image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Διονύσιος Α. Ζακυθηνός

Σπυρίδων Zαμπέλιος: Ο θεωρητικός της Ιστοριονομίας - Ο Ιστορικός του Βυζαντινού Ελληνισμού

[Από τα Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, τόμος 49ος, 1974]


Μέρος B'

Εις ηλικίαν τριάκοντα επτά ετών τω 1852 και τεσσαράκοντα δύο τω 1857 ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, γνωστός μέχρι της εποχής εκείνης ως στιχουργός μετριότατος, εξέδιδε δύο ογκώδη συγγράμματα, των οποίων υποκείμενον ήτο το Βυζάντιον και ο Μεσαιωνικός Ελληνισμός. Τα έργα ταύτα, μαρτυρούντα περί της αρτίας οικειώσεως του συντάκτου εις τας πηγάς και την βιβλιογραφίαν, εισήγον μίαν αυτόχρημα επαναστατικήν θεώρησιν της Μεσαιωνικής Ιστορίας. Δια ποίων οδών και ποίων ατραπών ο Λευκάδιος λόγιος ήχθη εις τα προβλήματα της Βυζαντίδος; Εν τη παρούση καταστάσει των βιογραφικών ερευνών ελάχιστα θα ήτο δυνατόν να λεχθούν περί των εξωτερικών κεντρισμάτων. Αναμφισβητήτως ο ιστορικός δεν είχε κληρονομήσει την κλίσιν προς την σπουδήν της βυζαντινής Ιστορίας από τον πατέρα του, Ο Ιωάννης Ζαμπέλιος, ως ο ίδιος ομολογεί, ησθάνετο αποστροφήν δια την ανάγνωσιν της Ιστορίας του Μεσαίωνος ή της Ανατολικής Αυτοκρατορίας(6). Μόνη η προσωπικότης του Ανδρέου Μουστοξύδου, θεμελιωτού της Ελληνικής ιστορικής επιστήμης, θα ηδύνατο ίσως να επηρεάση τον νεαρόν σπουδαστήν της Ιονίου Ακαδημίας. Ισχυρά ωσαύτως εξωτερικά κεντρίσματα εδέχθη ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κατά την μακράν πλάνην του εις τάς χώρας της Ευρώπης, ιδίως εις την Ιταλίαν και την Γαλλίαν. Η στάσις των Ευρωπαίων ιστορικών, φιλολόγων και φιλοσόφων έναντι του Βυζαντίου και ειδικώτερον εν τη διαπραγματεύσει του θέματος «Βυζάντιον και Ελληνισμός» προεκάλει την αντίθεσιν και την δυσφορίαν αυτού. Τα όσα γράφονται εις την «Προθεωρίαν» των Βυζαντινών Μελετών είναι πλέον ή χαρακτηριστικά(7).

Εάν όμως τα εξωτερικά ερεθίσματα κατά το πλείστον λανθάνουν, είναι πάντως βέβαιον ότι ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος ήλθεν εις τον Βυζαντινόν Ελληνισμόν ορμώμενος εκ των πραγμάτων του παρόντος. Δεν είναι άμοιρον σημασίας το γεγονός ότι η πρώτη ευρεία διαπραγμάτευσις του θέματος φέρει τον τίτλον "Άσματα δημοτικά της Ελλάδος. Εκατόν εξήκοντα σελίδες δημοτικών ασμάτων πλαισιούνται με Εισαγωγήν πεντακοσίων ενενήκοντα πέντε. «Ίνα τι, ερωτά, προκειμένης δημοσιεύσεως δημοτικών ασμάτων, επιχειρούμεν την σχεδιαγράφησιν του Μεσαιωνικού βίου των Ελλήνων»; Η περιγραφή, αποκρίνεται, του μεσαιωνικού βίου καθίσταται τοσούτω μάλλον αναγκαία «εις την αισθητικήν γεύσιν των δημοτικών ασμάτων της Ελλάδος, όσω η αγοραία Μούσα παρουσιάζεται συνήθως ασαφής και απερικόσμητος. Τα προηγούμενα μόνον εμπεριέχουν τους λόγους των ενεστώτων, της Τέχνης και του τεχνίτου το μυστήριον εις ταύτα μόνον ενδιαλαμβάνεται. Καθώς δε ο βίος του συγγραφέως πολλάκις επεξηγεί και διαλαμπρύνει χωρία του ποιήματος, άλλως ακατάληπτα, ούτως ο βίος του απροσώπου και ανωνύμου ποιητού λαού διαφωτίζει τας επισκίους διόδους, όθεν διέβη το Γένος κατά την έρευναν της ελευθερίας του, συρρυθμίζει τους ενδεχομένους δυσηχείς θρυλιγμούς και διαλύει πολλάς απορίας»(8).

Εκ των ενεστώτων ο συγγραφεύς χωρεί προς τα παρελθόντα. Τα δημοτικά άσματα, προχείρως συλλεγέντα, ακρίτως εκδοθέντα, φέροντα σαφή την επέμβασιν του εκδότου, είναι το πρόσχημα. Το μέγα θέμα είναι η διευκρίνησις και η αποκατάστασις του παρελθόντος. Κατά τον τρόπον δε τούτον ο Ζαμπέλιος προάγεται ηρέμα προς την Ιστορίαν, της οποίας η καλλιέργεια είναι, ως λέγει, «σφυγμόμετρον εξευγενισμού». Η Ελλάς, απησχολημένη εις το να ρίψη τα θεμέλια του πολιτικού της βίου, παραμελεί κατ' ανάγκην πάντα τα λοιπά. Αλλά «πώς είναι δυνατόν να σχηματίση θεσμούς διαρκείς, ιδιορρύθμους, θεσμούς αναμφιλέκτως εθνωφελείς, συμφώνους προς τας ροπάς και τον νουν των τε συγχρόνων και των μεταχρονίων, εάν προηγουμένως δεν εισχωρήση εις τα βάθη της ιστορικής κοινωνίας της, εάν δεν εξιχνίαση τους γενικούς νόμους, oίτινες εκυβέρνησαν το Γένος εν τη πορεία των αιώνων»(9); Είναι προφανές ότι ο ιστορικός ενέτασσε το έργον του εις εν γενικώτερον ιδεολογικόν σύστημα, το οποίον ωρμάτο εκ των μεγάλων προβλημάτων του παρόντος και επηγγέλλετο να θεμελιώση την νέαν Ελληνικήν πολιτείαν επί ευρείας ιστορικής κρηπίδος.

Ότε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος παρεσκεύαζε και εξέδιδε τα δύο μεγάλα έργα του, τω 1852 και 1857, η ευρεία Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εγνώριζε το Βυζάντιον και τον Βυζαντινόν πολιτισμόν εκ του έργου του Montesquieu, Considérations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur décadence (1734), εκ της εξιστορήσεως του Καρόλου Le Beau, Histoire du Bas-Empire (1757-1786) και κυρίως εκ της History of the Decline and Fall of the Roman Empire του Εδουάρδου Γίββωνος (1776-1788). Η History of the Byzantine and Greek Empires from 716 to 1453 τον George Finlay εξεδόθη μόλις τω 1854. Ο Ζαμπέλιος εθαύμασε την πολυμάθειαν, τον ακούραστον ζήλον, την λατρείαν της ελευθερίας και της αρχαίας αρετής του Γίββωνος, αλλά δεν φείδεται των περί παρακμής και πτώσεως θεωριών του «υπερτάτου τούτου δικαστού είκοσι δύο αιώνων εθνικής ημών υπάρξεως», ως μετά τινος δηκτικότητος γράφει(10).

Η νεωτέρα έρευνα αποκατέστησε την αινιγματικήν μορφήν του Βυζαντίου. Αλλά προ εβδομήκοντα ακόμη ετών ο Κάρολος Neumann παρετήρει ότι «το Βυζάντιον των σχολαστικών και των μοναχών αποτελεί προθήκην απατηλήν» και ότι «παρίσταται ανάγκη να καταρριφθή το προπέτασμα τούτο, δια να συλλάβωμεν τα μεγάλα θεμελιώδη προβλήματα της Βυζαντινής Ιστορίας»(11). Το προπέτασμα τούτο είχεν από μιας άλλης σκοπιάς ανακαλύψει ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος. Προσπαθών να ερμηνεύση την πολύμορφον προσωπικότητα του Βυζαντίου και δια μέσου του νεφελώματος της νεωτέρας ιστοριογραφίας να αναγνωρίση τα ακραιφνή στοιχεία του Ελληνισμού, κατέληξεν εις την αμφισβήτησιν της αποδεικτικής αξίας των πηγών, των χρονογράφων και των αττικιζόντων ρητόρων. Η γενεά των Ευρωπαίων ιστορικών, «θρέμμα εποχής ολιγοπίστου, λίαν ευπίστως τας Βυζαντινάς μαρτυρίας παραδεχθείσα και ταύτας όργανον προκατειλημμένου τινός συστήματος ποιήσασα, επέθηκε τη εμπαθεία του χρονογράφου πού μεν τη εμπάθειαν του ρήτορος, που δε την γνωμοτυπίαν του φιλοσόφου». «Διδάσκαλος Πυρρωνισμού (νοείται ενταύθα η σχολή του Γίββωνος), ηθογράφος επιρρεπής εις την ειρωνείαν και την χλεύην και τον εκ τρίποδος δογματισμόν, προς τούτο μόνον απέβλεψε μέγα πονήσασα, προς το παρατείναι, τον βίον του Ρωμαϊσμού επέκεινα των ιστορικών αυτού ορίων. Κατ’ αυτήν, μόνος ο απ’ αρχής άχρι τελικής αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως εμψυχών, κινών, διατρέφων, περισώζων την Βυζαντινήν πολιτείαν είναι ο δαίμων της πρεσβυτέρας Ρώμης. Του Ελληνισμού προ πολλού αποβιώσαντος και ενταφιασθέντος, μόνος ούτος επικρατεί»(12).

Αλλά την ανεπάρκειαν της Βυζαντινής χρονογραφίας εις την εξιστόρησιν του Ανατολικού Μεσαίωνος κατήγγειλε πασιφανώς «η αναβίωσις του Ελληνισμού, η επανατολή του δεδυκότος πλανήτου, η την ενδελέχειαν, την ιδιοπροσωπίαν, την αυθυπαρξίαν της χριστιανικής Ελλάδος μαρτυρούσα Νεοελληνική του αιώνος μας αναγέννησις. Πεπρωμένος ην ο Ελληνικός λαός αυτόθεν ν’αναγνώση και να διερμηνεύση την δέλτον της τύχης του, δαδουχούσης της αστραπής του 1821, αυτός κεκλημένος ην να καταδείξη, ότι η μετά Χριστόν και εν Χριστώ πολιτεία του δεν υπήρξε νοσηρά τις και μαρασμώδης παραφυάς της προγενεστέρας Ρωμαϊκής διαίτης, ουρά τις ετοιμόσβεστος του Ρωμαϊκού κομήτου, του προς στιγμήν διαυγάσαντος την Άνατολήν».(13)

Ούτως εκ της καθολικής ταύτης αμφισβητήσεως ο Ζαμπέλιος προέρχεται εις την θεμελίωσιν της φιλοσοφικής του θεωρήσεως, της ιστορικής μεθόδου του και τελικώς εις την ερμηνείαν της Βυζαντινής Ιστορίας. Το φιλοσοφικόν τούτο σύστημα ωνόμασεν Ιστοριονομίαν. «Επειδή, λέγει, παν έκαστον γινόμενον εμπεριέχει εν εαυτώ τα γεννητικά του αίτια, προσέτι δε τους λόγους τους συμβαλόντας εις την πραγματοποίησιν και την επιτυχίαν του, έπεται ότι η αληθής επιστήμη της Ιστορίας, την οποίαν, αντί Φιλοσοφίας της Ιστορίας, ημείς επί το ελληνικώτερον Ιστοριονομίαν επονομάζομεν, συνίσταται εις το να διερευνώμεν τας απορρήτους αιτίας, αίτινες εγέννησαν τας μεταβολάς και τας σπουδαίας περιπτώσεις, όσαι συνέτρεξαν εις την γένεσιν των συμβεβηκότων». Την μέθοδον, η οποία διαμορφούται εκ της ιστοριονομικής θεωρήσεως της ιστορικής ύλης, είναι οπισθόρμητος και πειραματική και δια τούτο συνάδει προς τας έξεις και το πνεύμα της εθνικής ημών σοφίας, Είναι δε οπισθόρμητος, διότι εκ των νεωτέρων φέρεται προς τα παλαιά(14).

Η καλλιέργεια της ιστορικής επιστήμης είναι όντως σφυγμόμετρον εξευγενισμού, τα δε έθνη ευλόγως θεμελιώνουν τον πολιτικόν και τον κοινωνικόν των βίον επί των βάσεων, τας οποίας εγκαθίδρυσεν η ιστορική παράδοσις. Εάν όμως δια τα πλείστα των συγχρόνων εθνών το έργον τούτο καθίσταται ευχερέστερον λόγω του βραχυτέρου βίου των, δια τον Έλληνα τα πράγματα αποδεικνύονται απείρως δυσχερέστερα. Η ιστορία της Ελλάδος «βυθίζεται εις την ομίχλην της ανθρωπίνου νηπιότητος». Ο νους του παρατηρητού «αδυνατεί να καταμετρήση τας αναλογίας της. Όρος παμμέγεθες, χωρίζον ταυτοχρόνως και συνάπτον δύο κόσμους, ένθεν την Δύσιν, εκείθεν την Ανατολήν, εκφεύγει το μέτρον της επιστήμης. Μετεωριζόμενον δε εις χώρας υπερνεφέλους, όπου βλέμμα ανθρώπινον ακόμη δεν έφθασε, περιστέφει τας αιωνίους αυτού κορυφάς με σκιάν, με βροντήν, με κεραυνούς θρησκείας»(15).

Τον απέραντον τούτον ιστορικόν χώρον η μέθοδος των σχολών, χάριν ευκρινείας, ηναγκάσθη να διαιρέση εις διάφορα μέρη. Η δε διαίρεσις αύτη είχεν ως αποτέλεσμα και την διαίρεσιν των ζωτικών αρχών, την διαμέλισιν της μιας ιδέας. Θρησκευτικαί δοξασίαι, φιλοσοφία, επιστήμαι, γράμματα, τέχναι, πάντα του Ελληνισμού τα φαινόμενα υπέκυψαν εις την ανάγκην του διαμελισμού, χωριζόμενα εις πλείονα ασύνδετα και ασυνάρτητα αιτήματα. Τον κερματισμόν τούτον υπεβοήθησεν αυτό το πνεύμα της Ελλάδος, από καιρόν εις καιρόν απεκδημούν και μεταμορφούμενον προς εξυπηρέτησιν των φώτων εν τη αλλοδαπή. Θα έλεγέ τις ότι ο νόμος του εθνικού ημών κερματισμού, αυτός εκείνος ο νόμος υπάρχει της καθολικής των φώτων προαγωγής. Αλλά του εθνικού χαρακτήρος το πολυειδές και ποικιλόμορφον συνέβαλεν ουκ ολίγον εις την αταξίαν αφ’ ενός των ιδεών και αφ’ ετέρου εις την ατέλειαν των μελετών και της επιστήμης(16).

Άθλον τιτάνιον επετέλεσεν ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος αποκαθιστών, πρώτος αυτός, την ενότητα της Ελληνικής Ιστορίας. «Απαιτείται, έγραφε τω 1852, ν’ ανασκευάσωμεν πολλάς επικρατούσας προλήψεις, να επικρίνωμεν τας εσφαλμένας γνώμας, όσας εξέφερε και καθιέρωσεν άχρι του νυν η μέθοδος του κερματισμού, ανάγκη να ανατρέψωμεν συστήματα πεφημισμένα και προρρίζως ν’ αναστατώσωμεν ίσως την δεσπόζουσαν ιστορικήν ερμηνευτικήν. Πρέπει, εν άλλαις λέξεσιν, η Αρχαιότης να χάση εις τους οφθαλμούς των θεωρών μερίδα τινά της λαμπηδόνος της, η δε μέση εποχή, εγειρομένη εκ της τέφρας και της σκοτίας, θα επισταθή εις την προσήκουσαν εκείνην περίβλεπτον θέσιν, όπου την εγκατασταίνει ο Χριστιανισμός ... Μόνον κατά τούτον τον τρόπον και τοιαύτη χρώμενοι παρρησία δυνάμεθα να ελπίσωμεν ότι θέλουσί ποτε συναρμολογηθή αι διεσπασμέναι και διερρηγμέναι σελίδες της πατρώας βίβλου προς επισκευήν ολομελείας και ενότητος. Ούτω μόνον, επιβλέποντες εις τα πέρατα του πολιτικού μας ορίζοντος προς εκείνο το μέρος, όπου συμπίπτουσιν υπό την αιωνίαν της του Λόγου Σοφίας σκιάν και συντέμνονται αι τρεις του αρχαίου, του μέσου και του νεωτέρου πολιτισμού γραμμαί, δυνάμεθα ν’ αποδείξωμεν ότι ο βίος ημών υπάρχει εις και αδιαίρετος»(17).

Καταλύτης των βαθέως ερριζωμένων προλήψεων, εργάτης και αρχιτέκτων της ολομελείας και της ενότητος, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος κατέρριψε τους σαθρούς φραγμούς και αφήκε να διοχετευθούν ελευθέρως καθ’ όλον το μήκος της Ελληνικής Ιστορίας δέσμαι φωτός και ανακαινιστικά ρεύματα. Καθιέρωσε συγχρόνως την τριχοτόμησιν, το τρίπτυχον, το τριπρόσωπον της μιας και αδιαιρέτου ιστορικής ουσίας του Ελληνισμού. Εις μίαν ώραν, κατά την οποίαν η εν Χαιρωνεία μάχη (338) εθεωρείτο ως το τέλος της αρχαίας δόξης και η αρχή του παμμεγέθους κενού, μετ’ αυτήν δε, ως έγραφε τω 1848 ο Νικόλαος Σαρίπολος. «πέπλος μέλας δουλείας» επεσκίασε την Ελλάδα, «εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος»(18), εις μίαν τοιαύτην ώραν ο Ζαμπέλιος προέβαλλε μετά δυνάμεως το έργον του Αλεξάνδρου και καθ’ όλου την σημασίαν της Ελληνιστικής περιόδου. Διά της προς ανατολάς επεκτάσεως του Ελληνισμού κατηδαφίσθησαν «τα μεσότοιχα τα χωρίζοντα μίαν της άλλης τας Ελληνίδας πόλεις και διαιρούντα και κερματίζοντα τον Ελληνισμόν εις τόσας διχοστατούσας πολιτείας», ίνα ούτως «εγερθή το Έθνος εις ενότητα πολιτεύματος και θεσμοθεσίας»(19). Εξ άλλου αι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου συνετέλεσαν εις το να «απεκδημήσωσιν η επιστήμη και τα γράμματα εν τη αλλοδαπή, να έλθωσιν εις συναπάντησιν τα φώτα της Ευρώπης μετά των φώτων της Ανατολής». Το μέγα σχέδιον της καθολικεύσεως, του οποίου την πραγματοποίησιν επεδίωξεν ο μέγας Μακεδών, «ουσία ιστορική, ζωηδώρητος, αΐδιος», διέσωσε τον Ελληνισμόν. Έχει ο Ζαμπέλιος επίγνωσιν της σημασίας του Ασιάτου Ελληνισμού, της «συμπλάσεως Ελλάδος και Ανατολής» δια τάς περαιτέρω τύχας του κόσμου, δια την Ρωμαϊκήν κατάκτησιν και την έμμεσον αποστολήν των Ρωμαίων προς την καθολίκευσιν, δια την εξάπλωσιν του Χριστιανισμού, κατ' ακολουθία» δε δια την γένεσιν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Μεσαιωνικού Ελληνισμού.




ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

6. - Δ.Γρ. Καμπούρογλου, ένθ' ανωτ., σελ. 233 κέ.

7. - Βυζαντιναί Μελέται, σελ.5 κε.

8. - Άσματα δημοτικά, σελ. 5 κε.

9. - Αυτόθι, σελ. 9.

10. - Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 35 κε.

11. - C. Neumann, La situation mondiale de l'Empire byzantin avant les Croisades, εν Παρισίοις, 1905, σελ. 11.

12. - Βυζαντιναί Μελέται, σελ. 12 κε.

13. - Αυτόθι., σελ. 16 κε.

14. - Άσματα δημοτικά, σελ. 19.

15. - Αυτόθι, σελ. 12.

16. - Αυτόθι, σελ. 12 κε.

17. - Αυτόθι, σελ. 16.

18. - Δ. Α. Ζακυθηνού, Μεταβυζαντινή, και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία, ένθ’ ανωτ., σελ. 100.

19. - Άσματα δημοτικά, σελ. 37 κέ., 41 κε.

Προηγούμενη Σελίδα