image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα

Γεώργιος Παπαδόπουλος

Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)

Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.

Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.



Η ΝΕΩΤΕΡΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ (1453-1900)

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤ'

ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΜΕΧΡΙ ΠΕΤΡΟΥ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΥ (1453-1730)



Ιστορική συνάφεια της μεσαιωνικής και της μετά την άλωσιν Εκκλησιαστικής Μουσικής.

Επειδή υπήρξαν εν τοις κάτω χρόνοις ένιοι ισχυρισθέντες, ότι η Βυζαντινή Μoυσική κατά τοις μετά την άλωσιν χρόνους παντελώς ηλλοιώθη ή εξηφανίσθη εξ επιδράσεως ή εξ εκνικήσεως της των κατακτητών και ότι η εν χρήσει νυν παρ’ημίν Εκκλησιαστική Μουσική είναι ξένη και παρείσακτος, ως φαίνεται εκ της ομοιότητος εκκλησιαστικών τινων μελών προς τα μέλη της ασιατικής μουσικής, ερχόμε0α να δείξωμεν ότι ο ρηθείς διϊσχυρισμός ουδέν αποδεικνύει, αλλ’ότι το μέγα εθνικόν δράμα του 1453 επέφερε μεν ισχυρόν κτύπημα και κατά του μεγαλοπρεπούς ιερού μέλους του Βυζαντίου και συνετέλεσεν επομένως εις την αλλοίωσιν αυτού εν μέρει, εν τοις καθόλου όμως μένει το αυτό κατά την ουσίαν και τα κεντρικά αυτού στοιχεία.

Ουδείς ο αρνούμενος ότι η μουσική κλίμαξ της Ανατολής κοινή τυγχάνει μετά της ελληνικής, ότι το μέλος της ασιατικής παραβαλλόμενον προς το της Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής συμβιβάζεται κατά τε τους ήχους και τα χρώματα, και ότι ο διοργανισμός της αραβοπερσικής μουσικής ελήφθη εκ των Ελλήνων. Ο Westphal εν τη «Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής Μουσικής» παριστών την επενέργειαν της Μουσικής εν τω εξελληνισμώ της Ασίας επί των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου ισχυραν και τελεσφόρον, ιστορεί ότι οι διάδοχοι των Αρσακιδών και των Σασσανιδών εθεράπευσαν μετά πλείστου ζήλου την Μουσικήν των Ελλήνων, ως βραδύτερον και oι πρώτοι Καλίφαι παρέλαβον ουκ ολίγους μουσικούς και αοιδούς, διαδόντας και παρα τοις Άραψι την κατά το μάλλον και ήττον ακμάζουσαν αυτόθι ελληνικήν μουσικήν. Ο αυτός σοφός απέδειξεν ότι τα πλείστα των μέτρων της περσικής ποιήσεως είναι ελληνικής καταγωγής, ότι από του Γ΄π.Χ. αιώνος οι Πέρσαι ενέτεινον εις ελληνικά μέτρα τον ποιητικον αυτών λόγον, και ότι ουδέ παρ’αυτοίς τοις Ρωμαίοις η ελληνική μετρική εισεχώρησε τοσούτον και προσέλαβεν ίδιον εθνικόν χαρακτήρα, όσον παρά τοις Πέρσαις. Oι Άραβες συγγραφείς του Ι' και ΙΑ' μ.Χ. αιώνος ομολογούσαν ότι παρά των Βυζαντινών έλαβον την τέχνην της μουσικής. Διέσωσαν δε oι Άραβες ευτυχώς εν μεταφράσει ποιήματα Ελλήνων φιλοσόφων (του Αριστοξένου και Αριστείδου του Κυντιλιανού), ων τα πρωτότυπα απώλοντο, διό και κατώρθωσαν να διατηρήσωσιν εν τη εθνική αυτών μουσική πολλά σημεία καταδεικνύοντα εναργέστατα τον ελληνικόν αυτών χαρακτήρα.

Την ομοιότητα λοιπόν του μέλους της ασιατικής μουσικής προς τους ήχους και τα χρώματα της ημετέρας δεν αρνούμεθα. Ομοίως δεν αρνούμεθα ότι υπέστη τινάς μεταβολάς η αρχαία βυζαντινή μουσική, εκ του πανδαμάτορος χρόνου και των περιστάσεων μετά την άλωσιν, και ότι εν τη ημετέρα μουσική ακούονται μέλη παρείσακτα. Αρνούμεθα όμως ότι το ημέτερον έθνος κατά τους μετά την άλωσιν χρόνους, έχον την εθνικήν αυτού μουσικήν, συμβιβαζομένην κατά πάντα προς το σεμνόν και ιεροπρεπές της θείας λατρείας, εδανείσθη ξένην μουσικήν (δύσκολον εις την εκμάθησιν διά την ποικιλίαν των ρυθμών εν ταις μελωδίαις, και την χρήσιν της χειρονομίας, και ως στερουμένην ιδίου γραπτού μουσικού συστήματος), αφoύ και αυτή την γλώσσαν των κρατούντων ηγνόουν έτι oι εντεύθεν του Ολύμπου και oι κάτοικοι των νήσων του Αγαίου, και αφού εκ της ιστορίας γνωρίζομεν ότι oι κατακτηταί παρέλαβον παρά των απομεινάντων εν τω Βυζαντίω μετά την άλωσιν αριστοκρατικών οικογενειών τον πολιτισμόν των Βυζαντινών, την μαγειρικήν και πάσαν την εθιμοτυπίαν αυτών. Oι θεωρούντες την μετά την άλωσιν μουσικήν ημών Τουρκοαραβοπερσικήν ως εκ της χρήσεως εν αυτή λέξεων τινών ως Ατζέμια, Νισαμπούρια, Χισσάρια, Μουστάρια, Μπεστενγκιάρια, ας εδανείσθησαν oι κατά καιρούς μουσικοδιδάσκαλοι εκ της κρατούσης εν Βυζαντίω γλώσσης προς σαφεστέραν ερμηνείαν εις τους μαθητάς αυτών των διαφόρων μουσικών όρων, αμάθειαν παχυλωτάτην καταπροδίδουσι, διότι, φαίνεται, ούτε τας αναλόγους επιστημονικάς ερεύνας επί της ημετέρας μουσικής εποίησαν, ούτε το μουσικόν σύστημα εν τη ουσία αυτού εμελέτησαν. Η ημετέρα δε Εκκλησία ως διέσωσε την των Εκκλησιαστικών ακολουθιών γλώσσαν, ούτω διέσωσε μετά την άλωσιν και την μουσικήν του Έθνους, την αναποσπάστως συνδεδεμένην μετά της θρησκείας και της εθνικότητος ημών, μεταδιδομένην δε διά της διαδοχικής ακροάσεως και της από γενεάς εις γενεάν μεταδόσεως. Και ως η γλώσσα αμαυρωθείσά πως αναγνωρίζεται ως γνησία ελληνική κατ' ουσίαν, ούτω και η μουσική αναγνωρίζεται έχουσα ελληνικήν μορφήν, υποκρυπτομένην υπό τον βυζαντινόν μανδύαν. Ηλλοιώθη όμως η μουσική εν μέρει μόνον εν τοις αργοίς Παπαδικοις μέλεσι, προσλαβούσα σμικρά μελικά μόρια εκ του οθνείου κονιορτού, oυχί όμως και εν τοις Ειρμολογικοίς και Στιχηραρικοίς, διότι αι μελωδίαι αυτών ούτε ν’αλλοιωθώσι δύνανται ούτε να μεταβληθώσιν, άτε ούσαι μεμελισμέναι κατά προσόμοιον τρόπον, και ων το μουσικόν διάγραμμα εγένετο επί ενός Τροπαρίου, ίνα κατά τον ρυθμόν αυτού και το μέλος ψάλωσι πολλά άλλα τροπάρια. Ώστε η μετά την άλωσιν και μέχρι σήμερον διασωζομένη Εκκλησιαστική ημών Μουσική μεθ’όσας και αν υποτεθή ότι υπέστη μεταβολάς και αλλοιώσεις, δυνάμεθα να ισχυρισθώμεν ότι δεν μετέβαλε τας αρχαίας βάσεις και τον ουσιώδη χαρακτήρα αυτής, δεν απώλεσε την αρχαίαν μορφήν αυτής και σύστασιν, αλλά διεσώθη ημίν ως παρέλαβον αυτήν αρχήθεν oι πατέρες ημών, και ότι είναι συνέχεια της βυζαντινής και θυγάτηρ της αρχαίας ελληνικής μουσικής, ως μαρτυρεί τούτο αρκούντως και η δημώδης εθνική ημών μουσική, ήτις από στόματος εις στόμα παρά των πατέρων ημών μέχρις εσχάτων διατηρηθείσα ως εθνικόν τι κληροδότημα, φέρει πασιφανώς πάντας τους χαρακτήρας γνησίας προς την ιεράν μουσικήν αδελφής, ήτοι την αυτήν προς τας σωζομένας εκκλησιαστικάς υμνωδίας κλίμακα, τους αυτούς ήχους, τα αυτά συστήματα και τα αυτά γένη. Άλλοις λόγοις, διεσώθη ημίν διά των μετά την άλωσιν ακμασάντων ιεροφαντών της ιεράς τέχνης ο κρίκος της συνδεούσης ημάς αλύσεως προς τους βυζαντινούς μουσουργούς.


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα