image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα

Ευθύμιος (Στύλιος), Μητροπολίτης Αχελώου

Σειρά κειμένων επί του Ευαγγελισμού

Ἀπὸ τό «Η ΠΡΩΤΗ» Θεομητορικὸ Ἡμερολόγιο Γ’, ἔκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Ἀθῆναι 2003.


«Δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι» (Λούκ. α' 35)

Κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ἦταν παροῦσα ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Τριάς: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον» (Γεν. α' 26) . Τὸ ἴδιο ἐπαναλαμβάνεται καὶ κατὰ τὴν δημιουργία τοῦ νέου Ἀδάμ, τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ θαυμαστὴ σύλληψις τοῦ Ἰησοῦ στὸν «Παράδεισο τῆς Χάριτος», τὴν μήτρα τῆς Παρθένου εἶναι ἔργο τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ καὶ Πατρός, τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, δηλαδὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν παρουσία τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὴ δημιουργία τοῦ πρώτου καὶ τοῦ δευτέρου Ἀδὰμ ἐκθέτει πολὺ ὡραία τὸ ἑξῆς σχόλιο τοῦ Ὠριγένους: «Ὁ Γαβριήλ, ἐμφαίνων τὴν ἑρμηνείαν τῶν τριῶν ὑποστάσεων οὕτως ἒλεγεν «Δύναμις Ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. Ὕψιστος γὰρ ὁ Πατήρ, δύναμις Ὑψίστου ὁ Υἱός• διὸ περὶ τοῦ Πατρὸς ὅτι Ὕψιστος... «σὺ μόνος Ὕψιστος ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν». Ὅλη, φυσίν, ἡ Τριὰς σοι πάρεστιν, ὦ Παρθένε, τὴν ἀνάκτησιν ποιουμένη τῆς κτίσεως, ἡ εἰποῦσα πάλαι• «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ' εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Οὐ γὰρ ἔμελλεν ἐπὶ μὲν τοῦ ἀγνώμονος Ἀδὰμ τοῦ πρώτου παρῆναι, τῷ δὲ δευτὲρῳ μὴ συνῆφθαι λαμπρῶς. Πνεῦμα Ἅγιον• ἰδοὺ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Καὶ δύναμις, ἰδοὺ πάλιν ὁ Υἱός. «Χριστὸς γὰρ Θεοῦ δύναμις καὶ Θεοῦ Σοφία.» Ὕψιστος• ἰδοὺ πάλιν ὁ Πατὴρ τῇ φωνῇ ταύτῃ κηρύττεται» (ΥΛ, 56).

Μετὰ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου καὶ τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, ἡ σύλληψις τοῦ Ἰησοῦ ἦταν τὸ μεγαλύτερο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. «Τὸ μόνον καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον» (Δαμασκηνός). Γι' αὐτὸ καὶ ἡ προσωπικὴ παρουσία τῆς Παναγίας Τριάδος.


«Εἶπε δὲ Μαριάμ• Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου» (Λουκ. 38).

Ἡ ἐλευθέρα συγκατάθεσις τῆς Παρθένου! Ἡ Θεοτόκος δέχεται νὰ τεθῆ στὴν ὑπηρεσία τοῦ θείου σχεδίου. Ἀποδέχεται στὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτίζει τὸ θέλημά της μὲ τὸ θέλημα Ἐκείνου. Δὲν εἶναι βέβαια σὲ θέσι νὰ ἀντιληφθῆ ὅλο τὸ μέγεθος καὶ τὶς προεκτάσεις τοῦ ἔργου ποὺ ἀποδέχεται. Βάζει ὅμως ἀνεπιφύλακτα τὴν ὑπογραφή της στὸ συμβόλαιο τοῦ οὐρανοῦ, θεωρώντας ἐξαιρετικὴ τὴν τιμὴ νὰ ὑπογράψη δίπλα στὴν ὑπογραφὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πιστεύοντας ἀπόλυτα στὴν ἀγαθότητά του. Ὅταν ἡ Παρθένος ἐλεύθερα καὶ ἑκούσια ὑπέγραψε τὴ συμφωνία, τὸ μυστήριο τῆς συλλήψεως καὶ τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ εἶχε κιόλας ἀρχίσει. «Ἡ θεία βουλὴ ἔγινε δεκτὴ καὶ βρῆκε ἀνταπόκριση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκρισις εἶναι ὅ,τι ἀκριβῶς ἐχρειάζετο σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο» (Φ, 132) .

«Ἡ σάρκωσις ἦτο ἔργον οὐχὶ μόνον τοῦ Πατρός, τῆς Δυνάμεώς του καὶ τοῦ Πνεύματός του, ἀλλ' ἐπίσης καὶ ἔργον τῆς θελήσεως καὶ τῆς πίστεως τῆς Παρθένου. Ἄνευ τῆς συγκαταθέσεως τῆς Ἀσπίλου, ἄνευ τῆς συνδρομῆς τῆς πίστεως τὸ σχέδιον τοῦτο ἦτο τόσον ἀπραγματοποίητον ὅσον θὰ ἦτο καὶ ἄνευ τῆς παρεμβάσεως Αὐτῶν τούτων τῶν τριῶν θείων Προσώπων. Ὁ Θεός, μόνον ἀφοῦ τὴν ἐπληροφόρησε καὶ τὴν ἔπεισε, τὴν λαμβάνει Μητέρα καὶ δανείζεται ἐξ Αὐτῆς τὴν σάρκα τὴν ὁποίαν ἐκείνη θεληματικῶς τοῦ δανείζει. Ὅπως ἐνεσαρκώθη ἑκουσίως, οὕτως ἠθέλησεν ἵνα ἡ Μήτηρ αὐτοῦ γεννήση ἐλευθέρως καὶ ἑκουσίως» (Λ, 196).

Ὁ ἱ. Αὐγουστῖνος γράφει: «Ὦ, Κεχαριτωμένη Μαρία! Τὸ σύμπαν ὁλόκληρον, αἰχμάλωτον τοῦ δαίμονος, περιμένει τὴν συγκατάθεσίν σου. Παρθένε, μὴν ἀργῆς! Σπεῦσε ν' ἀπαντήσης εἰς τὸν ἀπεσταλμένον τοῦ οὐρανοῦ» (Χ, 50) . Καὶ ἕνας συγγραφεὺς τοῦ Μεσαίωνος συμπληρώνει: «Δῶσε, Παρθένε, χωρὶς ἀργοπορίαν τὴν ἀπάντησίν σου! Δέσποινα, ἀπάντησε καὶ ἡ ἀπάντησίς σου νὰ εἶναι ἡ λέξις ποὺ περιμένει ἡ γῆ, ποὺ περιμένει ὁ Ἅδης, ποὺ περιμένουν αὐτοὶ ἀκόμη οἱ οὐρανοί. Ὁ Βασιλεὺς τῶν ὅλων καὶ Κύριος τόσον ἠγάπησε τὸ ψυχικὸν κάλλος σου, τόσον ἐπιθυμεῖ μὲ τὴν ἀπάντησίν σου νὰ δώσης τὴν συγκατάθεσίν σου εἰς τὸ σχέδιον τῆς Σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ἄνοιξε Κεχαριτωμένη Κόρη τὴν καρδιά σου καὶ πίστευσε. Ἄνοιξε τὰ χείλη σου καὶ εἰπὲ τὸ ναί. Ἄνοιξε τοὺς κόλπους σου καὶ δέξαι τὸν Δημιουργόν σου» (Χ, 51) .

Ποτὲ μιὰ ἀνθρώπινη ὑπογραφὴ δὲν εἶχε τόση σημασία γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη ὅση ἡ ὑπογραφὴ τῆς Παρθένου στὴν Καινὴ Διαθήκη —συμβόλαιο ἀνάμεσα στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Μὲ ἀνθρώπινες ὑπογραφὲς κηρύχθηκαν ἐπαναστάσεις, ἄρχισαν ἀλλὰ καὶ σταμάτησαν πόλεμοι καὶ ἐπικράτησε εἰρήνη. Μὲ τὴν ὑπογραφὴ τῆς Θεοτόκου σταμάτησε ὁ μεγαλύτερος πόλεμος καὶ ἐπικράτησε ἡ πιὸ σημαντικὴ εἰρήνη στὸν κόσμο. Ἔτσι ἡ Θεοτόκος ἀπεδείχθη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ὁ μεγαλύτερος πρεσβευτὴς τῆς ἀνθρωπότητος. Αὐτή, ποὺ ἔπειτα ἔμελλε νὰ ἀναδειχθῆ καὶ ἡ μόνη μεσίτρια τῶν ἀνθρώπων.


«Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 38).

Ἡ δήλωσις τῆς Παρθένου, κατὰ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ συμφώνου συνεργασίας μὲ τὸν Θεὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία. Ἂν καὶ ἡ τιμὴ ἦταν πρωτοφανὴς —ἡ ὑπογραφή της ἦταν ἀκόμη νωπὴ δίπλα στὴν ὑπογραφή τοῦ Θεοῦ— ὡστόσο ἡ Θεοτόκος δὲν ξιππάζεται. Δὲν μιλάει γιὰ τὸ τί «θὰ κάνη» καὶ πῶς «θὰ ἐργασθῆ» αὐτὴ γιὰ νὰ «φέρη σὲ πέρας τὸ μεγάλο ἔργο ποὺ τῆς ἀνέθεσε ὁ Θεός»! Δὲν ἀναφέρεται σὲ τυχὸν «σχέδιά της», δὲν ἐκθέτει τὶς «ἐπιδιώξεις» της, δὲν ἀναλύει τοὺς «ὁραματισμούς» της... Τίποτα ἀπ' ὅλα αὐτά. Γιατί αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς μικρούς, τοὺς κούφιους, τοὺς μηδαμινοὺς πού, ὅταν ξαφνικὰ βρεθοῦν στὴν κορυφὴ τῆς πυραμίδας, παθαίνουν ἴλιγγο καὶ μιλᾶνε συνεχῶς γιὰ τὸν ἑαυτό τους, τὶς ἱκανότητές τους, τὶς σπουδές τους, τὰ ἔργα τους, ποὺ τὰ ἀνεγνώρισαν οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ βράβευσεν ὁ Θεός!!

Ἡ Θεοτόκος, ἀντίθετα, εὔχεται γιὰ τὴν πραγματοποίησι τοῦ θείου σχεδίου στὸ πρόσωπό της. Αὐτὴ ἁπλῶς προσφέρεται. Ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐργασθῆ καὶ θὰ δράση. Αὐτὴ εἶναι μόνο ἕνα ἄγραφο χαρτὶ ποὺ προσφέρεται στὸν Κύριο γιὰ νὰ γράψη ἐπάνω του ὅ,τι Ἐκεῖνος θέλει: «Πίναξ εἰμὶ γραφόμενος, ὅ βούλεται ὁ γραφεὺς γραφέτω. Ποιείτω ὅ θέλει ὁ τοῦ παντὸς Κύριος». (Ὠριγένης, ΥΛ. 58)!

Ἡ δήλωσις αὐτὴ τῆς Παρθένου εἶναι μοναδικὴ καὶ φανερώνει τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο οἱ κλητοὶ τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἀποδέχωνται τὴν θεϊκὴ κλῆσι. Ὄχι μὲ μεγαλόστομες δηλώσεις αὐτοπροβολῆς καὶ ματαιόδοξης ἐπιδείξεως, ἀλλὰ μὲ σιωπηλὴ ὑποταγὴ στὸ θέλημά Του. Ἐκεῖνο ποὺ προέχει στὶς περιπτώσεις αὐτὲς δὲν εἶναι τόσο ὁ καλούμενος ἄνθρωπος καὶ τὰ τυχὸν «προσόντα» του, ὅσο ἡ συγκατάβασις τοῦ καλοῦντος Θεοῦ. Ὅταν παρίσταται ὁ Κύριος, τότε ὁ ταπεινὸς καὶ ἀληθινὸς ἄνθρωπος σωπαίνει καὶ νιώθοντας τὴν ἀπέραντη ἀδυναμία του ὁμολογεῖ: «νῦν ἠρξάμην λαλῆσαι πρὸς τὸν Κύριόν μου, ἐγὼ δὲ εἰμὶ γῆ καὶ σποδός». (Γεν. ιη' 27) .

Μόλις ἡ Παρθένος ἔδωσε τὴν ἀπάντησί της στὸ Θεό, δέχεται ἀμέσως ἀπὸ αὐτὸν τὸ Πνεῦμα, ποὺ δημιουργεῖ τὴν ὁμόθεη ἐκείνη σάρκα... Καὶ πλάθεται ἔτσι μὲ λόγο μητρικὸ ὁ τοῦ Πατρὸς Λόγος. Καὶ κτίζεται μὲ τὴ φωνὴ τοῦ κτίσματος ὁ Δημιουργός. Κι’ ὅπως, μόλις εἶπε ὁ Θεὸς «γεννηθήτω φῶς» ἔγινε ἀμέσως φῶς, ἔτσι ἀμέσως μὲ τὴ φωνὴ τῆς Παρθένου τὸ ἀληθινὸ ἀνέτειλε Φῶς κι' ἐδόθηκε μὲ τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ κυοφορήθηκε αὐτὸς ποὺ φωτίζει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον».
Ὢ φωνὴ ἱερή!
Ὢ λόγια ποὺ κατορθώσατε περίσσιο μεγαλεῖο!
Ὢ γλώσσα εὐλογημένη ποὺ ἀνακάλεσες μὲ μιᾶς ἀπὸ τὴν ἐξορία ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη!
Ὢ θησαυρὲ ψυχῆς ἁγνῆς, ποὺ μὲ τὰ λίγα λόγια της σκόρπισε σὲ μᾶς τέτοια ἀφθονία ἀγαθῶν!
Γιατί αὐτὰ τὰ λόγια μετέτρεψαν τὴ γῆ σὲ οὐρανὸ κι' ἄδειασαν τὸν Ἅδη ἐλευθερώνοντας τοὺς φυλακισμένους. Ἔκαμαν νὰ κατοικηθῆ ἀπὸ ἀνθρώπους ὁ οὐρανὸς καὶ φέρνοντας τόσο κοντά τους Ἀγγέλους στοὺς ἀνθρώπους συνέπλεξαν τὸ οὐράνιο καὶ τὸ ἀνθρώπινο γένος σ' ἕνα μοναδικὸ χορὸ γύρω ἀπὸ Αὐτὸν πού εἶναι ταυτόχρονα καὶ τὰ δύο, Αὐτὸν πού, «ὄντας Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος».
Ν.ΚΑΒΑΣΙΛΑΣ
(Κ, 159)


«Ἀναστᾶσα Μαριάμ» (Λουκ. α’ 39).

Ὅσο διαρκοῦσε ἡ συνομιλία μὲ τὸν Ἀρχάγγελο, ἡ Παρθένος διατηροῦσε τὴν ψυχική της ἠρεμία. Ὅταν ὅμως «ἀπῆλθε ὁ ἄγγελος ἀπ' αὐτῆς», τότε ἡ ὕπαρξὶς της ἀναστατώνεται. Μέσα στὸ ἐσωτερικό της ξεσπᾶ θύελλα, ἐντυπώσεων, σκέψεων καὶ συναισθημάτων. Ἡ καρδιὰ της χτυπᾶ δυνατὰ καὶ γρήγορα,, μὴ μπορῶντας ἀκόμα, νὰ συνέλθη ἀπὸ τὸ συγκλονισμὸ τοῦ ἀγγελικοῦ ὁράματος. Τὸ μυαλὸ της βουΐζει ἀπ' τὸ περιεχόμενο τοῦ θείου μηνύματος. Τὴν ἁγνή της ὕπαρξι εἶχε πυρπολήσει ἡ φωτιὰ τῆς κλήσεως καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Ἀναστᾶσα Μαριάμ»!

Ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι μιὰ φωτιὰ ποὺ πυρπολεῖ τὴν καρδιὰ κι' ἀναστατώνει τὸ νοῦ. Εἶναι ἕνας σφοδρὸς ἄνεμος ποὺ φυσάει ξαφνικὰ καὶ σπρώχνει τὸ ἱστιοφόρο τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως βαθειὰ μέσα στὸ πέλαγος τῶν μεγάλων περιπετειῶν. Ἕνας ἀπὸ τοὺς κλητούς του Θεοῦ, ὁ προφήτης Ἱερεμίας, περιγράφει πολὺ χαρακτηριστικὰ τὴν κατάστασι αὐτὴ τοῦ καλουμένου ἀνθρώπου: «Καὶ ἐγένετο πῦρ καιόμενον φλέγον ἐν τοῖς ὀστέοις μου, καὶ παρεῖμαι πάντοθεν καὶ οὐ δύναμαι φέρειν» (Κ' 9).

Τὸ ἴδιο συναίσθημα νοιώθουν καὶ οἱ δύο μαθηταὶ τοῦ Ἰησοῦ ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ τὸν ἔχουν συνοδοιπόρο τὸ δειλινὸ τῆς μεγάλης ἐκείνης μέρας τῆς Ἀναστάσεως, πηγαίνοντας πρὸς Ἐμμαούς: «Οὐχὶ ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν, ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ διήνοιγεν ἡμῖν τὰς γραφάς»; (Λουκ. κδ' 32) .

Τὰ χρόνια πέρασαν, ἀλλ' ἡ καρδιὰ δὲν μπορεῖ νὰ λησμονήση τὶς μεγάλες ἐκεῖνες στιγμὲς τῆς κλήσεως τοῦ Θεοῦ. Τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἱερῆς ἐξάρσεως ποὺ ζήσαμε, τὴν ἀποδίδουν οἱ πιὸ κάτω «σκέψεις» τοῦ Πασκάλ. Τὶς ἔγραψε τὴ νύχτα ποὺ ἔνοιωσε κι' αὐτὸς τὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ:

«Ἔτος χάριτος 1654. Δευτέρα 23 Νοεμβρίου...
Ἀπὸ τὰς 10.30 μ.μ. περίπου μέχρι 12.30 περίπου.
Πῦρ! Θεὸς τοῦ Ἀβραάμ, Θεὸς τοῦ Ἰσαάκ, Θεὸς τοῦ Ἰακώβ.
Ὄχι φιλόσοφοι καὶ ἐπιστήμονες.
Βεβαιότης, βεβαιότης, συναίσθημα, χαρά, εἰρήνη.
Ὁ Θεὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Θεόν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν».
Ὁ Θεός σου Θεός μου.
Λησμοσύνη τοῦ κόσμου καὶ τῶν πάντων, ἐκτὸς τοῦ Θεοῦ.
Δὲν εὑρίσκεται παρὰ μόνον μὲ τὰς ὁδοὺς ποὺ διδάσκει τὸ Εὐαγγέλιον.
Μεγαλεῖον τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς
«Πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σὲ οὐκ ἔγνων, ἐγὼ δὲ σὲ ἔγνων»...
Χαρά, χαρά, χαρά, δάκρυα χαρᾶς.
Ἐχωρίσθην ἀπ' αὐτοῦ...
Εἴθε νὰ μὴ χωρισθῶ ἀπ' αὐτοῦ εἰς τὸν αιώνα.
«Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γιγνώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινόν Θεὸν
καὶ ὃν ὰπέστειλας Ίησοῦν Χριστόν».
Ἰησοῦς Χριστός, Ἰησοῦς Χριστός...
Αὐταπάρνησις ὁλοκληρωτικὴ καὶ γλυκεία.
Πλήρης ὑποταγή εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν• καὶ εἰς τὸν πνευματικόν μου. Αἰωνίως ἐν χαρᾶ διὰ μίαν ἡμέραν ἀσκήσεως ἐπὶ τῆς γῆς.
«Τὰ δικαιώματά σου οὐκ ἐπελαθόμην». Ἀμήν».
(Βλ. οἱ Θεμελιωταί τῶν Ἐπιστημῶν, 1950, σελ. 24)


«Ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινήν καί ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ»
(Λουκ. α’ 40).

Ὑπό τὴν πίεσι ὅλων αὐτῶν τῶν ἐντυπώσεων καὶ τῶν συναισθημάτων ἡ Παρθένος Μαρία ἀναζητεῖ κάποια διέξοδο. Κάποια ἐκτόνωσι. Ἡ σκέψις της σταματᾶ σ' ἕνα συγγενικὸ πρόσωπο ποὺ τῆς τὸ θύμησε μάλιστα τὸ ἀγγελικὸ μήνυμα: «Ἐλισάβετ ἡ συγγενής σου» (Λουκ. α' 36). Αὐτὸ ἦταν! Χωρίς νὰ χάση καιρό, ρίχνει ἐπάνω της ἕνα ἰμάτιο —ἦταν ἀκόμη χειμώνας— καὶ παίρνει τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο γιὰ τὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς Ἰουδαίας. Σκοπός της νὰ συναντήση τὴν Ἐλισάβετ καὶ νὰ τῆς ἐκμυστηρευθῆ τὸ μεγάλο της μυστικό.


«Ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς» (Λουκ. α’ 41).

Τὸ σκίρτημα τῶν βρεφῶν στὶς ἐγκυμονοῦσες μητέρες εἶναι συνηθισμένο φαινόμενο, κατά καὶ μετά τὸν πέμπτο μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης (ΥΛ, 60) . Στὴν περίπτωσι ὅμως αὐτὴ τὸ «σκίρτημα» τοῦ κυοφορουμένου βρέφους τῆς Ἐλισάβετ εἶχε ἰδιάζουσα σημασία. Γράφει σχετικά ὁ Ὠριγένης: «Ἅμα τῲ λόγῳ τοῦ ἀσπασμοῦ Μαρίας... ἤκουσεν ὁ πρόδρομος τῇ ἐνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κινούμενος τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας καὶ ἐσκίρτησεν ἐν ἀγαλλιάσει τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ καὶ οἰονεὶ ἤρξατο ἔκτοτε προφήτην αὐτὸν ποιεῖν ὁ Ἰησοῦς» (ΥΛ, 60). Ἔτσι ἄλλωστε ἑρμήνευσε καὶ ἡ Ἐλισάβετ τὸ σκίρτημα τοῦ βρέφους της: «Ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτα μου ἐσκίρτησε τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου (στιχ. 44) . Ὁ Ἰωάννης μὲ τὸν τρόπο αὐτό προφητεύει «ἐκ κοιλίας μητρός αὐτοῦ» περὶ τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἡ Ἐλισάβετ ἀναδεικνύεται ἡ πρώτη πού ἀπέδωσε προσκύνησι καὶ τιμὴ στὸν «ἐρχόμενο» Κύριο καὶ τὴν Μητέρα του.

Τὸ πρῶτο χαιρετισμὸ στὸν Ἐρχόμενο Λυτρωτὴ τοῦ κόσμου τὸν ἀπηύθυνε τὸ κυοφορούμενον βρέφος Ἰωάννης, ἐκ μέρους ὅλων τῶν ἐμβρύων καὶ τῶν βρεφῶν τῶν ἀνθρώπων. Διότι ὁ κυοφορούμενος Ἰησοῦς ἦταν ἰδίως γι' αυτά ὁ κατ’ ἐξοχήν Σωτήρ! Ὁ κόσμος τῶν ἐμβρύων, τὸ μόνο ποὺ γνώριζε, πρὸ Χριστοῦ, ἦταν τὸ μαχαίρι τοῦ ἀφανισμοῦ «Ἡ ἄωρος ἡλικία τῶν βρεφῶν πικρῶς κατεθερίζετο» (Μ.Δ.). Ἐγνώριζαν τὸν θάνατο πρὶν γνωρίσουν τη ζωή.

Τὸν Ἰησοῦ δὲν τὸν περίμενε μόνο ὁ κόσμος τῶν γεννημένων, ἀλλὰ καὶ ὁ κόσμος τῶν ἀγεννήτων. Ἀπό τὰ ἑκατομμύρια ἀνθρώπινα ἔμβρυα ποὺ κυοφορήθηκαν πρὶν ἔλθη, πολλά δὲν γεννήθηκαν στὴ ζωή, καθώς ἐπίσης καὶ ἀναρίθμητα βρέφη πού κυοφορήθηκαν μετά τὴ δική του σύλληψι, κυοφορία και γέννησι. Γι' αὐτὸ κυοφορήθηκε ὁ Ἰησοῦς. Γιὰ νὰ γίνη Σωτὴρ καὶ τῶν κυοφορουμένων ἀνθρώπων. Προσέλαβε την μορφή τοῦ ἔμβρυου γιὰ νὰ λυτρώση τὰ ἔμβρυα. Ὁ Ἰησοῦς ἄρχισε νὰ λυτρώνη τὴν ἀνθρώπινη φύσι ἀπὸ τὴν ἐμβρυώδη κατάστασί της. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀπάντησις στὴν ἀπορία γιατί ὁ Χριστός δὲν ἦλθε στὴ γῆ σὰν ὥριμος ἄνθρωπος, ἀλλὰ διάλεξε τὸν μακρὺ δρόμο τῆς κυοφορίας καὶ τῆς γεννήσεως. Διότι ἔπρεπε νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο «ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ».


«Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί» (Λουκ. α’ 42).

Μόλις ἡ Παρθένος συνάντησε τὴν Ἐλισάβετ, χαιρέτησε ἀσφαλῶς πρώτη: «Εὐλογημένη σύ»! θὰ εἶπε, σύμφωνα μὲ τὸν ἐθιμικὸ χαιρετισμὸ τῶν ἀρχαίων ἐβραίων (ΥΛ, 60) . Ἡ Ἐλισάβετ ὅμως, καθὼς καὶ τὸ βρέφος ποὺ εἶχε στὴν κοιλιά της, ὁ Ἰωάννης δηλαδή, σπεύδουν νὰ δώσουν τὰ πρωτεῖα τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς τιμῆς στὴν μέλλουσα μητέρα τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ μὲν Ἰωάννης «ἐσκίρτησε ἐν τῇ κοιλίᾳ» ἡ δὲ Ἐλισάβετ, μὲ ἔμπνευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀνταποδίδει στὴν Θεοτόκο τὸν χαιρετισμό της, τονίζοντας τὴν ἀπόλυτη ἐφαρμογή του στὸ πανάγιο πρόσωπό της: «Εὐλογημένη (κυρίως εἶσαι) σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου»! Ἡ Ἐλισάβετ καὶ ὁ Ἰωάννης ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ ἐμακάρισαν τὴν Θεοτόκο καὶ τῆς ἀπέδωσαν τὰ πρωτεῖα τῆς τιμῆς.

Ὅταν μιλᾶμε γιὰ «πρωτεῖα τιμῆς» μέσα στὴν Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι αὐτὰ ἀνήκουν στὴ Θεομήτορα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη μέσα στὴν σύναξι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ λόγῳ κλήσεως καὶ λόγω ἁγιότητος.


«Ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρὸς με;» (Λούκ. α’ 43)

Ἡ Ἐλισάβετ μὲ τὴν ἔμπνευσι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προφητεύει ἐδῶ καὶ ὀνομάζει τὴν Παρθένο Μαρία «Μητέρα τοῦ Κυρίου». Εἶναι ἡ πρώτη ποὺ ἀπέδωσε στὴν Θεοτόκο τὸν τίτλο «Μήτηρ Θεοῦ» καὶ ὠνόμασε τὸν Ἰησοῦν «Κύριον».


«Μακαρία ἡ πιστεύσασα» (Λούκ. α' 45)

Ἡ Ἐλισάβετ μακαρίζει τὴν Παρθένο γιὰ τὴν πίστι ποὺ ἔδειξε στὸν λόγο καὶ τὴν κλῆσι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βλέπομε ὅτι ἡ Ἐλισάβετ ἔκανε γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τὰ ἑξῆς: α) τῆς ἀπέδωσε τὰ πρωτεῖα τιμῆς καὶ σεβασμοῦ, β) τὴν ὠνόμασε Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ γ) τὴν ἐμακάρισε γιὰ τὴν πίστη της. Ὅλα αὐτὰ συνθέτουν περιληπτικὰ τὴ στάσι τῶν πιστῶν ἔναντι τῆς Θεοτόκου.

Καὶ μόνο ὅσα ἄκουσε καὶ ἔζησε ἡ Παρθένος Μαρία στὴν πρώτη αὐτὴ ἒξοδό της ἦταν ἀρκετὰ νὰ τὴ βοηθήσουν νὰ ἐμβαθύνη πιὸ πολὺ καὶ νὰ κατανοήση πιὸ βαθειὰ τὴν κλῆσι καὶ τὴν ἀποστολή της. Ἔτρεξε κοντὰ στὴν Ἐλισάβετ γιὰ νὰ βρῆ ἀνακούφισι καὶ ἐνθάρρυνσι. Δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ τὴ συναντήση καὶ παίρνει ἀπάντησι σ' ὅλα τὰ θέματά της, πάρα πάνω ἀπ' ὅ,τι μποροῦσε νὰ σκεφθῆ ἢ νὰ ὑπολογίση.

Η ΩΔΗ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ
Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον
καὶ ἠγαλλίσε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου,
ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. Ἰδοὺ γὰρ
ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί,
ὅτι ἐποίησέ μοι μεγαλεῖα ὁ δυνατὸς καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ,
καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ εἰς γενεὰς γενεῶν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν.
Ἐποίησε κράτος ἐν βραχίονι αὐτοῦ, διεσκόρπισεν ὑπερηφάνους
διανοίᾳ καρδίας αὐτῶν•
καθεῖλε δυνάστας ἀπὸ θρόνων καὶ ὕψωσε ταπεινούς,
πεινῶντας ἐνέπλησεν ἀγαθῶν καὶ πλουτοῦντας ἔξαπέστειλε
κενούς.
Ἀντελάβετο Ἰσραὴλ παιδὸς αὐτοῦ μνησθῆναι ἐλέους,
καθὼς ἐλάλησε πρὸς τοὺς πατέρας ἡμῶν, τῷ Ἀβραὰμ καὶ τῷ
σπέρματι αὐτοῦ εἰς τὸν αἰῶνα.
(Κατὰ Λουκᾶν α’ 46 - 55)


«Καὶ εἶπε Μαριάμ• μεγαλύνει» (Λουκ. α’ 46).

Μόλις ἡ Ἐλισάβετ τελείωσε τὸν ἐμπνευσμένο χαιρετισμό της, ἡ Μαριὰμ ἄρχισε ν’ ἀπαγγέλλη μιὰ δική της Ὠδή! Ἡ πανηγυρική, εὐχαριστήρια καὶ δόξολογικὴ ᾠδὴ (=τραγοῦδι) , μετὰ ἀπὸ ἐξαιρετικὰ γεγονότα ἦταν κάτι τὸ συνηθισμένο στὴν ἱστορία τῶν ἀρχαίων Ἑβραίων. Ἔτσι, τόσο ὁ χαιρετισμὸς τῆς Ἐλισάβετ ὅσο καὶ ἡ Ὠδὴ τῆς Παρθένου Μαρίας ἔρχονται νὰ προστεθοῦν στὶς Ὠδὲς τῆς ἀδελφῆς τοῦ Μωϋσῆ Μαριὰμ (Ἐξοδ. ιε' 1-19) , τῆς Δεββώρας (Κριταὶ ε’ 2-31) καὶ τῆς προφήτιδος Ἄννης, μητέρας τοῦ προφήτου Σαμουὴλ (Α' Βάσ. β') . Ἰδίως ἡ Ὠδὴ τῆς Θεοτόκου ἔχει πολλὲς ἀπηχήσεις ἀπὸ τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὴν Ὠδὴ τῆς Ἄννης. Αὐτὸ φανερώνει, ὅτι ἡ Παρθένος Μαρία, ὅπως καὶ οἱ ἄλλες παρθένες τοῦ Ἰσραήλ, γνώριζε ἀπὸ τὴν παιδική της ἡλικία τοὺς Ψαλμοὺς καὶ τὶς Ὠδὲς τῆς Π. Διαθήκης ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω (ΥΑ, 63).

Ἡ Ὠδὴ τῆς Θεοτόκου ἔμελλε νὰ γίνη ἡ κατ' ἐξοχὴν εὐχαριστήρια Ὠδὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Διότι ἀποτελεῖ μιὰ περίληψι τῶν Ὠδῶν τῆς Π. Διαθήκης καὶ ἀφετηρία τῶν πιὸ ἐμπνευσμένων συνθέσεων τῆς χριστιανικῆς ψυχῆς (πρβλ. τὴ θέσι τῆς Ὠδῆς αὐτῆς στὴν ὀρθόδοξο Λατρεία, καθὼς καὶ τοῦ ὕμνου MAGNIFICAT (= μεγαλύνει) στὴν λατρεία καὶ τὴ θρησκευτικὴ μουσικὴ τῆς Δύσεως) .

Ἡ Θεοτόκος, ὑπὸ τὴν ἔξαρσι τῶν θαυμαστῶν γεγονότων τῆς ζωῆς της συνθέτει τὴν ἐμπνευσμένη δοξολογικὴ Ὠδή της. Οἱ μεγάλες στιγμὲς τῆς ἐπεμβάσεως τοῦ Θεοῦ στὴν προσωπικὴ ἢ τὴν συλλογικὴ ζωὴ ἐμπνέουν ἰδιαίτερα τὶς εὐσεβεῖς καὶ ἀφιερωμένες ψυχές. Πρῶτες αὐτὲς βλέπουν τὸ εὐεργετικὸ χέρι τοῦ Θεοῦ• ἀκοῦνε τὴ φωνή του καὶ νοιώθουν τὸ περπάτημά του στὴν ἱστορία (πρβλ. «Φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου• ἰδοὺ οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη... ὅμοιός ἐστιν ἀδελφιδός μου τῇ δορκάδι ἢ νεβρῷ ( = ἐλαφάκι) ἐλάφων», Ἆσμα Α. β' 8-9)• διαισθάνονται τὸ πέρασμά του κοντά τους (πρβλ, «ὀπίσω σου εἰς ὀσμὴν μύρων σου δραμοῦμεν» Ἆσμα Α. α’ 4) καὶ ξεσποῦν σὲ ὕμνους καὶ ᾠδές.

Οἱ ποιηταὶ ἔγραψαν τὰ πιὸ ὄμορφα ποιήματα καὶ τραγούδια σὲ στιγμὲς ἰδιαίτερης ἐμπνεύσεως καὶ ἐξάρσεως. Οἱ ἅγιες ψυχὲς γράφουν τὶς πιὸ ὡραῖες ᾠδές τους σὲ στιγμὲς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στὴν προσωπική τους ζωὴ καὶ στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου...


«Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον» (Λουκ. α’ 46).

Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξίς μου ὑμνεῖ καὶ δοξολογεῖ τὸν Κύριο! Ὁ πρῶτος αὐτὸς στίχος τῆς Ὠδῆς τῆς Θεοτόκου ἀποκαλύπτει τὴν καιτάστασι στὴν ὁποία βρισκόταν ἡ Παρθένος Μαρία: Κατάστασι ἐξάρσεως καὶ ἐμπνεύσεως ποὺ βρίσκει διέξοδο στὸν ὕμνο. Ὁ Κύριος μὲ ὅσα τῆς ἀπεκάλυψε καὶ ὅσα ἐνήργησε στὸ πρόσωπό της ἔθεσε τὴν ὕπαρξί της σὲ κίνησι, σὲ ἔξαρσι καὶ ἡ ἔξαρσίς της ὠδήγησε στὸν ὕμνο. Ὁ Κύριος ἀνάβει τὴ φωτιά, ἡ χύτρα τῆς ψυχῆς βράζει καὶ ἀπὸ τὸ στόμα βγαίνει ὁ ἀτμὸς τῆς δοξολογίας. Χωρὶς τὴ φωτιὰ τοῦ Θεοῦ δὲν ὑπάρχει ὕμνος. Γιὰ νὰ τραγουδήσης τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ χρειάζεται «ἐνθουσιασμός» μὲ τὴν ἀρχαία ἔννοια τῆς λέξεως «ἐνθουσιάζω», ποὺ σημαίνει ἔχω μέσα μου τὸν Θεό.


«Ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρι μου»
(Λουκ. α’ 47).

Ὅ,τι συνέβη στὴν Ἐλισάβετ, στὸ κυοφορούμενο βρέφος της —τὸν Ἰωάννη— συμβαίνει τώρα καὶ στὴ Θεοτόκο• «ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα της»! Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ προκαλεῖ σκιρτήματα χαρᾶς στὴν ἀνθρώπινη ψυχή.

Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν προχριστιανικὴ ἐποχὴ προκαλοῦσε δέος καὶ τρόμο στὸν ἄνθρωπο. Καὶ αὐτὸς ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων, ὁ Γιαχβέ, ἦταν Θεὸς τρομερός. Ἐπίσης ἡ παρουσία τοῦ ἀνθρώπου στὰ ἱερὰ καὶ στοὺς οἴκους τοῦ Θεοῦ γινόταν ὕστερα ἀπὸ ἀλλεπάλληλους καθαρισμούς, μὲ δαπανηρὲς θυσίες καὶ μέσα στὸ ζόφο τοῦ τρόμου καὶ τῆς φρίκης...

Ἡ παρουσία, τοῦ Χριστοῦ ἔφερε τὴ χαρά, τὴν ἀγαλλίασι καὶ τὸ σκίρτημα στὸν κόσμο, ὁ ὁποῖος ἔκτοτε, ὅπως καὶ ἡ Θεοτόκος, «σκιρτᾶ ἐν ἀγαλλιάσει»!


Κεντρική σελίδα κειμένου | Προηγούμενη Σελίδα