image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Βλάσιος Φειδάς

Ἡ εὐθύνη τῆς Πολιτείας στή λειτουργία τῶν διακριτῶν ρόλων Εκκλησίας καί Κράτους

Εἰσήγηση στήν Ἡμερίδα Μνήμης τοῦ Ἱεροῦ Φωτίου, Ἱ. Μονή Πεντέλης, 6 Φεβρουαρίου 2001


1. Δύο τέλειες κοινωνίες

Οἱ σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀποτελοῦν μία ἰδιαίτερη πτυχή τοῦ γενικώτερου ζητήματος τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κόσμου, ἀφοῦ ἡ πνευματική ἀποστολή τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στήν πρόσληψη, τήν ἀνακαίνιση καί τήν ἀναφορά τοῦ κόσμου στό θεῖο Ἱδρυτή της Ἰησοῦ Χριστό. Ἔτσι, ἡ πρόσληψη τοῦ κόσμου στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κατανοεῖται πάντοτε μέσα στά πλαίσια τῆς προσλήψεως ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί τῆς ὅλης θείας δημιουργίας στήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, " ἵνα ᾖ τά πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός " (Κολ. 3, 11). Πράγματι, ὁ Ἰησοῦς Χριστός, καίτοι ἀνέλαβε κατά τήν ἐνανθρώπησή του τήν κοινή ἀνθρώπινη φύση ἐκ γένους Δαυίδ, δέν ἦταν ἕνας ἁπλός ἄνθρωπος μέσα στήν ἀνθρωπότητά του, ἀλλ' ὁ κατ' ἐξοχήν ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἀνέλαβε στή δική του ἀνθρωπότητα ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος καί ὁλόκληρη τή θεία δημιουργία.

Ἡ χριστολογική αὐτή προοπτική τῆς σχέσεως Ἐκκλησίας καί κόσμου, ἡ ὁποία ἔχει ὡς βασικό της ἄξονα τήν "ἀνακεφαλαίωση" τῶν πάντων στήν ἀνθρωπότητα τοῦ Χριστοῦ, ὑποδηλώνει σαφῶς τήν προσληπτική καί ὄχι βεβαίως τήν ἀπορριπτική λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας στήν ὅλη ἱστορία τῆς σωτηρίας. Πράγματι, ἡ Ἐκκλησία, ὡς ἱστορική προέκταση τοῦ σώματος Χριστοῦ μέσα στόν χῶρο καί στόν χρόνο, προσλαμβάνει συνεχῶς τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο ὄχι βεβαίως ὡς ἁπλά θεωρητικά ἤ ἰδεολογικά σχήματα, ἀλλ' ὡς σαρκωμένες ἱστορικές πραγματικότητες, ὅπως δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ὑπάρχει καί ἐξελίσσεται μέσα στήν ποικιλία τῶν πνευματικῶν του ἀναζητήσεων ἤ καί τῶν πολιτιστικῶν του παραδόσεων. Ἄλλωστε, ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός στόν κόσμο τό κάνει μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία του, ὅπως καί ὅ,τι κάνει ἡ Ἐκκλησία στόν κόσμο τό κάνει μέσα ἀπό τόν Χριστό, γι' αὐτό καί ὁ χωρισμός Χριστοῦ καί Ἐκκλησίας εἶναι ἀδιανόητη στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί παράδοση.

Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ ὅλη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι κατά τή φύση της, ὡς σώματος Χριστοῦ, ὅπως καί κατά τήν ἀποστολή της, ὡς προσλήψεως στό σῶμα Χριστοῦ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ὁ κατ' ἐξοχήν ἱερός χῶρος τῆς ὑπερβάσεως ὅλων τῶν ἐθνικῶν, κοινωνικῶν, πνευματικῶν καί ὅλων τῶν ἄλλων διασπάσεων τόσο γιά τήν ἐν Χριστῷ ἀποκατάσταση τῆς ὀρθῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τόν συνάνθρωπό του καί τόν κόσμο, ὅσο καί γιά τήν ἀνάδειξη τῆς ὀντολογικῆς ἑνότητας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Αὐτή ὑπῆρξε πάντοτε ἡ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράσθηκε στή θεολογία τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ὅπως αὐτή βιώνεται μέ μοναδική συνέπεια καί συνέχεια κυρίως στήν ὀρθόδοξη λειτουργική ἐμπειρία καί παράδοση, ἀφοῦ, μετά τό σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν Ἀνατολῆς καί Δύσεως (1054), ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως διαφοροποιήθηκε, ὅπως θά δοῦμε, ἀπό τήν κοινή πατερική παράδοση τῆς πρώτης χιλιετίας.

Πράγματι, ἡ ὅλη λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας γιά τή συγκρότηση τοῦ ἱστορικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ὡς τοῦ προεκτεινόμενου στήν ἱστορία τῆς σωτηρίας "σώματος Χριστοῦ" (Christus prolongatus), εἰσάγει μία νέα πρόταση γιά τήν ριζική ἀναδιοργάνωση τῆς ὅλης κοινωνίας, ἀφοῦ προβάλλει ἕνα νέο πρότυπο ἀνθρώπου, τό πρότυπο τοῦ "χριστιανοῦ ἀνθρώπου", ὡς βασικοῦ κυττάρου γιά τήν ἀνανέωση τῶν δομῶν της, καί ἕνα νέο τύπο σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό καί μέ τόν κόσμο, τόν τύπο τῆς ἐν Χριστῷ σαρκωμένης πραγματικότητας. Ὑπό τήν ἔννοια αὐτή, ἡ χριστιανική κοινότητα λειτούργησε ἐξ ἀρχῆς ὄχι μόνο ὡς μία ἁπλῆ θρησκευτική πρόταση, ἀλλά συγχρόνως καί ὡς μία σύνθετη κοινωνική πρόκληση, ἡ ὁποία συνέδεε τήν πνευματική ἀναγέννηση τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας μέ τήν ὀργανική τους ἔνταξη στό ἐκκλησιαστικό σῶμα. Ἡ διαδικασία αὐτή ἄρχιζε πάντοτε μέ τήν ἀποδοχή ἀπό τόν ἄνθρωπο τοῦ λυτρωτικοῦ μηνύματος τῆς χριστιανικῆς πίστεως καί τελειωνόταν μέ τό μυσταγωγικό βάπτισμα καί τήν ὅλη μυστηριακή ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τά ὁποῖα μορφοποιοῦσαν τήν ἰδιαίτερη πνευματική ταυτότητα τοῦ θεανθρώπινου ἐκκλησιαστικοῦ σώματος μέσα στά εὐρύτερα πλαίσια τῆς κοινωνίας. Ἔτσι, ἡ βαθύτερη σχέση Ἐκκλησίας καί κόσμου βιώνεται ἐμπειρικά σέ κάθε λειτουργική σύναξη, στήν ὁποία συγκροτεῖται τό σῶμα Χριστοῦ, τόσο ὡς μία εὐχαριστιακή ἀναφορά τῆς ὅλης θείας δημιουργίας στόν Δημιουργό της, ὅσο καί ὡς μία μυσταγωγική προέκταση τῆς Ἁγίας Τράπεζας σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο.

Συνεπῶς, οἱ πρῶτες χριστιανικές κοινότητες εἶχαν ἤδη ἐξ ἀρχῆς πλήρη συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς τους αὐτοτέλειας καί ἀξίωναν, χωρίς νά ἀποσυνδέονται ἤ νά ἀποκόπτονται ἀπό τό εὐρύτερο μή χριστιανικό κοινωνικό σῶμα, ἀλλ' οὔτε καί ἀπό τήν προσπάθεια γιά τήν ἀνακαίνισή του σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Οἱ χριστιανικές κοινότητες δηλαδή λειτουργοῦσαν ὡς ἡ "ζύμη", ἡ ὁποία θά ζύμωνε μέ τίς δικές της πνευματικές δυνάμεις τό εὐρύτερο κοινωνικό "φύραμα", γι' αὐτό εἶχαν ἐξ ἀρχῆς τή συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦν τήν "ψυχή" ὄχι μόνο τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ, ἀλλά καί τοῦ εὐρύτερου κοινωνικοῦ "σώματος", τοῦ ὁποίου ὀργανικά μέλη ἦσαν χριστιανοί καί οἱ μή χριστιανοί. Τή συνείδηση αὐτή τῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων αἰώνων ἐκφράζει μέ χαρακτηριστικό τρόπο καί ὁ ἀνώνυμος συντάκτης τῆς πρός Διόγνητον Ἐπιστολῆς:

"Χριστιανοί γάρ οὔτε γῇ οὔτε φωνῇ οὔτε ἔθεσι διακεκριμένοι τῶν λοιπῶν εἰσίν ἀνθρώπων. Οὔτε γάρ που πόλεις ἰδίας κατοικοῦσιν, οὔτε διαλέκτῳ τινί παρηλλαγμένῃ χρῶνται, οὔτε βίον παράσημον ἀσκοῦσιν… Κατοικοῦντες δέ πόλεις ἑλληνίδας τε καί βαρβάρους, ὡς ἕκαστος ἐκληρώθη, καί τοῖς ἐγχωρίοις ἔθεσιν ἀκολουθοῦντες ἔν τε ἐσθῆτι καί διαίτῃ καί τῷ λοιπῷ βίῳ, θαυμαστήν καί ὁμολογουμένως παράδοξον ἐνδείκνυται τήν κατάστασιν τῆς ἑαυτῶν πολιτείας. Πατρίδας οἰκοῦσιν ἰδίας, ἀλλ' ὡς πάροικοι· μετέχουσι πάντων ὡς πολῖται, καί πάνθ' ὑπομένουσιν ὡς ξένοι· πᾶσα ξένη, πατρίς ἐστιν αὐτῶν, καί πᾶσα πατρίς, ξένη... Ἐπί γῆς διατρίβουσιν, ἀλλ' ἐν οὐρανῷ πολιτεύονται. Πείθονται τοῖς ὡρισμένοις νόμοις, καί τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι νόμους. Ἀγαπῶσι πάντας, καί ὑπό πάντων διώκονται. Ἀγνοοῦνται, καί κατακρίνονται· θανατοῦνται, καί ζωοποιοῦνται. Πτωχεύουσι, καί πλουτίζουσι πολλούς · πάντων ὑστεροῦνται, καί ἐν πᾶσι περισσεύουσιν. Ἀτιμοῦνται, καί ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται. Βλασφημοῦνται, καί δικαιοῦνται. Λοιδοροῦνται, καί εὐλογοῦσιν. Ὑβρίζονται καί τιμῶσιν. Ἀγαθοποιοῦντες, ὡς κακοί κολάζονται. Κολαζόμενοι, χαίρουσιν ὡς ζωοποιούμενοι. Ὑπό Ἰουδαίων ὡς ἀλλόφυλοι πολεμοῦνται, καί ὑπό Ἑλλήνων διώκονται, καί τήν αἰτίαν τῆς ἔχθρας εἰπεῖν οἱ μισοῦντες οὐκ ἔχουσιν. Ἁπλῶς δ' εἰπεῖν, ὅπερ ἐστίν ἐν σώματι ψυχή, τοῦτ' εἰσίν ἐν κόσμῳ χριστιανοί. Ἔσπαρται κατά πάντων τῶν τοῦ σώματος μελῶν ἡ ψυχή, καί Χριστιανοί κατά τάς τοῦ κόσμου πόλεις. Οἰκεῖ μέν ἐν τῷ σώματι ψυχή, οὐκ ἔστι δέ ἐκ τοῦ σώματος· καί Χριστιανοί τῷ κόσμῳ οἰκούσιν, οὐκ εἰσί δέ ἐκ τοῦ κόσμου ".

Εἶναι προφανές ὅτι κάθε ἐκκλησιαστική κοινότητα εἶχε καί ἔχει τή συνείδηση μιᾶς τελείας κοινωνικῆς ὀντότητας ὄχι μόνο καθ' ἑαυτήν, ἀλλά καί κατά τήν ἀναφορά της στό εὐρύτερο χριστιανικό ἤ μή κοινωνικό σῶμα, τό ὁποῖο ἐκφράζεται συνήθως σέ μία μορφή κρατικῆς ὀντότητας μέ τή συνείδηση ἐπίσης ὅτι ἀποτελεῖ καθ' ἑαυτό μιά τέλεια κοινωνία. Ἔτσι, Κράτος καί Ἐκκλησία ἐμφανίζονται στόν χριστιανικό κόσμο εἰδικώτερα ὡς δύο τέλειες κοινωνίες, οἱ ὁποῖες διαθέτουν καθ' ἑαυτές αὐτοδυναμία ὑπάρξεως καί αὐτοτέλεια σκοπῶν, ἀνεξάρτητα ἀπό τήν ὁποιαδήποτε συσχέτιση ἀριθμοῦ μελῶν ἤ θεσμικοῦ πλαισίου σχέσεων, ἀκόμη καί ὅταν οἱ δύο αὐτές τέλειες κοινωνίες συνυπάρχουν στήν ἴδια ἐδαφική περιφέρεια ἤ ἔχουν κοινά μέλη. Πράγματι, οἱ δύο αὐτές κοινωνίες, ἤτοι τό Κράτος καί ἡ Ἐκκλησία, διαθέτουν ὅλα τά ἀναγκαῖα μέσα γιά νά πραγματοποιοῦν τούς ἰδιαίτερους σκοπούς τους, ἀνεξάρτητα ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη, ὅπως συνέβη κατά τούς τρεῖς πρώτους αἰῶνες τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν δηλαδή ἡ χριστιανική Ἐκκλησία ἦταν μία ἀπαγορευμένη θρησκεία (religio illicita) στά πλαίσια τῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Ἐν τούτοις, καί οἱ δύο αὐτές τέλειες κοινωνίες γιά νά συγκροτηθοῦν σέ σῶμα ἔχουν ἀνάγκη ἀπό μία ἀτελῆ κοινωνία, τήν Οἰκογένεια, ἡ ὁποία προσφέρει τά μέλη καί στά δύο σώματα τῶν τελείων κοινωνιῶν, χωρίς νά μπορεῖ καί ἡ ἴδια νά συγκροτηθῆ ἀπό μόνη της σέ μία τέλεια κοινωνία.

Ὑπάρχει ὅμως σημαντική διαφορά στή σχέση τῶν δύο τελείων κοινωνιῶν πρός τά μέλη τους. Ἐνῶ τό Κράτος συγκροτεῖται ὡς ἕνα ἁπλό ἄθροισμα τῶν μελῶν τῶν ἀτελῶν κοινωνιῶν συγκεκριμένης ἐδαφικῆς περιφέρειας ἤ ἐθνικῆς ὁμάδας σέ μία τέλεια κοινωνία, ἡ Ἐκκλησία δέν συγκροτεῖται ἀθροιστικά ἀπό τά μέλη της, ἀλλά τά ἀναγεννᾶ προηγουμένως γιά νά τά ἐντάξη στό ἱστορικό "σῶμα Χριστοῦ" ὡς ὀργανικά μέλη του. Συνεπῶς, ἐνῶ ἡ σχέση τοῦ Κράτους μέ τούς πολίτες εἶναι σχέση συμβατική, ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς πιστούς εἶναι σχέση μητρική. Τό Κράτος δηλαδή γεννᾶται ἀπό τά μέλη του, ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία γεννάει τά μέλη της, ὅπως διακηρύσσει καί ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος πρός τούς Κορινθίους ("ἐν γάρ Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγώ ὑμᾶς ἐγέννησα", Α' Κορ. 4, 15). Ἡ καταστατική αὐτή ἰδιαιτερότητα τῆς ταυτότητας τῶν δύο τελείων κοινωνιῶν, ἡ ὁποία προσδιορίζεται ἀπό τήν ἰδιαιτερότητα τῶν σκοπῶν τους, ἐπιτρέπει σαφῶς καί τήν παραλληλότητα τῆς ὑπάρξεώς τους στό ἴδιο κοινωνικό σύνολο, ἀκόμη καί ὅταν τά μέλη τῆς μιᾶς τέλειας κοινωνίας ταυτίζονται πλήρως πρός τά μέλη τῆς ἄλλης, ὅπως συνέβη λ.χ. στό Βυζάντιο καί σέ ἄλλα χριστιανικά κράτη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ Δ' αἰώνα μ.Χ.

Στήν περίπτωση ὅμως αὐτή εἶναι ἀναγκαία ἀφ' ἑνός μέν ἡ σαφής διάκριση τῶν ἐξουσιῶν καί τῶν φορέων τους, ἀφ ἑτέρου δέ ἡ συναινετική περιγραφή τῶν ὁρίων τῶν "διακριτῶν ρόλων" τους, οἱ ὁποῖοι ἀσκοῦνται στό κοινό κοινωνικό σῶμα. Πράγματι, ἡ ἱστορική ταύτιση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί τοῦ κρατικοῦ σώματος, ἡ ὁποία προσέφερε καί στήν πολιτική θεωρία τήν ἰδέα τῆς ὀργανικῆς ἑνότητας καί τοῦ κρατικοῦ σώματος, μετέφερε καί τήν παλαιά τυπολογία "ψυχῆς-σώματος" γιά τή σχέση Ἐκκλησίας καί Κράτους ἀπό τή διάκριση τῶν δύο διαφορετικῶν σωμάτων τρεῖς πρώτους αἰῶνες στή διάκριση τῶν διαφορετικῶν λειτουργιῶν τους στό ἑνιαῖο πλέον σῶμα τοῦ Κράτους καί τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι στή σαφῆ διάκριση τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας. Πρωτοπόροι στή νέα αὐτή προσέγγιση τῶν διακριτῶν ρόλων τῆς πολιτικῆς καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας στό ἑνιαῖο σῶμα τῶν δύο τελείων κοινωνιῶν ὑπῆρξαν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δ' αἰώνα (Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ἀμβρόσιος κ.ἄ.), οἱ ὁποῖοι ἀφ' ἑνός μέν προέβαλαν τή σαφῆ διάκριση τῶν δύο ἐξουσιῶν, ὅπως αὐτή ἐκφράζεται μέ τή διακήρυξη τοῦ Μ. Ἀθανασίου ὅτι εἶναι "ἄλλοι οἱ ὅροι τῆς βασιλείας καί ἄλλοι οἱ ὅροι τῆς ἱερωσύνης", ἀφ' ἑτέρου δέ συνέδεαν τήν ἀποστολή τῆς Ἱερωσύνης κυρίως μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς ψυχῆς, ἐνῶ τήν ἀποστολή τῆς Βασιλείας κυρίως μέ τήν ἐπιμέλεια τοῦ σώματος στόν ἑνιαῖο ὀργανισμό τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας, ὅπως καί στό σῶμα κάθε χριστιανικοῦ κράτους.


Προηγούμενη Σελίδα