image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


Βλέπε σχετικά:

του ιδίου:

"Πατριαρχικά δίκαια στην Ελλάδα σε σχέση με τα δίκαια της Εκκλησίας της Ελλάδος"


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Π. Μαστροδημήτρης

H μετεπαναστατική τύχη των αγωνιστών του '21 σε λογοτεχνικά κείμενα του περασμένου αιώνα

[Κείμενο ομιλίας -με προσθήκες και βελτιώσεις- που εκφωνήθηκε στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών, κατά τον επίσημο εορτασμό για την Εθνική Επέτειο (25.3.1984)]

Από το περ. ΕΠΟΠΤΕΙΑ Νο 91, έτος 1984, σσ. 543-558.



Ο Διονύσιος Σολωμός, σε ένα επίγραμμά του με τον τίτλο «Προς τους Επτανησίους», θέλησε έτσι να εκφράση -στο επίπεδο μιας καθολικής αλήθειας- τον ενθουσιασμό και την απογοήτευση του λαού του από τα ίδια του τα ιδανικά, την προδοσία του από τους ανθρώπους στους οποίους στήριξε τις ελπίδες του:

«Δυστυχισμένε μου λαέ, καλέ και ήγαπημένε,
Πάντοτ’ ευκολοπίστευτε και πάντα προδομένε.»(1)

Το νόημα όμως του θέματός μου -που σε κάποια γενικότερη εκδοχή του σημαίνει «Οι θυσίες του λαού στο ‘21 και η ανταμοιβή του»- περισσότερο το εκφράζει η παρακάτω λαϊκή επωδός, με κοινωνική αιχμή, που θέλει να δηλώση ότι άλλοι δουλεύουν και άλλοι καρπώνονται τα οφέλη που προκύπτουν από τις προσπάθειες αυτών που μοχθούν και αγωνίζονται. Η εν λόγω επωδός, που την τραγουδάνε στην Αγία Άννα Ευβοίας κατά τις γιορτές των Απόκρεω, είναι η ακόλουθη:

«Άλλοι σκάβουν και κλαδεύουν
κι’ άλλοι πίνουν και χορεύουν!
«Άλλοι σκάβουν και κλαδεύουν
κι’ άλλοι πίνουν το κρασί!»(2)
***
Είναι σε όλους γνωστό, ότι οι πρόγονοί μας άρχισαν την επανάσταση του ‘21 κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Με προοπτικές που θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε ως «απαίσιες». Οι Έλληνες του 1821 ξεκίνησαν, βέβαια, τον αγώνα τους κάτω από την ευεργετική επιρροή των ιδεών της γαλλικής επαναστάσεως. Στην προετοιμασία και την εκδήλωση της επαναστάσεως του ‘21 υπήρχε, αναμφισβήτητα, ισχυρή η δική της ιδεολογική επίδραση, που διακρίνεται και μέσα στο κλίμα των εθνικών συνελεύσεων του Αγώνα, διασταυρωμένη με τον λαϊκό-παραδοσιακό φιλελευθερισμό. Στο επίπεδο όμως των πρακτικών συνθηκών του παρόντος, οι όροι είχαν αντιστραφή: η γαλλική επανάσταση ειχεν ήδη ηττηθή στην Ευρώπη, με την συντριβή του Ναπολέοντα και την ίδρυση της αντιδραστικής Ιεράς Συμμαχίας (1815), της οποίας έργο ήταν να καταπνίγη τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα. Τα μέλη της Ιεράς Συμμαχίας θα διαδραματίσουν στην ελληνική υπόθεση τον ρόλο των «προστατίδων» δυνάμεων. Όχι, βέβαια, για ανθρωπιστικούς σκοπούς, αλλά για να εφαρμόσουν την δική τους πολιτική, τα δικά τους δηλαδή επεκτατικά σχέδια. Έτσι, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από την τουρκική τυραννία και την αποκατάσταση του νεοελληνικού κράτους -με ενδιάμεση φάση (1828-1831) την διακυβέρνηση από τον Ιωάννη Καποδίστρια (που η τακτική του στάθηκε, τραγικά ίσως, αντιφατική από την άποψη του θέματος που μελετούμε)-, ο τόπος θα οδηγηθή σε μιαν άλλη τυραννία, σε μια νέα και εσωτερική κατοχή, την Βαυαροκρατία, την οποία ο ελληνικός λαός θα μισήση και θα πολεμήση έντονα και αποφασιστικά όπως το είχε πράξει και με την προηγούμενή της, την Τουρκοκρατία.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, παρά τις ηθικές αρετές του, το αίσθημα κυβερνητικής ευθύνης, την μεθοδικότητά του, που υπηρετούσε θετικά την ελληνική υπόθεση στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής και της εσωτερικής οργάνωσης, και μολονότι, κατά την προσεκτική διατύπωση του Douglas Dakin, «είχε πάντα στο μυαλό του το καλό της Ελλάδας με τον δικό του συναισθηματικό και αφηρημένο τρόπο, και είναι σίγουρο ότι επικροτούσε τους εθνικιστικούς στόχους της ελληνικής επανάστασης»,(3) δεν μπόρεσε να αποφύγη τον αυταρχισμό στην άσκηση των καθηκόντων του. Ίσως μετέθετε την σχετικά δικαιολογημένη αντιπάθειά του για τους «χριστιανούς Τούρκους», όπως αποκαλούσε τους Έλληνες προύχοντες, και στα ευρύτερα στρώματα του λαού, αν και τα λαϊκά αυτά στρώματα (όπως και ο Κολοκοτρώνης και άλλοι καπεταναίοι) του έδειξαν εμπιστοσύνη.(4) Με την αναστολή της εφαρμογής του Πολιτικού Συντάγματος της Ελλάδος, που είχε ψηφίσει η Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα, ανεξάρτητα από το αν ήταν ή όχι αναπόφευκτη, κατά τον Αλέξανδρο Σβώλο «αρχίζει κατ’ ουσίαν η απολυταρχία στην Ελλάδα».(5) Θα ήταν, βέβαια, σοβαρό ιστορικό σφάλμα (και φυσικά δεν υποπίπτει σ’ αυτό ο αείμνηστος Σβώλος) να εξομοιώσουμε τον πολιτικό προσανατολισμό του Καποδίστρια με εκείνον των Βαυαρών και να αμφισβητήσουμε ότι απέβλεπε στην σταδιακή οργάνωση συνταγματικής πολιτείας και στη θεμελίωση της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων στο δικαίωμα της ψήφου. Και η δολοφονία του δεν μπορεί να ερμηνευθή ως καθαυτό επαναστατική αντίδραση, απευθείας συνδεδεμένη με το δημοκρατικό αίσθημα της λαϊκής βάσης. Το δεδομένο, ωστόσο, που οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ, καθώς συνδέεται αμεσώτερα με το θέμα μας, είναι η αδυναμία του να ανταποκριθή έγκαιρα στο βαθύτερο αίτημα πολιτικής και κοινωνικής δημοκρατίας, που είχε ενταθή κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, και να συντονισθή με την ηθική και τα συναισθήματα των αγωνιστών.

Ο Απόστολος Βακαλόπουλος, στο βιβλίο του «Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821», σημειώνει: «Το μίσος (...) των αγωνιστών και γενικότερα των Ελλήνων κατά των ξένων και της ‘ξενοκρατίας’, που επί Όθωνα εκδηλώθηκε με πολύ οξύτερη μορφή, έχει ωρισμένως τα πρώτα του σπέρματα στην εποχή του Καποδίστρια. (...)»•(6) Οι Έλληνες αγωνιστές -κατά τον ίδιο ιστορικό- «Με αγανάκτηση μαζί και πόνο έβλεπαν τους νεαρούς υπαλλήλους του κράτους, λόγιους Έλληνες και φιλέλληνες, που λίγους μήνες μετά την άφιξη του Καποδίστρια είχαν αρχίσει να κατεβαίνουν στην Ελλάδα συστημένοι από διάφορους φίλους του του εξωτερικού, να παίρνουν δημόσιες θέσεις, να πλημμυρίζουν τα γραφεία και τα υπουργεία και να φέρωνται με απότομο και άκαρδο τρόπο σε γνωστούς πολιτικούς και στρατιωτικούς αγωνιστές, που παρουσιάζονταν στις αρχές για διάφορα ζητήματά τους. Αυτό τους ερέθιζε τόσο πολύ, ώστε ήταν απαρηγόρητοι και τους έκανε να καταφέρωνται και εναντίον αυτού ακόμη του Κυβερνήτη. Αλλά και ο ίδιος ο Κυβερνήτης συχνά έδειχνε απέναντί τους περιφρόνηση. Το βέβαιο όμως είναι πως και εκείνοι -και κυρίως οι αρχηγοί τους- ήταν δυσκολοοικονόμητοι και κακοσυνηθισμένοι από την προηγούμενη αχαλίνωτη ελευθερία τους. Δυσκολεύονταν να προσαρμοστούν σε κάθε προσπάθεια του Καποδίστρια, πράγμα που τον εκνεύριζε πολύ και τον έφερνε σε απόγνωση. Δεν ήξερε, πώς να μεταχειριστή τους πρωτόγονους αυτούς ανθρώπους».(7)

Την φύση, εξάλλου, του βαυαρικού καθεστώτος προσδιορίζει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Νικ.Ι. Πανταζόπουλος, γράφοντας ότι: «Η περίοδος της Απολύτου Μοναρχίας, διαρκέσασα επί δωδεκαετίαν, αν δεν δύναται να χαρακτηρισθή καθ’ εαυτήν ως ξενική κατάκτησις, οπωσδήποτε παρουσιάζεται ως επίπτωσις προγενεστέρας, δηλαδή της τουρκικής κατακτήσεως».(8) Στην διάρκεια της Βαυαροκρατίας, η πολλαπλή διαδικασία της εξάρτησης, που είχεν αρχίσει στα χρόνια του Αγώνα, γίνεται πυκνότερη και πιεστικότερη, καλύπτοντας ρυθμιστικά τους κυριότερους τομείς της δημόσιας ζωής (την διοίκηση, την οικονομία, την νομοθεσία), σε διαρκή αντίθεση με τους επιθυμητούς προσανατολισμούς και τις δημιουργικές δυνατότητες του ελληνικού λαού, που παραμένουν για τον λόγο αυτόν σε μεγάλον βαθμό αδρανείς ή παραμορφώνονται. Η πορεία από τα δημοκρατικά πολιτειακά ιδεώδη της Επανάστασης στο βαυαρικό απολυταρχικό καθεστώς, η παραθεώρηση του παραδοσιακού δικαίου και η αχρήστευση της δημοκρατικής δυναμικής και της λειτουργικότητάς του με την βίαιη επιβολή των δυτικών νομοθετικών προτύπων και, φυσικά, οι εκφυλιστικές τάσεις της ελληνικής οικονομίας μέσα από την δανειοδότηση και την εκτροπή προς την εξυπηρέτηση των ξένων συμφερόντων, είναι μερικές από τις βασικές συνιστώσες του πλέγματος της εξάρτησης.(9)

Έτσι οι Βαυαροί, που ήρθαν με τον Όθωνα και κυβέρνησαν την Ελλάδα απολυταρχικά επί τριάντα ολόκληρα χρόνια (1833-1862), θα περιφρονήσουν και θα αγνοήσουν και τους φτωχούς λαϊκούς αγωνιστές του '21, που είχαν ποτίσει με ποταμούς αιμάτων το δέντρο της λευτεριάς και που τώρα ζητούσαν αποκατάσταση. Ορισμένες φορές η περιφρόνηση αυτή θα λάβη την μορφή ωμής καταδίωξης και φυσικής εξόντωσης. Κραυγαλέες περιπτώσεις οι θανατικές καταδίκες των πατριωτών στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη (25 Μαΐου 1834) και Γιάννη Μακρυγιάννη (16 Μαρτίου 1853), του Νικολάου Πλαπούτα κ.α.π. «Έτσι δυσαρεστημένη και αγανακτισμένη έσβησε η τάξη των αγωνιστών με το πέρασμα του χρόνου».(10)

Το απαράδεκτο αυτό φαινόμενο βρήκε την έκφρασή του στην λογοτεχνία της εποχής. Στην ποίηση, την πεζογραφία (δηλαδή κυρίως στα Απομνημονεύματα του Αγώνα) και το θέατρο. Οι προοδευτικοί λογοτέχνες του περασμένου αιώνα διεκτραγωδούν την οικονομική εξαθλίωση των αγωνιστών, οι οποίοι, φτωχοί και ρακένδυτοι, ζητιανεύουν για να ζήσουν και μερικοί πεθαίνουν στους δρόμους από την πείνα. Και το ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι, πέρα από τις ειδολογικές και τεχνοτροπικές διαφορές τους, τα κείμενα αυτά συνδέονται μεταξύ τους με έναν κοινό ηθικό παρονομαστή, ιδιαίτερα ισχυρό και επίμονο. Απέναντι στο ίδιο φαινόμενο η αντίδραση συγγραφέων ποικιλότατης ιδιοσυγκρασίας και παιδείας, από τον Μακρυγιάννη ως τον Αλέξανδρο Σούτσο, διαμορφώνει μιαν ενιαία στάση: πικρή απογοήτευση και επαναστατική διαμαρτυρία. Για να συγκροτηθή με κάποια πληρότητα μια εικόνα αυτού του ηθικού κοινού τόπου, θα επιμείνω ιδιαίτερα στην δειγματοληπτική ανάγνωση κειμένων, σημειώνοντας ότι οι επαναλήψεις που παρατηρούνται ανάμεσα σ’ αυτά λειτουργούν εδώ ακριβώς αντίθετα από ό,τι στην προσέγγιση άλλων θεμάτων: δηλαδή δεν αποδυναμώνουν αλλά κάνουν εναργέστερη την εικόνα του προβλήματος και αναδεικνύουν τις σημαντικότατες διαστάσεις του. Πρέπει να διευκρινίσω ακόμη ότι, αν ως καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και ως ενμέρει υποκειμενικές αντιδράσεις ατόμων τα κείμενα αυτά δεν συνιστούν καθαυτό ιστορικές πηγές, ουδέτερες και ακριβείς μαρτυρίες για τα επιμέρους περιστατικά ή ολοκληρωμένες ερμηνείες τους, το μείζον πραγματικό πρόβλημα που θέτουν είναι αδύνατο να αμφισβητηθή -ενώ κατά κανόνα αναζητούν και τις ευθύνες στη σωστή κατεύθυνση.

Ο θαρραλέος για τις αντικαποδιστριακές του σάτιρες -και αργότερα για τα αντιμοναρχικά του φρονήματα- ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος (1803-1863) συμπεριέλαβε στο ‘Πανόραμα της Ελλάδος’ εκτενές ποίημά του -γραμμένο πολύ νωρίς: τον Ιούνιο του 1831 και με τον εύγλωττο τίτλο ‘Ο ψωμοζήτης στρατιώτης-,(11) όπου μας δίνει πολύ καθαρά την κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι αγωνιστές του '21. Ανάμεσα στον τίτλο και στο κείμενο του ποιήματος ο Σούτσος παρεμβάλλει -μέσα σε παρενθέσεις- το ακόλουθο αποκαλυπτικό σημείωμά του, το οποίο δυστυχώς δεν πέρασε και στα «Άπαντά» του(12): «(Ο Ι. Καποδίστριας, ενώ εσκόρπιζεν αφθόνως τον εθνικόν πλούτον εις κατασκόπους του και εις τυχοδιώκτας Υπουργούς του, άφινε της πατρίδος τους προμάχους εστερημένους και του επιουσίου άρτου. Επί των ημερών του, πολλάκις τα τέκνα του μεγάλου Καραΐσκου επείνασαν, και εις μάτην η ορφανή θυγάτηρ του στρατηγού Χ. Μιχάλη έκρουσε την θύραν του. Πολλοί Έλληνες υπήρξαν αυτήκοοι μάρτυρες της περιφρονητικής συμβουλής, την οποίαν ο Σατράπης του Βιάρος έδωκεν εις ένα στρατιώτην, κολοβωθέντα εις μάχας και ζητούντα απ’ αυτόν χρηματικήν εξοικονόμησιν ‘Εύρε λύραν, τον απεκρίθη, παίξε την εις τους δρόμους και ζήτα ελεημοσύνην’. Η τραγική στάσις, εις την οποίαν παρουσιάζω τον Ψωμοζήτην στρατιώτην, επενοήθη επί σκοπώ να κινηθώσιν οι Έλληνες εις την συναίσθησιν των θλιβερών των παθημάτων)».(13)

Στον ‘Ψωμοζήτη στρατιώτη’ ένας γέρος αγωνιστής, που έχασε το φως του και το ένα του πόδι στην έξοδο του Μεσολογγίου, κυριαρχείται από τις αναμνήσεις των θυσιών και των ηρωικών κατορθωμάτων -των δικών του και των συμπολεμιστών του—, το αποτέλεσμα των οποίων δεν μπόρεσε να το χαρή και ο ίδιος• όχι μόνο γιατί πρόσφερε την υγεία του στον βωμό της πατρίδας, αλλά και διότι είναι «παντού απορριμένος»... Με εντυπωσιακά απλούς, αλλά δυνατούς και παραστατικούς στίχους αποδίδει ο Σούτσος την κατάσταση που είχε διαμορφωθή μετεπαναστατικά, όπου όλοι οι απόντες του αγώνα πλούτιζαν άνομα, δρέποντας τους καρπούς των θυσιών του λαού. Οι στίχοι αυτοί, που συγκίνησαν τον κριτικό Άγγελο Βλάχο(14) και ενέπνευσαν στον «εικαστικό» της Επανάστασης Θεόδωρο Βρυζάκη τον υπό τον τίτλο «Ανάπηρος του Αγώνα» πίνακά του,(15) είναι οι επόμενοι:

Ο ΨΩΜΟΖΗΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ
(Τον Ιούνιον του 1831)

Ένας γέρος στρατιώτης με του ζήτουλα τον δίσκο,
Στο ραβδί ακουμβισμένος και με το σακκί στον ώμο,
Έλεγε σ’ ένα παιδάκι που του έδειχνε τον δρόμο•
Μη, παιδάκι μου, μην τρέχης και πολύ οπίσω μνήσκω•
Εσύ είσ’ ευτυχισμένο... τα ματάκια σου τα έχεις,
Γερά έχεις ποδαράκια, κ’ ελαφρό σαν λάφι τρέχεις...
Εγώ έχασα το φως μου στου Μεσολογγιού την πόλι,
Και το ένα μου ποδάρι με το άρπαξε το βόλι.

Πού να είμασθε, παιδί μου;... Είναι νύκτα;... Είναι μέρα;
- Νύκτα είναι... Στο Ανάπλι εζυγώσαμε, πατέρα.
- Στο Ανάπλι! -Κλαίεις, γέρο; -Τα παλιά μου ενθυμούμαι...
Τ’ ήμουν πρώτα, τ’είμαι τώρα στέκουμαι και συλλογούμαι...
Στο Ανάπλι!!! Εγώ πρώτος και με το σπαθί στο στόμα
Πήδησα στο Παλαμίδι•
Από ένα σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν φίδι,
Και σηκώνω μόλις τώρα το βαρύνεκρό μου σώμα.

Ετυφλώθηκα. Δεν βλέπω της Ελλάδος τα βουνά,
Κι’ ο ελεύθερός της ήλιος στα ματάκια μου δεν λάμπει...
Δενδροσκέπαστοι, ωραίοι κ’αιματοβρεμένοι κάμποι,
Σ’εσάς τώρα κόσμος άλλος ζωήν ήσυχη περνά.
Εγώ μόνος, για να ζήσω, τρέχω και ψωμοζητώ•
Στα ερημοκλήσια μέσα και στους δρόμους ξενυκτώ.
Παντού είμαι απορριμένος•
Ξένος είμαι στην Ελλάδα, και στο σπήτι μ’είμαι ξένος.

Όλος άλλαξε ο κόσμος, και την σήμερον ημέρα
Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα.
Ταις θυσίαις, τους αγώνας ξέχασαν των παλαιών,
Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν.
Προσπαθώ του κάκου ναύρω έναν φίλο του παλιού μας,
Του ηρωικού καιρού μας.
Άλλοι πέθαναν, και άλλοι ζουν απ’ όλους ξεχασμένοι•
Όπου κι’ αν σταθώ με σπρώχνουν, με περιγελούν οι ξένοι.

Ξένοι, μην περιγελάτε τα χυμένα μου τα μάτια,
Το σπασμένο μου ποδάρι•
Του μεγάλου Μπότζαρή μας ήμουν πρώτο παλλικάρι.
Η παλιά μου φουστανέλλα, όπου βλέπετε κομμάτια,
Χάρισμα του Καραΐσκου, από δόξα με σκεπάζει•
Το σπαθί αυτό που φέρνω στο πλευρό μου κρεμαστό,
Αν δεν ήναι με χρυσάφι και κοράλια σκεπαστό,
Είν’ ενθύμησις φιλίας του Ναυάρχου μας Τομπάζη.

Ήρωες εξακουσμένοι!
Και αν ήσθε πεθαμένοι,
Στην ενθύμησιν του κόσμου, στην ενθύμησίν μας ζήτε•
Πέθαναν, κι’ αν ζουν ακόμα, όσοι άτιμοι πολίται
Εις τους τάφους σας πατούν,
Να κληρονομήσουν όλας τας θυσίας σας ζητούν,
Και αφίνουν της πατρίδος τους πατέρας, τους προμάχους,
Να ψωμοζητούν στας πόλεις και να ξενυκτούν στους βράχους.(16)

Η σειρά με την οποία εκδηλώνονται μέσα στο ποίημα oι αντιδράσεις του γέρου στρατιώτη δεν είναι τυχαία, αλλά ακολουθεί μια κλιμάκωση. Η α' στροφή παρέχει, με σαφή περιγραφή, την εικόνα της σημερινής κατάστασης του άλλοτε ακμαίου αγωνιστή, με την πικρή αλλά και αξιοπρεπή αναφορά του ίδιου στη σωματική του εξαθλίωση. Την αξιοπρέπειά του αυτή σπεύδει να την υπερασπιστή, συνάπτοντας αμέσως στο παράπονο για την αναπηρία του (Εγώ έχασα το φως μου) την αιτιολόγησή της (στου Μεσολογγιού την πόλι). Το σχήμα επαναλαμβάνεται, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, στον επόμενο στίχο. Στις στροφές που ακολουθούν η διαμαρτυρία διαβαθμίζεται, περνώντας από την μια συνέπεια στην επόμενή της και βαρύτερη και από την ατομική αδικία στην συλλογική:-αναφορά στην παλιά λεβεντιά και στην αυτοδυναμία (β' στροφή), που ήδη όμως συνδέονται όχι μόνο με την αγωνιστική ικανότητα, αλλά και την απόλαυση κάθε φυσικής χαράς (πρέπει και έτσι να ακούσουμε τον στίχο: Από ένα σ’ άλλον βράχο πρώτα ρίπτουμουν σαν φίδι) -στέρηση του δικαιώματος για επαφή με την ομορφιά της φύσης και για την ικανοποίηση στοιχειωδών αναγκών και πρώτη κοινωνικοπολιτική αιχμή (γ' στροφή). Το ατομικό δράμα γενικεύεται, αλλά και ερμηνεύεται πια με την αναγωγή του στο συλλογικό επίπεδο και με την διεκτραγώδηση του ευρύτερου κοινωνικού φαινομένου, που γεννά τις ατομικές περιπέτειες (δ' στροφή). Ίσως και ο ίδιος ο ποιητής δεν έχει επίγνωση μιας πρώιμης διαπίστωσης που περιέχει ο στίχος ‘Τα παιδιά εις την Ελλάδα δεν γνωρίζουν τον πατέρα’: εκ των υστέρων, μπορούμε να δούμε ότι συγκεφαλαιώνεται εδώ το γεγονός της βίαιης αποκοπής του μετεπαναστατικού ελληνικού κράτους από την λαϊκή πολιτισμική παράδοση του Νέου Ελληνισμού, από το ήθος της Επανάστασης (φαινόμενο που θα το προσδιορίση πολύ πιο δραστικά ο Βλαχογιάννης, με την προοπτική του χρόνου που θα μεσολάβηση) και από το παραδοσιακό ήθος των καθημερινών ανθρώπινων σχέσεων: ‘Και τον Πλούτον έχουν όλοι δια μόνον τους θεόν’. Η αναιδής στάση (δ' και ε' στροφές) που κρατούν απέναντι στον αγωνιστή οι ξένοι (περιληπτικός προσδιορισμός, που καλύπτει όχι μόνο τους αλλοδαπούς αλλά και τους ξενόφερτους Έλληνες, τους προνομιούχους κάθε κατηγορίας -δηλαδή όλους τους κοινωνικά και ηθικά απομακρυσμένους από τον γέρο στρατιώτη) αντιπροσωπεύει πια το ευρύτερο πλαίσιο της εξάρτησης, που ευνοεί τις εσωτερικές κοινωνικές ανισότητες και την εξουδετέρωση της πολιτισμικής μνήμης, μέσα από την περιφρόνηση των υλικά ταπεινών κειμηλίων (παλιά φουστανέλα, αστόλιστο σπαθί), που συνδέονται, ωστόσο, με το ίδιο το νόημα της ζωής του αγωνιστή (ε' στροφή). Με την τιμητική και απελπισμένη αναφορά στους χαμένους συντρόφους του (στ' στροφή) ο υπερήφανος γέρος ξανακλείνεται στον ξεχασμένο κόσμο του, χωρίς όμως να τον έχουν πραγματικά μειώσει οι ταπεινώσεις. Για τον ίδιον, τα αίτια του φαινομένου, οι προθέσεις των αντιπάλων του και η δική τους ηθική αθλιότητα εξηγούνται πολύ καθαρά.

Αλλά η κατάσταση που περιγράφουν οι στίχοι του Αλεξάνδρου Σούτσου παραμένει η ίδια και μετά από μισόν και πλέον αιώνα, όπως προκύπτει από μιαν έμμετρη είδηση που καταχωρίζεται από τον ποιητή Γεώργιο Σουρή (1852-1919), τον Ιανουάριο του 1885, στον Ρωμηό• Είδε ο ποιητής στο δρόμο μια κάσα με έναν γέρο νεκρό, από την μεγάλη γενεά του '21. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα, στην δεξιά του μεριά υπήρχεν «ολιγοστό λιβάνι» επάνω σε ένα κεραμίδι και στην αριστερή ένα πανί, για να ρίχνουν οι περαστικοί λίγα χρήματα για την κηδεία του. Το επίσημο κράτος αντιπροσωπευόταν μονάχα από έναν κλητήρα!.. Αυτός που αγωνίστηκε για την πατρίδα -γράφει ο συνήθως εύθυμος ποιητής-, που πέρασε την νιότη του με το σπαθί στο χέρι, ως αντάλλαγμα των αγώνων του έλαβε την φτώχια και την φοβερή καταφρόνια του κόσμου...
Η έμμετρη είδηση του Σουρή είναι η εξής:

ΚΑΙ ΑΓΩΝΙΣΤΟΥ ΤΙΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΛΕΕΙΝΟΣ

Απάνω σε παληόσκαμνα μια κάσσα στηριγμένη
είχ' ένα γέροντα νεκρό με ρούχα λερωμένα,
απ’ τη μεγάλη γενεά αυτή τη δοξασμένη,
που τόσο αγωνίστηκε εις το Εικοσιένα.
Κανείς δεν τον εγνώριζε, κανείς δεν τον τιμούσε,
και όμως μια φορά κι’ αυτός με δόξα πολεμούσε.

Στη δεξιά του τη μεριά ολιγοστό λιβάνι
σε κεραμίδι έκαιγε με τόση ευωδία,
κι αριστερά ένα πανί, όποιος περνά να βάνη
λίγα λεπτά για να γενή του γέρου η κηδεία.
Κανένας δεν τον έκλαιγε, μόνον ένα κλητήρα
είδαν να στέκη όρθιος εις της αυλής τη θύρα.

Αυτός που αγωνίστηκε για την Πατρίδα μόνον
Κι’ επέρασε με το σπαθί της νειότης του τα χρόνια,
έλαβε ως αντάλλαγμα των τόσων του αγώνων
τη φτώχια και την φοβερή του κόσμου καταφρόνια.
Και ζωντανός δοκίμασε απ’ όλους μας τη χλεύη,
και μεσ’ στην κάσσα του νεκρός ακόμα ζητιανεύει.
Ιανουάριος 1885.(17)

***
Προχωρώ με ορισμένα αποσπάσματα από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, αφού δηλώσω και εδώ ότι αυτά αποτελούν το κορυφαίο παράδειγμα της πεζογραφίας του Αγώνα.(18) Δεν είναι του παρόντος να αποδείξω τον ισχυρισμό μου αυτόν, για τον χαρακτήρα των Απομνημονευμάτων.(19) Αρκούμαι μόνο στο να επικαλεσθώ, από την σχετική βιβλιογραφία, την άποψη ενός επαρκούς και ευαίσθητου αναγνώστη, του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος, στο γνωστό δοκίμιό του (του 1943) «Ένας Έλληνας -ο Μακρυγιάννης», συνοψίζοντας την γνώμη του για την αξία τους, σημειώνει: «Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Παπαδιαμάντη».(20)

Την διατύπωση των κειμένων που ακολουθούν υπαγόρευσε στον Μακρυγιάννη από την μια μεριά η δυσφορία των Ελλήνων άτακτων στρατιωτών εναντίον του Καποδίστρια και από την άλλη η εν γένει άδικη στάση των Βαυαρών προς τους τίμιους και ηρωικούς αγωνιστές του '21. Το θέμα, βέβαια, στην καθαρά ιστορική του πλευρά, διαφοροποιείται. (Τα αίτια, δηλαδή, της συμπεριφοράς, στις δύο αυτές περιπτώσεις, ήταν διαφορετικά). Ο Κυβερνήτης (1828-1831) ζητούσε από τους αγωνιστές να ενταχθούν στον τακτικό στρατό που φιλοδοξούσε να δημιουργήση. Ενώ η Αντιβασιλεία στηριζόταν (1833 κ.έ.) στον βαυαρικό μισθοφορικό στρατό, ο οποίος πληρωνόταν από την ελληνική κυβέρνηση. Στους Βαυαρούς αξιωματικούς παραχωρήθηκε η ανωτάτη διοίκηση, γεγονός που δυσαρέστησε τους Έλληνες συναδέλφους τους και αύξησε την εναντίον τους αντιπάθεια.(21) Οι οπλισμένοι ντόπιοι αγωνιστές (= τα άτακτα ελληνικά στρατεύματα) της Επαναστάσεως είχαν ήδη διαλυθή,(22) με βασιλικό διάταγμα της 2/14 Μαρτίου 1833, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 8/20 Μαρτίου 1833 και «που κατά τον Κασομούλη κατασπάραξε τις καρδιές όλων των αγωνιστών».(23) Οι τελευταίοι αυτοί, αφού μάταια ζητούσαν να αποκατασταθούν στα λεγόμενα εθνικά κτήματα -δηλαδή στα κτήματα εκείνα που τα εγκατέλειψαν φεύγοντας οι Τούρκοι τσιφλικάδες και τα μισά από τα οποία τα είχαν τώρα ιδιοποιηθή οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες-, αναγκάζονταν να γίνουν ληστές -γεγονός που οδηγούσε τελικά στην εξόντωση τους-, ξεσηκώνοντας τους αγρότες εναντίον των Βαυαρών, ή να καταφύγουν στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.(24) Οι στόχοι επομένως της επαναστάσεως του '21, οι προσδοκίες και τα ιδανικά της είχαν προδοθή, και η απαράδεκτη αυτή κατάσταση εξώθησε τον Μακρυγιάννη στην αναθεώρηση της πολιτικής του τοποθέτησης απέναντι στην Αντιβασιλεία, στην αναίμακτη επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και στην κατάλυση της απολυταρχίας.(25)

Ας δούμε όμως τα ίδια τα κείμενα του Μακρυγιάννη, που μιλούν για την τύχη των αγωνιστών του Εικοσιένα και για την τύχη των γυναικών και των παιδιών τους. Περιορίζομαι σε λίγα μόνο παραδείγματα, από τα πάρα πολλά που μας προσφέρουν τα Απομνημονεύματα.(26) Η περιδιάβασή μου θα είναι αντίστοιχη προς την χρονολογική ακολουθία των γεγονότων που περιγράφει ο αγέρωχος στρατηγός.

Ένα ολοκληρωμένο δείγμα του ηθικού ζητήματος που μας απασχολεί βρίσκουμε στην ρεαλιστική περιγραφή ενός περιστατικού του Αγώνα, που μας δίνει ο Μακρυγιάννης στην αρχή περίπου των «Απομνημονευμάτων»’ του: «Θα σας ειπώ κι’ ένα γενναίον πολύ περιστατικόν: Ένας ατρόμητος άντρας από τους Κολοβάτες (είναι του Σαλώνου χωριόν), τον λένε Μήτρο Καθάριον (αλήθεια καθάριος κι ατίμητος είναι), αφού τζακιστήκαμε στην χώρα και τραβηχτήκαμε εις το ψήλωμα, οι εδικοί μας όλοι κι’ εμείς φκιάσαμε ταμπούρι και πολεμούσαμε. Αυτός ο δυστυχής ήταν μέσα εις την χώρα σε σπίτι μπασμένος. Αφού φύγαμε εμείς, αυτός έμεινε μόνος του κλεισμένος• τόφυγαν οι συντρόφοι του κι’έμεινε μόνος του. Του ρίχτηκαν οι Τούρκοι απάνου του, παίρνει ένα γιαταγάνι τούρκικον και σκοτώνει τέσσερους• κι εκεί οπού τον πολεμούσαν του δίνουν μίαν μαχαιριά εις την κοιλιά• και σκοτώνει τον Τούρκον και με το μαχαίρι εις την κοιλιά ήρθε εκεί οπού ήμαστε εμείς, εις το ταμπούρι. Και δεν του πειράξαμεν το μαχαίρι• με τούτο εις την κοιλιά τον πήγαμε εκεί οπούταν οι εδικοί μας και ήταν ο γιατρός• και τόβγαλε το μαχαίρι και με των μερμήγκων τα κεφάλια τόραψε την κοιλιά. Και τράβησε ο καημένος κοντά ένα χρόνον να γιατρευτή. Γέρευε και πάλε ξηλώνεταν, κι’έβγαιναν οι κοπριές από την κοιλιά οπούταν η πληγή. Και ζη τώρα και δεν έχει ψωμί να φάγη».(27)

Για το παραπάνω απόσπασμα δανείζομαι την παρατήρηση που διατυπώνει ένας μελετητής του Μακρυγιάννη σε πρόσφατη συγκριτική εργασία του: «Αν ο Μακρυγιάννης περιοριζόταν στην εξιστόρηση του περιστατικού σταματώντας στην προτελευταία τελεία, θα είχαμε ίσως αυτό που λέει ο Σεφέρης έναν ‘άρχοντα της γλώσσας’, έστω ακόμη και ‘τον πιο σημαντικό πεζογράφο της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας’. Γι’αυτά θ’ αρκούσαν ίσως τα ως εκεί. Η μικρή όμως φράση που ακολουθεί δίνει άλλα πράγματα, δίνει μεμιάς όλον τον Μακρυγιάννη -που καμιά πεζογραφία δεν τον καλύπτει, καμιά θέση μέσα σ’ αυτήν. Εδώ ο λόγος του Μακρυγιάννη λειτουργεί αλλιώς, είναι μια αστραπή πάνω σ’ όλη τη λαϊκή μας ιστορία, αστραπιαία συνείδηση αυτής της μοίρας».(28)

Κρίνοντας την πολιτική συμπεριφορά του Ιωάννη Καποδίστρια -και των αδελφών του Βιάρου και Αυγουστίνου (1828 κ.ε.)-, απέναντι στους πολεμιστές του '21, ο Μακρυγιάννης προσθέτει και τα επόμενα: «... Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτήνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτήνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν «Ποιος σας είπε, τους λένε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» (...). Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι, τους κατατρέχει ο Κυβερνήτης μας κι’ο Αυγουστίνος κι’ ο Βιάρος• καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούνε πολλούς, οπούπαιζαν το μπιλιάρδο μέσα στους καφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών. Αυτήνοι βαθμολογώνται, αυτήνοι πλερώνονται βαριούς μιστούς. Οι αγωνισταί δυστυχούν. Των σκοτωμένων τις φαμελιές όποια είναι νέα την θέλει ο τάδε, σα να λέμε ο Βελήπασας, ο Μουχτάρ-πασάς, ότι δεν έχει η φτωχή να φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι’ από άλλα μέρη (τις λευτέρωσαν οι φιλάνθρωποι) και διακονεύουν εδώ εις τ’ Άργος και εις τ’ Αναπλιού τους δρόμους. Των αγωνιστών οι άνθρωποι διακονεύουν και γυρεύουν να πάνε πίσου εις τους Τούρκους. Τους είχανε αυτήνοι σκλάβους, τους ντύνανε, τους συγυρίζανε και τρώγαν. Εις την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν. Από όλα αυτά, καημένη πατρίδα, δεν θα σωθούνε τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή [= «βάνουν την αρετή στα σίδερα», καταδυναστεύουν τους αγαθούς] εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε• μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς».(29)

Ότι οι ηθικές εκτροπές δεν αποτελούν τυχαία φαινόμενα, αλλά γεννιούνται από τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες και από τα πρότυπα ζωής που παρέχει στο λαό η συμπεριφορά της εξουσίας είναι απόλυτα συνειδητό στον Μακρυγιάννη• όπως και το ότι ο αμοραλισμός στο κοινωνικό επίπεδο υπονομεύει την εθνική ανεξαρτησία: «Όλα τα είχαμεν, σπιγούνους δεν είχαμεν τώρα έγιναν οι περισσότεροι Έλληνες. Και δεν έγιναν μόνοι τους, τους κάνεις η Εξοχότη σου, ο Βιάρος, ο Αγουστίνος δίνοντάς τους βαθμούς, θέσες, χρήματα, βαργιές πλερωμές ανθρώπων οπού δεν έχουν δικαιώματα. Των αγωνιστών πολλών τους λέτε• «Σύρτε διακονέψετε». Τότε όλοι θα γενούν σπιγούνοι. Κι αυτό το σκολείον θα φάγη την λευτεριά μας• κι αυτήνη την λευτερίαν, Κυβερνήτη μου, δεν την ηύραμεν εις το σοκάκι και δεν θα μπούμεν εύκολα πίσου εις του αυγού το τζόφλιο, ότι δεν είμαστε πουλάκι να χωρέσουμεν πίσου, εγίναμε πουλί και δεν χωρούμεν».(30)

Σε άλλο σημείο ο Μακρυγιάννης προσδιορίζει με λίγες καίριες λέξεις την κοινωνική αντίθεση που είχε δημιουργηθή αργότερα (στα 1833) ανάμεσα στους άρχοντες και στους αγωνιστές του '21 με τα ακόλουθα λόγια: «-και σ’ αυτήνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι [=μας κοίταζαν] από μακριά, όταν κιντυνεύαμεν. Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ΄να γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ’ αλέτρι και τραβούμεν το γενί [=το υννί] και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκαλα, και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι, και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια».(31)

Αλλά η εμπειρικά ασκημένη κοινωνική όραση του Μακρυγιάννη του επιτρέπει να παρακολουθή τα φαινόμενα ως εκεί όπου κλείνει ο κύκλος τους και να κρίνη καταλυτικά μια πολιτική και κοινωνική εξουσία που όχι μόνο δεν θέλει να αναλάβη τις ευθύνες της, αλλά και απαλλάσσεται από τις συνέπειές τους με τον γνωστό και πολύ αποτελεσματικό για την επιβίωσή της τρόπο. Στο διάστημα αμέσως πριν από τις 3 Σεπτεμβρίου 1843 -στο διάστημα, δηλαδή, της μύησης και της προετοιμασίας για την επανάσταση- αναφέρεται το επόμενο εκτενές απόσπασμα των «Απομνημονευμάτων». Ο Μακρυγιάννης, σε συνάντηση που είχε στο σπίτι του με τον Μήτρο Ντεληγιώργη «μιλάει για τα δεινά της πατρίδας, για την εγκατάλειψη και τις περιπέτειες των αγωνιστών, για τις αδικίες που γίνονται»,(32) και λέγει τα ακόλουθα: «Να το πιούμεν [sic. το κρασί] εις συχώριον εκείνων οπού σκοτώθηκαν διά την πατρίδα παράγωρα [= προώρως] κι’ άφησαν χήρες γυναίκες κι’ αρφανά παιδιά, οι γριές των σκοτωμένων διακονεύουν, οι νιές -στανικώς τους πατούνε την τιμή τους• όσοι αγωνισταί μείναν, οι περισσότεροι νηστικοί και δυστυχισμένοι, μην υποφέρνοντας την δυστυχίαν πάνε λησταί και τους πιάνει η δικαιοσύνη με την δύναμή της, βάνει την τζελατίνα και τους κόβει. Και γιομάτες οι φυλακές του Κράτους. Πιε, του λέγω, είναι δια την τζελατίνα και παλούκι των αγωνιστών, εκεινών οπού τους αδικούνε και χάθηκαν, το άνθος της πατρίδος! Και θα τους χρειαστή μια ημέρα και η πατρίδα κι’ ο Βασιλέας. Θυμήσου τι τραβήσαμεν κι’ εμείς οι δυο. Δεν αδίκησαν εσένα, όταν γύρευαν να σε βάλουν υποταματάρχη εις την οδηγίαν του Κουτζονίκα και μάλωσα δι’ αυτό και δια άλλους με τον Αγιντέκ και με τ’ άλλα τα μέλη της Αντιβασιλείας; Και μας έστειλαν 'πιτροπή εσένα κι’ εμένα να οργανίσουμε τους αγωνιστάς -και να τους δώσουμε μιστόν δώδεκα γρόσια; Τι θα τόκανε αυτό το μισό τάλαρο εκείνος ο καταπληγωμένος αγωνιστής• αυτός να ντυθή, η γυναίκα ή τα παιδιά του ή οι γέροι οι γονέοι του; Διά τους αγωνιστάς και χήρες κι’ αρφανά και δια κείνους οπού θυσίασαν το εδικό τους εις τον αγώνα της πατρίδος, και ήτον νοικοκυραίοι και τώρα είναι διακονιαραίοι, δεν έχει ψωμί η πατρίδα δι’ αυτούς όλους, είναι φτωχή, και δια τον Αρμασπέρη έχει, οπούρθε ψωριασμένος κόντης κι’ έφυγε μ’ ένα μιλιούνι τάλαρα κι’ αγόρασε εις την πατρίδα του έναν τόπον και τον έβγαλε «Ελλάς» και μουτζώνει εμάς τους ανόητους Έλληνες αυτός και οι άλλοι οι Μπαυαρέζοι και οι φίλοι τους οι εδικοί μας; Πού’ ναι τόσα μιλιούνια δάνεια, πού είναι οι πρόσοδοι, πού 'ναι οι καλύτερες γες, πού 'ναι οι μύλοι, πού 'ναι τ’ αργαστήρια των Τούρκων και σπίτια, πού είναι τα περιβόλια και οι σταφιδότοποι; Ποιος τάχει παρμένα; Ο Αρμασπέρης με τους άλλους Μπαυαρέζους έδιναν των δικών μας των χαραμοταϊσμένων αυτά όλα και τους στράβωναν, κι αυτήνοι πήραν τα χρήματα και τα παίρνουν ολοένα. Ποιους θα επιστηρίξης εδώ οπούρθες και ποιους θα προδώσης; Πού το τζάκισες αυτό το χέρι; -Στο Μισολόγγι, μου λέγει. -Πού το τζάκισα εγώ αυτό; -Στους Μύλους του Αναπλιού. -Διατί τα τζακίσαμεν; -Διά την λευτεριά της πατρίδος. -Πού 'ναι η λευτεριά και η δικαιοσύνη; Σήκου απάνου! Τον παίρνω και πάμεν και τον ορκίζω. Του παρουσιάζω και τον όρκον και τον διάβασε• και τον υπόγραψε ο αγαθός και γενναίος πατριώτης».(33)

Την ίδια κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι αγωνιστές του '21, θα διεκτραγωδήση ο Μακρυγιάννης και στον Όθωνα, όταν θα τον επισκεφθή λίγες μέρες μετά από την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843; «Αυτός ο τόπος, η πατρίδα μας, οπού βασιλεύεις, ήταν πρώτα ρουμάνι, ότ’ είχε γίνει βάλτος τόσα χρόνια, κι’ έκαμεν πολλά άγρια δέντρα και παλιοχόρταρα, κι’ ένα μέρος από μας τους ντόπιους κι’ από τα έξω μέρη πολλοί αγαθοί άνθρωποι πήραν τα τζαπιά, τα τζεκούρια, τα φτυάρια κι’ έκοψαν όλες αυτές τις ακαθαρσίες και δούλεψαν αυτόν τον τόπο και δίνει τώρα σοδήματα, καρπούς και φρούτα αξιόλογα. Εκείνοι οπού αγωνίστηκαν, από μέσα κι’ απ' όξω, λίγοι ήταν και χάθηκαν οι περισσότεροι, κι’ όσοι μείναν πολλοί από αυτούς γκεζερούν [=«πλανώνται ασκόπως»] ξυπόλυτοι και γυμνοί μέσα στα σοκάκια αυτηνής της πατρίδας τους• και οι χήρες κι’ αρφανά των αγωνιστών διακονεύουν και οι νιές τους πατούνε οι διαφταρμένοι την τιμή τους στανικώς να φάνε κομμάτι ψωμί. Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν και παίρνουν το ξύλο και βαρούνε τους αγωνιστάς.
» Ποτές δικαιοσύνη δεν είδαμεν -κι όλο συχνούς εφύλιους πολέμους και σκοτωμούς. Χάθηκαν δι’ αυτά τα καλύτερα παλληκάρια κι έπαθε και παθαίνει η πατρίδα όσα δεν έπαθε από τους Τούρκους...»(34)

«Λίγοι αγωνιστήκαμεν -εις τον καρπόν πολλοί πλάκωσαν».! Πρόκειται, βέβαια, για φαινόμενο που επαναλαμβάνεται. Στις παραμονές της απελευθέρωσης του τόπου από την γερμανική κατοχή, ο Γιώργος Σεφέρης θα μας μιλήση στο ποίημα του Τελευταίος σταθμός [Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου '44] για την ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων(35) (στ. 45 -αμέσως έπειτα από τον στίχο που ενσωματώνει την έκφραση «δόλο και απάτη» του Μακρυγιάννη). Η Ιδιοτέλεια αυτή στρέφεται σε πολλούς στόχους, από την ιδιοποίηση της αγωνιστικής τιμής ως την κάρπωση υλικών ωφελημάτων. Στενότερη και σαφέστερη σημασία αποκτά ο στόχος στο σατιρικό δίδυμο του «Τελευταίου σταθμού», που είναι το ποίημα «Το απομεσήμερο ενός φαύλου»[Cava dei Tirreni, 7.10.1944] (στίχ. 29-36):

Μαυραγορίτες από τα Νάφια,
της προσφυγιάς μας άθλια συνάφια,
γύφτοι ξετσίπωτοι κι’ αρπαχτικοί,
λένε, πατρίδα, πως πάνε εκεί

στα χώματά σου τα λαβωμένα
γιατί μαράζωσαν, τάχα, στα ξένα
και δεν μπορούνε χωρίς εσέ-
οι φαύλοι: τρέχουνε για το λουφέ.(36)

Αλλά τα σχετικά με το θέμα μας αποσπάσματα των «Απομνημονευμάτων» του Μακρυγιάννη είναι, επαναλαμβάνω, πάρα πολλά. Θα τελειώσω με ένα τμήμα από την «Διαθήκη» του, γραμμένην τα μεσάνυχτα της 2ας Σεπτεμβρίου 1843: «Κύριε παντοδύναμε! Εσύ, Κύριε, θα σώσης αυτό το αθώο έθνος. Είμαστε αμαρτωλοί, είσαι Θεός! Ελέησέ μας, φώτισέ μας, ένωσέ μας και κίνησέ μας αναντίον του δόλου και της απάτης, της συστηματικής τυραγνίας της πατρίδος και θρησκείας. Εις δόξα σου, Κύριε, σηκώνεται απόψε η σημαία της λευτεριάς αναντίον της τυραγνίας! Πατριώτες! Πεθαίνω δια την πατρίδα. Στέκω είς τον όρκον μου τον πρώτον. Δεν μπορώ, πατρίδα, να σε βλέπω τοιούτως και των σκοτωμένων τα παιδιά και οι γριγές να διακονεύουν και τις νιές να τις βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εις την τιμή τους οι απατεώνες της πατρίδος. Γιομάτες οι φυλακές από αγωνιστάς και στα σοκάκια σου διακονεύουν αυτήνοι οι αγωνισταί, οπού χύσανε το αίμα τους δια να ξαναειπωθή «πατρίδα Ελλάς». Είτε ελευτερία κατά τους αγώνες μας και θυσίες μας, είτε θάνατος σ' εμάς!..».(37)

Συνεχίζω με τα εκδεδομένα προσφάτως «Οράματα και θάματα» του Μακρυγιάννη, τα οποία παρουσιάζουν τις ίδιες πεζογραφικές αρετές με τα «Απομνημονεύματα»: λαϊκή γλώσσα σε μέγιστη ένταση των δυνατοτήτων της, γέννηση του προσωπικού ύφους του Μακρυγιάννη, περιγραφή που αντλεί την δύναμή της από τον ισχυρότατο εμπειρισμό της. Και εδώ οι αναφορές του συγγραφέα στην τύχη των αγωνιστών του '21 είναι πυκνές. Θα περιορισθώ και πάλι σε μια δειγματοληπτική επιλογή: «...να δικιώσετε όλους τους αγωνιστάς, οπού κιντύνεψαν διά την πατρίδα τους και θρησκεία τους και πεθαίνουν εις τους δρόμους, και άλλοι τους βυζαίνουν τα αίματά τους»(38). -Έτσι καταντήσαν των αγωνιστών τα παιδιά οι αναθεματισμένοι, εις την ταλαιπωρίαν οπού είναι•»(39). -«••• και αυτείνοι [Κωλέττης, Μαυροκορδάτος, Κίτσος Τζαβέλας], τους έστρωσαν το τραπέζι άλλοι, και τρώνε και γυμνώνουν και την πατρίδα τους και την θρησκεία τους και την πωλούνε όθεν φτάνουν, και οι καημένοι οι αγωνισταί πεθαίνουν χωρίς άρτον και γυμνοί•»(40). -«...συγχρόνως ήταν και κάτι χήρες και αρφανά των αγωνιστών σε μεγάλη δυστυχία- τους είχα εις το σπίτι μου. Πήγα και μίλησα και δι’ αυτούς, και εις τον βασιλέα και εις τον πρωτοϋπουργόν Κωλέττη, και δεν τους έγινε ούτε ένα λεπτό περίθαλψη• μάλωσα με αυτόν πολύ. Ό,τι μπόρεσα έκαμα εις τους ανθρώπους, και πάνε πίσου από εκεί οπόρθαν, άδειοι και ξεροί, ότι δι’ αυτούς είναι φτωχή η πατρίς, δια τους προδότες και κόλακας και παραλυμένους είναι πολλά πλούσια. Δια όλα αυτά μόρθε μια απολπισία πού καταντήσαμεν, και αστένησα καμόσο»(41). - «... και δι’ αυτόν τον όρκον αυτείνοι πέθαναν δι’ αυτείνη την πατρίδα και θρησκεία, και θυσίασαν και το έχει τους, και πολλών οι γυναίκες τους, τα παιδιά τους, οι συγγενείς τους διακονεύουν και ταλαιπωρούνται ξιπόλυτοι, γυμνοί, νηστικοί στα σοκάκια εκείνης της ματοκυλισμένης πατρίδος οπού ζύμωσαν οι γονέοι τους και οι συγγενείς τους με το αίμα τους, και την γοδέρουν [= την απολαμβάνουν] σήμερα και την τρώνε και την προδίνουν οι γουρνόλυκοι με τ’ ακονισμένα δόντια και οι σύντροφοί τους αυτεινών οι τοιούτοι. Θεοτόκο, μήτηρ του παντός, αυτούς τους αθώους να λυπηθείς, αυτούς τους γυμνούς και ταλαίπωρους• αυτείνοι φέρνουν δοξολογίαν εις τον Θεόν και την βασιλείαν του»(42). -«Έλιωσαν αυτείνοι οι πατέρες, τώρα εις τα γερατειά τους βασανίζονταν πολύ εις τους δρόμους»(43). -«Και αφάνισαν το κράτος όλοι αυτείνοι, βγάζοντας ληστάς, και γυμνώνουν αυτείν’ οι ίδιοι και αφάνισαν τον τόπον. Και αυτά όλα τα κάνει, τα κινεί ο υπουργός Μίλιος [= Σπυρομίλιος], ότι τοιούτως έκαμε και ο θείος του εις την Ανάπολη• κατασκότωσε τους ανθρώπους εκεί, κατά διαταγή του ανωτέρου του, και είναι εις την εύνοιάν του τώρα»(44). -«...σκοτωθήκαμε με τους Τούρκους, ένας και μετ’αυτά εκατό, και ακόμα σκοτωνόμαστε, και οι φυλακές γιομάτες, και η τζελατίνα, το κοπίδι σας, εσάς των ευγενών, οπού μας εστείλετε να κόβει τους άγριους ανθρώπους, όλο τροχημένο είναι, και κόβει από μας. Τέλος πάντων, όσους να κόψετε δεν σωνόμαστε'...».(45)

***
Θα κλείσω το κείμενο της ομιλίας μου με παραθέματα από ορισμένα θεατρικά έργα ενός επίσης γενναίου αγωνιστή του '21, αντιπολιτευόμενου, έπειτα μαχητικού βουλευτή (πολιτευόταν στην Φθιώτιδα) και πρωτοποριακού -αλλά άγνωστου σήμερα στους πολλούς- συγγραφέα του περασμένου αιώνα, του Μ. Χουρμούζη (1804-1882).(46)

Στα 1834 ο Χουρμούζης καταχωρίζει στην εφημερίδα του Ναυπλίου «Η Εποχή» επτά διαλόγους του, τους οποίους -μαζί με έναν όγδοο- τυπώνει αυτοτελώς στα 1838.(47) Από τα γραφόμενα στον πρόλογο του βιβλίου προκύπτει το συμπέρασμα ότι ο σκοπός του Χουρμούζη ήταν να ελέγξη με την σάτιρα των διαλόγων αυτών τους ξένους (τους Βαυαρούς τυχοδιώκτες και την «Εϊδεκοκρατία») και, γενικότερα, να χτυπήση την διαφθορά της δημόσιας ζωής του τόπου(48):«Όταν κατά το 1834», σημειώνει, «ηθέλησαν οι ξένοι να ενσπείρωσι τον τρόμον εις τας ψυχάς μας, και επομένως την δουλικήν υπακοήν εις τας θελήσεις του δεσποτισμού των, κατεχώρησα Διαλόγους επτά εις την εφημερίδα η Εποχή, δια των οποίων εσατύριζα και την σπατάλην των εθνικών χρημάτων, και την αναξιότητα μερικών στρατιωτικών, καθώς και τα αθέμιτα μέτρα της τότε Εϊδεκοκρατίας».(49)

Όπως παρατηρεί ένας κριτικός: «Ο διωγμός των αγωνιστών από την Αντιβασιλεία, η πείνα τους, το πέσιμό τους στη ληστεία, το πέρασμά τους στην Τουρκία μήπως βρουν εκεί προστασία και σωτηρία, η συμπεριφορά των Βαυαρών, το ρήμαγμα των δανείων και των ταμείων του Κράτους, αυτά είναι τα θέματα των «Διαλόγων».(50)

Θα άξιζε να ακουσθούν εδώ ολόκληρα τα -σύντομα, άλλωστε- χαριτωμένα κείμενα των οκτώ Διαλόγων του Χουρμούζη. Θα αρκεσθώ, όμως, στην ανάγνωση ελάχιστων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων:

Διάλογος δεύτερος (διαλέγονται ο Ν. και ο Κ.)• «Κ. Τι υπερβολίζεις, φίλε; ημείς ζητούμεν ψωμί, και αυτό δεν μας το δίδουν έπειτα πως ο Βασιλεύς είναι δίκαιος, ποιος το αρνείται; μήπως όμως η αλήθεια φθάνει γυμνή εις τον θρόνον του: πόσοι ξεψυχούν της πείνας και τους παριστάνουν ότι από την πολυφαγίαν κινδυνεύουν και πόσοι πάλιν παριστάνονται άξιοι της Βασιλικής του χάριτος, ενώ και χρήματα έχουν, και πολλοί ίσως ουδέ του Τούρκου το πρόσωπον είδαν!»(51).

Διάλογος τρίτος (διαλέγονται ο Ε. και ο Π.) «Π. Πρώτον λοιπόν σε λέγω, ότι είμαι εις εξ εκείνων των Ελλήνων, των οποίων και το όνομα και η διαγωγή εσύντεινε πολύ εις τους υπέρ της ελευθερίας πολέμους• ήμην από τους πρώτους οπού ελάβομεν το όπλον εις τας χείρας• επολεμήσαμεν τους αδίκους Τούρκους• τους εδιώξαμεν απ’ αυτό το έδαφος, το οποίον βλέπεις αλλού κόκκινον από τα αίματά μας, και αλλού άσπρον από τα κόκκαλα των αδελφών και συγγενών μας• ελευθερώσαμεν την πατρίδα, έπειτα από πολλάς θυσίας και δυστυχίας ηξιώθημεν και Βασιλέα. Ενώ δε ηλπίζαμεν ανταμοιβήν των κόπων μας, μας επαράστησαν κατά δυστυχίαν εχθρούς του Θρόνου, και χωρίς καμίαν εξέτασιν μας έβαλαν εις τα Μετέωρα, όπου εις διάστημα δεκατεσσάρων μηνών εφύτρωσαν αυτά τα γένεια οπού βλέπεις.»(52)

Διάλογος τέταρτος νεκρικός (διαλέγονται οι Δ., Φ., Θ., Κ. και Β.)• «Δ. Ε, Καπετάνιε μου, τώρα δεν σ’ ερωτάνε αν έφαγες Τουρκιά, αν έκοψες Πασάδες, και αν έπιασες Βεζύρηδες, έχεις κανένα τρανό φίλο, έχεις γράμμα στην τζέπη, ξεύρεις φράγκικα, βγάζεις το καπέλο σου ως κάτω; να το για μια το υπούργημα• αυτά έκαμαν και τον καημένον τον Έλληνα να πιάσει τα βουνά και την ξενία.»(53).

Διάλογος πέμπτος (διαλέγονται ο Ν. και ο Α.)• «Ν. Φαρμάκι στάζει η γλώσσα σου. Α. Φαρμάκι στάζει• διότι φαρμάκωσε και μέσα την καρδιά μου το άδικον, να υπηρετήσω δεκατρία χρόνια, να χύσω το αίμα μου, να χάσω τους συγγενείς μου και την κατάστασίν μου, και σήμερον να ψοφώ της πείνας, όχι φαρμάκι στάζει, αλλά κεραυνούς• μα εσένα τι σε μέλλει, άλλην φροντίδα δεν έχεις, ει μη πότε να τελειώσει ο μήνας.»(54).

Διάλογος έβδομος νεκρικός (διαλέγονται οι Β., Κ., Υ., Π. και Χ.)• «Β. (...) δεν ζητεί ο καημένος ο Έλληνας καπετανάτα, ή πράγματα άδικα, μόνον λέγει, το ψωμί που το δίδεις σ’ άλλον, δώσ’ το και σ’ εμένα, που το ζύμωσα. (...). Κ. Και εγώ με την γνώμην του Γεροπανουριά είμαι• ποτέ δεν μου παραπονέθηκαν τα παλικάρια μου, γιατί ποτέ δεν τους αδίκησα, λοιπόν και τώρα όποιος θέλει να κάμει τον Έλληνα αρνί, ας μη του παίρνει το ψωμί• δεν είναι λίγο πράγμα να δουλεύσουν τόσα χρόνια, να τους φάγει η πείνα, το κρύο και το τουφέκι, και σήμερα να μην έχουν ψωμί να φάνε, πώς το λες Χατζή Μπαμπά και του λόγου σου; Χ. Αλήθεια, και οι Τούρκοι το λένε• Μπιρί γερ, μπιρί μπακάρ, κιαμέτ οντάν κοπάρ. Π. Τι θα πει αυτό; Χ. Θα πει ο ένας να τρώγει, και ο άλλος να βλέπει, ο κόσμος τότε χαλνάει. Υ. Πολλά καλή παροιμία! (...). Β. Γράφε λοιπόν. (...): γνωρίζεις, Βασιλέα μας, ότι δεν είναι δίκαιον, άνθρωποι οπού επολέμησαν τόσα χρόνια με την πτώχεια, με την πείνα, με την δίψα, με τον πόλεμον. οπού νίκησαν τον Σουλτάνον, να πεινούμε σήμερον, και εκείνοι οπού μήτε εφάνηκαν, μήτε επείνασαν, μήτε ένα τουφέκι έριξαν εις τον εχθρόν, να τρώγουν και να πίνουν, και να καταφρονούν τους Έλληνας. Πρέπει, Βασιλέα μας, να σηκώσεις από την μέσην τα παράπονα..»(55).

Διάλογος όγδοος (διαλέγονται ο Ε. και ο Β.)• «Β. (...)• δι’ αυτό και έβλεπες ότι πολλοί από μας επλαγιάζαμεν Ανθυπολοχαγοί, και εξυπνούσαμεν Αντισυνταγματάρχαι, και έτζι επετύχαμε και όλ’ αυτά τα κάμαμε προς φωτισμόν σας. (...). Ε. Να τυπώσεις ένα βιβλίον, και να λες μέσα, ότι προς φωτισμόν μας επαραίτησες την τέχνην σου εις την πατρίδα σου. και ήλθες εδώ, οπού για το καλόν μας επρογευμάτιζες Υπολοχαγός, εδειπνούσες Λοχαγός, επλάγιαζες Ταγματάρχης, ονειρευόσουν Αντισυνταγματάρχης, και εξυπνούσες Συνταγματάρχης• ότι προς φωτισμόν των αμαθών εδέχουσουν με τόσα παρακάλια καμιά πεντακοσαριά δραχμάς τον μήνα δια μισθόν, και καμιά τρακοσαριά επιμίσθιον ότι η πρώτη σου δουλειά, οπού ήλθες εδώ, ήτον να διαλύσεις τα εθνικά στρατεύματα, και να μας προστάξεις να μάθουμε την γλώσσαν σου (...)• πώς να φυλακώνονται και να καταδικάζονται οι πρωταθληταί του Έθνους• (...)• πώς να βραβεύονται οι Προκρούσται πώς να υποθάλπεται ο Φαναριωτισμός, και να βραβεύονται οι μετερχόμενοι αυτόν, και πώς οι αμαθείς και απαίδευτοι να διδάσκουν τους καλυτέρους των».(56)

«Ο αντιβαυαρισμός και ο αντιοθωνισμός του Χουρμούζη είναι απροκάλυπτος»(57) και στις κωμωδίες του. Δεν θα αναφερθώ, βέβαια, σε όλες αυτές και στην πολεμική τους κατά των Βαυαρών, αλλά κυρίως στην δεύτερη, που έχει τον εύγλωττο τίτλο «Ο τυχοδιώκτης» (1835),(58) και δευτερευόντως στην τρίτη («Ο υπάλληλος», 1836).

Αξίζει να υπογραμμισθή ότι Ο τυχοδιώκτης φέρει την τολμηρή αφιέρωση:Προς τον εξοχώτατον στρατηγόν κύριον κύριον ΆΪδεκ τον Τυχοδιώκτην αφιερώνει ευγνωμοσύνης ένεκα ο Χουρμούζης.(59) Στον πρόλογο, εξάλλου, ο Χουρμούζης επεξηγεί ειρωνικά γιατί αφιερώνει την κωμωδία του στον Heideck («... εσύντεινε πολύ εις το να γίνη μέγα μέρος των στρατιωτών της πατρίδος ψωμοζήται, και εγώ Κωμωδοποιός»).(60) Ενώ προσθέτει για τον ίδιο Βαυαρό αξιωματούχο: «...όταν εγίνη το μητρώον των υπέρ ελευθερίας στρατιωτικώς πρωταγωνισθέντων, και έμαθεν ότι η εξεταστική επιτροπή ανεγνώρισεν υπέρ τους εννεακοσίους, εταλάνισε την Ελλάδα, τι θα γίνη με τόσους ληστάς• αλλά το πιστεύεις αυτό ποτέ; Βέβαια όχι, διότι, και αυτός το εγνώριζεν ότι, αν έλειπον αυτοί οι λησταί, δεν εδημιουργούντο Στρατηγοί, Αντιβασιλείς, Άρχοντες και Δεσπόται».(61)

Στην τρίτη σκηνή της πρώτης πράξης ο κεντρικός ήρωας του έργου -ο ετερόχθων «Τυχοδιώκτης»- μιλάει για την αχαριστία των αυτοχθόνων και λέγει: «Ως κι αυτός αχαριστία! τι διάβολο! εχάλασε ο κόσμος, πάει πλέον. Ανθρωπιά αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν. Ευγνωμοσύνη δεν γνωρίζουν, χαρακτήρας τι πράγμα είναι δεν το ξεύρουν, τι ανόητος οπού ήμουν! ν’ αφήσω την πατρίδα μου (...), και να έλθω εδώ εις αυτό το βάρβαρον και αχάριστον έθνος διά να τους μεταδώσω τα φώτα και τας μαθήσεις μου, και αυτοί να φωνάζουν και να παραπονούνται (...)• με πεντακοσίων μόνον δραχμών μηνιαίον, και με τριακοσίων επιμίσθιον οικονομώ τας ανάγκας μου• (...)• ποτέ δεν ηθέλησα να μιμηθώ την οκνηρίαν των αυτοχθόνων, οίτινες αν και μεμακρυσμένοι διά την αναξιότητά των από την υπηρεσίαν, και επομένως λιμώττοντες της πείνας, περιφέρονται όμως με τόσην απάθειαν, ζητούντες ελεημοσύνην με τον δίσκον. Χθες ακόμη έδωσα εις ένα εξ αυτών πέντε λεπτά, διότι με είπεν ότι είχε πέντε πληγάς εις το σώμα του. Αν με έλεγεν ότι είχε δέκα πληγάς, ήθελα του δώσει και δέκα λεπτά. (...)».(62)

Αυτός περίπου είναι ο «Τυχοδιώκτης». Και, όπως σημειώνει νεώτερος κριτικός: «...είναι ένα καλό έργο. Έχει πιάσει σωστά το φαινόμενο της εποχής. Περιγράφει με ακρίβεια το περιβάλλον της ξενοκρατίας, προβάλλοντας τις αιχμές του. Αυτός ο ‘Τυχοδιώκτης’, ο ανίδεος, ηλίθιος, αγράμματος μικροαπατεώνας, εικόνα και ομοίωση της Βαυαρικής λαίλαπας, είναι πιστό και ‘φτυστό’ αντίγραφο όλων των "Κολαούζων" της εξάρτησης. Δειλός, γυμνοσάλιαγκας, κάλπης και κουτός, παράσιτος».(63)

Ένα άλλο θεατρικό έργο του Χουρμούζη, «Ο υπάλληλος»(1836),(64) διεκτραγωδεί το φαινόμενο των Ελλήνων παροίκων, οι οποίοι, κατεβαίνοντας στην Ελλάδα από το Φανάρι και από την Ευρώπη, κατελάμβαναν θέσεις στην κρατική μηχανή, ενώ οι ντόπιοι αγωνιστές έμεναν χωρίς εργασία. Ο πρόλογος της κωμωδίας αυτής του Χουρμούζη(65) αποτελεί μια «σωστή πραγματεία κατά των Βαυαρών και των ‘αφοσιωμένων’ τους».(66)

Για τον Χουρμούζη θα μπορούσαμε συνοπτικά να επαναλάβουμε την γνώμη, ότι «η κριτική του έχει δύο βασικούς άξονες αναφοράς: τα ιδανικά του Αγώνα (μαζί και η τύχη των αγωνιστών, ο ρόλος τους στο νεοσύστατο κράτος) και το σεβασμό του συντάγματος, το σεβασμό του πολιτεύματος».(67)

***
Αλλά το απαράδεκτο φαινόμενο της εξοντωτικής συμπεριφοράς της άρχουσας τάξης του περασμένου αιώνα προς τους ηρωικούς αγωνιστές του '21 βρήκε την έκφρασή του και σε λογοτεχνικά κείμενα του αιώνα μας, γεγονός που υποδηλώνει την ένταση που είχε και την χρονική έκταση της απήχησής του. Εκατό, δηλαδή, περίπου χρόνια μετά την σύνθεση από τον Αλέξανδρο Κουτσό του ποιήματος «Ο ψωμοζήτης στρατιώτης», ο Γεώργιος Στρατήγης (1860-1928) θα μας δώση το εκτενές αφηγηματικό ποίημα Ματρόζος,(68) αφιερωμένο στην γνωστή προσωπική ιστορία του γέρου Σπετσιώτη αγωνιστή. Ο Ματρόζος, που χάρισε αφειδώλευτα τα πάντα στην πατρίδα, τελείωνε τώρα την ζωή του φτωχός και αγνοημένος, ενώ οι πρώην ναύτες του είχαν γίνει καπεταναίοι στα βασιλικά καράβια και ο παλιός συμπολεμιστής του Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν υπουργός. Αυτόν, λοιπόν, τον Κανάρη
-του οποίου την ζωή είχε γλυτώσει κοντά στην Τένεδο- πηγαίνει να συνάντηση ο γέρο Ματρόζος στην Αθήνα. Ας παρακολουθήσουμε όμως την εξέλιξη του ποιήματος:
............................................
«Παιδί μου, τώρα εγέρασα, παιδί μου, θ’ αποθάνω».
Στο τέλος πάντα μούλεγε μεν’αναστεναγμό,
«Ένας Ματρόζος δεν μπορεί να κάνη τό ζητιάνο,
Μα να βαστάξω δεν μπορώ, της πείνας, τον καϋμό,
Κλαίω που αφίνω το νησί. Θα πάω στην Αθήνα,
Πριν πεθαμένο μεύρετε μια μέρα από την πείνα...

«Μου λεν, ο Καπτάν Κωνσταντής απ’ τα Ψαρρά εκεί πέρα,
Πώς υπουργός εγίνηκε μεγάλος και τρανός,
Κι’ αν θυμηθή πως τη ζωή του γλύτωσα μια μέρα
Απ’ έξω από την Τένεδο, μπορούσ’ ο Ψαρριανός
Να κάνη τίποτε για με, κ’ ίσως να δώσουν κάτι
Σ’ εκείνον πούχε τάλλαρα τη στέρνα του γεμάτη».

Πέντε έξη ημέρες υστέρα εμπήκε στο βαπόρι,
Κι’ ακουμπιστός περίλυπος επάνω στο ραβδί,
Ως που στην Ύδραν έφτασε, εγύριζε απ’ την πλώρη
Το λατρευτό του το νησί ο γέροντας να 'δη.
Και, σκύβοντας, τα κύματα δακρύβρεχτος ερώτα,
Πώς φεύγει τώρ’από το νησί και πώς ερχόταν πρώτα.

«Εδώ τι θέλεις, γέροντα;» ρωτά τον καπετάνο
»Στο Υπουργείον εμπροστά, κάποιος θαλασσινός
»Ντυμένος μέσα στα χρυσά. «Παιδί μου, είναι πάνω
Ο Κωνσταντής;» «Ποιος Κωνσταντής;» «Αυτός... ο Ψαρριανός».
«Δεν λεν κανένα Ψαρριανό, εδώ είνε Υπουργείο,
Να ζητιανέψης πήγαινε μες ΄στο πτωχοκομείο!»

Ο Γέρος ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι
Και τα μαλλιά του εσάλεψαν σαν χαίτη λιονταριού,
Και με σπιθόβολη ματιά μεσ’ απ’ τα στήθεια 'βγάλει
Με στεναγμό βαρύγνωμο φωνή παλληκαριού:
«Αν οι ζητιάνοι σαν κι’ εμέ δεν έχυναν το αίμα,
Οι καπετάνιοι σαν και σε δε θα φορούσαν στέμμα!»

Τότε ο Κανάρης που άκουσε φιλονεικία κάτου,
Στο παραθύρι επρόβαλε να ιδή ποιος τον ζητεί,
Και τον νησιώτη βλέποντας λαχτάρισε η καρδιά του
Και νάρθη επάνω εδιάταξε με τον υπασπιστή.
Κάτι η φωνή του γέροντα του εξύπνησε στα στήθη,
Κάτι που μοιάζει μόνειρο μαζυ και παραμύθι.

Τον κύτταξε, τα μάτια του μεσ’ στα μακρά του φρύδια,
Που ‘μοιάζανε σαν αετούς κρυμμένους στη φωληά,
Στον καπετάνο εφάνηκαν με τη φωτιά την ίδια
Όταν τα εφώτιζε ο δαυλός ‘στα χρόνια τα παληά.
Κι’ ένας τον άλλο κύτταζε κατάματα οι δυο γέροι,
Ο ημίθεος το γίγαντα, ο ήλιος το αστέρι.

«Δεν με θυμάσαι, Κωνσταντή;» σε λίγο του φωνάζει,
«Γλήγορα συ μ’εξέχασες μα σε θυμάμαι εγώ...»
«Ποιος τώλπιζε να ‘δη ποτές» ο γέροντας στενάζει,
«Τον καπετάνιο ζήτουλα, το ναύτην υπουργό!..»
Και σκύβοντας την κεφαλή ‘στα διάπλατα του στήθη,
Τη φτώχεια του ελησμόνησε, τη δόξα του εθυμήθη.(69)

Δύο χρόνια αργότερα ο Γιάννης Βλαχογιάννης (1867-1945) θα μας δώση την γνωστή συλλογή διηγημάτων ιστορικής ύλης Τα παληκάρια τα παλιά.(70) Πρόκειται για 14 διηγήματα που γράφτηκαν στο χρονικό διάστημα από το 1903 ως το 1929. Τέσσερα από τα διηγήματα αυτά αναφέρονται στην περίοδο της Τουρκοκρατίας, ενώ τα θέματα πέντε άλλων έχουν αντληθή από την επανάσταση του '21 και των υπολοίπων από τα μετεπαναστατικά χρόνια.

Από τα 14 διηγήματα της συλλογής ιδιαίτερα μας ενδιαφέρει το υπό τον τίτλο «Ο αγωνιστής»,(71) γραμμένο τον Δεκέμβριο του 1921. Όπως παρατήρησε ο Φώτος Πολίτης,(72) ο Βλαχογιάννης «...Υμνεί και τώρα τα Παληκάρια τα παλιά, τους αγωνιστές στην ακμή τους και τον άδικο κατατρεγμό τους από τις άδικες συνθήκες που δημιούργησε ένα κράτος καλαμαράδων. Το καλύτερο διήγημα της συλλογής αυτής, ένα αριστούργημα αληθινό, διαμάντι ατίμητο της νεοελληνικής λογοτεχνίας, «Ο αγωνιστής», δείχνει όλη την πικρή αγάπη του συγγραφέα για τους ήρωες της μεγάλης εκείνης εποχής (του 1821)...». Ο Πολίτης, μιλώντας παρακάτω για το ίδιο κείμενο, σημειώνει ότι το διήγημα περιγράφει «το ξέφτισμα του Αγωνιστή στ’ οθωνικό βασίλειο».(73) Ο γέρο Κώστα-Γίδας από τα Άγραφα, ακρωτηριασμένος αγωνιστής του '21, χωρίς καμιά σύνταξη, έρχεται νηστικός στην Αθήνα, για να επισκεφθή τον υπουργό και να του εκφράση το παράπονό του. Η συμπεριφορά των γραφειοκρατών της πρωτεύουσας απέναντί του ήταν τέτοια, ώστε αντικρύζοντας την Αθήνα, όταν έφευγε για το χωριό του, θα πη: «Αι, ω ρε παλιόχουρα τ’ κερατά! (...). Τι να σ’ κάμου τώρα; Πάει, πάει πλειά! Έπρεπε 'γω να ξαναπάρου τα β’νά, κεφάλια να κόβου από βουλευτάδες και καλαμαράδες...».(74)

Αν με την αναφορά στον Στρατήγη υπερβήκαμε τα χρονικά όρια του αντικειμένου μας για να δώσουμε ένα δείγμα της θεματογραφικής επιβίωσής του στη νεοελληνική ποίηση, η υπέρβαση νομίζω ότι δικαιολογείται πολλαπλάσια προκειμένου για τον Βλαχογιάννη. Στο πρόσωπό του η πεζογραφία του δημοτικισμού βρήκε τον σημαντικότερο εκφραστή του θέματος που μας απασχολεί και τα ιστορικά αφηγήματά του τον υπηρετούν με δύο, ειδικότερα, τρόπους: διασώζοντας λογοτεχνικά το ήθος των επαναστατικών χρόνων, αλλά και εικονίζοντας την φθορά της μετεπαναστατικής περιόδου, όταν η ελλαδική ρητορεία συσκότιζε και αλλοίωνε την ελληνική αγωνιστική παράδοση.

Η συνάντηση ιστορίας και λογοτεχνίας έχει στην περίπτωση του Βλαχογιάννη τα ακόλουθα κύρια γνωρίσματα.(75) Ξεπερνώντας την στατική ηθογραφία, ο συγγραφέας όχι μόνο συνθέτει μιαν εικόνα συναρπαστικών στιγμών γενναιότητας και άλλων γνωρισμάτων της εποχής του Αγώνα, αλλά, κυρίως, συμπυκνώνει το βαθύτερο ήθος που διατρέχει αυτήν την εποχή.(76) Η λογοτεχνική μετάπλαση του ιστορικού περιστατικού μυθοποιεί θετικά την πραγματικότητα, χωρίς δηλαδή να φθάνη στη ρομαντική παραμόρφωσή της: η μεγαλοσύνη των ηρώων του είναι μεγαλοσύνη ανθρώπινη και εφικτή. Έτσι, αν στον ανεδαφικό, κενολόγο και αδιάφορο ρομαντισμό της επίσημης ιδεολογίας αντιτάσσει ο Βλαχογιάννης έναν λαϊκιστικό ρομαντισμό, (εκφράζοντας ένα ευρύτερο γνώρισμα του δημοτικισμού της γενιάς του 1880 και των αμέσων διαδόχων της(77), αυτή η δική του πρόταση ερμηνείας της ηρωικής εποχής και το υπόδειγμα πατριωτισμού, που επίσης αντιπροτείνει, έχουν πολύ πειστικότερο περιεχόμενο.(78) Η πίστη του στη δύναμη της «λαϊκής ψυχής» -και στη διαχρονική σταθερότητα αυτής της δύναμης- είναι, βέβαια, μια θέση και συναισθηματικά φορτισμένη, μια αφετηριακή παρόρμηση που καθορίζει ολόκληρη την πνευματική δράση του, αλλά είναι και το συμπέρασμα του ιστοριοδίφη και ιστοριογράφου, που επικοινωνεί με τις πηγές του, αναζητώντας σ’ αυτές αναδρομικά την τεκμηρίωση μιας προσωπικά βιωμένης ιστορικής παράδοσης. Γόνιμα ρομαντικός στη γενική σύλληψη, γίνεται αντιρητορικά εμπράγματος και ιδιότυπα ρεαλιστής στην εφαρμογή, δηλαδή στα ιστορικά του πεζογραφήματα, που αναδεικνύουν το ωραίο της ανθρώπινης πράξης χωρίς να ωραιολογούν. Έτσι, το λογοτεχνικό έργο του, με τον κόσμο των γνήσιων αγωνιστικών αξιών που ζωντανεύει, παρέχει ένα ακόμη μέτρο για να αξιολογηθή η στάση του επίσημου μετεπαναστατικού κράτους απέναντι στις αξίες αυτές και στους φορείς τους.

***
Οι αντιφάσεις και οι δυσλειτουργίες, που χαρακτηρίζουν το νεοελληνικό κράτος κατά την γένεσή του αλλά και συνοδεύουν την πορεία του, (με την μεσολάβηση διαδοχικών παραγόντων που προστίθενται σε προηγούμενους ή βαθμιαία τους αντικαθιστούν), οφείλονται σε πολλές σειρές αιτίων. Μία τέτοια βασική σειρά είναι και το πλέγμα: ξένη εξάρτηση, εσωτερικοί συσχετισμοί και μία από τις συνέπειές του στάθηκε κατά τον δέκατο ένατον αιώνα η σύγκρουση ανάμεσα σε μια μεικτή ηγετική τάξη (ξένων και Ελλήνων) και την τάξη των αγωνιστών, που παρακολούθησαν έκπληκτοι την ραγδαία μετατόπισή τους από το επίκεντρο της απελευθερωτικής πράξης στο περιθώριο του ελεύθερου κράτους.

Μέσα από το πρίσμα της λογοτεχνίας παρακολουθήσαμε τις ηθικές κυρίως διαστάσεις και τις (κυριολεκτικά) ένσαρκες εκδοχές αυτού του πολιτικού και κοινωνικού φαινομένου, που δεν εντοπίζεται, βέβαια, αποκλειστικά στον ελληνικό χώρο αλλά που εκδηλώθηκε με ιδιαίτερην οξύτητα στα πλαίσια του νεοελληνικού δημόσιου βίου. Η συστηματική ιστορική ανάλυση και ερμηνεία του αποτελεί αντικείμενο παράλληλων ερευνών, που ενμέρει συμπίπτουν με την προοπτική που επιλέξαμε εδώ και χρησιμοποιούν το υλικό της, αλλά και απαιτούν την αξιοποίηση πρωτογενών ιστορικών πηγών καθώς και ιδιαίτερες μεθοδεύσεις. Λογοτεχνία και ιστοριογραφία, όμως, νομίζω ότι συναντώνται και οι εκτιμήσεις τους συμπίπτουν, όταν φθάνουν στο ερώτημα για τον τελικό δέκτη των συνεπειών κάθε ιστορικής διαδικασίας: τον άνθρωπο ως συγκεκριμένη ύπαρξη (το επώνυμο άτομο και τα ορατά συλλογικά σώματα), που υπηρετείται ή γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, δικαιώνεται ή αδικείται, σώζεται ή χάνεται στην άκρη αυτών των διαδικασιών. Η εμπειρική αντιμετώπιση του προβλήματος από τους Έλληνες λογοτέχνες του δέκατου ένατου αιώνα πιστεύω ότι δεν αστόχησε στις περιγραφές, τις γενικές εκτιμήσεις και τις ηθικές αντιδράσεις της και ότι συμπληρώνει ευεργετικά και δραστικά την ιστορική ανάλυση.

Τελειώνω, όμως, εδώ την σημερινή αναδρομή, για να παρατηρήσω ότι η άδικη τύχη των αγωνιστών του '21 στα μετεπαναστατικά χρόνια παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την μεταχείριση που βρήκαν οι Έλληνες αγωνιστές σε μεταγενέστερες φάσεις της νεοελληνικής ιστορίας.(79) Ενώ όμως για τους επιζώντες από τους τελευταίους
αυτούς ήλθε επιτέλους η πολυπόθητη αποκατάσταση, για τους ήρωες και τους μάρτυρες του Εικοσιένα -τους επώνυμους και τους ανώνυμους αγωνιστές- η δικαίωση έγινε μονάχα από ορισμένους, όπως είδαμε, φωτισμένους συγγραφείς και παρέμεινε αποκλειστικά στις σελίδες των βιβλίων τους... Τώρα, όμως, ευτυχώς και στις καρδιές όλων των Ελλήνων. Διότι ποιος από τους συγχρόνους Έλληνες αγνοεί σήμερα τον Κολοκοτρώνη και τον Μακρυγιάννη; Ενώ τα ονόματα των άλλοτε επιφανών αξιωματούχων της Βαυαροκρατίας -δικών μας και ξένων- έχουν πλέον οριστικά λησμονηθή...





Σημειώσεις

1. Το αντιγράφω από την έκδοση: Διονυσίου Σολωμού, «Άπαντα». Τόμος πρώτος «Ποιήματα». Επιμέλεια-Σημειώσεις Λίνου Πολίτη. Β' έκδοση. Ίκαρος, [Αθήνα] 1961, σ. 301. Κακώς, νομίζω, το επίγραμμα αυτό χαρακτηρίζεται από τους εκδότες του έργου του Σολωμού ως απόσπασμα, αφού οι δύο επιγραμματικοί στίχοι του εκφράζουν απόλυτα αυτό που ήθελε να πη ο ποιητής και συγχρόνως αυτό που περιμένει να ακούση εκείνος που έχει ήδη αντιληφθή την αλήθεια που κλείνουν οι παραπάνω στίχοι.

2. Οι δύο πρώτοι στίχοι καταγράφονται και στο βιβλίο του Δημ.Χρ. Σέττα, «Εύβοια.Λαϊκός πολιτισμός» [Τόμ. Β'], Εκδόσεις Σπανού, Αθήναι 1976, σ. 137.

3. Douglas Dakin, «Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923». Μετάφραση Α. Ξανθόπουλος. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1982, σ. 98. (=The Unification of Greece 1770-1923, Ernst Benn Limited, London 1972, σ. 59).

4. Βλ. D.Dakin, ό.π., σσ. 97-98 και 58-59, αντίστοιχα.

5. Βλ. Αλεξάνδρου Σβώλου, «Η Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος». Εισαγωγή- Επιμέλεια Λουκάς Αξελός. Αθήνα 1972 [Τα Ελληνικά Συντάγματα 1822-1952], σ. 30.

6. Απ. Βακαλόπουλος, «Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821. Οργάνωση, ηγεσία, τακτική, ήθη, ψυχολογία», Θεσσαλονίκη 1948, σ. 284.

7. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σσ. 283-284.

8. Βλ. Νικολάου Ι. Πανταζοπούλου, «Το δια της επαναστάσεως του 1821 θεσπισθέν δίκαιον και οι Έλληνες νομικοί», Θεσσαλονίκη 1971 (=1972) [Το Νεοελληνικόν Δίκαιον, 1], σ. 30.

9. Βλ. αντίστοιχα, για τα παραπάνω ζητήματα: Γεωργίου Π. Νάκου, «Το πολιτειακόν καθεστώς της Ελλάδος επί Όθωνος μέχρι του Συντάγματος του 1844. «Εκ των δημοκρατικών ιδεωδών της Επαναστάσεως του 1821 εις την Απόλυτον Μοναρχίαν», Θεσσαλονίκη 1974 [Επιστημονική Επετηρίς Σχολής των Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ. 17, Παράρτημα αρ. 1], Νικολάου Ι. Πανταζοπούλου, «Georg Ludwig von Maurer. Η προς ευρωπαϊκά πρότυπα ολοκληρωτική στροφή της νεοελληνικής νομοθεσίας», Επιστημονική Επετηρίς Σχολής των Νομικών και Οικονομικών Επιστημών Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ.13 [Τιμητικός τόμος υπέρ Ηλία Γ. Κυριακοπούλου], τεύχ. β' (1966-1969), σσ.1345 κ.ε. και Τάσου Λιγνάδη, «Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν, του νεοελληνικού κράτους (1821-1945). Πολιτική Διαμόρφωσις - Εθνική Γη - Δανειοδότησις, Αθήναι 1975, σσ. 87-162 (και passim για τις κυριότερες μορφές της εξάρτησης).

10. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 292.

11. «Πανόραμα της Ελλάδος, ή συλλογή ποικίλων ποιηματίων». Υπό Αλεξάνδρου Σούτσου. Μέρος πρώτον. Εν Ναυπλίω 1833, σσ. 20-22.

12. Αλεξάνδρου Σούτσου, «Άπαντα». Πρόλογος - επιμέλεια Νικ. Κουντρομιχάλη. Εκδόσεις Μπούρα - Κοσμαδάκη, Αθήνα 1963.

13. «Πανόραμα της Ελλάδος», σ. 20.

14. Βλ. Αγγέλου Βλάχου, «Αλέξανδρος Σούτσος», Εστία, τόμ. 4 (1877), σ. 520 (= «Ανάλεκτα», τόμ. Β', Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, εν Αθήναις 1901, σσ. 44-45).

15. Περισσότερα για το θέμα αυτό και για τις προεκτάσεις του βλ. στο ενδιαφέρον μελέτημα του Απ. Βακαλοπούλου, «Η μορφή του Μακεδόνα αγωνιστή του 1821 εμπνέει τον ποιητή Αλέξ. Σούτσο και έμμεσα τον ζωγράφο Θεόδ. Βρυζάκη», Μακεδονικά, τόμ.18 (1978), σσ. 36-44. Ο πίνακας του Βρυζάκη βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Πινακοθήκη.

16. Το κείμενο του ποιήματος αναδημοσιεύεται εδώ από το «Πανόραμα της Ελλάδος», σσ. 20-22 (= «Άπαντα», σσ. 48-50).

17. Οι στίχοι αναδημοσιεύονται από την έκδοση: Τα «Άπαντα» του Γεωργίου Σουρή, (Στη σειρά: «Άπαντα Νεοελλήνων Συγγραφέων». Γενική επιστασία Σπύρου Μελά), τόμ. 2, Εκδοτικός οίκος Βίβλος, [Αθήνα 1954], σ. 519.

18. Πρβλ. Π. Δ. Μαστροδημήτρη, «Ο Ζητιάνος» του Καρκαβίτσα. Εισαγωγή-Κείμενο-Γλωσσάριο. Δεύτερη έκδοση βελτιωμένη. Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1982, σ. 13.

19. Περισσότερα για το θέμα αυτό βλ. στο μελέτημα: Π. Δ. Μαστροδημήτρη, «Ο χαρακτήρας των «Απομνημονευμάτων του Μακρυγιάννη», Παρνασσός, τόμ. 18 (1976), σσ. 225-240.

20. Γιώργου Σεφέρη, «Δοκιμές». Δ' έκδοση. Πρώτος τόμος (1936-1947). [Φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη]. Ίκαρος, [Αθήνα 1981], σσ. 253-254.

21. Βλ. Χριστοφ.Νέεζερ, «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1936, σσ.23-24.

22. Βλ. Απ. Βακαλοπούλου, «Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821, σσ. 286-292 (όπου και η βιβλιογραφία). Πρβλ. Νίκου Σβορώνου, «Σκιαγραφία της κοινωνικής και πολιτικής εξέλιξης στην Ελλάδα». Έκδοση του «Θούριου», Αθήνα 1976, σ. 10.

23. Βλ. Τάκη Αργ. Σταματοπούλου, «Η Βαυαροκρατία και το δράμα των αγωνιστών του 1821», Η Συνέχεια, τεύχ. 3 (Μάιος 1973), σ. 110. (=Τάκη Α. Σταματοπούλου, «Ο εσωτερικός αγώνας πριν και κατά την επανάσταση του 1821». Τόμ. Δ'. Πρώτη έκδοση. [Εκδόσεις] Κάλβος, [Αθήνα] 1975, σ. 736).

24. Βλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, «Αντρέας Καρκαβίτσας. Κλασικός του πεζού λόγου, φίλος του λαού, μαχητής της αγροτικής ιδέας. Σαράντα χρόνια από το θάνατο του», Νέα Εποχή (Κύπρου), Χρόνος Δ', τεύχ. 4 (Ιούν. 1962), σ. 28 και Δημ. Σταμέλου, «Μακρυγιάννης. Το χρονικό μιας εποποιίας». Μυθιστορηματική βιογραφία βιβλιογραφικά τεκμηριωμένη. Έκτη έκδοση. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι.Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε., [Αθήνα 1983], σ. 81 και σημ. 26 (στη σ.191) και σ. 83. Πρβλ. Δημητρίου Βερναρδάκη, «Καποδίστριας και Όθων». Επιστολιμαία βιβλιοκρισία. Εκδόσεις Γαλαξία, [Αθήναι 1970], σ. 54 και Παναγιώτη Γουλιέλμου, «Νεοελληνική πραγματικότητα». Δεύτερη έκδοση. Εκδόσεις «Νέοι Σοσιαλιστές», Αθήνα 1974, σ. 47. Το πρόβλημα, εξάλλου, της ληστείας κατά την εικοσαετία 1833-1853 εξετάζει ο Γιάννης Κολλιόπουλος, στο βιβλίο του: «Ληστές. Η κεντρική Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα», Ερμής, Αθήνα 1979, σσ. 1-11. Για το ίδιο πρόβλημα στα αμέσως επόμενα χρόνια και μάλιστα στη σχέση του με το περιεχόμενο ορισμένων λογοτεχνικών έργων της εποχής [κυρίως: Παύλου Καλλιγά (1814-1869), «Θάνος Βλέκας» (πρώτη δημοσίευσή του στο περιοδικό Πανδώρα, τόμ. 6, τεύχη 134-142, 15.10.1855-15.2.1856, και Ανωνύμου, «Η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι» (πρώτη έκδοση: Βράιλα 1870)] γίνεται εκτενής λόγος ιδίως στις σσ. 169-174 του βιβλίου του Κολλιόπουλου (και στις σσ. 359-360, όπου οι υποσημειώσεις 23-43 και η σχετική βιβλιογραφία).

25. Πρβλ. Γιώργου Δέλιου, «Απομνημονευματογράφοι της Εθνεγερσίας». Εκδόσεις Νέας Πορείας, Θεσσαλονίκη 1975, σ. 91 (=Του ιδίου, «Ο στρατηγός Γιάννης Μακρυγιάννης• ο ιστορικός, ο άνθρωπος, ο πεζογράφος», Φιλολογική Πρωτοχρονιά 1976, σ. 185).

26. Οι παραπομπές γίνονται στην έκδοση: Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα». Κείμενον-Εισαγωγή• Σημειώσεις Γιάννη Βλαχογιάννη. Έκδοσις Β'. Τόμ. Α'-Β'. Έκδοσις Βιβλιοπωλείου Ε. Γ. Βαγιονάκη. Αθήναι [1947]. Ο ελληνικός αριθμός (Α' ή Β') παραπέμπει στον τόμο και ο αραβικός (1 κ.ε.) στην σελίδα (ή στις σελίδες).

27. «Απομνημονεύματα», Α', 164.

28. Βλ. Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, «Μια συνάντηση. Σεφέρης-Μακρυγιάννης, Εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1983, σ. 39 (στις σσ. 38-39 το απόσπασμα του κειμένου του Μακρυγιάννη).

29. «Απομνημονεύματα», Α ',162-163. Πρβλ. Κώστα Σαρδελή, «Το Ανθολόγιο της Λευτεριάς. Λόγος και λογοτεχνία των καπεταναίων». Εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 1984 [Μαρτυρίες, 7], σσ. 179-180.

30. «Απομνημονεύματα», Β', 11.

31. «Απομνημονεύματα», Β', 72. Πρβλ. Δημ. Σταμέλου, ό.π., σσ. 80-81.

32. Δημ. Σταμέλος, ό.π., σ. 89.

33. «Απομνημονεύματα» Β', 131-132. Πρβλ. Γ. Σεφέρη, ό.π., 249-250 και Δημ. Σταμέλου, ό.π., σσ. 89-90.

34. Απομνημονεύματα, Β', 143-144. Το ίδιο απόσπασμα και στον Απ. Βακαλόπουλο, ό.π., σ. 292.

35. Γιώργος Σεφέρης, «Ποιήματα». Δωδέκατη έκδοση. Φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ίκαρος. [Αθήνα 1979], σ. 213 (Ημερολόγιο Καταστρώματος, Β).

36. Γιώργος Σεφέρης, «Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β'». Πρώτη έκδοση. Φιλολογική επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ίκαρος, [Αθήνα] Μάιος 1976, σ. 85 («Γ', Περιστατικά (1931-1971;»)).

37. «Απομνημονεύματα», Β', 228-229. Το κείμενο της «Διαθήκης της Τρίτης Σεπτεμβρίου (1843)» και στον Δημ. Σταμέλο, ό.π., σσ. 92 και 167-168.

38. Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Οράματα και θάματα». Εισαγωγή, Κείμενο, Σημειώσεις Αγγέλου Ν. Παπακώστα. Πρόλογος Λίνου Πολίτη. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1983, σ. 84, στίχοι 25-27.

39. «Οράματα και θάματα», σ. 110, στίχ. 25-26.

40. «Οράματα και θάματα», σ. 115, στίχ. 10-14.

41. «Οράματα και θάματα», σ. 118, στίχ. 16-25.

42. «Οράματα και θάματα», σ. 163, στίχ. 14-24.

43. «Οράματα και θάματα», σ.164, στίχ. 4-5.

44. «Οράματα και θάματα», σ. 171, στίχ. 24-29.

45. «Οράματα και θάματα», σ. 183, στίχ. 20-25.

46. Από πολλούς μελετητές της ζωής και του έργου του «Μ. Χουρμούζη», το αρχικό ‘Μ’ του ονόματός του αποδίδεται με το Μιχαήλ. Όπως όμως αποδεικνύει ο Δημήτριος Θ. Νάτσιος, στη μελέτη του «Βιογραφικά Μιλτιάδη Χουρμούζη, 1802-1882. (Βάσει αγνώστων και ανεκδότων χειρογράφων κωδίκων)», Ηπειρωτική Εστία, τόμ. 28 (1979), σσ. 25-36 (και αυτοτελώς: Λαμία 1979 [Φθιωτική Ιστοριοδιφία, 3]), το βαπτιστικό όνομα του Χουρμούζη ήταν ‘Μιλτιάδης’ και όχι ‘Μιχαήλ’. Τον Χουρμούζη μνημονεύει ευφήμως και ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του (Α', 324) και στα «Οράματα και θάματα» (σ. 264, σημείωση αναφερόμενη στην σ. 172, στίχ. 2, του βιβλίου). Η κυριότερη βιβλιογραφία για τον Χουρμούζη καταχωρίζεται στην μελέτη του Τριαντάφυλλου Ε. Σκλαβενίτη, «Εργογραφικά του Μ. Χουρμούζη. Αγγελίες για την κωμωδία "Χορός" και για συναγωγή βουλευτικών λόγων», Μέλισσα των βιβλίων, τόμ. Γ' (1977-1981), σ. 5, σημ. 1, όπου ας προστεθή και η νεώτερη έκδοση: Μ. Χουρμούζη, «ο Τυχοδιώκτης». Κωμωδία. Εκδόσεις να υπηρετούμε το λαό, Αθήνα 1978 [Νεοελληνικά Κείμενα].

47. «Διάλογοι επτά, συνταχθένες Υπό Μ. Χουρμούζη, Και καταχωρηθέντες εις την «Εφημερίδα Η Εποχή», (Τω 1834 έτει.) Εν οις προσετέθη και έτερος Διάλογος του αυτού». Μετετυπώθησαν δε δι’ εξόδων και προτροπής φίλων. Ναύπλιον. Εκ της τυπογραφίας Κωνσταντίνου Τόμπρα Κυδωνιέως, και Κωνσταντίνου Ιωαννίδου Σμυρναίου. 1838 (βλ. Γκίνη-Μέξα, «Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863», τόμ. Α', εν Αθήναις 1939 [Πραγματεία! της Ακαδημίας Αθηνών, τόμ. 11], σ. 429, αριθ. *2945). Παραπέμπω στη νεώτερη έκδοση: Μ. Χουρμούζη, «Διάλογοι επτά καταχωρηθέντες εις την Εφημερίδα Η Εποχή (τω 1834 ετει.») Εκδόσεις Ιθάκη, Αθήνα 1980 [Νεοελληνικά Κείμενα].

48. Η θαρραλέα αυτή στάση και οι συνέπειές της θα τον αναγκάσουν τελικά να εγκατάλειψη την Ελλάδα και να καταφύγη στην Κωνσταντινούπολη (βλ. την σ. 11 των προλεγομένων του Γ. Κοτανίδη στην παραπάνω έκδοση του «Τυχοδιώκτη» και Μ. Μ. Παπαϊωάννου, «Μιχαήλ Χουρμούζης», Επιθεώρηση Τέχνης, τόμ. 13, 1961, σ. 172).

49. Διάλογοι, σ. 9. Πρβλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 171 και Κωστή Σκαλιόρα, «Έλληνες και ξένοι. Οι ‘Διάλογοι’ του Χουρμούζη», Το Βήμα, 28.11.1974, σ. 1.

50. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π.

51. «Διάλογοι», σ. 21.

52. «Διάλογοι», σ. 29.

53. «Διάλογοι», σ. 38.

54. «Διάλογοι», σ. 49. Πρβλ. Κ. Σκαλιόρα, ό.π., σ. 3.

55. «Διάλογοι», σ. 62. (πρβλ. Δημήτρη Σπάθη, «Μ. Χουρμούζης», στον συλλογικό τόμο: «Σάτιρα και πολιτική στη νεώτερη Ελλάδα. Από τον Σολωμό ως τον Σεφέρη. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ιδρυτής: Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα 1979 [Βιβλιοθήκη Γενικής Παιδείας, 9], σ. 74) και σσ. 65-66.

56. «Διάλογοι», σσ. 75 και 77-78.

57. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 171.

58. «Ο τυχοδιώκτης». Κωμωδία δευτέρα. Συντεθείσα υπό Μ. Χουρμούζη. Εν Αθήναις, Εκ της τυπογραφίας Ανδρέου Κορομηλά. Εν τη οδώ του Ερμού αριθ. 209. 1835 (βλ. Γκίνη-Μέξα, ό.π., σ. 373, αριθ. *2541). Παραπέμπω στη νεώτερη έκδοση, του 1978 (βλ. παραπάνω, υποσημείωση 46), στην σ. 4 της οποίας υπάρχει η εξής πληροφορία: «Σημείωση της έκδοσης: Στο βιβλίο του Μ. Χουρμούζη έγινε μεταγραφή από την καθαρεύουσα στη δημοτική, όπου αυτό ήταν δυνατό, χωρίς να αλλοιώνεται το ύφος και η γλώσσα του συγγραφέα.»!

59. «Ο τυχοδιώκτης», σ. 15.

60. «Ο τυχοδιώκτης», σ. 16. Πρβλ. Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σσ. 171 -172 και Κ. Σκαλιόρα, ό.π.

61. «Ο τυχοδιώκτης», σ. 18. Πρβλ. Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 172.

62. «Ο τυχοδιώκτης», σσ. 23-24. Πρβλ. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 183.

63. Κ. Γεωργουσόπουλος, Το Βήμα, 11.12. 1974, σ. 4.

64. «Ο υπάλληλος». Κωμωδία Γ'. Εις πέντε πράξεις. Συντεθείσα υπό Μ. Χουρμούζη. Εν Αθήναις, Εκ της τυπογραφίας Αγγέλου Αγγελίδου οδός Αιόλου. 1836 (βλ. Γκίνη-Μέξα, ό.π., σ.394, αριθ. *2694). Νεώτερη έκδοση: Μ. Χουρμούζη, «Ο Υπάλληλος». Κωμωδία. Εκδόσεις να υπηρετούμε το λαό, Αθήνα 1979 [Νεοελληνικά Κείμενα].

65. Στην έκδοση του 1979: σσ. 17-29.

66. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, ό.π., σ. 172.

67. Δημ. Σπάθης, ό.π., σ. 90. Με την ευκαιρία αυτή σημειώνω ότι, όπως μας πληροφορεί ο Σπάθης (ό.π., σ. 86 και σημ. 7, και «Η ακτινοβολία του Χουρμούζη και η παρουσία του στο βουλγαρικό θέατρο του 19ου αιώνα», Ο Πολίτης, τευχ. 54, Οκτ. 1982, σ. 81α), ο ρομαντικός ποιητής Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1886) δανείζεται θέματα από τον Χουρμούζη: «Διάλογος των κυρίων Λεσσουΐρου, και Εϊδέκου εις Πειραιά (κατά την ημέραν αναχωρήσεώς των.»)• βλ. την συλλογή «Ο Μένιππος, ποιήσεις υπό Θεοδώρου Γ. Ορφανίδου Σμυρναίου» Εν Αθήναις, Εκ της τυπογραφίας Κ. Ράλλη, 1836, σσ. 51-57. Από τον διάλογο αυτόν παραθέτω δύο αποσπάσματα, τα οποία σχετίζονται με το θέμα μας (από τις σσ. 51-52 και 53, αντίστοιχα):

...........................................
ΛΕΣΣΟΥ•Ι•ΡΟΣ

Εις τι έπταισες δεν ξεύρεις; Τόσ’ ανόητος δεν είσαι!
ή ζητείς να προσποιήσαι;
Έξω όλοι σου φωνάζουν πως τον κόσμον αδικούσες,
Την Ελλάδα την ηγάπας, πλην τους Έλληνας μισούσες,
Της Ελλάδος τους προμάχους, και τους στρατιωτικούς της,
Με μια λέξιν τους γνησίους, και καθ' εαυτό υιούς της,
Εκατέτρεξες μ’ ελπίδα να τους ίδης φουρκισμένους,
Επειδή αυτ’ ήτον πρώτοι ελευθερωταί του γένους•
Σε κατηγορούν προς τούτοις, πως το σκότος αγαπούσες,
και τα φώτα εμισούσες.
......................................
ΛΕΣΣΟΥ•Ι•ΡΟΣ

Ποίος είναι ο Χουρμούζης όπου νέος ανεφάνη;
Και τας πράξεις εμιμήθη του κομψού Αριστοφάνη;

Ε •Ι•ΔΕΚΟΣ

Απ’ τον Πόρον, αδελφέ μου, δι’ αυτόν 'κρατούσα πάθος,
Διά ένα λόγον πούπε ο καϋμένος κατά λάθος,
Τον κατήντησα, πιστεύεις; δια να ψωμοζητή,
Κι’ αυτός τώρα τι να κάμη δια να εκδικηθή;
Εις το θέατρον του Βάκχου καθημερινώς συχνάζει,
Και για μας μιαν κωμωδίαν λέγουν πως κατασκευάζει,
Και Τυχοδιώκτην λέγει ότι θα την ονομάση,
Ποίος ήλπιζε και ούτος τόσον να αυθαδειάση!
...............................................

68. Βλ. Γεωργίου Στρατήγη, «Πενήντα χρόνια», εν Αθήναις 1927, σσ. 23-28.

69. Οι παραπάνω στροφές αναδημοσιεύονται από όπου στην προηγούμενη υποσημείωση, σσ. 24-26. Το μήνυμα του ποιήματος του Στρατήγη (η περήφανη απάντηση του Ματρόζου) αξιοποιείται λογοτεχνικά στο μυθιστόρημα του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου, «Νύχτες και αυγές». Β' «Τα Βουνά». Μυθιστόρημα. Τρίτη έκδοση. [Εκδόσεις] Κέδρος, [Αθήνα] 1979, σσ. 132-133.

70. Γιάννη Βλαχογιάννη, «Τα παληκάρια τα παλιά», Αθήνα 1931.

71. Βλ. όπου στην προηγούμενη υποσημείωση, σσ. 119-129 (=Άπαντα, Επιμέλεια Γεωργ. Κουρνούτου, τόμ. 6[Αθήναι 1967], [Στη σειρά «Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών,της Εταιρείας Ελληνικών Εκδόσεων»], σσ. 175-179).

72. Σε βιβλιοκρισία του για την παραπάνω συλλογή διηγημάτων του Βλαχογιάννη (βλ. εφημ. Πρωΐα, 29.7.1931). Για το ίδιο διήγημα βλ. και Απ. Βακαλοπούλου, «Τα ελληνικά στρατεύματα του 1821», σσ. 291-292.

73. Τα αποσπάσματα της κριτικής του Φ. Πολίτη τα αντιγράφω από το μελέτημα του Απόστολου Σαχίνη, «Η αφηγηματική πεζογραφία του Γιάννη Βλαχογιάννη», Επιστημονική Επετηρίς της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, τόμ. 11 (1969), σσ. 62-63 (= Παλαιότεροι πεζογράφοι, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», [Αθήνα 1973, ²1982], σσ. 285-286). Πρβλ. Παναγιώτη Σ. Πίστα, «Λογοτεχνία και Ιστορία: σύζευξη και διάκρισή τους στο αφηγηματικό έργο του Γιάννη Βλαχογιάννη», «Λόγος και Πράξη», τόμ. Α ', τεύχ. 4 (Χειμώνας 1976-1977), σ. 32.

74. Γιάννη Βλαχογιάννη, «Τα παληκάρια τα παλιά», σ. 129 (= Άπαντα, τόμ. 6, σ. 179).

75. Βλ. αναλυτικώτερα για το θέμα αυτό στο μελέτημα του Π. Σ. Πίστα, ό.π., σσ. 22-34.

76. Βλ. Παναγιώτη Σ.Πίστα, «Γιάννης Βλαχογιάννης. Τριάντα χρόνια από τον θάνατο του», Διαγώνιος, τόμ. 4, τεύχ. 12 (Σεπτ.-Δεκ.1975), σ.250.

77. Μια περιεκτική θεώρηση αυτού του φαινομένου βλ. στο μελέτημα του Κ.Θ. Δημαρά, «Επιβιώσεις του ρωμαντισμού στην ελληνική παιδεία», στον σύμμεικτο τόμο του ίδιου, «Ελληνικός Ρωμαντισμός», Ερμής, Αθήνα 1982 [Νεοελληνικά Μελετήματα, 7], σσ. 472-480 και 606 (Σημειώσεις).

78. Βλ. Π.Σ. Πίστα, ό.π., σσ. 249-250.

79. Νοούνται, βέβαια, εδώ κυρίως οι αγωνιστές της Εθνικής μας Αντίστασης (1940-1944), ενώ παράλληλα έχουν επισημανθή και οι «πολλές αναλογίες» που υπάρχουν «ανάμεσα στην εποχή που αρχίζει με τον ερχομό του Όθωνα και σε κείνην που άρχισε με την εικοστή πέμπτη Ιουλίου [του 1974]» (βλ. Θ. Δ. Φραγκόπουλου, «Η επικαιρότητα του Μακρυγιάννη», Τομές, Χρόνος Α', τεύχ. 4 (Απρ. 1975), σσ. 17-18 = Του ίδιου, «Καθημερινές τομές». Δοκίμια. [Εκδόσεις] Διογένης, Αθήνα 1977, σσ. 155-157).

Προηγούμενη Σελίδα