image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ








δείτε το αφιέρωμα
συντροφιά
με τους
γεροντάδες μας







ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Νικόλαος Κ. Πετρόπουλος

Τα δοκίμια του Παλαμά μέσα στο εργαστήρι της ποιητικής του


“Φωτογραφίες μου παρμένες σε διάφορα στασίματα, με διάφορα φορέματα, σε διαφορετικές ηλικίες της σκέψης μου : τα κριτικά δοκίμια του Κωστή Παλαμά”.

Σε μια πρόσφατη έρευνα της Καθηγήτριας Patricia Greenfield του Πανεπιστημίου UCLA των ΗΠΑ στο περιοδικό ψυχολογίας Psychological Science(1) διαβάσαμε το πόρισμα ότι, κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, η γλώσσα στα σύγχρονα λογοτεχνικά, κυρίως (και προφανώς αγγλόφωνα), βιβλία γίνεται όλο και πιο εγωκεντρική, αφού περιέχει όλο και περισσότερες λέξεις που προδίδουν ναρκισσισμό, ατομισμό, κτητικότητα και γενικά τάση προς υλισμό αντί αλτρουϊσμού. Η άνοδος αυτή του ατομισμού παγκοσμίως αποδίδεται στην αστικοποίηση και την εισβολή της υψηλής τεχνολογίας στη ζωή μας. Πιστεύω πως, αν αντίστοιχες μετρήσεις γίνονταν και στην ελληνόγλωσση λογοτεχνία με τις κατάλληλες προσαρμογές των ελεύθερα προσβάσιμων τεχνολογικών εργαλείων της Google που χρησιμοποίησε η Καθηγήτρια Greenfield, θα οδηγούμασταν σε ανάλογα συμπεράσματα. Είναι πλέον σαφές, για να θυμηθούμε και τον Στρατηγό Μακρυγιάννη, αλλά αντίστροφα, ότι είμαστε «στο εγώ» και όχι «στο εμείς». Αυτό το συνειδητοποιούμε συγκρίνοντας ακόμη και την πρόσληψη των λογοτεχνικών και φιλολογικών γεγονότων από την εποχή του Κωστή Παλαμά έως σήμερα: πράγματι, εντυπωσιάζει πόσο άμεση και ευρεία απήχηση είχε ακόμη και πριν από ένα αιώνα η κάθε φιλολογική έριδα ή δήλωση λογοτέχνη ή δημοσίευση, ή, και ευρύτερα, πόσο συνέπαιρναν τότε τα ποικιλόμορφα συλλογικά ιδανικά, σε σχέση με τη σημερινή αδιαφορία ή αναισθητοποίηση που επέφερε η υπερβολική έκθεση, έκτοτε, σε κάθε λογής πολιτικά, εμπορικά κ.ο.κ. μηνύματα από πολυάριθμους και διαφορετικούς επικοινωνιακούς κώδικες (sensory overload). Ο Παλαμάς ήταν αναμφισβήτητα μία προσωπικότητα, της οποίας η κάθε δήλωση, κρίση, αντιπαράθεση, προκαλούσε ευρεία απήχηση και έβρισκε κατά κανόνα μία ανταπόκριση, είτε θετική είτε αρνητική.

Όση νοσταλγία κι αν νιώθουμε σήμερα μπροστά στις προαναφερθείσες παρελθούσες καταστάσεις, δηλαδή για «τον καιρό που τα ωραία γράμματα, ταπεινότερα, πιο καλά τα πηγαίνανε με το γύρω τους κόσμο»(2), για να θυμηθούμε τα λόγια του ίδιου του Παλαμά, οι σημερινοί φιλόλογοι μέσα σε αυτό το αναισθητοποιημένο περιβάλλον καλούμαστε να εργασθούμε και να αποδείξουμε τη χρησιμότητά μας, έστω και απέναντι σε ένα τείχος σιωπής, μελετώντας επίμονα τα κείμενα και προτείνοντας ερμηνείες τους που ίσως να έχουν κάποια συνάφεια (relevance) με την εποχή και τα αιτήματα της σημερινής κοινωνίας.

Στο πλαίσιο του προβληματισμού που αναπτύσσεται σε αυτό το Συνέδριο για τον Κωστή Παλαμά, ως προς το σκέλος της Ποιητικής του, ευρύτερα, θα ήθελα να υποβάλω ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν ειδικά στο δοκιμιογραφικό του έργο.

Διότι, αρχικώς, ας ξανατονίσω την τελευταία παρατήρηση: ο Παλαμάς έχει γράψει δοκίμια. Κείμενα, δηλαδή, που ηθελημένα και με πλήρη αυτογνωσία από την πλευρά του συγγραφέα τους, φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά του λογοτεχνικού είδους του δοκιμίου. Ο ίδιος ο Παλαμάς, κάποιες, έστω σπάνιες, φορές χρησιμοποίησε για τα δικά του γραπτά τον όρο «δοκίμια» αλλά και «δοκιμές»(3). Ένα πολύ μικρό τμήμα της παλαμικής βιβλιογραφίας(4), όταν δηλαδή αυτή ασχολείται καν με την κριτική πεζογραφία του Παλαμά και όχι μονότροπα και, ενδεχομένως, προκατειλημμένα με το ποιητικό του έργο(5), πολύ σπάνια και μόνο εν παρόδω χρησιμοποιεί το χαρακτηρισμό «δοκίμια» για ορισμένα από τα κριτικά κείμενα του Παλαμά, χωρίς όμως ποτέ και να προσδιορίζει συγκεκριμένα για ποια κείμενα και γιατί δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός αυτός. Στις μέχρι τώρα εκδόσεις του παλαμικού πεζογραφικού έργου τα κείμενα παρουσιάζονται χωρίς καμία ευαισθησία σε ειδολογικές διακρίσεις, συνοδευόμενα, στις καλύτερες περιπτώσεις, από τον ασαφή χαρακτηρισμό «κριτικά κείμενα». Επιπλέον, οι προεκτάσεις για την παλαμική Ποιητική και την ομαλή πρόσληψή της από την παραδοχή της ύπαρξης γνήσιων και με αυτογνωσία συγγεγραμμένων δοκιμίων και, ευρύτερα, ενός δοκιμιακού ύφους και ήθους στο έργο του Παλαμά, παραμένουν ακόμη εντελώς ανεξερεύνητες.

Διότι το ζητούμενο δεν είναι απλώς η χρήση του όρου «δοκίμιο» είτε από τον ίδιο τον Παλαμά είτε από τους μελετητές του, όσο και αν αποτελεί και αυτή μία ένδειξη ειδολογικής ευαισθησίας ή αυτογνωσίας. Πιο σημαντικές είναι οι εκφράσεις του Παλαμά στις οποίες στοιχεί το δοκιμιακό του έργο με την προ του ιδίου δοκιμιακή παράδοση. Όπως στην περίπτωση του κειμένου από το οποίο προέρχεται και το παράθεμα του τίτλου της παρούσης μου ανακοίνωσης: πρόκειται για τον «Πρόλογο» του Παλαμά με ημερομηνία «7 του Γενάρη 1912» στη συλλογή πεζών κειμένων του υπό τον τίτλο Τα Πρώτα Κριτικά, κειμένων άλλωστε που και ο ίδιος ο Παλαμάς ρητά χαρακτηρίζει «δοκίμια»(6). Στα συμφραζόμενα, λοιπόν, του συγκεκριμένου αυτο-αναφορικού σχολιασμού, ο Παλαμάς αναφέρεται ως εξής στα συγκεκριμένα κείμενά του:

«[…] αποτελούνε αναπόσπαστο μέρος του προσώπου μου […] με αυγατίζουν, αγωνίζονται να με διαιωνίσουν, κληρονόμοι μου. […] Είναι φωτογραφίες μου παρμένες σε διάφορα στασίματα, με διάφορα φορέματα, σε διαφορετικές ηλικίες της σκέψης μου […] περισσότερο από τα πρόσωπα κι από τα έργα που εξετάζουνε, μιλάνε, και χωρίς να το φωνάζουνε, για το δικό μου πρόσωπο και για το δικό μου έργο, και δίνουν αφορμή να κοιταχτούνε και τα δυο προσεχτικώτερα. Δείχνουν πως ό,τι ουσιαστικά είμαι, από τότε είμουν, πως ό,τι τώρα κρατώ, από τότε το γύρευα, μα και μαζί πως έφτασα στο τωρινό μου το σημείο, τρέχοντας όχι ολόισα πάντα και στον ίδιο δρόμο, μα λοξεύοντας και σκοντάβοντας και σταματώντας, και μ ε τ ι ς β ό λ- τ ε ς, καθώς λένε οι ναυτικοί, σα να μην είχα πάντα πρίμο τον άνεμο»(7).
Αν εστιάσει κανείς στη μικροδομή του ανωτέρω παραθέματος, πολλά θα μπορέσει να παρατηρήσει σχετικά με τη μαεστρία και το “ποιητικό αυτί” του ποιητή Παλαμά (τα χαρίσματα δεν χωρίζονται) ακόμη και στον πεζογραφικό, δοκιμιακό του λόγο: «σε διάφορα στασίματα, με διάφορα φορέματα»… — το δούλεμα των ήχων, η ρητορική επεξεργασία (με τα ομοιοτέλευτα), ακόμη και η σημασιολογική φόρτιση του ασυνήθιστου λεκτικού τύπου «στασίματα» (δηλ. άραγε, “πώς στέκομαι” ; “η στάση μου απέναντι στη ζωή και στα προβλήματά της” ; οι “σταθμοί” της ζωής μου ;) με την πιθανή επιπρόσθετη σημασιολογική του φόρτιση από το αρχαιοελληνικό νόημα της λέξης στάσιμο (δηλ. χορικό αρχαίου δράματος — άρα ο δοκιμιογράφος αυτο-παραλληλίζεται μήπως έτσι με τον αρχαίο Χορό, τον Κορυφαίο ενός αρχαίου Χορού που σχολιάζει τα “Επεισόδια” ενός κάποιου “δράματος” που γύρω του εκτυλίσσεται;;), όλα μαρτυρούν τη φροντίδα και τη σοφία του Ποιητή Παλαμά.

Όπως και να ’χει, ο μελετητής της ιστορίας του είδους του δοκιμίου δεν μπορεί εδώ να μην ανακαλέσει στη μνήμη του την ιδρυτική αυτοσύσταση των δοκιμίων του Michel de Montaigne από τον ίδιο τον συγγραφέα τους στο εισαγωγικό του σημείωμα «Προς τον αναγνώστη» (1580):

“C'est icy un livre de bonne foy, lecteur. Il t'avertit, dés l'entrée, que je ne m'y suis proposé aucune fin, que domestique et privée. Je n'y ay eu nulle consideration de ton service, ny de ma gloire. Mes forces ne sont pas capables d'un tel dessein. Je l'ay voué à la commodité particuliere de mes parens et amis : à ce que m'ayant perdu (ce qu'ils ont à faire bientost) ils y puissent retrouver aucuns traits de mes conditions et humeurs, et que par ce moyen ils nourrissent plus entiere et plus vifve, la connoissance qu'ils ont eu de moy. Si c'eust esté pour rechercher la faveur du monde, je me fusse mieux paré et me presenterois en une marche estudiée. Je veus qu'on m'y voie en ma façon simple, naturelle et ordinaire, sans contantion et artifice : car c'est moy que je peins. Mes defauts s'y liront au vif, et ma forme naïfve, autant que la reverence publique me l'a permis. Que si j'eusse esté entre ces nations qu'on dict vivre encore sous la douce liberté des premieres lois de nature, je t'asseure que je m'y fusse très-volontiers peint tout entier, et tout nud. Ainsi, lecteur, je suis moy-mesmes la matiere de mon livre : ce n'est pas raison que tu employes ton loisir en un subject si frivole et si vain” (“Au Lecteur”, δικές μου οι υπογραμμίσεις).
Παρά τις αναμφισβήτητες διαφορές μεταξύ των δύο αυτών αυτο-σχολιαστικών παραθεμάτων (διαφορές οφειλόμενες σε πολιτισμικούς, αλλά και σε ιδιοσυγκρασιακούς λόγους), συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αποδίδονται στην … τεχνολογική εξέλιξη (ο Montaigne, δηλαδή, κάνει λόγο για πορτραίτο / αυτοπροσωπογραφία, ενώ ο Παλαμάς για «φωτογραφίες»), παραμένει και στα δύο ως κυρίαρχο, κοινό χαρακτηριστικό της ειδολογικής ταυτότητος του δοκιμίου η αυτο-αποτύπωση του συγγραφέα του.

Και οι ομοιότητες μεταξύ του παλαμικού και του δοκιμιακού λόγου δεν εξαντλούνται στη χρήση του όρου «δοκίμιο» και/ή στο σκοπό της αυτο-αποτύπωσης: ο ισχυρισμός της άτολμης καταγραφής απλά προσωπικών εντυπώσεων(8), η αυτογνωσία της έκδοσης ενός τόμου ποικίλης προελεύσεως αλλά θεματικώς συναφών εξομολογητικών δοκιμιακών κειμένων(9), η persona του δοκιμιογράφου ως αντι-συστηματικού outsider και η απέχθεια προς τη συμβατική μόρφωση και την ημιμάθεια(10), η οργισμένη αποστασιοποίηση από οποιαδήποτε ταύτιση του δοκιμιογράφου με δάσκαλο προς μαθητές και η αυτοπαρουσίαση του δοκιμιογράφου ως ενός αυτοδίδακτου(11), ο δοκιμαστικός-αποπειρατικός χαρακτήρας της έκφρασης(12), η ρητορική τεχνική της αυτο-μείωσης(13), και τόσα άλλα γνωρίσματα υπάρχουν και στα δοκίμια του Παλαμά και στοιχούν πλήρως προς την παράδοση του είδους αυτού από τον ιδρυτή του Μichel de Montaigne και εξής.

Ο κλάδος της «δοκιμιολογίας» ιδρύθηκε πρόσφατα(14), πάνω στη βάση, κατ’ αρχήν, ενός νέου ορισμού του είδους που, εξαιτίας των πολύ συγκεκριμένων κριτηρίων που προέβλεπε, σε αντίθεση με την αοριστολογία και ελλειπτικότητα των μέχρι τότε δοθέντων ορισμών, έγινε αποδεκτός ως χρήσιμο νέο εργαλείο για την αναγνώριση πεζογραφικών κειμένων ως δοκιμίων και τη συγκρότηση του νέου φιλολογικού κλάδου της μελέτης τέτοιων κειμένων. Ο ορισμός εκείνος ήταν ο εξής:

«Δοκίμιο είναι δημοσίως παρουσιαζόμενο κείμενο μη αφηγηματικής πεζογραφίας, στο οποίο, με έντονη αλλά συγκαλυμμένη την επίδραση της κλασικής ρητορικής, καταγράφεται η εμπειρική απόπειρα ενός αδέσμευτου “εγώ” για μια αυτο-αποτύπωσή του, όπου κυριαρχεί η έγνοια για τη σαφήνεια, την ακρίβεια και την ευαισθησία του γλωσσικού μέσου.

Ο λόγος του δοκιμιογράφου κινείται κατά κανόνα εκτός

(i) των επιστημονικών συμβάσεων της ακαδημαϊκής κοινότητας,

(ii) ποιητικών τρόπων έκφρασης,

(iii) της δέσμευσης από τη γραμμικότητα του χρόνου, που παρατηρείται, λ.χ., στο είδος του ημερολογίου, και

(iv) αφηγηματικών πρακτικών»(15).

Επί τη βάσει ενός τέτοιου μεθοδολογικού εργαλείου, ως δοκίμια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κείμενα του Παλαμά που σήμερα βρίσκονται διάσπαρτα σε πολλούς και διαφορετικούς τόμους του παλαμικού έργου: στις συλλογές Τα Πρώτα Κριτικά(16), Γράμματα(17), Πεζοί Δρόμοι(18), Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου(19), τα Προλογικά του Σημειώματα στην Ξανατονισμένη Μουσική(20), Άρθρα και Χρονογραφήματα(21), κ.α. Έχει ήδη επισημανθεί από την μέχρι τώρα παλαμική βιβλιογραφία ότι οι Πρόλογοι στα ποιητικά του έργα ή συλλογές έχουν έντονα γνωρίσματα δοκιμιακής γραφής, παρότι δεν έχει εξειδικευθεί ποιοι συγκεκριμένοι Πρόλογοι από αυτή την κατηγορία είναι σαφώς δοκίμια(22). Δοκιμιακά κείμενα θα βρει κανείς ακόμη και σε τόμους της μέχρι τώρα εκδεδομένης αλληλογραφίας του Παλαμά. Έτσι, λ.χ., μια ισχυρή υποψηφιότητα για το χαρακτηρισμό “δοκίμιο” θα ήταν η επιστολή υπ’ αριθμόν 112 «Στους Νέους της “Φοιτητικής Συντροφιάς”» (Γράμμα Πρώτο) της 28.2.1910 ή η επιστολή υπ’ αριθμόν 325 προς τον μουσικοσυνθέτη Αιμίλιο Ριάδη της 10.2.1927(23). Άλλωστε, και άλλα κείμενα της παλαμικής Αλληλογραφίας με επιστολική εμφάνιση “ξεφεύγουν” προς άλλες ειδολογικές κατηγορίες(24), ενώ η επιστολική προέλευση ανέκαθεν δικαιολογείται από και συμβιβάζεται με τα επικοινωνιακά γνωρίσματα του είδους του δοκιμίου, όπως αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ορισμένες από τις επιστολές του Παλαμά είχαν ήδη παλαιόθεν περιληφθεί σε τμήματα των Απάντων του που εμπεριέχουν κριτική του πεζογραφία(25).

Είναι, λοιπόν, δυνατή η συγκρότηση ενός corpus δοκιμίων του Παλαμά, ανεξαρτήτως της αρχικής τους προέλευσης ή εξωτερικής εμφάνισης κατά την αρχική τους δημοσίευση (Πρόλογοι, επιστολές κτλ.), και, προσωπικά, φρονώ πως έτσι, διακριτά και με ειδολογική ευαισθησία, θα πρέπει πλέον τα κείμενα αυτά να επισημαίνονται σε όλες τις μελλοντικές, φιλολογικά φροντισμένες εκδόσεις των Απάντων του. Ας εκληφθεί αυτό και ως ένα desideratum ταπεινώς διατυπούμενο για την υπό ετοιμασία, προσεχή έκδοση των παλαμικών Απάντων από το Ίδρυμα Παλαμά.

Ακόμη και άλλες, εκ πρώτης όψεως λιγότερο πνευματικές και περισσότερο βιοποριστικές δραστηριότητες του Παλαμά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη σ’ ένα τέτοιο εγχείρημα όπως αυτό του ειδολογικού διαχωρισμού των δοκιμίων του από τα λοιπά πεζά κριτικά του κείμενα και τις φιλολογικές του μελέτες. Έχω εδώ, ειδικά, στο νου μου, τα κείμενα του Παλαμά ως … κοινοβουλευτικού ανταποκριτή (!) δημοσιευόμενα υπό το χαρακτηριστικό ψευδώνυμο «Κουτρούλης», όταν, κατά τα έτη 1880, ως απεσταλμένος της εφημ. Μη Χάνεσαι του Βλάση Γαβριηλίδη, ο Παλαμάς έπρεπε να παρακολουθεί και να περιγράφει για τους αναγνώστες της εφημερίδος τις συνεδριάσεις του ελληνικού Κοινοβουλίου. Ακόμη και μια τέτοια, φαινομενικά ίσως τόσο βαρετή δραστηριότητα όπως το … κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ, σίγουρα ο Παλαμάς την αξιοποίησε παρατηρώντας τη ρητορική των ομιλιών των βουλευτών, ειδικά κάποιων που κατάφερναν, εν μέσω της γενικής μονοτονίας, να προσελκύσουν την προσοχή του. Έτσι, σε ένα από τα πολυάριθμα κείμενά του υπό τον τίτλο «Βουλή», με ημερομηνία σύνταξης τη 16η και δημοσίευσης την 19η Φεβρουαρίου 1883, διαβάζουμε τα εξής :

«Ο λόγος του κ. Μεσσηνέζη(26). Ο μόνος εκ των ρητόρων μας περί του οποίου, ομιλούντος, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι δεν λαμβάνομεν αφορμήν να ενθυμηθώμεν το ωρολόγιόν μας, ένεκα της συντόμου εναργείας, ήτις διακρίνει τους λόγους του»(27).
Την ευαισθητοποίηση αυτή στη ρητορική την αναφέραμε νωρίτερα ως ένα από τα οριστικά γνωρίσματα του είδους του δοκιμίου, ενώ ανήκει στην ευρύτερη επικοινωνιακή λειτουργία του παλαμικού λόγου που χαρακτηρίζει επίσης τις επιστολές του ή και πολλά του ποιήματα (όπου το γράφον “εγώ” απευθύνεται σε β’ ενικό πρόσωπο προς κάποιον αποδέκτη). Και πάντως η ευαισθητοποίηση στη ρητορική δεν θα συνιστά πλέον αιτία για μομφή εναντίον του Παλαμά, όπως εθεώρησαν ορισμένοι από τους σχολιαστές του(28), αν συνειδητοποιηθεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο ειδοποιό γνώρισμα του δοκιμιακού παλαμικού λόγου.

Το “ξεκλείδωμα” της δοκιμιογραφικής πλευράς του Παλαμά θεωρώ ότι θα απελευθέρωνε την περί Παλαμά κριτική από συγκεκριμένα αδιέξοδα. Εάν λάβουμε δε υπόψιν ότι πολλά από τα κείμενα του Παλαμά, όχι κατ’ ανάγκην ή στενά και μόνο εκείνα που είναι δυνατόν να χαρακτηρισθούν δοκίμια, τα διαπερνά ευρύτερα αυτό που διεθνώς έχει γίνει γνωστό με τον όρο “essayism(29) και που, κατά τη γνώμη μου, μόνο περιφραστικά μπορεί να αποδοθεί στη γλώσσα μας ως “δοκιμιακή διάθεση” ή “δοκιμιακή στάση” ή “δοκιμιακό ήθος” ή έστω στενά και μόνο “δοκιμιακό ύφος”, τότε θα πάψουμε να ζητούμε από τον Παλαμά ή να του προβάλλουμε ιδιότητες που εμείς θα επιθυμούσαμε ίσως να διαθέτει. Διότι, από την προβολή, ακριβώς, στον Παλαμά, ιδιοτήτων επιθυμητών μεν από τον εκάστοτε ερευνητή αλλά ατεκμηρίωτων, δημιουργήθηκαν παρανοήσεις του παλαμικού έργου, οι οποίες επί πολλά χρόνια σκοτείνιασαν και παρεμπόδισαν την ομαλή πρόσληψή του. Έτσι, ο Παλαμάς έχει μέχρι στιγμής αντιμετωπισθεί από τους κατά καιρούς σχολιαστές του:

● κυρίως ως κριτικός ή «ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας»(30) ή ακόμη και Ur-συγκριτολόγος, του οποίου όμως δεν γίνεται καμία προσπάθεια να εντοπισθεί, κατηγοριοποιηθεί, ενταχθεί ειδολογικά η κριτική παραγωγή(31). «Λείπει όμως η καλά οργανωμένη κριτική έκφραση», καταλογίζει του Παλαμά ο Πέτρος Χάρης για «τον κριτικό του λόγο»(32). «Δεν έδωσε βιβλίο συνθετικό», «δεν παρουσίασε σύστημα κριτικό», του καταμαρτυρεί ο Καμπάνης(33). Παλαιότερα θα αρκούσε, ίσως, στις μομφές αυτές, να αντιπαραθέσει κανείς την αυτο-υπεράσπιση του ίδιου του Παλαμά, που συχνά είναι, όπως ξέρουμε, ο πιο αποτελεσματικός απολογητής του έργου του:

«κι αν έτυχε καμιά φορά να παίξω δημοσίᾳ ρόλο κ ρ ι τ ι κ ο ύ, έγραψα το κριτικόν, ας το ειπούμε, άρθρο μου, απλούστατα, όπως θα έγραφα ένα τραγουδάκι, αμέθοδα και σχεδόν απροετοίμαστα, όχι γιατί το θεώρησα χρέος μου, αλλά γιατί έτσι του ήρθε του πόθου μου» (η έμφαση είναι του Παλαμά)(34).
Σήμερα, ωστόσο, που η προσέγγισή μας στα κείμενα δεν είναι πλέον συγγραφεο-κεντρική, το θέμα του υποδύεσθαι ρόλους (βλ. παραπάνω, «να παίξω δημοσίᾳ ρόλο»), η πόζα του «αμέθοδου» και «απροετοίμαστου» εξηγούνται από τα ιδρυτικά συστατικά του είδους του δοκιμίου. Επιπλέον, η οργάνωση της έκφρασης, το σύστημα και η σύνθεση (βλ. τις μομφές «Λείπει όμως η καλά οργανωμένη κριτική έκφραση», «δεν έδωσε βιβλίο συνθετικό», «δεν παρουσίασε σύστημα κριτικό» των Χάρη και Καμπάνη ανωτέρω) αποτελούν παραδοσιακές “αντιπάθειες” κάθε δοκιμιογράφου. Και πάντως, ούτε το βασικό γνώρισμα της (επικοινωνιακής) θεατρικότητας του δοκιμιογράφου θα έπρεπε να συνιστά αιτία για μομφή, όπως ανεξέταστα εθεώρησαν άλλοι παλαμικοί σχολιαστές(35), αν εγκαίρως είχε συνειδητοποιηθεί ότι εντάσσεται και αυτό στα συστατικά ταυτότητος του δοκιμιακού λόγου. Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος ίσως πρώτος (1943) διαισθάνθηκε τη διαφορά μεταξύ ενός επαγγελματία κριτικού λογοτεχνίας και του Παλαμά ως αυτο-προσωπογραφούμενου δοκιμιογράφου: «Γιατί ο Παλαμάς, στην κριτική του, […] προσπαθώντας να εξηγήση και να φωτίση τα έργα των τρίτων, εξηγεί και φωτίζει τον εαυτό του»(36). Τη διαισθητική εκείνη επισήμανση του Χουρμούζιου ο Βρασίδας Καραλής ανέπτυξε αργότερα (1986), οπισθοδρομώντας, όμως, κατά τη γνώμη μου, ταυτόχρονα, προς την άγονη τακτική της μομφής εναντίον του Παλαμά επειδή τάχα υπήρξε ατελής κριτικός(37). Θα πρέπει ίσως να ανατρέξουμε πιο παλιά, σε μια διάλεξη του Μπάμπη Νίντα στο Σύνδεσμο Ελλήνων Λογοτεχνών, στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών της Θεσσαλονίκης (13.11.1959), για να βρούμε μία πυκνή, εύστοχη και ακριβόλογη διατύπωση σχετικά:

«οι κριτικές και αισθητικές μελέτες του Παλαμά» «ερμηνεύουν την Ποίηση και τον ποιητή με στήριγμα όχι απλώς τη σπουδή, αλλά, κυρίως, την αυτοπαρατήρηση, σε τρόπο που εμφανίζουν έναν πολύτιμο συνδυασμό φιλοσοφικού πνεύματος και προσωπικής πείρας»(38).
● Ο Παλαμάς έχει επίσης κατά καιρούς αντιμετωπισθεί και ως φιλόσοφος(39) και έχει βρεθεί να υστερεί σε σχέση με τούτη την ιδιότητα(40). Και πάλι στη μομφή αυτή η απάντηση μπορεί να αντληθεί είτε, διά της αρχής “Παλαμά εκ Παλαμά σαφηνίζειν”, από του ίδιου του Παλαμά τις παραδοχές και αυτοπεριγραφές, λ.χ. «Φιλόσοφος δεν είμαι. Γι’ αυτό και δε φιλοσοφώ με τους στίχους μου» ή και «δεν έχω καμιά συστηματική γνωριμιά και διατριβή με τους φιλόσοφους»(41), είτε και, κατά τη γνώμη μου πιο γόνιμα, από την παράδοση του είδους του δοκιμίου, όπου ανέκαθεν υιοθετείται η πόζα, πάλι, ενός αντι-συστηματικού και εξω-φιλοσοφικού ανένταχτου, ελεύθερου πνεύματος.

● Δίλημμα παρατηρείται επίσης μεταξύ των παλαμικών σχολιαστών ως προς το ερώτημα εάν ο Παλαμάς ήταν ποιητής κοινωνικά ευαίσθητος μέχρι το τέλος ή σταδιακά απομακρύνθηκε «από τα άμεσα προβλήματα της περιοχής του, ή, ακόμα γενικώτερα, από την πάλλουσα κοινωνική ψυχολογία του καιρού του» προς την «αυτολατρεία» και την «εγωληψία»(42). Ιδίως σε ψυχολογικές αναλύσεις του έργου και της ζωής του Παλαμά, οι μομφές περί «ναρκισισμού» [sic], «επιδεικτισμού», «εγωκεντρισμού» εκτοξεύονται ανηλεώς(43). Και αυτό διότι και εδώ έχει παραγνωριστεί η πρωταρχική λειτουργία του δοκιμιογράφου, δηλαδή η διά του λόγου αυτοπροσωπογραφία, με αποτέλεσμα τις διάφορες γνωστές προσπάθειες ιδεολογικής ιδιοποίησης του Παλαμά από διάφορες πολιτικές παρατάξεις(44), ακόμη και μέχρι σήμερα, και την υποβάθμιση του —άνευ προηγουμένου— εύρους της κριτικής λειτουργίας, και ειδικότερα της δοκιμιακής λειτουργίας του παλαμικού λόγου.

Όταν, λοιπόν, θα έχουν απομονωθεί και καταταχθεί και τα πεζά κριτικά κείμενα του Παλαμά στα διάφορα είδη τους (φιλολογικές μελέτες, λογοτεχνική κριτική, δοκίμιο, δημοσιογραφικά κείμενα κ.ο.κ.) με την ίδια ευαισθησία που οι επιμελητές των παλαμικών εκδόσεων επιδεικνύουν στο (σχετικά ευκολότερο, επιτρέψτε μου την κρίση) έργο της φροντίδας των ποιημάτων του (υπό την έννοια ότι ένα κείμενο το οποίο παρουσιάζεται ως ποίημα σπανίως μπορεί να αμφισβητηθεί ειδολογικά και να εκληφθεί ως κάτι άλλο εκτός από ποίημα)· όταν θα συγκροτηθεί ένα corpus δοκιμίων Παλαμά· όταν καταστεί σαφές πόσο η δοκιμιακή διάθεση (essayism) διαπνέει και διαπερνά τον παλαμικό λόγο ακόμη και σε κείμενα που δεν μπορούν να θεωρηθούν δοκίμια υπό τη στενή έννοια του όρου, — τότε θα συνειδητοποιηθεί και πόσο απελευθερώνει από στερεότυπα και εύκολες ετικέτες η παραδοχή της ύπαρξης του προσώπου του δοκιμιογράφου Παλαμά, άλλωστε εντός της διακηρυγμένης από τον ίδιο «πολυπροσωπίας» του(45). Μέχρι τώρα έχει γίνει το πρώτο βήμα, έχει δηλαδή αναγνωρισθεί από τους παλαμιστές η χρησιμότητα των κριτικών, εν γένει όμως ακόμη και αδιακρίτως, κειμένων του Παλαμά ως οχημάτων για αντιπαραθέσεις(46) ή για την έκφραση αισθητικών απόψεων του Παλαμά(47) ή, ευρύτερα, για τη «συστηματική επικοινωνία» του(48) με εξελίξεις και προσωπικότητες της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και άρα, για την πανηγυρική εφαρμογή ανεγνωρισμένων έκτοτε γλωσσολογικών λειτουργιών όπως αυτής της διακειμενικότητας(49), ως εργαλείων άσκησης μιας «κριτικής μεταγλώσσας»(50). Παραπέρα, όμως, με την ανάδειξη του καινούργιου αυτού για μας προσώπου του Παλαμά ως ενσυνείδητου, ευρυμαθέστατου(51), ευαίσθητου, αυτο-προσωπογραφούμενου δοκιμιογράφου θα γίνει ένα νέο βήμα : θα φωτισθεί το ανεπανάληπτο εύρος της εποπτείας των θεμάτων του Παλαμά στα δοκιμιακά του κείμενα, η διαρκής έγνοια του για την καλλιέργεια της «σαφήνειας» και της «ακρίβειας» του γλωσσικού οργάνου και η συνεπής ιδεολογική του προσήλωση στο δημοκρατικό πρότυπο του αδέσμευτου «τεχνίτη» έξω από «δόγματα», του ακομμάτιστου «πατριδολάτρη» «εργάτη» (επίσης δικοί του αυτοχαρακτηρισμοί). Πιστεύω ότι η δοκιμιογραφία του θα αποκαλυφθεί τότε όχι μόνο ως ένας οδηγός αυτοσχολιασμού —ή, έστω, του επιθυμητού από τον ίδιο το συγγραφέα κριτικού σχολιασμού— της ποίησής του, αλλά ως αυτόνομος και ισότιμος πυλώνας του εργαστηρίου της Ποιητικής του. Με τα λόγια του ίδιου του Παλαμά, «το τύπωμα σε βιβλίο, καθώς ελπίζουμε, και των άλλων αδημοσίευτων ακόμη δοκίμιων, μάλιστα εκείνων που ωρισμένα είναι […] να μαρτυρήσουν, πως αν η ποίησή μου αξίζει κάτι, έχει αγνάντια της και η κριτική μου, δουλειά πρώτης ανάγκης, κάποιο νόημα»(52). Ή το περίφημο «Θα ήθελα στου τραγουδιού μου το σκοπό να βαστάῃ το ίσο η σκέψη της πεζογραφίας μου»(53), με τις συγκινητικές συνυποδηλώσεις του από τη βυζαντινή μουσική της παράδοσής μας.

Σε κάθε περίπτωση, όταν σχολιαστές επικρίνουν απερίσκεπτα λογοτέχνες του πνευματικού διαμετρήματος του Παλαμά, φιλοδοξώντας ίσως να υποκλέψουν μέρος της δόξας του, θα πρέπει απαραιτήτως να θυμούνται εκείνο το ποίημα του ίδιου του Παλαμά με τίτλο «Στον ποιητή που έγινε κριτικός μου», επεκτείνοντας μάλιστα ίσως την ισχύ του και σε κάθε κριτικό γενικά :

Ό,τι κι αν κάμης,
όπου να δράμης,
απ’ όποιο γένος,
δικός μου ή ξένος,
του κάκου! Εμπρός σου
πάντα θα μ’ έχης,
πίσω μου τρέχεις·
το τρέξιμό σου
να μην το βιάζης,
και λαχανιάζεις.
Να με θυμάσαι,
τέτοιος ο νόμος:
Ο πεζοδρόμος
μιας έγνοιας θάσαι,
κι εγώ μιας χάρης
ο καβαλλάρης(54).

Σημειώσεις

* Το κείμενο αυτό εκφωνήθηκε στις 24.10.2013 στην Ακαδημία Αθηνών, ως εισήγηση στο Γ’ Διεθνές Συνέδριο Παλαμά «Η Ποίηση και η Ποιητική του Κωστή Παλαμά. 70 χρόνια από το θάνατό του» (22-25.10.2013), που συνδιοργανώθηκε από το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά και το Πανεπιστήμιο Αθηνών.

1. Patricia M. Greenfield, “The Changing Psychology of Culture From 1800 Through 2000”, Psychological Science, online έκδοση 7.8.2013, βλ. http://pss.sagepub.com/content/early/2013/08/07/0956797613479387.full.

2. Κ. Παλαμά, «Πρόλογος» (7.1.1912) στα Πρώτα Κριτικά, Άπαντα, τόμ. 2, σελ. 11.

3. Βλ. π.χ. Κ. Παλαμά, Άπαντα, εκδ. Μπίρη-Γκοβόστη: «δοκιμές» τόμ. 2 σελ. 11, τόμ. 8 σελ. 27, και τόμ. 10 σελ. 465 και 467· «δοκίμια» τόμ. 2 σελ. 12 («Τα “Πρώτα Κριτικά” δοκίμια τούτα (ξ ε-δ ο κ ί μ ι α, καθώς θα τάλεγε στην ειρωνική ρουμελιώτικη γλώσσα του ο άνθρωπος του λαού […]», η έμφαση του συγγραφέα) και σελ. 15, και τόμ. 10 σελ. 162 («Ο Αλκιβιάδης του “Συμποσίου”. (Προλεγόμενα)», Πεζοί Δρόμοι, Β’: «Τα υπέρογκα, κατάφορτα από πολυγνωσία συγγράμματα σα να παραμερίζωνται και σα να υποχωρούν εμπρός στα συνοπτικά, στα περιεκτικά essais, στα δοκίμια, στα συμπυκνωμένα υποβλητικά μελετήματα», δική μου έμφαση). Πρβλ. τόμ. 7 σελ. 179 «μια μικρή δοκιμαστική μελέτη, που θα μπορούσα θαρρετά να την επιγράψω “Η Ποιητική μου”». Υπάρχουν επίσης αναφορές στο δοκιμιογραφικό έργο άλλων συγγραφέων, όπως π.χ. «δοκιμιογράφος» τόμ. 13 σελ. 283 (για τον Stefan Zweig), 297 «δοκίμια» (Χριστόπουλου και Βηλαρά), Σαρδελή, Κώστα, Ο Ασάλευτος Ταξιδιώτης. Η Μοναξιά του προφήτη, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 2000, τόμος τρίτος (σελ. 174-5): «Πρώτοι-πρώτοι γράψανε για Το Ταξίδι ο Παλαμάς […] στην Εφημερίδα […]. Τίτλος του: ΤΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΝ ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΟΥ κ. ΨΥΧΑΡΗ / «[…] ο συγγραφεύς των περί της νεοελληνικής γλώσσης “Δοκιμίων”, […]»» (για τον Ψυχάρη). Τέλος, απαντάται και ο όρος «αδοκίμαστες» («οι ομιλίες μου […] αν απομείνουν αδοκίμαστες από τη δημοσιότητα […]»), Παλαμά Άπαντα, τόμ. 13 σελ. 298 και τόμ. 1 σελ. 13 («δημοτική γλώσσα […] ακόμα σχεδόν αδοκίμαστη στον πεζό λόγο»).

4. Πρώτος ο Ε. Π. Παπανούτσος, δοκιμιογράφος άλλωστε και ο ίδιος, στη μελέτη του «Η Ποιητική του Παλαμά» (σελ. 208-228, Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1943, τόμος ΛΔ’, τεύχος 397, Αθήναι) έκανε λόγο για «δοκίμια» του Παλαμά: (σελ. 209α) «Ανάμεσα στους λίγους αληθινούς αλλά και ονομαστούς Καλλιτέχνες που μίλησαν και θεωρητικά για της Τέχνης τα προβλήματα […] η δική μας, η νεοελληνική Λογοτεχνία δύο ονόματα έχει να παρατάξει — τους δύο μεγαλύτερους ποιητές μας : το Σολωμό και τον Παλαμά […] οι Πρόλογοι του Παλαμά), αλλά και τα κριτικά του άρθρα και δοκίμια (εκείνα που έχει εκδώσει χωριστά, όπως π.χ. «Το έργο του Κρυστάλλη», όσα έχει συγκεντρώσει μέσα στα «Πρώτα Κριτικά» και στους τρεις τόμους των «Πεζών Δρόμων» και όποια είναι σκορπισμένα σ’ εφημερίδες και περιοδικά) […]» (δική μου η έμφαση).kkkΠιο πρόσφατα (1984) και ο Robin A. Fletcher έκανε λόγο για «δοκίμια» Παλαμά: Kostes Palamas. A Great Modern Greek Poet. His Life – his Work and his Struggle for Demoticism, The Kostes Palamas Institute, Athens 1984, σελ. 67: “The reader of the enlarged edition of the First Critical Works will see […] the articles contained there date to the period between the publication of Psycharis’ My Journey and the turn of the century. Numbering more than forty in all, they include the polemics, a large number of reviews and essays on contemporary prose and verse writers as well as on the major figures of the last period of the Romantic school, and appreciations of the authors of the school of the Ionian islands”. Και σελ. 211: “He was working, too, on critical essays on poetry in particular and on his own poetry in particular [sic…]”.kkkΕν συνεχεία (1986), ο Βρασίδας Καραλής επεσήμανε —αλλά ως μομφή— την απόκλιση του δοκιμιογράφου Παλαμά από την συνήθη πεπατημένη του κριτικού λογοτεχνίας: «(1960) [sic] Ιδιοτυπίες της παλαμικής κριτικής», Εκηβόλος. Τριμηνιαίο περιοδικό λογοτεχνίας, θεωρίας της λογοτεχνίας και κριτικής. Κωστής Παλαμάς. Ένα Αφιέρωμα, Αθήνα, Άνοιξη 1986, τεύχος 14, σελ. 1267-1281: [ο Παλαμάς] «δεν συμπεριφέρεται σαν κριτικός. [… σελ. 1276 : ] Με άλλα λόγια, τώρα δεν διαπραγματεύεται [sic] έννοιες· εκτείνοντας το λόγο του προς το δοκίμιο επιχειρεί να του δώσει μια νέα σύνταξη και πλοκή» [δικές μου υπογραμμίσεις]. Και ό.π., [από το 1914 και εξής, χρονολογία των διαλέξεων του Παλαμά για το Βαλαωρίτη] «Τα τελευταία άρθρα του Παλαμά δεν είναι απλά τεχνοκριτικά σημειώματα, αλλά δοκίμια πάνω στη λογοτεχνία και στον άνθρωπο» [δική μου υπογράμμιση].kkkΒλ. επίσης Κατσίκη-Γκίβαλου, Άντα, «Ξαναδιαβάζοντας τον Κωστή Παλαμά», Κωστής Παλαμάς. Μελετήματα, Φιλολογική επιμέλεια Θεοδόσης Πυλαρινός, Βιβλιοθήκη Τράπεζας Αττικής, Αθήνα 2004, σελ. 1-13, όπου παρατηρούνται τα εξής (σελ. 9): «Η γλώσσα της κριτικής του, δημοτική, με έναν τόνο υπερβολής, αντίστοιχης με τον ενθουσιασμό του δημοτικισμού της εποχής, καταξιώθηκε στο χώρο του δοκιμίου και του επιστημονικού λόγου» [δική μου έμφαση].kkkΣε παλαμικές μελέτες του Καθηγητή Μαστροδημήτρη απαντάται επίσης, αν και περιστασιακά, ο χαρακτηρισμός «δοκίμιο». Βλ. π.χ. Π. Δ. Μαστροδημήτρη, Παλαμικά. Μελετήματα και Άρθρα (1973-2003), Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 2003, όπου η μελέτη «Ο Κωστής Παλαμάς στις Δοκιμές του Γιώργου Σεφέρη. (Μια πρώτη προσέγγιση)», σελ. 183-201, σελ. 189: «στο συνολικό έργο, αντίστοιχα, του Παλαμά και του Σεφέρη (ποιητικό και θεωρητικό-δοκιμιογραφικό) […]». Και ό.π., στη μελέτη «Εξελικτικές περίοδοι της ποίησης του Κωστή Παλαμά», σελ. 213-230, σελ. 213: «παράλληλα ασχολήθηκε με την ποίηση και με την κριτική, το δοκίμιο, το διήγημα, το θέατρο, το χρονογράφημα και την επιστολογραφία».

5. Θεωρώ λ.χ. αντιπροσωπευτική την περίπτωση του Αφιερώματος του 1976 της Νέας Εστίας, «Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά. [33η επέτειος του θανάτου του] με ανέκδοτα και άγνωστα ποιήματά του», έτος Ν’, τόμος 99ος, τεύχος 1168, Αθήνα, 1 Μαρτίου 1976, όπου δεν υπάρχει καμία μελέτη όχι ειδικά για τη δοκιμιογραφία του Παλαμά, αλλά ούτε καν ευρύτερα για την κριτική πεζογραφία του. Η κατάσταση αυτή παρατείνεται από το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Παλαμά τριαντατρία χρόνια νωρίτερα, τα Χριστούγεννα του 1943 (τόμος ΛΔ’, τεύχος 397, Αθήναι), όπου, ας πούμε, η μνημειώδης μελέτη του «Νίκου Α. Βέη (Bees)», «Παλαμικά», σελ. 27-112, έχει σαφώς βιογραφικό (βλ. τουλάχιστον έως τη σελ. 45), θεματικό (π.χ. σελ. 40: «Το σπίτι κ’ η Μαρία Παλαμά στην παλαμική ποίηση είναι συχνά θέματα») και ποιητο-κεντρικό (από τη σελ. 45 και εξής) προσανατολισμό. Άλλωστε, ακόμη και το 1943 είναι ίσως νωρίς ακόμη για ειδολογικές διακρίσεις: έτσι, γίνεται λόγος απλώς για τα «πεζογραφήματα του Κωστή Παλαμά “Άναψε φως” και “Η κριτική και η γλώσσα”» (σελ. 83β), για τη «μελέτη» του Παλαμά «Το έργο του Κριτικού» (σελ. 96α), για «άρθρο» του «Ο ποιητής Σολωμός επί τη εκατονταετηρίδι από της γεννήσεώς του» (σελ. 96β).

6. Βλ. σημ. 3 εδώ ανωτέρω.

7. Κ. Παλαμά, Άπαντα, τόμ. 2 σελ. 14-15.

8. Κ. Παλαμά, «Πώς θυμούμαι τους Ιάμβους και Αναπαίστους», πρόλογος του συγγραφέα (1925) στη συλλογή του, Άπαντα, τόμ. 1, σελ. 335: «ποτέ δεν τόλμησα να πιστέψω πως μια προσωπική εντύπωση, ας είναι και από ένα ποιητή, για έργα μουσικής, θάξιζε να ειπωθή, και πολύ περισσότερο να ριχτή στο χαρτί». Πρβλ. και πολύ νωρίτερα, όταν ακόμη ο Παλαμάς εκφραζόταν στην καθαρεύουσα, «Κάλβος ο Ζακύνθιος» (1888), ό.π., τόμ. 2, σελ. 46: «Εγώ δε ομολογώ εν ειλικρινείᾳ — αν και εκφέρω την ομολογίαν μου ως απόρροιαν προσωπικών όλως διαθέσεων, άνευ απολύτου πεποιθήσεως εις το αλάθητον αυτών». Πρβλ. και σημ. 34 για το αντίστοιχο παράθεμα, εδώ πιο κάτω.

9. Κ. Παλαμά, «Πρόλογος» στα Πρώτα Κριτικά, τόμ. 2, σελ. 11: «Τα πεζογραφήματα που δημοσιεύονται στον τόμο τούτο, όσο κι αν το καθένα φαίνεται χωριστό και ανεξάρτητο από τάλλα, κρύβουνε κάποια ενότητα και δείχνουνε κάποιο χαρακτήρα. Γι’ αυτό, κι αφού πρωτοδημοσιευτήκανε, σκόρπια, εδώ κι εκεί, σε περιοδικά και σ’ εφημερίδες, γεννημέν’ από διάφορες αφορμές, είτε από την έκδοση ενός έργου, είτε από το θάνατο ενός προσώπου, ή, αφού ακουστήκανε από βήματα συλλόγων, μπροστά σε κόσμο μιλημένα, —τον καιρό που τα ωραία γράμματα, ταπεινότερα, πιο καλά τα πηγαίνανε με το γύρω τους κόσμο,— ταιριάζει να ξαναχαρούνε, ύστερ’ από χρόνια, τελειωτικά και τη ζωή του βιβλίου. Τα ενώνει τα πεζογραφήματ’ αυτά το κοινό θέμα της τέχνης του Λόγου, [… και σελ. 12: ] Τα “Πρώτα Κριτικά” δοκίμια τούτα […]».

10. Κ. Παλαμά, «Κάλβος ο Ζακύνθιος» (1888), ό.π., τόμ. 2, σελ. 58: «Η θρησκεία του αγνώστου θεού θα διαφωτίσῃ μίαν ημέραν και την φιλολογικήν συνείδησιν της πατρίδος ημών». Η αυτο-απεικόνισή του ως “outsider” εξυπηρετεί τον δοκιμιογράφο ιδίως στην προβολή της δημοτικής έναντι της καθαρεύουσας — βλ. λ.χ. «Γεράσιμος Μαρκοράς» (1890), ό.π., τόμ. 2, σελ. 63: «παρά την σχολαστικήν επίδρασιν της ψευτοεκπαιδεύσεως, […]». Πρβλ. «Η Ποιητική μου» (1933), ό.π., τόμ. 10, σελ. 420: «οι συχνά λεγόμενοι μ ο ρ φ ω μ έ ν ο ι, της Τέχνης οι πληγές, του Λόγου τα άλογα […]».

11. Κ. Παλαμά, «Δι’ ένα σοφόν επιφυλλιδογράφον» (1892), Άπαντα, τόμ. 2, σελ. 337: «του Δασκαλισμού, του αποκτηνούντος τον νουν και αποξηραίνοντος την καρδίαν» versus «Πάντα στην κάποια μου —όσο κι αν είμαι αυτοδίδακτος— μόρφωση, […]», «Η Ποιητική μου», Άπαντα, τόμ. 10, σελ. 520.

12. Κ. Παλαμά, Πρόλογος (8.2.1919) στα Παράκαιρα, τώρα στα Άπαντα, τόμ. 7 σελ. 179: «μια μικρή δοκιμαστική μελέτη, που θα μπορούσα θαρρετά να την επιγράψω “Η Ποιητική μου”», παράθεμα που χρησιμοποιήσαμε και στη σημ. 3 ανωτέρω.

13. Κ. Παλαμά, «Ποιητική και Πολιτική, Α’-Γ’» (14.4, 2.5 και 5.5.1924, αντίστοιχα), ‘Απαντα, τόμ. 12, σελ. 132: «είμαι, καθώς φαίνεται, αστός του πεζότερου είδους». Στο νου έρχεται μια παρόμοια αυτο-μαστιγωτική έκφραση του Γιώργου Σεφέρη: «[είμαι] το κατακάθι της μπουρζουαζίας», Μέρες Β’ (1931-1934), σελ. 116 (1933).

14. Βλ. Ν. Κ. Πετρόπουλου, “The Poet as Essayist: the Case of George Seferis’ Δοκιμές” (dissert.), Oxford 1996, και ελληνική έκδοση: Ο ποιητής ως δοκιμιογράφος: οι Δοκιμές του Γιώργου Σεφέρη μέσα στην παράδοση της ευρωπαϊκής δοκιμιογραφίας, μτφρ. από την αγγλική: Κώστας Ν. Πετρόπουλος, Αθήνα 2000. Επίσης, τις μελέτες Του ιδίου, « Το δοκίμιο ως λογοτεχνικό είδος: Α. Το πρόβλημα του ορισμού. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα και ανάπτυξη στη δυτική Ευρώπη», Νέα Εστία, αρ. τεύχ. 1701 (15.5.1998), τόμ. 143, σελ. 680-695, Αθήνα, “Το δοκίμιο ως λογοτεχνικό είδος: Β. Η περίοδος προετοιμασίας της νεοελληνικής δοκιμιογραφίας (συμβατικό όριο: συγγραφείς γεννημένοι πριν από το 1900)”, Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. ΛΒ΄ (1998-2000), Aθήνα 2000, σελ. 297-329, και “Το δοκίμιο ως λογοτεχνικό είδος: Γ. Η περίοδος ανθήσεως της νεοελληνικής δοκιμιογραφίας ― Λογοτεχνική γενεά του 1930 και επίγονοι: προσδοκίες και (;) πραγματοποίηση”, Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, τόμ. ΛΓ΄ (2000-2002), σελ. 363-405, Aθήνα 2002.

15. Ν. Κ. Πετρόπουλου, Ο ποιητής ως δοκιμιογράφος κτλ., ό.π., σελ. 25.

16. Π.χ. ο «Πρόλογός» του (7.1.1912) στα «Πρώτα Κριτικά», τώρα στα Άπαντα, τόμ. 2 σελ. 11-15, όπως και ορισμένα ακόμη από τα κριτικά κείμενα του ίδιου τόμου («Κάλβος ο Ζακύνθιος» [1888], «Γεράσιμος Μαρκοράς» [1890], «Η σαφήνεια και η ασάφεια» [1895]).

17. Κατ’ αρχήν, ο «Πρόλογος» (1903) του Παλαμά στα Γράμματα Α’ (1904), σελ. 11-26, τώρα στα Άπαντα τόμ. 6, όπως και το επιστολικό δοκίμιο «Η φιλολογία μας» (1902), συνταγμένο ως απάντηση στην εφημ. Ακρόπολις. Στην πρώτη, αυτοτελή έκδοση των Γραμμάτων, επισημαίνει κανείς επίσης δοκιμιακά κείμενα όπως «Το θαμποχάραμα μιας ψυχής (εδώ και είκοσι χρόνια)» (1900) σελ. 3-29 , «Η Ηθική του Θεάτρου» (1902) σελ. 55-80, Γράμματα, Α’, Τυπογραφείο «Εστία» Κ. Μάισνερ και Ν. Καργαδούρη, Αθήνα 1904, και «Σαν Επίλογος. Μαρμάρων Παράπονα» (1901) σελ. 224-230, Γράμματα, Β’, ό.π., Αθήνα 1907.

18. Ιδίως τα « Προλεγόμενα» των Πεζών Δρόμων (1928). Για τα κείμενα των Πεζών Δρόμων ο ίδιος ο Παλαμάς έχει παραδεχθεί την αυτο-απεικονιστική τους λειτουργία: «Κάποτε, βέβαια, ξεμυτίζει ανάμεσα κι απ’ αυτά το φτωχό μου ε γ ώ, μα δειλό πάντα, μισό, κουρελιασμένο» (παράθεμα από ιδιωτική επιστολή του Παλαμά με ημερομηνία 1.8.1916, με δική του την έμφαση, στο Αιμ. Χουρμούζιου, «Ο Κριτικός», Γράμματα. Μηνιαίο Λογοτεχνικό περιοδικό. Διευθυντής: Κλέαρχος Στ. Μιμίκος, «Τεύχος Επιμνημόσυνο του Κωστή Παλαμά», Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου Α.Ε., Αθήνα 1943, σελ. 135α σημ. 1). Για το στοχαστικό χαρακτήρα που σημαδεύει κείμενα των Πεζών Δρόμων βλ. και Γιάννη Χατζίνη, Τρεις Σταθμοί. Ψυχάρης Παπαδιαμάντης Παλαμάς, εκδότης Γ. Λουκάτος, Αθήνα 1943, σελ. 143.

19. Κείμενα δημοσιευμένα μεταξύ των ετών 1913 και 1940, τώρα στα Άπαντα, τόμ. 4, σελ. 293-452. Η εξομολογητική και αυτοβιογραφική λειτουργία πολλών από αυτά τα κείμενα έχει επισημανθεί ήδη από το 1943 από τον Γιάννη Χατζίνη, ό.π., σελ. 118, 120.

20. Π.χ. τα «Προλογικά Σημειώματα» (4.8.1929) σελ. 7-29.

21. Π.χ. κείμενα όπως «Η Κυριακή μας» (21.2.1883) σελ. 237-241, «Αι Ιπποδρομίαι» (29.3.1883) σελ. 305-310, «Αίγινα» (11.8.1883) σελ. 396-406, «Ο Διδάσκαλος» (16.9.1883) σελ. 417-422, «Η Πολιτική Παντού» (2.11.1883) σελ. 430-434, Άρθρα και Χρονογραφήματα, Τόμος πρώτος (1882-1883), φιλολογική επιμέλεια Δ. Π. Συναδινού και Κ. Γ. Κασίνη, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 1990.

22. Ισχυρές υποψηφιότητες για το χαρακτηρισμό τους ως δοκιμίων προβάλλουν κείμενα από τα Άπαντα του Παλαμά, όπως ο Πρόλογός του σΤα Μάτια της Ψυχής μου (Απρίλιος 1892) τόμ. 1 σελ. 207-213, ο Πρόλογός του «Πώς θυμούμαι τους Ιάμβους και Αναπαίστους» (1925) για την ομώνυμη συλλογή, ό.π. σελ. 325-335, ο Πρόλογός του με τίτλο «Ο χαμός ενός παιδιού» (1929) στο ποίημα Ο Τάφος, ό.π. σελ. 375-380, ο «Πρόλογός» του (21.11.1906) στο Δωδεκάλογο του Γύφτου, τόμ. 3 σελ. 289-301, ο Πρόλογος (8.2.1919) σ«Τα Παράκαιρα», τόμ. 7 σελ. 177-182, ο Πρόλογος (29.7.1931) σ«Τα Δεκατετράστιχα», ό.π. σελ. 303-316, ο Πρόλογος (6.8.1925) στους «Πεντασύλλαβους», ό.π. σελ. 437-447. Από τον 8ο τόμο, κείμενα όπως τα «Ποιητική Τέχνη και Γλώσσα» (1908) σελ. 9-25, «Μελλοντισμός» (1911) σελ. 94-96, «Αντιρρωμαντικό στάσιμο του ποιητικού χορού» (Οκτώβριος 1934) σελ. 503-518· από τον 9ο τόμο των παλαμικών Απάντων, κείμενα όπως το «Αφιέρωμα» (Απρίλιος 1928) σελ. 9-10 και από τον 10ο τόμο ο Πρόλογος (Ιούλιος 1932) και πολλά από τα κείμενα της περιόδου 1906-1927 που ο Παλαμάς ενέταξε στη συλλογή υπό τον τίτλο «Η Ποιητική μου» (1933) σελ. 403-573, φέρουν έντονα γνωρίσματα δοκιμιακής γραφής. Τέλος, από τον 12ο τόμο, κείμενα όπως το «Ακούοντας Μπετόβεν» (1924) σελ. 282-286, «Μουσική και Λογική στην Ποίηση» (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1925) σελ. 464-479, θα μπορούσαν επίσης άνετα να συνανήκουν στο δοκιμιακό corpus του Παλαμά.

23. Κωστή Παλαμά Αλληλογραφία. Τόμος Πρώτος (1875-1915), Εισαγωγή – Φιλολογική επιμέλεια – Σημειώσεις Κ. Γ. Κασίνη, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 1975, σελ. 178-182 και Αλληλογραφία. Τόμος Δεύτερος (1916-1928), σελ. 259-267.

24. Όπως λ.χ. η επιστολή υπ’ αριθ. 89 «στην εφ. Εφημερίς των Ειδήσεων (Κερκύρας), «Σολωμός και Βαλαωρίτης» », εφ. Ακρόπολις 9 και 11.3.1908, Κωστή Παλαμά Αλληλογραφία. Τόμος Πρώτος, ό.π., σελ. 142-148, η οποία σαφώς εκφεύγει προς το είδος της φιλολογικής μελέτης.

25. Μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η επιστολή υπ’ αριθ. 129 «Στον Emilio Marinetti Μελλοντισμός», ό.π., σελ. 203-205, πρβλ. και σημ. 22 εδώ πιο πάνω.

26. Ενν. τον Ιωάννη Μεσσηνέζη (1821 - 18 Φεβρουαρίου 1896), βουλευτή Αιγιαλείας και πρόεδρο της Βουλής, βλ. http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B7%CE%BD%CE%AD%CE%B6%CE%B7%CF%82.

27. Κωστή Παλαμά, Άρθρα και Χρονογραφήματα. Τόμος Πρώτος (1882-1883), Φιλολογική επιμέλεια Δ. Π. Συναδινού και Κ. Γ. Κασίνη, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, Αθήνα 1990, σελ. 224.

28. Βλ. π.χ. Δημητρίου Σ. Βεζανή, Ο Παλαμάς Φιλόσοφος, έκδοσις Α. Ράλλη, Αθήναι 1930, «Πρόλογος» σελ. α’, όπου γίνεται παραπομπή και στον Αποστολάκη (Κριτική και Ποίησις, 1919, σελ. 298-359) προς επίρρωση της κατηγορίας περί «ρητορικής». Αντίθετα, ο Αντρέας Καραντώνης, Εισαγωγή στο Παλαμικό Έργο, Τυπογραφείο «Εστία», Αθήνα 1929, σελ. 35-36, υπερασπίζεται αποτελεσματικά τον Παλαμά έναντι αυτής ακριβώς της μομφής περί «ρητορισμού»: «ο ρητορισμός από έννοια συγκεκριμμένη, κατάντησε το ρόπαλο των κριτικών μπράβων. Όμως, το ρόπαλο αυτό, με τον τρόπο που το μεταχειρίζουνται στρέφεται, όχι κατά του Παλαμά, αλλά κατά του κεφαλιού τους. Η ρητορική, ένας τρόπος κι αυτός έκφρασης, αν δεν είναι πάντα μια ομορφιά είναι όμως μια δύναμη, κι ένας ποιητής [εδώ εγώ θα παρέφραζα: ένας δοκιμιογράφος, διότι η ίδια αυτή παρατήρηση ισχύει πολύ περισσότερο για το δοκίμιο] άξιος να την υποτάξει, θα δόσει την ομορφιά του στη δύναμή της». Εξ άλλου, έχουν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται και οι πρώτες σχετικές μελέτες, βλ. π.χ. Θανάση Νάκα, «Ο ρητορικός Παλαμάς», Κωστής Παλαμάς. Πρακτικά Ημερίδας. Ακαδημία Αθηνών, Κέντρο Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 16 Δεκεμβρίου 2009, Αθήνα 2011, σελ. 73-88, παραδόξως, όμως, ακόμη, μόνο για το ποιητικό έργο του Παλαμά και χωρίς καμία σύνδεση με τη δοκιμιογραφία του (παραδόξως, επιπλέον, και διότι ο συγκεκριμένος ερευνητής ανήκει στους προδρόμους της συστηματικής μελέτης του δοκιμίου στην Ελλάδα).

29. Βλ. π.χ. Thomas Harrison, Essayism. Conrad Musil & Pirandello, The Johns Hopkins University Press, Baltimore & London ©1992.

30. Έτσι, αυτούσια η έκφραση, ως τίτλος μελέτης της Βενετίας Αποστολίδου (1992), στην οποία παραπέμπει και ο Παν. Μουλλάς επηρεαζόμενος στη δική του ολιγοσέλιδη σπουδή «Ο Παλαμάς, η κριτική και ο χρόνος», Κωστής Παλαμάς. Ειδική έκδοση [περιοδικού] αντί, περίοδος Β’, τεύχος 793-794, [Αθήνα,] Παρασκευή 25 Ιουλίου έως 4 Σεπτεμβρίου 2003.

31. Βλ. λ.χ. Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η συγκριτική συνείδηση του κριτικού Παλαμά», Νέα Εστία, «Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά», έτος 78ο, τόμος 156ος, τεύχος 1771, Αθήνα, Οκτώβριος 2004, σελ. 435-448.

32. Πέτρου Χάρη, «Η πεζογραφία του Παλαμά», Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1943, τόμος ΛΔ’, τεύχος 397, Αθήναι, σελ. 370.

33. Τέλλου Άγρα, «Ο Παλαμάς κριτικός», ό.π., σελ. 358β.

34. Κ. Παλαμά, Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 417 (1902).

35. Βλ. π.χ. Πάνου Καραβία, Ο Παλαμάς Αντι-ποιητικός. Δοκίμιο, Δίφρος, Αθήνα 1960, σελ. 18: «ο Παλαμάς πολύ εθεάτρισε, γι’ αυτό και αντηχεί ανούσια, επιπόλαιη και ψεύτικη η φωνή του» και σελ. 86: «έπαιζε ρόλους» (έμφαση του συγγραφέα).

36. Αιμ. Χουρμούζιος, «Ο Κριτικός», Γράμματα. Μηνιαίο Λογοτεχνικό περιοδικό. Διευθυντής: Κλέαρχος Στ. Μιμίκος, «Τεύχος Επιμνημόσυνο του Κωστή Παλαμά», Αρχαίος Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου Α.Ε., Αθήνα 1943, σελ. 148α.

37. Βρασίδα Καραλή (1960) [sic - ?? !! ], «Ιδιοτυπίες της παλαμικής κριτικής», Εκηβόλος. Τριμηνιαίο περιοδικό λογοτεχνίας, θεωρίας της λογοτεχνίας και κριτικής. Κωστής Παλαμάς. Ένα Αφιέρωμα, Αθήνα, Άνοιξη 1986, τεύχος 14, σελ. 1274: «Όσο ο Παλαμάς χρησιμοποιούσε την γλώσσα των Πρώτων Κριτικών το κριτικό του ιδίωμα παρουσίαζε μεγάλη ακρίβεια στην περιγραφή των καλλιτεχνημάτων». [… σελ. 1275:] «Με τα [sic, μήπως μετά τα ; ] Πρώτα Κριτικά […] Εγκαταλείφθηκαν οι περιοριστικοί κανόνες της κλασικίζουσας πανεπιστημιακής κριτικής, όπως επίσης και οι ιδεαλιστικές αισθητικές των Επτανησίων. Αντικαταστάθηκαν με μια βασικά «εμπειρική» προσέγγιση […, όμως ο εμπειρισμός είναι από τα ιδρυτικά γνωρίσματα του είδους του δοκιμίου]». [Από το 1901, όμως, και μετά, από τον πρόλογό του για το έργο του Σολωμού στην έκδοση Μαρασλή,] «ο Παλαμάς είναι «γητεμένος» από τη γλώσσα. Μοιάζει να έχει μαγευτεί από τη δεξιοτεχνία του στη γλώσσα και σαν ένας νεοφώτιστος ρήτορας αναλώνει όλη του τη δύναμη στην προσπάθειά του να γράψει όμορφα. Κατορθώνει να μας δώσει αρκετές λαμπρές σελίδες (τα άρθρα του 6ου τόμου των Απάντων του είναι υποδείγματα θαυμαστού πεζού λόγου), όμως δεν κατορθώνει να φωτίσει το έργο, να εκθέσει το πρόβλημα, να δώσει τις απαντήσεις. Μετατρέποντας τη γλώσσα τους σε αυτοσκοπό στερεί το κριτικό του ιδίωμα από ένα χώρο ευρύτερων αναφορών και υποδηλώσεων» [για τις οποίες, όμως, ο Παλαμάς μπορεί απλά να μην ενδιαφερόταν !! ]. «Επειδή φθάνει στην εκφραστική επιτήδευση, παραποιεί το πρόβλημα που τον απασχολεί και παροδηγεί τον αναγνώστη, παρασύροντάς τον στο ρυθμό μιας καλοειπωμένης αοριστίας» [δική μου έμφαση].

38. Μπάμπη Νίντα, Παλαμάς. Ο ποιητής της μελέτης. Μελέτη, Εκδόσεις: Αφοί Νικολόπουλοι, Θεσσαλονίκη 1959, σελ. 6.

39. Βλ. και πάλι τον τίτλο της προαναφερθείσης μελέτης του Βεζανή, σημ. 22 εδώ ανωτέρω, και τίτλο του τμήματος «Φιλοσοφία εις τα έργα του Παλαμά» (αυτόθι, σελ. 33 και 35 κ.εξ.), όπου βέβαια ο συγγραφέας αναζητεί σχεδόν αποκλειστικά στην ΠΟΙΗΣΗ του Παλαμά έκφραση φιλοσοφικών ιδεών.

40. Βλ. π.χ. Κ. Χατζόπουλου, « Απόκριση», Νουμάς, αρ. 380 (21.2.1910): «[…] ξεπέφτει εύκολα σ’ εύκολη φιλοσοφία». Κάτι σαν να διαισθάνθηκε από το λάθος μιας τέτοιας προσέγγισης ο Αιμ. Χουρμούζιος, «Ο Κριτικός», ό.π., σελ. 76α : « “Φιλοσοφία εστίν αμφιβολία” λέει ο Μονταίνιος στα Δοκίμιά του. Μα εδώ η αμφιβολία του Παλαμά δεν είναι μορφής φιλοσοφικής. Είναι μορφής συναισθηματικής», αλλά γρήγορα τον συνεπαίρνει και πάλι κάτι σαν ψυχαναγκασμός για σύγκριση μεταξύ Φιλοσοφίας και παλαμικής κριτικής (ό.π., σελ. 80α κ.εξ.): «δεν έχει αποκρυσταλλωμένη αισθητική αγωγή ή σταθεροποιημένες ατομικές φιλοσοφικές αντιλήψεις» ή (σελ. 98β-99).

41. Κ. Παλαμά, Άπαντα, τόμ. 12, σελ. 169 (1924) και Πρόλογος του Παλαμά στον Τάφο, υπό τον τίτλο « Ο χαμός ενός παιδιού» (1929), Άπαντα, τόμ. 1, σελ. 375, αντίστοιχα.

42. Αιμ. Χουρμούζιου «Ο Κριτικός», ό.π., σελ. 83β, 90α, 86α, 84α, αντίστοιχα. Ο Χουρμούζιος ίσως καταγίνεται και παθιάζεται υπερβολικά, κατά τη γνώμη μου, να αποδείξει την επισήμανσή του αυτή επί πολλές σελίδες εν συνεχεία.

43. Βλ. Αγγέλου Δόξα, Παλαμάς. Ψυχολογική Ανάλυση του Έργου και της Ζωής του. Με δεκαπέντε εικόνες και αυτόγραφα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ιωάν. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., Αθήνα 1959, σελ. 76. Η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει, αλλά μόνο στο τέλος αυτής του της μελέτης (σελ. 439), πόσο άσκοποι και άνευ νοήματος είναι τέτοιοι υπεραπλουστευτικοί χαρακτηρισμοί: «τον είπαν απόκοσμο, φιλόσοφο, ασκητή, θρησκόληπτο, προγονόπληκτο, εθνικιστή, σχολαστικό, μετριόφρονα, ενάρετο, ακατάδεχτο, σκοτεινό, ακατανόητο, απρόσιτο, γαλήνιο, μακάριο. Όλα ρηχές και παρεξηγημένες ετικέτες άσχετες με την αλήθεια».

44. Βλ. λ.χ. Νίκου Ζαχαριάδη, Ο αληθινός Παλαμάς, Τα Νέα Βιβλία, Αθήνα 1945, αλλά και Σπύρου Μελά, Κωστής Παλαμάς, Παρθενών, Αθήναι 1943. Για τη σχέση Βάρναλη-Παλαμά, που ήταν πιο μοιρασμένη, βλ. το κατατοπιστικό άρθρο της Χριστίνας Ντούνια, «Κώστας Βάρναλης - Κωστής Παλαμάς: οι σταθμοί μιας μακρόχρονης σχέσης», Η κυριακάτικη ΑΥΓΗ 23.11.2003.

45. Βλ. π.χ. τον «Πρόλογο» του Παλαμά (21.11.1906) στο Δωδεκάλογο του Γύφτου, Άπαντα, τόμ. 3, σελ. 291: «η ψυχή μου είναι πολυπρόσωπη». Ο όρος «πολυπροσωπία» στον Χουρμούζιο, «Ο Κριτικός», ό.π., σελ. 74α, όσο κι αν ο κριτικός επιμένει να χρησιμοποιεί τον όρο «ποιητής» ακόμη κι όταν κάνει λόγο για άλλα είδη του παλαμικού λόγου: «αυτή η πολυπροσωπία του Ποιητή […]».

46. Όπως με τον Αργύρη Εφταλιώτη περί «εθνικού χρωματισμού», δηλ. ελληνικότητος στην τέχνη, βλ. Ελένης Πολίτου-Μαρμαρινού, «Η συγκριτική συνείδηση του κριτικού Παλαμά», Νέα Εστία, «Αφιέρωμα στον Κωστή Παλαμά», έτος 78ο, τόμος 156ος, τεύχος 1771, Αθήνα, Οκτώβριος 2004, σελ. 436-439.

47. Όπως των «περί πρωτοτυπίας» σελ. 440-442 και «του φαινομένου της επίδρασης», ό.π., σελ. 442-446.

48. Ό.π., σελ. 446.

49. Ό.π.

50. Βαγγέλη Αθανασόπουλου, «Η κεντρομόλος διφυΐα», ό.π., σελ. 427.

51. Βλ. π.χ. R. J. H. Jenkins, Palamás [sic]. An Inaugural Lecture delivered at King’s College, London, on 3th January, 1947 by ---, Koraïs Professor of Modern and Byzantine Greek Language Literature and History [sic] σελ. 4: “His polymathy was such as has not often been encountered since the eighteenth century”.

52. Κ. Παλαμά, «Πρόλογος» (7.1.1912) στα Πρώτα Κριτικά, Άπαντα, τόμ. 2, σελ. 15.

53. Κ. Παλαμά, «Πρόλογος» (1903) στα Γράμματα. Α’ (1904), Άπαντα, τόμ. 6, σελ. 23.

54. «Οι Πεντασύλλαβοι» (1925), Άπαντα, τόμ. 7, σελ. 461. Παρατίθεται και από τον Αντρέα Καραντώνη, όπου και στην υποσημ. 28, σελ. 24-25.

Προηγούμενη Σελίδα