της Ελληνικής ροπής και θα τονώσουν τον ισλαμικόν χαρακτήρα του πολιτισμού της. Προς το Ελληνικόν στοιχείον θα αποβλέπουν και πάλιν οι σουλτάνοι κατά τον δέκατον έβδομον αιώνα, ιδίως μετά την δευτέραν επίθεσιν κατά της Βιέννης (1683), όταν, εγκαλείποντες τα κατακτητικά των σχέδια, θα ασκήσουν Ευρωπαϊκήν πολιτικήν(10).





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Εις την Ρωμαιοκρατίαν και την Τουρκοκρατίαν αφιερώθησαν τελευταίως oι τόμοι Θ', Ι' και ΙΑ' της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους (Εκδοτική Aθηvώv), Αθήναι, 1974-1976.

2. André Aymard, Rome et son Empire, Histoire Générale des Civilisations, τόμ. Β', Παρίσιοι, 1954. André Piganiol, La conquête romaine, cinquiéme édition entièrement refondue, Παρίσιοι, 1967.

3. Ernst Werner, Die Geburt einer Grossmacht - Die Osmanen (1300-1481). Ein Beitrag zur Genesis des türkischen Feudalismus, Forschungen zur mittelalterlichen Geschichte, Βερολίνον, l966. Halil Inalcik, The Ottoman Empire. The Classical Age 1300-1600, Λονδίνον, 1973.

4. J. Gilissen, La notion d' Empire dans l' Histoire Universelle: Les grands empires, Recueils de lα Société Jean Bodin: pour l'Histoire comparαtive des Institutions, τόμ. 31, Βρυξέλλαι, 1973, σελ. 793. Εις τον ογκώδη τούτον τόμον περιλαμβάνονται αι εργασίαι αι ανακοινωθείσαι εις την σύνοδον της Sοciété Jean Bodin εν Rennes από 11 μέχρι 15 Οκτωβρίου 1966. Δια τα απασχολούντα ημάς ενταύθα θέματα ιδιαιτέραν σημασίαν έχουν αι συμβολαί περί του κράτους του Αλεξάνδρου (υπό της Claire Ρréaux), περί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (υπό του Roger Rémondon), περί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (υπό της Ελένης Ahrweiler), περί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (υπό του T.Gökbilgin).

5. Πάντοτε χρήσιμον το κλασσικόν βιβλίον του Franz Cumont, Les religions orientales dans le Paganisme romain, τετάρτη έκδοσις, Παρίσιοι, 1929.

6. Μιλτ.Β.Χατζοπούλου, Ο Ελληνισμός της Σικελίας κατά την Ρωμαιοκρατίαν (περίοδος 264-44 π.Χ) Αθήναι, 1976.

7. Henri-Ιrénée Marrou, Histoire de l'Éducation dans l' Antiquité, τετάρτη έκδοσις, Παρίσιοι, 1958, σελ. 329 κ.ε. André Aymard, ενθ'ανωτ., σελ. 175 κ.ε. Κ.Ν. Ηλιοπούλου, Η πολιτική της Ρώμης εις τους Λατίνονς συγγραφείς και η εθνική συνείδησις αυτών, Αθήναι, 1974. Του αυτού, Φιλελληνικά και ανθελληνικά ρεύματα εν τη αρχαία Ρώμη και Ρωμαϊκός Ανθρωπισμός, Αθήναι, 1975.

8. Henri-Ιrénée Marrou, ένθ' ανωτ., σελ. 329 κ.ε.

9. Σπυρ. Λάμπρου, Η Ελληνική ως επίσημος γλώσσα των Σουλτάνων, Νέος Ελληνομνήμων, τομ. 5 (1908), σελ. 40-78. Του αυτού, Ελληνικά δημόσια γράμματα του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β' , αυτόθι, σελ. 155-189. Fr. Babinger-Fr. Dölger, Mehmed ΙΙ. frühester Staatsvertrag (1446), εν Fr.Dölger, Byzantinische Diplomatik, Ettal, 1956, σελ. 262-291. Α. Bombaci, Due clausole del trattato in greco fra Mahometto ΙΙ e Venezia, del 1446, Byzantinische Zeitschrift, τόμ. 43 (1950), σελ. 267-271. Του αυτού, Nuovi firmani grecie di Mahometto ΙΙ, αυτόθι, τόμ. 47 (1954), σελ. 298-319. Ηélène Ahrweiler, Une lettre en grecie du sultan Bayezid ΙΙ (1481-1512), Turcica. Revue d'Études Turques, τόμ. Ι (1969), σελ. 150-160. Elisabet Α. Zachariadou, Εarly Ottoman documents of the Prodromos Monastery (Serres), Südost - Forschungen, τόμ. 28 ( 1969), σελ. 1-12. Πρβλ. κατωτέρω, σελ. 91, σημ. 4.

10. Γ.Γεωργιάδου Αρνάκη, Oι πρώτοι Οθωμανοί. Συμβολή εις το πρόβλημα της πτώσεως του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας (1282-1337), Αθήναι, 1947, σελ.70 κ.ε. Speros Vryonis, The Byzantine Legacy and Ottoman Forms, Dumbarton Oaks Papers, τόμ. 23/24 (1969/1970), σελ. 251-308. Του αυτού, The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century, Berkeley-Los Angeles, 1971.

Προηγούμενη Σελίδα