image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα

Γεώργιος Παπαδόπουλος

Ιστορική επισκόπησις της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής από των αποστολικών χρόνων μέχρι των καθ΄ ημάς (1-1900 μ.Χ)

Εκδόσεις "Τέρτιος", Κατερίνη.

Ο συγγραφέας είναι Μεγάλος Πρωτέκδικος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και Διευθυντής της Μουσικής Σχολής του εν Κων/πόλει Εκκλ. Μουσικού Συλλόγου.



ΠΕΡΙΟΔΟΣ Ε'

ΑΠΟ ΤΟΥ ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ (1100-1453)



Ιωάννης Μαϊστωρ ο Κουκκουζέλης.

Ο ονομαστότατος ούτος μελοποιός των βυζαντινών χρόνων, η δευτέρα πηγή της Μουσικής μετά τον θείον Δαμασκηνόν, ο και «Μαΐστωρ της μουσικής» επικληθείς, αποτελεί ιδίαν εποχήν εν τη ιστορία της ιεράς τέχνης ου μόνον ως κατακοσμήσας την εκκλησιαστικήν ψαλμωδίαν διά μελισταγών ασμάτων, αλλά και ως επενεγκών τροποποιήσεις τινάς και μεταβολάς ή προσθαφαιρέσεις έν τισι σημείοις της υπό του φωστήρος της Δαμασκού καθιερωθείσης συμβολικής γραφής των μελωδιών, ην και ηρμήνευσε διά βραχείας ερμηνείας, μαρτυρούσης ότι εν μουσικόν σημείον, ως π.χ. το Ουράνισμα, συνίσταται, παρ’αυτώ εξ 20 απλών σημείων. Της παρασημαντικής του Κουκκουζέλη χρήσις εγίνετο μέχρι των μέσων του ΙΗ' αιώνος, ότε ο Πρωτοψάλτης της Μ. Εκκλησίας Ιωάννης ο Τραπεζούντιος (1756), κελεύσει του Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του από Νικομηδείας, χάριν ευχερεστέρας μεταδόσεως της ψαλμωδίας μετέβαλε το σύστημα των χαρακτήρων, εισαγαγών απλουστέραν μέθοδον παρασημαντικής, χαρακτήρας δηλονούν μoυσικούς στοιχειώδεις εν μέρει και κατά τι διαφόρους των προ αυτoύ εν χρήσει, κλίνοντας δε επί το εξηγηματικόν.

Εγεννήθη ο Ιωάννης κατά τον ΙΒ' αιώνα εν Δυρραχίω της Ιλλυρίας, ωνομάσθη δε Κουκκουζέλης διότι ερωτώμενος τι τρώγει υπό των συμμαθητών αυτού εν τη εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκρατορική σχολή, εις ην εισήχθη ορφανός πατρός ταις ενεργείαις της μητρός αυτού, απήντα «κουκκία και ζέλια» (χόρτα), άτε δι’αυτών τρεφόμενος ένεκα της πτωχείας αυτού.

Ο Ιωάννης κλίσιν παιδιόθεν αισθανόμενος ου μόνον προς τα γράμματα αλλά και προς την ιεράν μουσικήν, διαπρέπων δε και διά το ηδυμελίφθογγον της φωνής αυτού, προσελήφθη και εις την βασιλικήν Μουσικήν Σχολήν, αναδειχθείς κράτιστος μύστης της θείας τέχνης και εφελκύσας την αγάπην των μεγιστάνων της εποχής και τήν εύνοιαν του αυτοκράτορος, υφ’ου διορίζεται, αρχιμουσικός των αυτοκρατορικών ψαλτών. Αλλ’ο Ιωάννης, καίπεο απολαύων εν τω Παλατίω πάντων των αγαθών, και γινώσκων την επιθυμίαν του αυτοκράτορος όπως εισαγάγη αυτόν εις συγγενικήν συνάφειαν μετά τινος των μεγιστάνων, προνοών όμως μάλλον περί της ψυχής αυτού, αποφασίζει να εγκαταλείψη το Παλάτιον. Επί τούτω απατά τον αυτοκράτορα και μεταβαίνει εις την γενέθλιον χώραν όπως λάβη δήθεν την επί τω γενησομένω γάμω μητρικήν συγκατάθεσιν. Εκεί εμέλισε την θρηνωδίαν (μυρολόγι) «Βουλγάραν» καλουμένην, ην ήκουσε κρυφά ιστάμενος εντός της οικίας παρά της θρηνωδούσης μητρός αυτού, προς ην φίλοι του Ιωάννου ψευδώς και σκοπίμως ανήγγειλαν τον θάνατον του υιoύ αυτής.

Επανελθών ο Ιωάννης εις Κωνσταντινούπολιν και πληροφορηθείς παρά του ένεκα υποθέσεων εν τω Βυζαντίω ευρισκομένου ηγουμένου της εν Αγίω Όρει μονής της Μεγίστης Λαύρας τα περί του βίου των εν Άθω ερημιτών, απεφάσισε δραπετεύων να μεταβή εις Άγιον Όρος, φέρων μεθ’εαυτού την ράβδον και τον χιτώνα αυτού. Εν τη μονή της Λαύρας ερωτηθείς ο Ιωάννης υπό του θυρωρού τις ην, και τι θέλει, απεκρίθη ότι είναι άνθρωπος χωρικός, ποιμήν προβάτων και ότι επιθυμεί το μοναχικόν σχήμα. Επί τη παρατηρήσει δε του θυρωρού περί της νεότητος του ξένου, ο Ιωάννης ταπεινώς απήντησε το του Ιερεμίου «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν τη νεότητι αυτού» (Θρην. Γ' 27). Εν τη Λαύρα κείρεται μοναχός και διορίζεται, ποιμήν των τράγων της μονής. Ανεγνωρίσθη δε υπό του ηγουμένου, ως εκ του εξής γεγονότος: Ημέραν τινά ο Ιωάννης καθήμενος και φυλάττων το ποίμνιον αυτού ήρξατο ψάλλων· ερημίτης δε τις ήκουσε την γλυκυτάτην αυτού φωνήν και μετ’εκπλήξεως παρετήρησεν ότι και αυτοί oι τράγοι ητένιζον προς τον ποιμένα αυτών ως εκ τoυ μέλους της ψαλμωδίας αυτού· αναγγέλει τότε ταύτα τω ηγουμένω της Λαύρας, υφ’ου προσκαλείται ο Ιωάννης, αναγνωρίζεται και επιτιμάται ως μη δηλώσας εγκαίρως ότι ήτο ο πεφιλημένος ηδύφωνος μουσικός του αυτοκράτορος. Ο ηγούμενος αναγγέλλει τα κατά τον Ιωάννην εις τον αυτοκράτορα, συγκατατεθέντα όμως να μη ενοχλήση τον δραπετεύσαντα εκ του Παλατίου αγαπητόν μουσικόν αυτού.

Έκτοτε ο Ιωάννης έζη εντός κελλίου τινός της Λαύρας, τας δε Κυριακάς και εορτάς έψαλεν εις τον ναόν μετά κατανύξεως συν τοις άλλοις ιεροψάλτοις. Οι κόποι δε αυτού και ο προς την μελωδίαν ζήλος αντημείφθησαν δι’oυρανίου επισκέψεως. Κατά την παράδοσιν, έν τινι παννυχίδι τω σαββάτω της Ε εβδομάδος των Νηστειών, ότε ψάλλεται ο Ακάθιστος ύμνος, μετά το τέλος του κανόνος ο Ιωάννης κεκοπιακώς εκ της αγρυπνίας απεκοιμήθη εις το στασίδιον, και αφυπνισθείς ευρίσκει εν τη χειρί αυτού το δώρον της Θεοτόκου, χρυσούν νόμισμα, ου το ημισυ άχρι, σήμερον εύρηται παρά την εικόνα της Θεοτόκου εν τω ναώ της Λαύρας, το δ’έτερον ήμισυ ζητηθέν, λόγω ευλαβείας, εστάλη εις την Ρωσσίαν. Εντεύθεν ο Ιωάννης υπερηύξησε τον προς την ψαλμωδίαν ζήλον αυτού και έψαλεν εν τω ναώ καθ' εκάστην, παθών δε τον πόδα ως εκ της συνεχούς στάσεως κατά την ψαλμωδίαν εν τω ναώ, εθεραπεύθη υπό της Θεοτόκου. Ο Ιωάννης εθαυμάζετο επί τε τη τέχνη και γλυκύτητι της φωνής και επι τη ωραία αυτού μορφή. Κατετάχθη εν τω χορώ των αγίων της Εκκλησίας, γεραιρόμενος τη 1 Οκτωβρίου.

Ο Κουκουζέλης συνέγραψε θεωρητικόν έργον περί Μουσικής τέχνης, και βιβλίον δια μουσικών σημείων περιέχον εκκλησιαστικά άσματα. Εποίησε το λεγόμενον Μέγα Ίσον της Παπαδικής, όπερ ευρισκόμενον εις τας παλαιάς Παπαδικάς μετηνέχθη υπό Πέτρου του Πελοποννησίου εις την εαυτού παρασημαντικήν, εις δε την νέαν υπό των τριών εφευρετών του νέου συστήματος· προσέτι τον κυκλικόν Μέγιστον Τροχόν της μουσικής, όστις έχει περί αυτόν ετέρους τέσσαρας μικροτέρους Τροχούς, εξ ών οι μεν δύο, άνωθεν δεξιά και αριστερά, oι δε δύο κάτωθεν ομοίως. Έκαστος δε τούτων διά μαρτυριών παριστά την πλαγίαν πτώσιν ενός εκάστου πλαγίου ηχου προς τον εαυτού κύριον ήχον, και ένθα, παραβάλλει ο ποιητής τους καθ’ημάς οκτώ ήχους μετα των οκτώ ήχων των αρχαίων· άνωθεν δε και κάτωθεν των μικροτέρων Τροχών φέρει ολογράφως τα ονόματα των κυρίων και πλαγίων ήχων, ως, Δώριος, Λύδιος, Φρύγιος, Μιξολύδιος, Υποδώριος, Υπολύδιος, Υποφρύγιος, Υπομιξολύδιος. Εμουσούργησε προσέτι κατά τους οκτώ ήχους Χερουβικά σύντομα και μακρά έντεχνα, εξ ων σώζεται εν εις ήχον Πλ.Β΄ (παλατιανόν), εν Κοινωνικόν «Αινείτε» εις ήχον Πλ.Α΄, και εν «Γεύσασθαι» εις ήχον Πλ. Α΄, τα μεγάλα και έντεχνα Ανοιξαντάρια, το αργόν «Μακάριος ανήρ», το εις την αρτοκλασίαν «Χαίρε κεχαριτωμένη» κατ’αναγραμματισμόν εις ήχον Α΄ τετράφωνον, Αλληλουάρια εις ήχον Α΄ και Πλ. Α', το «Άνωθεν oι Προφήται», την φήμην «Τον δεσπότην και αρχιερέα», πολυελέους, δοχάς, καλοφωνικούς ειρμούς, πασαπνοάρια και άλλα πλείστα, ων τινά εισιν εκδεδομένα και άλλα ανέκδοτα.

Περιεχόμενα | Προηγούμενη Σελίδα