image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα

Γεώργιος Παπαδόπουλος

Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)

Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.

Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.



ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η'

ΑΠΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΕΦΕΥΡΕΤΩΝ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΡΑΦΙΚΗΣ ΜΕΘΟΔΟΥ

ΜΕΧΡΙ ΤΩΝ ΚΑΘ'ΗΜΑΣ ΧΡΟΝΩΝ (1814-1900)



Αι μετά την άλωσιν Εκκλησιαστικαί Μουσικαί Σχολαί.

Η μουσική κατά τους βυζαντινούς χρόνονς απετέλει το τρίτον μέρος των εν τoις σχολείοις διδασκομένων μαθηματικών, ως αποδεικνύεται εκ των συγγραμμάτων Μιχαήλ του Ψελλού, Μανουήλ του Βρυεννίου και άλλων, ουδέποτε της Αριθμητικής και Γεωμετρίας αποχωρισθείσα εν τη διδασκαλία. Και ιδιαίτεραι δε μουσικαί σχολαί υπήρχον, εν αις oι καλλίφωνοι παίδες εδιδάσκοντο την μουσικήν. Και αυτός ο ΙΙορθητής Μωάμεθ ο Β΄ δαψιλώς επροστάτευσε την ημετέραν μουσικήν· αλλ’αύτη, παρομαρτούσα ταις φάσεσι και περιπετείαις του βίον των λαών και των εθνών, συνεταπεινώθη αναλόγως της καταστάσεως του έθνους μετά την άλωσιν συν τη γλώσση. Και αληθές ότι η Μεγάλη Εκκλησία κατά τους κάτω χρόνους μεγίστας προσπαθείας κατέβαλεν εν τοις σχολείοις διά την γλώσσαν και την θρησκείαν, διά δε την μουσικήν, ήτις προφανώς υπηρετεί αμφοτέρας εις την εμμελή έκφρασιν των αισθημάτων, ελαχίστην πρόνοιαν έλαβεν. Oι παρ’ημίν μουσικοί εμορφούντο πιθανώς εν τοις μουσικοίς χοροίς των πατριαρχείων Κων/πόλεως και παρά τοις διαπρεπεστέροις ιεροψάλταις των ενοριών της βασιλευούσης, διότι ουδαμού ύπαρξις Μουσικής Σχολής μνημονεύεται. Και η ελληνική κυβέρνησις δεν εμερίμνησε δεόντως περί της ημετέρας μουσικής, καθότι δύο μόνον μουσικαί σχολαί ιδρύθησαν, ων η μεν Α΄ εν Αιγίνη δι’ επισήμων Διαταγμάτων του κυβερνήτου Ιωάννου Καποδιστρίου υπό την διδασκαλίαν του Γεωργίου Λεσβίου, η δε Β΄ εν Αθήναις τη 26 Ιανουαρίου 1837 διά βασιλικού Διατάγματος του βασιλέως Όθωνος υπό την καθηγεσίαν του Ζαφειρίου Ζαφειροπούλου. Αμφότεραι επί τινα μόνον έτη ελειτούργησαν.

Α΄πατριαρχική Μουσική Σχολή. Το πρώτον Σχολή Εκκλησιαστικής Μουσικής (Μουσικόν φροντιστήριον) προνοία πατριαρχική, συνέστη εν Φαναρίω εντός της πατριαρχικής αυλής, επί ΙΙαϊσίου Β' του από Νικομηδείας, τω 1727. Τρεις τάξεις ηρίθμει η σχολή, εξ ων εις την προκαταρκτικήν εδιδάσκετο το Αναστασιματάριον, εις την Β΄το μέγα Στιχηράριον και εις την Γ΄ η Παπαδική. Συνήρχοντο δε oι μαθηταί ένδον της πατριαρχικής αυλής δις της ημέρας, έωθεν και το δειλινόν. Εν τη σχολή διδάσκων ο τότε δομέστικος της Μ. Εκκλησίας Ιωάννης ο Τραπεζούντιος, ο κατόπιν Λαμπαδάριος και Πρωτοψάλτης αναδειχθείς, ελάμβανε διακόσια γρόσια κατ’ έτος, εξ ων τα εκατόν από του εμβατοικίου της ενορίας Πύργου, τα δε λοιπά από του παγκαρίoυ του πατριαρχικού ναού.

Β΄πατριαρχική Μουσική Σχολή. Η δευτέρα σχολή εν Κων/πόλει ιδρύθη μετά πεντηκονταετίαν, τω 1776, πατριαρχούντος Σωφρονίου Β΄ του από Ιεροσολύμων. Εν αυτή εδίδαξαν ο Πρωτοψάλτης Δανιήλ (επί μισθώ ετησίω γροσίων 400), ο Λαμπαδάριος Πέτρος ο Πελοποννήσιος και ο δομέστικος του δεξιού χορού Ιάκωβος ο Πελοποννήσιος.

Γ΄πατριαρχική Μουσική Σχολή. Τρίτη σχολή ιδρύθη τω 1791 επί Νεoφύτoυ Ζ΄ του από Μαρωνείας. Εδίδαξαν δ’εν αυτή Ιάκωβος ο Πρωτοψάλτης, Πέτρος Λαμπαδάριος ο Βυζάντιος, συνυπουργούντων εις το έργον της διδασκαλίας αυτών και των δύo δομεστίκων της Μ. Εκκλησίας.

Δ΄πατριαρχικήΜουσική Σχολή. Η τετάρτη σχολή καλώς διωργανωμένη ιδρύθη τω 1815, πατριαρχούντος Κυρίλλου του ΣΤ΄, έκειτο δε παρά το τείχος του Βαλατά έν τινι oικία λιθοκτίστω. Εν αυτή εδίδαξαν οι ιδρυταί του νέου γραφικού μουσικού συστήματος· και το μεν πρακτικόν μέρος της ιεράς τέχνης ο τε Γρηγόριος και Χουρμούζιος, το δε θεωρητικόν ο Χρύσανθος. Η σχολή αύτη ευδοκιμώτατα λειτουργήσασα επί εξαετίαν και πλουσίους καρπούς παραγαγούσα, διελύθη δυστυχώς τώ 1821 ένεκα των τότε επισκηψασών καιρικών δυσχερειών, καίτοι η παραλυσία ήρξατο από του 1820, ότε ο Χρύσανθος προήχθη εις την μητρόπολιν Δυρραχιου. Η εν τη σχολή ταύτη διδασκαλία ήτο διετής, οι δε τελειόφοιτοι ελάμβανον δίπλωμα διδασκάλου της μουσικής. Η σχολή αύτη εγένετο πρόξενος μεγίστων ωφελειών τη Εκκλησία και τω Γένει, αφ’ενός μεν, διότι συνετέλεσε διά των μαθητών αυτής να κατασκευασθώσι μουσικοί χαρακτήρες, δι’ ων απηλλάγησαν οι κατόπιν μουσικοί του κόπου της αντιγραφής, αφ’ετέρου δε, διότι εκ της σχολής ταύτης εξελθόντες ικανώτατοι μουσικοι διεσπάρησαν εις τας επαρχίας και εις διαφόρους ελληνικάς αποικίας και ίδρυσαν μουσικάς σχολάς ή συνετέλεσαν προς εισαγωγήν του μαθήματος της μουσικής εν ταις ελληνικαίς σχολαίς της Αίνoυ, της Αδριανουπόλεως, των Κυδωνιών, της Μιτυλήνης, της Σμύρνης και Τραπεζούντος.

Ε΄πατριαρχική Μουσική Σχολή. Μετά την διάλυσιν της Δ΄ σχολής επί 45 έτη ουδεμία τοιαύτη εν Κων/πόλει συνέστη. Η Ε΄ σχολή ιδρύθη τη πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχου Σωφρονίον Β΄τω 1866 εντός του λεγομένου αγίoυ Αθανασίου κατά το Πετρίον. Η σχολή διηυθύνετο υπό τριμελούς εφορίας, ης τα μέλη διωρίζοντο υπό του Πατριάρχου· εδίδαξαν δ’εν αυτή oι κράτιστοι των παρ’ημίν μουσικοδιδασκάλων. Αλλά και η σχολή αύτη μικρόν λειτουργήσασα, διελύθη ελλείψει σταθερών πόρων, και ένεκα ατόπων μικοοφιλοτιμιών.

ΣΤ΄πατριαρχική Μουσική Σχολή. Μετά διετίαν, τω 1868, πατριαρχούντος Γρηγορίου του ΣΤ΄ επί των βάσεων της ρηθείσης σχολής διοργανώθη επί το τελειότερον η έκτη σχολή (Μουσικόν διδασκαλείον). Τα καθήκοντα διδασκάλων ανέλαβον ο Πρωτοψάλτης Σταυράκης Γρηγοριάδης, ο Λαμπαδάριος Γεώργιος Ραιδεστνός, και oι εκ των ενοριακών ψαλτών Ιωάσαφ Ρώσσος, Δημήτριος Βυζάντιος, Παναγιώτης Κηλτζανίδης, Ονούφριος Βυζάντιος, και Θεόδωρος Αριστοκλής. Εισήχθησαν δε εις την σχολήν παρά του προέδρου της εφορίας μητροπολίτου Χίου (του είτα Σερρών και κατόπιν Ηρακλείας) Γρηγορίου του Βυζαντίου και του συλλόγου των διδασκάλων τα εξής μουσικά βιβλία και μαθήματα, οίον, Σύντομον στιχηραρικόν μέλος ήτοι Αναστασιματάριον και Δοξαστάριον Πέτρου του Πελοποννησίον της Α΄εκδόσεως, Αργόν στιχηράριον Μανουήλ του Χρυσάφου, ανέκδοτον μέχρι της εποχής εκείνης, και το συντετμημένον αυτού παρά Ιακώβου Πρωτοψάλτου Δοξαστάριον εκδεδομένον· Ειρμολόγιον των Καταβασιών αργόν και σύντομον Πέτρου Πελοποννησίου, Ανθολογία, η τετράτομος Πανδέκτη, το καλοφωνικόν Ειρμολόγιον, και τασ κατ’εκλογήν μαθήματα της Παπαδικής τα μελοποιηθέντα παρά διαφόρων της βυζαντινής εποχής μουσικοδιδασκάλων, μέχρι της εποχής εκείνης ανέκδοτα. Επειδή δε των εν λόγω βιβλίων τινά μέν ήσαν δυσεύρετα και δυσώνητα, άλλα δε και ανέκδοτα σωζόμενα εν χειρογράφοις, oι εν τη Μουσική Σχολή διδάσκοντες, αδεία Εκκλησιαστική, ήρξαντο εκδιδόντες κατά Ιανουάριον του 1869 υπό τον τίτλον «Μουσική Βιβλιοθήκη» απάσης της ενιαυσίου ακολουθίας τα μαθήματα, αργά και σύντομα. Αλλά το περιοδικόν τούτο μετά την έκδοσιν δύο φυλλαδίων, εναυάγησε, η δε Μουσική Σχολή μετά πολλάς περιπετείας διελύθη τώ 1872.

Ζ΄ Μουσική Σχολή εν Κωνσταντινουπόλει είναι η τω 1882 ιδρυθείσα εν Γαλατά υπό του Ελληνικού Μουσικού Συλλόγου (λειτουργήσαντος από του 1880-1883). Η έναρξις των μαθημάτων εγένετο τη 2 Mαΐου (Κυριακή του Τυφλού), παρόντων και των 120 μαθητών αυτής. Ημέραι διδασκαλίας ωρίσθησαν τρεις καθ’ εβδομάδα· και το μεν πρακτικόν μέρος έδίδαξαν εν τη τριτάκτω ταύτη σχολή ο σχολάρχης αυτής Γεώργιος ο Ραιδεστηνός και ο Αλέξανδρος Βυζάντιος, το θεωρητικόν ο Μιχαήλ Παυλίδης, ο δε ιστορών ταύτα την ιστoρίαν της μουσικής και την ερμηνείαν των εν ταις λειτουργίαις και ταις λοιπαίς ιεραις ακολουθίαις ψαλλομένων και αναγινωσκομένων. Η σχολή αύτη, ήτις είναι η πρώτη μετά την άλωσιν υπό Μουσικού Συλλόγον ιδρυθείσα, επί έτος περίπου λειτουργήσασα διελύθη.

Η΄ Μουσική Σχολή είναι η εν Φαναρίω κατά Οκτώβριον του 1882, ήτοι εξ μήνας μετά την ίδρυσιν της Ζ' σχολής, ιδρυθείσα Πατριαρχική Μουσική Σχολή επί της α΄ πατριαρχείας του παναγιωτάτου Ιωακείμ Γ΄. Oι εξήκοντα μαθηταί αυτής απετέλεσαν μίαν και μόνην τάξιν, σχηματισθείσαν εκ των μαθητών της πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής και της πατριαρχικής δημοτικης του Φαναρίου. Εδίδαξαν εν αυτή ο Πρωτοψάλτης Γεώργιος Βιολάκης, και ο Ευστράτιος Παπαδόπουλος. Ώραι διδασκαλίας ωρίσθησαν τρεις καθ’εβδομάδα. Ή σχολή αύτη μετά ολιγόμηνον λειτουργίαν διελύθη.

Προσθετέον δε ότι προ της ιδρύσεως της σχολής ταύτης συνέστη Μουσική Επιτροπή τω 1881, ήτις συγκροτουμένη υπό του μουσικωτάτου αρχιμανδρίτου Γερμανού Αφθονίδου, και των μουσικολογιωτάτων Γ.Βιολάκη, Ευστρ. Παπαδοπούλου, Ιωάσαφ Ρώσσου, Παναγιώτου Κηλτζανίδου, Ανδρ. Σπαθάρη, Νικολάου Ιωαννίδου και Γεωργίου Πρωγάκη γραμματέως, ειργάσθη λυσιτελώς προς διάσωσιν της ουσίας του ιερού μέλους, προστησαμένη την παράδοσιν ως μόνον οδηγόν και γνώμονα και μέτρον φωνητικόν. Η επιτροπή αύτη εισήγαγεν εν τη διδασκαλία και εν τη πράξει της ημετέρας εκκλησιαστικης μουσικής α) τονικήν βάσιν και την χρήσιν τοναρίου· β) κατέταξεν εις ωρισμένας χρονικάς αγωγάς πάντα τα είδη των εκκλησιαστικών ασμάτων και απεφήνατο υπέρ της εισαγωγής του μετρονόμου εν τη διδασκαλία· γ) ώρισε τα μουσικά κείμενα τα ψαλτέα εν ταις εκκλησίαις, περιορίζουσα oύτω τα καινοφανή και ιδιότροπα· δ) εξηκρίβωσε τα τoνιαία διαστήματα των τριών γενών της ημετέρας μουσικής και καθώρισε μετ’επιστημονικής και μαθηματικής ακριβείας επί του μονοχόρδου· ε) επενόησε και κατεσκεύασε περί τα τέλη του μηνός Ιουνίου 1882 νέον πνευστόν μουσικόν όργανον, το κληθέν Ψαλτήριον, επί του οποίου να εκτελώνται μετά πάσης ακριβείας αι επί του μονοχόρδου ορισθείσαι διαιρέσεις του φθόγγου στ) συνέταξε «Στοιχειώδη διδασκαλίαν της εκκλησιαστικής μουσικής» επί τη βάσει του νέου μουσικού οργάνου και δημοσιευθήσαν εν τη «Εκκλησιαστική Αληθεία» (Έτος H΄ αρ.17, 18, 19, 21)· ζ) συνέστησε Μουσικήν Σχολήν, εν η η διδασκαλία της ψαλμωδίας εγένετο επί τη βάσει του διαληφθέντος βιβλίου και του Οργάνου. Η Μουσική αύτη επιτροπή έπαυσεν έκτοτε βιούσα.

Θ΄ Μουσική Σχολή είναι η υπό του εν Φαναρίω Κωνσταντινουπόλεως Μουσικού Συλλόγου «Ορφέως» ιδρυθείσα, επί της εμής λιτής προεδρείας, τη 26 Φεβρουαρίου 1889 και λειτουργήσασα επί όλην διετίαν καρποφορώτατα. Την σχολήν ταύτην ηθικώς επροστάτευσαν ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος Ε΄ ο από Αδριανουπόλεως, και ο μέγα και περίδοξον όνομα αράμενος εν τοις συγχρόνοις ιεράρχαις του οικουμενικού θρόνου μητροπολίτης Ηρακλείας (νυν Χαλκηδόνος) Γερμανός. Ηρίθμει η σχολή υπερπεντήκοντα μαθητάς, κληρικούς τε και λαϊκούς, ων οι πλείστοι ιεροψάλται των ενοριών και μαθηταί των ανωτέρων τάξεων της Μ. του Γ. Σχολής. Σχολάρχης διετέλεσε μέχρι του θανάτου αυτού, ήτοι επί εξάμηνον, ο Γεώργιος Ραιδεστηνός, πρώην Πρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας, διδάσκαλοι δε καθ’όλην την διετή λειτουργίαν της σχολής ο Παναγιώτης Κηλτζανίδης και ο Κωνσταντίνος Φωκαεύς. Διελύθη δε και η σχολή αύτη μετά διετή ως έγγιστα λειτουργίαν, ακολουθήσασα τη τύχη του Συλλόγου, διαλυθέντος κατ’ανάγκην αδήριτον, συνεπεία υψηλής διαταγής.

Ι΄ Μουσική Σχολή κατά χρονολογικήν τάξιν αριθμείται η νυν λειτουργούσα υπό την ημετέραν διεύθυνσιν σχολή του εν τοις πατριαρχείοις Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου, ιδρυθείσα τη πρωτοβουλία του τότε πατριαρχούντος και της ιεράς μουσικής μύστου και ιεροφάντορος Κωνσταντίνου του Ε΄. Ο Σύλλογος άμα τη ιδρύσει αυτού κατιδών την ανάγκην της συστάσεως Μουσικής Σχολής προς συστηματικήν διδασκαλίαν εν αυτή της καθ’ημάς μουσικής εις την ομογενή νεότητα και προς μόρφωσιν δοκίμων ιεροψαλτών, αμέσως εψηφίσατο την σύστασιν του μουσικού τούτον φυτωρίου, oυ η λειτουργία ήρξατο τη 6 Φεβρουαρίου 1899 δι’εναρκτηρίου αγίασμού, τελεσθέντος υπό του τότε δραστηρίου προέδρου του Συλλόγου και της εφορίας της σχολής μητροπολίτου Σκοπείων (νυν Νεοκαισαρείας) Αμβροσίου. Η σχολή ελειτούργησε κατά το Α΄ έτος εν τη εν τοις πατριαρχείοις αιθούση της Πατριαρχικής Βιβλιοθήκης, από δε του Β΄ μέχρι σήμεοον, ότε λήγει το έκτον έτος του βίoυ αυτής, εις τήν Μεγάλην του Γένους Σχολήν. Εν τω μητρώω της σχολής ενεγράφησαν κατά το Α' έτος 99 μαθηταί,, ων oι πλείστοι εκ των μαθητών της Μ. του Γ.Σχολής, καταταχθέντες εις τρεις τάξεις, κατά το Β΄ έτος 105, κατά το Γ΄ 112, κατά το Δ΄ 193, κατά το Ε΄ 214, και κατά το ΣΤ΄207. Εδίδαξαν δε κατά το πρώτον σχολικόν έτος (1899) εν μεν την Α΄ τάξει ο Κωνσταντίνος Ψάχος, εν τη Β' ο Αριστείδης Νικολαΐδης Λαμπαδάριος της Μ.Εκκλησίας, και εν τη Γ' ο Νηλεύς Καμαράδος. Κατά το δεύτερον έτος (αρχόμενον από του Σεπτεμβρίου του 1899 και λήγον τον Μάϊον του 1900) εν τη Α΄ τάξει, τη σχηματισθείση εξ αρχαρίων, ο Κωνσταντίνος Κλάββας, β' δομέστικος της Μ. Εκκλησίας, εν τη Β', ήτις απετελέσθη εκ των μαθητών της κατά την α΄ σχολικήν περίοδον προκαταρκτικής τάξεως και εκ μαθητών μή δυνηθέντων ν’ακολουθήσωσι τοις διδαχθείσι κατά την α' περίοδον εν τη Β΄ τάξει, ο Κ. Α. Ψάχος, όστις εις το μέσον του έτους παραιτηθείς αντικατεστάθη υπό του Ιακώβου Ναυπλιώτου α΄ δομέστικου της Μ. Εκκλησίας, εν δε τη Γ΄, ην απετέλεσαν oι κατά την α' περίοδον εις την αυτήν τάξιν ανήκοντες μετα των επιμελεστέοων μαθητών της Β' τάξεως, εδίδαξεν ο Ν.Α. Καμαράδος. Κατά το τρίτον σχολικόν έτος (1900-1901) εδίδαξαν εν τη Α΄ τάξει ο Φώτιος Παπαδόπουλος, εν τη Β΄ο Κ. Κλάββας, εν τη Γ' ο Ι.Ναυπλιώτης και εν τη Δ΄ ο Ν. Α. Καμαράδος (την πράξιν και θεωρίαν) και ο ταύτα γράφων (την ιστορίαν της βυζαντινής μουσικής). Κατά το τέταρτον έτος (1901-1902) εν τη Α΄ τάξει εδίδαξεν ο Πέτρος Φιλανθίδης, εν τη Β΄ο Φώτιος ΙΙαπαδόπουλος, εν τη Γ΄ την ψαλμωδίαν ο Ι.Ναυπλιώτης, το θεωρητικόν της μουσικής ο Αλέξανδρος Βυζάντιος μέχρι του Δεκεμβρίου μηνός, από δε του Ιανουαρίου και εφεξής ο Ν.Α. Καμαράδος, και την ιστορίαν της μουσικής ο ταύτα γράφων ο και διευθυντής της σχολής· εν τη Δ' τάξει την ψαλμωδίαν ως και το Εκκλησιαστικόν Τυπικόν ο ΙΙρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας Γεώργιος Βιολάκης, την θεωρίαν και ορθογραφίαν της μουσικής μέχρι του Δωδεκαημέρου ο Αλέξ. Βυζάντιος, μετά ταύτα δε ο Ν.Α. Καμαράδος, και την ιστορίαν της μουσικής ο ταύτα ιστορών. Kατά το πέμπτον έτος (1902-1903) εν τη Α΄ τάξει εδίδαξεν ο Πολυχρόνιος Παχείδης, ψαλμωδίαν μετά στοιχειώδους θεωρίας ως και καλλιγραφίαν, εν τη Β΄ ο Φ.Σ. Παπαδόπουλος ψαλμωδίαν μετά θεωρίας και ορθογραφίας ως και καλλιγραφίαν, εν τη Γ΄ ο Ι. Ναυπλιώτης ψαλμωδίαν μετα θεωρίας και ορθογραφίας, εν τη Δ΄ την ψαλμωδίαν, θεωρίαν και μελοποιΐαν ο Ν. Α. Καμαράδος, ο δε διευθυντής της σχολής την ιστορίαν της μουσικής εις τας δύο ανωτέρας τάξεις. Κατά το στ΄ έτος εν τη Α' τάξει ο Π. Γ. Παχείδης, εν τη Β' ο Φ. Σ. Παπαδόπουλος, εν τη Γ' ο Ι.Ναυπλιώτης (την ψαλμωδίαν μετά θεωρίας και ορθογραφίας), και ο διενθυντής της σχολής (την ιστορίαν της μουσικής), εν δε τη Δ΄ μέχρι του Ιανουαρίου ε.έ. ο Ν. Α. Καμαράδος, από δε του Φεβρουαρίου μηνός ο τούτου παραιτηθέντα διαδεξάμενος προσωρινώς Κωνστ. Κλάββας (την ψαλμωδίαν, θεωρίαν και μελοποιΐαν), ο διευθυντής της σχολής (ιστορίαν της μουσικής) και ο Πέτρος Ζαχαριάδης (γραφήν ευρωπαϊκής μουσικής), αριστούχος του εν Βιέννη Ωδείου.

Η φοίτησις εν τη σχολή γίνεται δωρεάν άνευ διδάκτρων. Η σχολή ελειτούργει κατά το α΄ και β΄ έτος δις της εβδομάδος, κατά το γ΄ τρις, από δε του δ΄ έτους μέχρι σήμερον πεντάκις της εβδομάδος λειτουργεί. Κατά το τρίτον σχολικόν έτος εξήλθον της σχολής οι πρώτοι τελειόφοιτοι 12 τον αριθμόν, κατά το τέταρτον έτος απεφοίτησαν 13, κατά το πέμπτον 29 και κατά το έκτον 26, oυς η διεύθυνσις της σχολής, πατριαρχική προνοία, αποκαθιστά εις ψαλτικάς θέσεις εν τη αρχιεπισκοπή Κων/πόλεως, εν ταις επαρχίαις του οικουμενικού θρόνου και εν τω εξωτερικώ. Kι εν γένει η σχολή αύτη ευδοκιμώτατα λειτουργεί πολλούς και δαψιλείς καρπούς παράγουσα.

Από τινος λειτουργούσι και δευτερευούσης σημασίας σμικραί σχετικώς Μουσικαί Σχολαί εις διάφορα μέρη του εξωτερικού. Ούτω Μουσική Σχολή τω 1902 συνέστη και εν τη πόλει Καρς του Καυκάσου, αριθμoύσα εννενήκοντα μαθητάς και υπό την διεύθυνσιν και καθηγεσίαν διατελούσα του διακεκριμένου ιεροψάλτου Στεφάνου Κουτσογιαννοπούλου, εκ Κων/πόλεως ορμωμένου. Ο έξαρχος παντός Καυκάσου και σοφός ιεράρχης Αλέξιος μετά του ευπαιδεύτου υψηλοαιδεσιμολογιωτάτου Ιωάννου Βοστόργωφ μετέθεσαν τω 1903 την εν Καρς σχολήν εις την πρωτεύουσαν του Καυκάσου Τιφλίδα, έδραν της αρχιεπισκοπής και εξαρχίας. Τα έξοδα των μαθητών της σχολής ταύτης καταβάλλει η ρωσσική κυβέρνησις.

Μουσική Σχολή υφίσταται και εν Τήνω, συντηρουμένη δι’εξόδων του ιερoύ ναού της Ευαγγελιστρίας, και ην διευθύνει ο πρωτοψάλτης Δημήτριος Λούβαρης.

Η εν Αθήναις Μουσική Εταιρεία ίδρυσε τμήμα Βυζαντινής μουσικής υπό την διεύθυνσιν του μουσικοδιδασκάλου Ιωάννου Σακελλαρίδου.

Η Κρητική Βουλή επιληφθείσα της διαρρυθμίσεως των εν Κρήτη εκκλησιαστικών πραγμάτων, επελήφθη και ενός προς την Εκκλησίαν πολύ συναφούς, της μουσικής περί της οποίας καταρτιζει και νομοσχέδιον επί τη βάσεί Υπομνήματος αφορώντος την εισαγωγήν της ιεράς τέχνης εν άπασι τoις εκπαιδευτηρίοις της νήσου. Εν τω διδασκαλείω του Ηρακλείου από τινων ετών διδάσκεται καρποφόρως η πράξις και θεωρία και ιστορία της εκκλησιαστικής ημών μουσικής υπό του εγκρίτου ιεροψάλτου Δημητρίου Μπαλαμπάνη, εκ Κων/πόλεως ορμωμένου και διά του σεμνοπρεπούς μουσικού ύφους κεκοσμημένου.


***

Η διά Μουσικών Συλλόγων καλλιέργεια της Εκκλησιαστικής Μουσικής κατά τους κάτω χρόνους.

Προς καλλιέργειαν της Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής ου μόνον αι Μουσικαί Σχολαί συνεβάλοντο κατά τους κάτω χρόνους, αλλά και oι εξής Μουσικοί Σύλλογοι.

Α΄. Ο εν Κων/πόλει Εκκλησιαστικός Μουσικός Σύλλογος. Ο πρώτος αναφανείς Μουσικός Σύλλογος είναι ο εν Πέραν της Κων/πόλεως (εν τώ Κρυσταλλίνω Παλατίω) κατ’ Απρίλιον του 1863, συγκροτηθείς εξ εγκρίτων μουσικολόγων και εξ ιεροψαλτών, και σκοπόν ορίσας την μελέτην των περί την μουσικήν, ιεράν τε και εξωτερικήν, ιστορικών και θεωρητικών ζητημάτων. Ο Σύλλογος ούτος εξετάζων τα αρχαία μαθήματα τα εν πρωτοτύπω ευρισκόμενα και σώζοντα το αρχαίον ύφος και μέλος, και εκ τούτων οδηγούμενος, απεπειράθη να εκκαθάρη τα μετά ταύτα και τα έτι νεώτερα, και ούτω να αποχωρήση τα καθαρώς εκκλησιαστικά των λεγομένων εξωτερικών. Ο πρωτογενής ούτος Μουσικός Σύλλογος διελύθη προ του 1870 ένεκα μικροφιλοτιμιών, ερίδων και διχονοιών των μελών αυτού.

Β΄. Ο εν Αθήναις Εκκλησιαστικός Μουσικός Σύλλογος. Συνέστη τω 1873 εν Αθήναις υπ’ανδρών ζηλωτών των πατρίων και την διδασκαλίαν της μουσικής δωρεάν και άνευ διδάκτρων εξηκολούθησεν επί τινα μόνον χρόνον, ελλείψει πόρων διαρκών. Τω 1880 ανεφέρθη ο Σύλλογος εις την Βουλήν των Ελλήνων δι’ υπομνήματος και παρεκάλεσεν αυτήν όπως αναγράψη εν τω προϋπολογισμώ την αναγκαίαν δαπάνην ίνα συστηθή και διατηρηθή εν τη πρωτευούση του ελληνικού βασιλείου Σχολή Εκκλησιαστικής Μουσικής, συμφώνως προς το από 26 Ιανουαρίου 1837 βασιλικόν Διάταγμα. Το διάβημα απέτυχεν. Ο Σύλλογος επί πολύ κατόπιν απρακτήσας, ανασυνέστη και ειργάσθη μέχρι του 1889.

Γ΄. Ο εν Κων/πόλει Ελληνικός Μουσικός Σύλλογος. Ιδρύθη τω 1880 εν Γαλατά Κων/πόλεως· προς σύστασιν και παγίωσιν αυτού ειργάσθη και ο ταύτα ιστορών. Εν τω Συλλόγω, συνερχομένω τακτικώς κατά Κυριακήν εψάλλοντο υπό των διαπρεπεστέρων μουσικοδιδασκάλων διάφορα της βυζαντινής εποχής μαθήματα και διάφοροι πραγματείαι ανεγινώσκοντο υπό διαφόρων μελών. Υπό του Συλλόγου ιδρύθη και Μουσική Σχολή καρποφόρως λειτουργήσασα. Διελύθη μετά τετραετή ευδόκιμον λειτουργίαν τω 1883 ο τε Σύλλογος και η Σχολή αυτού.

Δ΄. Ο εν Φαναρίω Κωνσταντινουπόλεως Μουσικός Σύλλογος «Ορφεύς» ιδρυθείς τω 1886, και επί όλην μεν τριετίαν καλλιεργήσας μόνον την ευρωπαϊκήν μουσικήν, από δε του 1889, επί της εμής λιτής προεδρείας, και την Εκκλησιαστικήν μουσικήν, προς καλλιέργειαν και διάδοσιν της οποίας και Μουσικήν Σχολήν καθίδρυσεν εν Φαναρίω, λειτουργήσασαν επί διετίαν περίπου, ήτοι μέχρι τέλους του 1890, όrε διελύθη συν τω Συλλόγω, επι του εκκλησιαστικού προνομιακού ζητήματος, κατ’ ανωτέραν υψηλήν κυβερνητικήν διαταγήν.

Ε΄ Εκκλησιαστικίς Μουσικός Σύλλογος, όστις είναι το πρώτον τω 1898 εν τοις πατριαρχειοίς ιδρυόμενον Μουσικόν Σωματείον. Ο φιλογενής και μεμουσωμένος πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄ ο από Εφέσου προθύμως και ζηλωτώς αποδεξάμενος την ημετέραν σύστασιν προς μετασχηματίσμόν εις Σύλλογον Moυσικόν της τω 1897 ακάρπως λετουργούσης πατριαρχικής Μουσικής Επιτροπής, της συγκροτηθείσης τω 1895 εξ ιεροψαλτών και μουσικολόγων, αμέσως ταύτην εις πέρας ήγαγεν, ενεργήσας και την έκδοσιν αδείας κυβερνητικής αναγνωριζούσης τον Μουσικόν Σύλλογον και φερούσης ημερομηνίαν 21 Ιανουαρίου 1899, γενναίαν χορηγήσας χρηματικήν υποστήριξιν εις το σωματείον, νέον Μουσικόν όργανον ιδίαις αδραίς δαπάναις κατασκευάσας, το Ιωακείμειον ψαλτήριον φιλοτίμως εξ ιδίων επισκευάσας και δι’άλλων οργάνων την Οργανοθήκην του Σωματείου πλουτίσας, το Περιοδικόν του Συλλόγου γενναιοδώρως υποστηρίξας, άμα δε και μoυσικά διαγωνίσματα προκηρύξας και αθλοθέτης αυτών αναδειχθείς. Ο Σύλλογος ούτος εδρεύει και λειτουργεί νυν εν τοις πατριαρχείοις, έχει δε σκοπόν, ως εν αυτώ τω Κανονισμώ αυτού αναγράφεται, την θεωρητικώς τε και πρακτικώς εξέτασιν, ανάπτυξιν και καλλιέργειαν της εθνικής ημών μουσικής, εκκλησιαστικής τε και εξωτερικής, την μετά προσοχής και εμβριθείας εξακρίβωσιν της ιστορίας αυτής από των αρχαίων μέχρι των καθ’ημάς χρόνων, τον παραλληλισμόν προς την μουσικήν άλλων εθνών, ανατολικών τε και δυτικών, αρχαίων και νεωτέρων, την ακριβή διόρθωσιν επιστημονικώς τε και τεχνικώς, και ανύψωσιν εις το αρχαίον και γνήσιον μέλος, προς δε, και την εντελή εκμάθησιν αυτής. Εν τω Συλλόγω τούτω συνεκεντρώθησαν oι διασημότεροι των παρ’ημίν μουσικών και μουσικολόγων, ως και πολλά έγκριτα μέλη της καθ’ημάς κοινωνίας και ουκ ολίγοι ιεράρχαι και άλλοι ανώτεροι κληρικοί. Ο Σύλλογος από του 1900 εκδίδωσι Περιοδικόν σύγγραμμα, εν ω δημοσιεύονται τα πρακτικά των συνεδριάσεων, τα αναγνώσματα, αι εκθέσεις της Τεχνικής επιτροπής, τα ονόματα των μελών, αι λογοδοσίαι, οι εκφωνούμενοι πανηγυρικοί λόγοι, ανέκδοτα μελετήματα των πάλαι μουσικοδιδασκάλων και ελληνικαί δημώδεις μελωδίαι. Υπό του Συλλόγου ιδρύθη από εξαετίας και ιδιαίτερα Εκκλησιαστική Μουσική Σχολή προς διάδοσιν και διδασκαλίαν της ιεράς ημών μουσικής και προς μόρφωσιν ιεροψαλτών, ήτις, τετράτακτος ούσα, διευθύνεται υπό του συγγραφέως της παρούσης βιβλου. Εις τον Σύλλογον εχορήγησε δαψιλεστάτην ηθικήν υποστήριξιν άμα δε και υλικήν ο το ιερόν και λαμπρόν έργον Κωνσταντίνου του Ε' υιοθετήσας παναγιώτατος Ιωακείμ ο Γ', ο το δεύτερον από της 25 Μαΐου 1901 χειριζόμενος το πηδάλιον της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, πολυειδώς το συλλογικόν έργον προστατεύσας, ως και δι’εγκυκλίων. ΟΣύλλογος μέχρι σήμερον εισέπραξε, ταις ημετέραις το πλείστον ενεργείαις, φροντίσι και προσπαθείαις, εκ συνδρομών φιλομούσων ιδιωτών, εκ των την πυκνήν φάλαγγα των επιτίμων μελών αυτού απαρτιζόντων, χιλίας ως έγγιστα λίρας, δι’ων το τε Σωματείον διετηρήθη, το Περιοδικόν αυτού έζησε και η Μουσική Σχολή απροσκόπτως ελειτούργησεν. Ο Σύλλογος ούτος είναι σέμνωμα και τιμή της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, της διά πολλής στοργής ευλογούσης αυτόν, είναι ίδρυμα έχον έξοχον αποστολήν και περιποιούν την υψίστην των τιμών εις την ομογενή κοινωνίαν, ήτις συντηρεί αυτό διά της ανεξαντλήτου αυτής γενναιοδωρίας, είναι ιερός περίβολος διοικούμενος μετ’επιζήλου τάξεως και δραστηριότητος ακαταπονήτου υπό επιφανών ιεραρχών και άλλων ανδρών, ων ο ζήλος αληθώς άγιος και ευγενής. Οσημέραι δε το έργον του Συλλόγου κρατύνεται και ευοδούται, ο κύκλος της δράσεως αυτού εξαπλούται, και πληθύνονται οι δαψιλώς εκτρεφόμενοι διά του αγνού γάλακτος της ιεράς ημών μουσικής εν τη καρποφορώτατα λειτουργούση τετρατάκτω Μουσική αυτού Σχολή, τω ευεργετικωτάτω τούτω και μόνω ανά σύμπασαν την ορθόδοξον Ανατολήν μουσικώ μορφωτικώ καταστήματι,. Ημείς δε εν ζήλω ενθέω και εν αυταπαρνησία πολλή υπέρ του αγίου και εθνοφελούς σκοπού του Συλλόγου τούτου εργαζόμενοι και το ίδιον εις το κοινόν θυσιάζοντες, ως αι προεδρικαί λογοδοσίαι, αι εκθέσεις των εξελεγκτικών επιτροπών και αι βαρυσήμαντοι πατριαρχικαί προσλαλιαί διασαλπίζουσι, λαμπράς ετύχομεν αμοιβής εκ μέρους του επιλαμπρύνοντος νυν το δεύτερον τον οικουμενικόν θρόνον και την αρετήν και ικανότητα γεραίροντος και επιβραβεύοντος πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄, τιμήσαντος ημάς τη 4 Δεκεμβρίου 1902, επί τη μνήμη του εν αγίοις Ιωάννου του Δαμασκηνού, εν τω πατριαρχικώ ναώ συν μελιφραδεί προσφωνήσει και πανδήμω χειροθεσία διά του εκκλησιαστικού οφφικίου του Μεγάλου Πρωτεκδίκου του αγιωτάτου αποστολικού και οικουμενικού της Κωνσταντινουπόλεως θρόνου.

Του Συλλόγου το προεδρικόν αξίωμα έλαβε κατ’αρχάς τη ψήφω της ολομελείας, ο μητροπολίτης Αμασείας Άνθιμος Αλεξούδης· τούτον επί βραχύν προεδρεύσαντα και παραιτησάμενον διεδέχθη ο εκ των αντιπροέδρων μητροπολίτης Σκοπείων (νυν Νεοκαισαρείας) Αμβρόσιος Σταυρινός ποοεδρεύσας μέχρι, της 29 Οκτωβρίου 1899, κατόπιν το δεύτεοον παμψηφεί υπό του Συλλόγου εξελέγη πρόεδρος ο άγιος Αμασείας διατελέσας τοιούτος επί τρία έτη, μετά ταύτα από του Σεπτεμβρίου 1902 μέχρι του Οκτωβρίου 1903 ο μητροπολίτης Νεοκαισαρείας (νυν Θεσσαλονίκης) Αλέξανδρος Ρηγόπουλος, διορισθείς διά πατριαρχικού πιττακίου, συνωδά τω νέω Κανονισμώ του Συλλόγου, και έκτοτε μέχρι σήμερον ο μητροπολίτης Εφέσου Ιωακείμ Ευθυβούλης, εκλεγείς, προτάσει πατριαρχική, υπό της αγίας και ιεράς Συνόδου.

Από διετίας λειτουργεί λυσιτελώς εν Αθήναις υπό την προεδρείαν του θερμουργού σκαπανέως της πατρίου ιεράς μουσικής Ανδρέου Τσικνοπούλου δικηγόρου, Σύλλογος υπό την επωνυμίαν «Ο εν Αθήναις Ελληνικός Μουσικός Σύλλογος Ιωάννης Δαμασκηνός», όστις έχει ικανά μέλη και πολυαρίθμους μαθητάς, οίτινες εν τη σχολή του Συλλόγου διδάσκονται την εκκλησιαστικήν μουσικήν. Το Σωματείον τούτο θα επιδείξη δράσιν εν τη μουσική ανύσιμον, εάν η καρτερία, η ειλικρίνεια και η αυταπάρνησις κατά της ειδεχθούς των αντιδράσεων κεφαλής δεν απολίπωσι τα φιλότιμα αυτού μέλη. Ναι, αδιαφιλονείκητον ότι εκ των πολλών αιτίων των προκαλεσάντων την διάλυσιν των εκάστοτε ιδρυθέντων Μουσικών Συλλόγων το κυριώτερον υπήρξεν η εμφιλοχώρησις μικροφιλοτιμιών και ερίδων μεταξύ των παρ’ημίν αρχολιπάρων και εγωϊστών ιεροψαλτών.

Μουσικός Σύλλογος υφίσταται από ικανού και εν Xίω, αποτελούμενος εκ πάντων σχεδόν των ιεροψαλτών της νήσου ταύτης. Σκοπός αυτού είναι η διά της από κοινού μελέτης της βυζαντινής μουσικής μορφωσις των μελών αυτού. Την επέτειον αυτού άγει τη 1 Οκτωβρίου, εορτή του εν αγίοις Ιωάννον του Κουκκουζέλη.

Αρχομένου του 1903 ιδρύθη σωματείον Ιεροψαλτών εν Θεσσαλονίκη, προς υποστήριξιν και διάδοσιν της εκκλησιαστικής ημών μουσικής, πρωτοβουλία του μουσοτραφούς μητροπολίτου Θεσσαλονίκης (νυν Κυζίκου) Αθανασίου.

Και εν Σμύρνη κατά απρίλιον του 1903 ιδρύθη υπό των εκεί ιεροψαλτών «Εκκλησιαστικός Μουσικός Σύλλογος» υπό την προεδρείαν του γηραιού και διακεκριμένου μουσικοδιδασκάλου Μισαήλ Μισαηλίδου. Σκοπός αυτού είναι η συστηματική καλλιέργεια της εκκλησιαστικής μουσικής και η αναστήλωσις του γοήτρου αυτής, η σύστασις οργανοθήκης και μουσικής βιβλιοθήκης και η μόρφωσις ιεροψαλτών.

Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα