image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Στέφανος Ροζάνης

Η Γυναίκα της Ζάκυνθος

Από τη συλλογή δοκιμίων του "Σολωμικά", Αθήνα 2008, Ίνδικτος.


ΙΙΙ

Μέχρι τώρα εμίλησα για τις γενικότατες ποιότητες μέσα στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος». Κατά κάποιον τρόπο επεχείρησα μιαν ανάλυση της είδησης του Σολωμού, όπως διαισθητικά την προσέγγισα διαβάζοντας το τραγικό «Σχεδίασμα». Μένει ακόμη, να μιλήσω για κάποιες ειδικές ποιότητες, για μια προέκταση, του ποιητή, στις ιδιαίτερες στιγμές του πάθους του.« Στοχάσου πως είναι νύχτα», λέει ο Σολωμός. Και παραλλάσσοντας: «Στοχάσου πως η σκηνή γίνεται τη νύχτα». Η προσήλωση στη νύχτα, η αγάπη στο σκοτάδι έχει όμοιο περιεχόμενο με εκείνο του Δαιμονιακού Υψίστου. Διότι το σκοτάδι ενσαρκώνει μιαν ακόμη όψη του τρομακτικού, ένα ακόμη βήμα προς τον ζόφο των φρικιαστικών οραμάτων. Χαρακτηριστική είναι πάλι η παρατήρηση του Edmund Burke: «Καμία προσωπικότητα δεν έχει καλύτερα συλλάβει το μυστικό της εξύψωσης ή της περιγραφής αντικειμένων τρόμου, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση, στο λαμπρότερό τους φως κάτω απ' τη δύναμη ενός μελετημένου σκότους, απ' ό,τι ο Μilton». Kαι παραθέτοντας, ο Burke, την περιγραφή, του Θανάτου από το δεύτερο βιβλίο του «Χαμένου Παραδείσου» προσθέτει: «Σ' αυτή την περιγραφή όλα είναι σκοτεινά, αβέβαια, συγκεχυμένα, τρομερά και ύψιστα στον έσχατο βαθμό» (39).Η ίδια ακριβώς δύναμη ωθεί τον Σολωμό να θεωρεί τό σκοτάδι και τη νύχτα ως συντελεστές των εφιαλτικών στιγμών του μαρτυρίου του. Η ίδια ανάγκη, τον σύρει να περιγράψει όλες τις φρικαλέες προφητείες κάτω από την απουσία φωτός, για να τις κάνει όμως να αναδυθούν μέσα από το πιο δυνατό τους φως και να τις επιβάλει ως τελειωτικές και μέγιστες στιγμές της σύλληψής του. Μια τέτοια σύλληψη της νύχτας μας φέρνει πάλι κοντά στον εφιάλτη, κοντά στην έκφραση του τρόμου ως υπέρτατης ψυχικής και αισθητικής αρχής. Εδώ «Ο Λάμπρος», η άλλη, κορυφαία δημιουργία του ποιητή, μας παρέχει το έδαφος για να ολοκληρώσουμε τη θέασή μας:

«Kαι ιδoύ τρία σαν αδέλφια έρμα και ξένα,
Που έν' αγιοκέρι σβημένο βαστούσαν,
Όπου στρίψη, όπου πάη, τ' απελπισμένα
Γοργά πατήματά του ακολουθούσαν.
Λιγδερά και πλατιά κι' όλα σχισμένα
Τα λαμπριάτικα ρούχα οπού φορούσαν
Στα μπροστινά, στα πισιvά στασίδια,
Όλο σιμά του σειούνται τα ξεσκλίδια.
[...]
"Ω κολασμένα, αφήτε μου τα χέρια".
Χείλη με χείλη τότε εκολληθήκαν.
Όσα εδώσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
Στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν.
Αφού στον κόσμο ελάμψανε τ' αστέρια,
Τέτοιου τρόμου φιλιά δεν εδοθήκαν.
Φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι•
Μέσα του επήε το νεκρικό βαμπάκι.
[...]
"Κόλαση; την πιστεύω• είναι τη• αυξάνει,
Κι' όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου.
Απόψε Κάποιος που ό,τι θέλει κάνει
Μόστειλε από το μνήμα τα παιδιά μου.
Χωρiς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει
Τη θυγατέρα αισχρά στην αγκαλιά μου.
Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση
Τον Εαυτό του, γιατί μ' έχει πλάσει"».(40)

Ο Λάμπρος είναι και αυτός μια Κολασμένη ψυχή, η οποία μέσα της κουβαλά τα πιο φρικτά ανομήματα. Θύμα μιας «Υψίστης κατάρας» σκορπά τη φρίκη του σε εκτρωματικά οράματα, ενστερνίζεται τον Δαίμονα και υποτάσσεται στη μεγίστη και ακατανίκητη εξουσία του με τη συναίσθηση της μοίρας και της ενοχής ως τμήματα αναπόσπαστα μιας τάξεως πέρα από αυτόν, την οποία και αν ακόμη τη δοκιμάζει και την αισθάνεται να κατευθύνει μυστικά τα νήματα της πράξης του, γνωρίζει πως δεν μπορεί να την ξορκίσει παρά μονάχα μέσω μιας ολοκληρωτικής αποδοχής. Είναι ο Λάμπρος πολύ κοντά στον ναύτη του Coleridge που ζει με τους νεκρούς του. Έτσι, διότι παράλογα σκότωσε ένα θαλασσινό πουλί.

Σταθερά, το περίγυρο του Σολωμού το δημιουργεί πρωτίστως η αποκάλυψη της ανομίας και η αβάστακτη σκιά της ενοχής. Εγκαταλείποντας την ερωμένη του ο Λάμπρος κάνει μια πράξη όχι φυσικά ηθική, με την απόλυτη έννοια, αλλά ωστόσο μια πράξη η οποία εντάσσεται ουσιαστικά μέσα στα όρια της συγκεκριμένης τάξεως του κοσμικού κατεστημένου. Η πράξη όμως αυτή ενεργώντας τώρα ερήμην του και επιτελώντας μια σκοπιμότητα ερμητικά μυστική και άγνωστη, επισύρει την Υψίστη κατάρα επάνω του. Δεν είναι, ασφαλώς, ο αίτιος για τον θάνατο των τριών του παιδιών. Παρ' όλα ταύτα, αυτά τον κυνηγούνε ακούραστα. Αισθάνεται τον τρόμο της παρουσίας τους. Μέσα στο θολωμένο του μυαλό αφήνει να ξεσπάσει όλος ο φόρτος της ενοχής, όλο το μαρτύριο της ψυχής του και συγχρόνως ο αποτροπιασμός του για τη μοίρα που του επιβάλλεται. Το ίδιο παράλογα καί εκτρωματικά γίνεται εραστής της κόρης του.

Όμως ο Λάμπρος δεν είναι ο ήρωας ο οποίος υφίσταται τη Θεοδικία. Αντιθέτως, είναι εκείνος ο οποίος υψώνει το μολυσμένο ανάστημά του εναντίον «πάσης θεϊκής παρεμβάσεως». Μέσα στήν έκπτωσή του, και χάρη σ' αυτήν, μπορεί τώρα να ενατενίσει ηδονικά την ουσία η οποία αναδύθηκε από τις πλέον απόκρυφες γωνιές της ψυχής του. Μπορεί να σαρκώσει την ανταρσία του σε δίψα για το Κακό, σε επιθυμία της ανομίας διατηρώντας μια βαθειά, όσο και συγκλονιστική, συνείδηση, του εαυτού του:

«Κόλαση; την πιστεύω• είναι τη• αυξάνει,
Κι' όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου».

Και ύστερα από αυτή την Υψίστη παραδοχή του Δαίμονά του, αισθάνεται τη δύναμη να ατενίσει με περιφρόνηση ως και αυτό ακόμη το μέγιστο πρότυπο της αρμονίας, αυτή την ηθική ισορρόπηση του κόσμου, σε ένα ξέσπασμα καταστρεπτικών δυνάμεων που τίς κρατούσε φυλακισμένες, μα που τώρα μπορούν ελεύθερα να ξεχυθούν από το ηδονικό ρίγος της ανομίας του:

«Δε λείπει τώρα πάρεξ να χαλάση,
Τον Εαυτό του, γιατί μ' έχει πλάσει».

Η σύντομη ανάλυση την οποία επεχείρησα, θαρρώ πως δείχνει τον βαθύτατο σύνδεσμο ανάμεσα στις δυο κορυφές της δημιουργίας του Σολωμού: τον «Λάμπρο» και τη «Γυναίκα τής Ζάκυνθος». Δείχνει κυρίως πόσο κοντά στέκονται τα δυο έργα και ερμηνεύει το κοινό ύφος, τον κοινό κεντρικό πυρήνα που κάνει τον Δαίμονα να υψωθεί ως έσχατη ουσία και αφετηρία δημιουργική.Ας συγκρίνουμε το απόσπασμα από τον «Λάμπρο» με τη σκηνή της τελειωτικής εκδίκησης στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος»:

« Αλλά η μάνα της χώρις να κοιτάξη κατά τη θύρα, χώρις να κοιτάξη τη θυγατέρα της, χώρις να κοιτάξη κανέναν, αρχίνησε:
Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει από την κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει,
γιατί σκιάζεται το κακό σου. Kαι έτσι έκαμες και εσύ μ' εμέ. Για τούτο σόδωσα την κατάρα μου γονατισμένη, και ξέπλεκη εις την πίκρα της ψυχής μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα.Στην ξανάδωσα μίαν ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα σ' τήν ξαναδίνω, κακό και ανάποδο θηλυκό. Kαι η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στην ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας.
Έτσι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρεις φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της».


(Κεφάλαιον 8)

Η ίδια κατάρα, έτσι καθώς βάραινε στον Λάμπρο, βαραίνει επάνω στο κεφάλι της Γυναικός. Η εμμονή του Σολωμού στο σημείο αυτό είναι, πιστεύω, εμφανής. Ακόμη και ο χρόνος ταυτίζεται: Η ημέρα του Πάσχα, τότε που η Θεϊκή δικαίωση ανέρχεται τη μεγίστη κλίμακα της εκδήλωσής της, είναι η ημέρα της κατάρας. Τότε ο Λάμπρος κυνηγιέται από τα τρία πεθαμένα, τότε και η Γυναίκα στιγματίζεται διαπαντός από τον Δαίμονά της. Και η κατάρα είναι ανελέητη για το κορμί και την ψυχή.

Το βάθος της ενοχής που γεννά η επιθυμία της ανομίας, προσδίδει την ιδιαίτερη ποιότητα του εφιάλτη. Το εκτρωματικό στοιχείο ξεκινά από εδώ επίσης, όπως άλλωστε και σε όλα τα Ρομαντικά πρότυπα, και ο εξπρεσιονισμός της μορφής είναι βαθιά χωμένος, συνδεδεμένος άρρηκτα, με τον τρόμο και την αγάπη που προκύπτουν από την πράξη της καταπάτησης κάθε ουσίας, κάθε επιβεβλημένης τελεολογίας του κόσμου. Η ψυχή πραγματώνει μιαν ακριβή στιγμή Ελευθερίας. Μέσα από την ενατένιση, του εαυτού της ξεπροβάλλει κραδαίνοντας τη δική της τελεολογία, που δεν είναι άλλη από τον Ύψιστο κανόνα της κατάρας, της ενοχής δηλαδή για ό,τι καταστρεπτικό αλλά «ενεργητικό» και αληθινό κουβαλά μέσα της. Και έτσι εμφανίζεται ο Δαίμονας να καραδοκεί, η ενοχή να μεταστρέφεται σε ηδονή αναρχίας, η κατάρα να μεταλλάζει σε συναισθηματική εκτόνωση. Εξαγνισμένος ο κόσμος, περνώντας μέσα από τον εφιάλτη και τη φρίκη του Πνευματικού μαρτυρίου, θα γεννηθεί πάλι από τις στάχτες του, για να σπαταλήσει την ψυχή του αγαπώντας τη φρίκη και ανακαλύπτοντας σ' αυτή, μαζί με την εκτόνωση της τρέλλας, έναν τρόπο να υπάρξει:

«Kαι όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
Γιατί τρέχοντας με το πουκάμισο, που η φιλάργυρη τόχε κάμει κοντό, έτρεξε το μάτι της στον καθρέφτη,
Kαι εσταμάτηξε και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλο και αναγέλασε:
"Ω κορμί, ω κορμί! Τι πουκάμισο! Ε, καταλαβαίνω εγώ. Kαι ποιος πονηρός μπορεί να μου κpύψη, την πονηρία του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για νάν' έτοιμος να κριματίση".
Kαι επήγε οπίσω από τον καθρέφτη, και την άκουα να κάνη μεγάλη ταραχή.
Kαι έσκασε ένα γέλιο μεγάλο που αντιβούισε η κάμερα φωνάζοντας. Να, μάτια μου, το ψυχικό».


(Κεφάλαιον ύστερον 9)

Την ύστατη στιγμή του τέλους της έχει το θάρρος η Γυναίκα να διαδηλώσει την περιφρόνησή της προς τα μισητά αντικείμενα των γονιών της και προς εκείνη την όμορφη και καλή αδελφή της. Mε αυτό τον τρόπο διαλέγει να δείξει την προσήλωσή της στο μίσος και την αγάπη που νιώθει για την κακία της. Διότι είναι εκείνη που σάρκωσε τον Δαίμονα και γεύτηκε τη χαρά της απελευθερωμένης της ψυχής και την ηδονή του καταστρεπτικού οράματός της. Εάν τώρα βρίσκει το τέλος της, είναι διότι ακολουθεί πιστά τη μοίρα της, διότι επιβάλλει στον κόσμο τη συνείδηση της αυτοκαταστροφής της. Μήπως άλλωστε μια τέτοια ηδονή, μια τέτοια προσήλωση στη φρίκη της δεν νιώθει και η Μαρία του «Λάμπρου» μέσα στα αυτοκαταστροφικά της όνειρα;

«Κι' ό,τι τέτοια του λέω, μέσα με θάρρος
Να σου τα τρία τ' αρσενικά πετιούνται•
Του καραβιού τα ξύλα από το βάρος
Τρίζουν τόσο που φαίνεται και σκιούνται•
Τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος,
Και στριμωμένα αυτά κρυφομιλιούνται,
Κι' αφού έχουν τα κρυφά λόγια 'πωμένα,
Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα.

(...]

Και τα κύματα τότε μας πηδίζουν,
Που στα νέφη σου φαίνεται πως νάσαι,
Kαι πότε τόσο ανέλπιστα βυθίζουν,
Που μην ανοίξη η κόλαση φοβάσαι•
Οι κουπηλάτες κατά με γυρίζουν,
Βλασφημούν, και μου λένε: Ανάθεμά σε.
Η θάλασσα αποπάνου μας πηδάει,
Και το καράβι σύψυχο βουλιάει».

Το όνειρο αυτό μπορεί να μας πείσει, κατά τη γνώμη μου, για το «κρυφό νόημα» που και εδώ προβάλλει σχεδόν αναλλοίωτο.
Δεν γνωρίζω ποια στοιχεία θα μπορούσε πιθανώς ν’ανασύρει μια δυναμική ανάλυση του εφιάλτη. Πιστεύω όμως πως όλο το πάθος του ποιητή, συμπυκνώνεται σε δυο σημεία:
α) Το καράβι που το οδηγoύν τα πέντε νεκρά.
β) Η αφάνταστη ηδονή πoυ ωθεί τον δημιουργό να εκφράζει στιγμές καταστροφικές, στιγμές σκοτεινές όπου οι ήρωές του, νικημένοι από το Κακό που σέρνουν μέσα τους, βρίσκουν μια μοίρα ανελέητη, μια καταραμένη μοίρα. Και η μοίρα αυτή υψώνεται ως Υψίστη βαθμίδα δικαίωσης.

Η Μαρία, σε κάποια γωνιά του καραβιού, αντικρίζει τον Χάρο. Και μπροστά σ' αυτό το όραμα ένα σαδιστικό πάθος τη συγκλονίζει: Ο τρόμος που γεννά μέσα στις πέντε φτωχές υπάρξεις ο Θάνατος αποτελεί γι' αυτήν μια στιγμή, κρυφής αγαλλίασης. Η εικόνα, η οποία προβάλλεται τώρα για να εκφράσει αυτή, την άνομη επίθυμια, έχει μια ομορφιά περίεργη, είναι εν τέλει μια άγρια εικόνα επιβολής του αμαρτωλού της πάθους επάνω στις ανυποψίαστες ψυχές:

«Τότε προβαίνει αφεύγατος ο χάρος.
Και στριμωμένα αυτά κρυφομιλιούνται.
Κι' αφού έχουν τα κρυφά λόγια 'πωμένα,
Λάμνουν με κάτι κoυπιά τσακισμένα».

Αλλ' αυτές oι ψυχές έχουν «κρυφά λόγια πωμένα». Έχουν δηλαδή με τη σειρά τους θρέψει το μίσος και η κατάρα φουντώνει μέσα τους. Και η Μαρία το νιώθει. Γνωρίζει πως τελικά η κατάρα θα ξεσπάσει επάνω της, όταν οι «αθώες ψυχές» θα ανοίξουν τους κρουνούς της Κολάσεως:


«Οι κουπηλάτες κατά με γυρίζουν,
Βλασφημούν, και μου λένε: Ανάθεμά σε».

Αλλά η στιγμή της κατάρας είναι η δικαίωση της Μαρίας. Τα παιδιά της δεν είναι πια oι αθώες ψυχές, οι άγγελοι οι πλασμένοι να υμνούν τον Δημιουργό. Έχουν μετατραπεί σε πλάσματα καταχθόνια, πoυ επάνω της εξακοντίζουν τις κατάρες και τις βλαστήμιες τους, Άγγελοι του σκότους που θα την οδηγήσουν στον χαμό. «Έτσι θα τους οδηγεί όλους... ο Διάβολος», για να θυμηθούμε, άλλωστε, την έκφραση του ποιητή. Τώρα η Μαρία μπορεί επιτέλους να βουλιάξει το καράβι της. Το έργο της έχει πλέον συντελεσθεί. Τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αντισταθεί στη δύναμη του Κακού, την οποία, ο ποιητής ενσάρκωσε στην ψυχή της. Ούτε ακόμη αυτές οι πέντε παιδικές ψυχές. Η κόλαση διάνοιξε τις πύλες της και όλα έγιναν Κόλαση, τα πάντα υπέκυψαν στην ενοχή και την κατάρα:

«Η θάλασσα αποπάνου μας πηδάει,
Και το καράβι σύψυχο βουλιάει».

IV

Είδαν τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» ως σάτιρα στο περιθώριο των «Ελευθέρων Πολιορκημένων». Αυτό κατά τη γνώμη μου αποτελεί τη μεγαλύτερη διαστρέβλωση του πάθους του Σολωμού και προπάντων εκείνων των στιγμών του έργου του, στις οποίες αποκλειστικά μπόρεσε ο δημιουργός, απερίσπαστος και τραγικά ειλικρινής, να εκφράσει τη σκοτεινιά του οραματισμού του. Αυτές οι στιγμές είναι οπωσδήποτε λίγες. Ας μην καταστραφούν και αυτές, εάν δεν θέλουμε να χάσουμε τον ποιητή και εάν δεν θέλουμε να δούμε το έργο στα νύχια των ανθρώπων του «Χρέους».





Σημειώσεις

39. Edmund Burke, ό.π., part two, σ. 59.

40. Τα αποσπάσματα από τον «Λάμπρο» αντιγράφω από την έκδοση του Ιακώβου Πολυλά, Διον. Σολωμού: Άπαντα, έκδ. Φιλολογική.

Προηγούμενη Σελίδα