image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




Ακούστε στο Musicale
Παραδοσιακά Ελληνικά Μοιρολόγια







ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Κωνσταντίνος Μανίκας

Η Εκκλησία της Ελλάδος και ο Διάλογος Ορθοδοξίας-Ρωμαιοκαθολικισμού κατά τις Α' και Β' Πανορθοδόξους Διασκέψεις της Ρόδου

Θεολογία 62 (1991) 11-20.


Μέρος 2

Συγκρινόμενο προς παλαιότερα κείμενα, αναφερόμενα στο ζήτημα των Σχέσεων των δύο Εκκλησιών, το κείμενο αυτό της Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως της Ρόδου πρέπει δικαιολογημένα να θεωρηθεί ως κείμενο ιστορικής σημασίας για την εποχή εκείνη, αν βέβαια αξιολογηθεί με τα μέχρι τότε δεδομένα και οπωσδήποτε χωρίς να ληφθούν υπ’ όψη τα θεαματικά γεγονότα που επακολούθησαν και που έδωσαν μια εντελώς νέα εξέλιξη στη μέχρι τότε πορεία των σχέσεων των δύο Εκκλησιών (7).

Δύο είναι τα ουσιαστικά στοιχεία που συνθέτουν τον κατ’ εξοχήν ιστορικό και συμβολικό χαρακτήρα του:
α) Το γεγονός ότι αποτελεί το πρώτο επίσημο κείμενο του είδους του, περιβεβλημένο με το κύρος της αυθεντίας του συνόλου των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, οι οποίες μ’ αυτό διετύπωσαν τη σταθερή θέλησή τους να χαράξουν από κοινού μια συγκεκριμένη πορεία προς την κατεύθυνση εξευρέσεως νέων τρόπων επικοινωνίας με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, μέσα στα πλαίσια φυσικά που διαγράφονται από την κανονική παράδοση και την διδασκαλία της Ορθοδόξου ανατολικής Εκκλησίας. Από την άποψη αυτή το πανορθόδοξο κύρος του εν λόγω κειμένου καθίσταται αναμφισβήτητο, αν μάλιστα ληφθή υπ’ όψη και το γεγονός ότι εκφράζει την συνείδηση του πληρώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε αργά, αλλά σταθερά μέσα από έναν ανεπίσημο, αλλά σοβαρό και ουσιαστικό διορθόδοξο διάλογο, που είχε αρχίσει να διεξάγεται από τις αρχές του αιώνα μας και να εντείνεται από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπειτα, μεταξύ εγκύρων θεολόγων και φωτισμένων κληρικών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και που αποσκοπούσε στην δημιουργία νέων προϋποθέσεων προσεγγίσεως του σοβαρότατου αυτού ζητήματος των σχέσεων των δύο Εκκλησιών.

Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμισθεί, ότι ο θεολογικός κόσμος (ανώτεροι κληρικοί και θεολόγοι) της Εκκλησίας της Ελλάδος συνέβαλε αποφασιστικά στην διεξαγωγή αυτού του διαλόγου με αξιόλογες μελέτες, οι οποίες προετοίμασαν το έδαφος για την επανατοποθέτηση, από την Α΄ Πανορθόδοξο Διάσκεψη, του ζητήματος των σχέσεων των δύο Εκκλησιών πάνω σε νέες βάσεις (8).

β) Το δεύτερο ουσιαστικό στοιχείο της ιστορικής αξίας του εν λόγω κειμένου εντοπίζεται στο ίδιο το περιεχόμενό του. Μέσα από τις δύο συνολικά υποπαραγράφους που το απαρτίζουν, διαγράφεται σαφώς η θέληση των συντακτών του, όχι απλώς ν’ αναγράψουν το ζήτημα των σχέσεων των δύο Εκκλησιών στον κατάλογο των προς συζήτηση θεμάτων στην μέλλουσα Πανορθόδοξο Προσύνοδο, αλλ’ επί πλέον, και κυρίως, να επιχειρήσουν μια πρώτη άμεση, ουσιαστική και συστηματική προσέγγιση του ζητήματος, χαράσσοντας ταυτοχρόνως τα συγκεκριμένα πλαίσια, μέσα στα οποία θα έπρεπε στο εξής να αντιμετωπισθούν, επί πανορθοδόξου επιπέδου, οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Από την άποψη αυτή, η πρώτη υποπαράγραφος του κειμένου, καλώντας τις Ορθόδοξες Εκκλησίες να προχωρήσουν σε μια συστηματική μελέτη των διαφορών, αλλά και των κοινών σημείων των δύο Εκκλησιών, θέτει ουσιαστικά εν σπέρματι τις βάσεις και περιγράφει σαφώς το περιεχόμενο αυτού που αργότερα ονομάστηκε «θεολογικός διάλογος» μεταξύ των δύο Εκκλησιών.

Πράγματι, τα μέλη της Διασκέψεως πολύ σωστά διέγνωσαν την σπουδαιότατη, και από διεκκλησιαστικής επόψεως, ιστορική συγκυρία της συναντήσεώς τους στη Ρόδο, κατά την οποία η Ορθόδοξος Εκκλησία, «ἔχουσα πλήρη συνείδησιν τῶν εὐθυνῶν καὶ ὑποχρεώσεων αὐτῆς» έναντι του υπόλοιπου χριστιανικού κόσμου (9), εκαλείτο να καταθέσει την δική της μαρτυρία καλής θελήσεως, χριστιανικής αγάπης και πνεύματος καταλλαγής και προς την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (10). Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει αναμφίβολα να ευαισθητοποίησε τα μέλη των ορθοδόξων αντιπροσωπειών και το γεγονός, ότι η σύγκλιση της Διασκέψεως γινόταν μέσα σ’ ένα ευρύτερο κλίμα ευνοϊκών διεκκλησιαστικών διεργασιών, που προέρχονταν από τολμηρές, αλλά ανεπίσημες ακόμη πρωτοβουλίες (11), καθώς επίσης και από την αναμονή του καθορισμού της ακριβούς ημερομηνίας ενάρξεως τω εργασιών της Β΄ Συνόδου του Βατικανού (11 Οκτωβρίου 1969), η οποία δια των διοργανωτών της επρόβαλλε εντονώτατο τον χαρακτήρα μιας κατ’ εξοχήν ενωτικής και ανανεωτικής συνόδου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Υπό την έννοια αυτή, η υποπαράγραφος του υπό εξέταση κειμένου της Διασκέψεως πρέπει να θεωρηθή ότι απευθύνεται συγχρόνως, άμεσα μεν προς τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και έμμεσα προς την Ρωμαιοκαθολική, καλώντας τα δυο μέρη σε μια προσπάθεια μελέτης των προοπτικών καλλιέργειας ενός νέου κλίματος αδελφικών σχέσεων και προσεγγίσεως «ἐν τῷ πνευμάτι τῆς κατὰ Χριστόν ἀγάπης». Δεν θα ήταν υπερβολικό να λεχθή στο σημείο αυτό, ότι με την υποπαράγραφο αυτή η Α΄Πανορθόδοξος Διάσκεψη της Ρόδου έθετε τις πρώτες βάσεις αυτού που αργότερα ονομάστηκε «διάλογος της αγάπης» (12).





Σημειώσεις

7. Πρόκειται για την σύγκλιση της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, τις τρεις ιστορικές συναντήσεις των προκαθημένων των Εκκλησιών Παλαιάς και Νέας Ρώμης, πάπα Παύλου ΣΤ’ και Αθηναγόρα A΄ στα Ιεροσόλυμα, στην Κωνσταντινούπολη και στη Ρώμη, και τέλος την αμοιβαία άρση των Αναθεμάτων Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως, που συνέβαλαν κατά μέγα μέρος στην ψυχολογική προετοιμασία των δύο Εκκλησιών για την διεξαγωγή αποτελεσματικού και ουσιαστικού θεολογικού διαλόγου προς άρση των μεταξύ τους υφισταμένων διαφορών.

8. Για λόγους συντομίας παραθέτουμε τις αντιπροσωπευτικότερες μελέτες και άρθρα των καθηγητών:Α. Σ. Αλιβιζάτου, Les deux régimes dans l’Eglise unie avant le Schisme, ανάτυπο από τον τόμο «L’Eglise et les Eglises» (1054-1954), του περιοδικού Irénikon, 27, σ. 105-116. Του ιδίου, Είναι δυνατή η αρμονία του δημοκρατικού και του μοναρχικού πολιτεύματος της Ανατολικής Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, εν ενδεχομένη ενώσει των; Ανάτυπο από τα Πεπραγμένα του Θ΄ Βυζαντινολογικού Συνεδρίου Θεσσαλονίκης (1953), τ. Β΄ Αθήναι 1955. Του ιδίου, Η κωδικοποίησις των Ι. Κανόνων «των Ανατολικών Εκκλησιών» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, Θεολογία 29 (1958), σ. 475-496, και ανάτυπο. Του ιδίου, Η νέα στροφή του Βατικανού, Εκκλησία, 27 (1950), σ. 133-134, 147-149, 165-166. Του ιδίου, Εις έκκλησιν∙ απάντησις ( επί τω παγκοσμίω οκταημέρω προσευχής υπέρ της ενώσεως), Εκκλησία, 32 (1955), σ. 34-36 [αναδημοσιεύτηκε στα γαλλικά από το περ. Istina, 2 (1955) σ. 440-443]. Του ιδίου, Η παπική έκκλησις, Ορθόδοξος Σκέψις, 2 (1959), σ. 119-121. Β. Χ. Ιωαννίδου, Η ένωσις της Ορθοδόξου και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Ανάγκη πρώτον ψυχικής επαφής και προσεγγίσεως. Εκκλησίας, 31 (1954), σ. 201-204. Ι. Καρμίρη, Δύο Βυζαντινοί Ιεράρχαι και το Σχίσμα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας (ανάτυπο εκ της Εκκλησίας), εν Αθήναις, 1950. Του ιδίου, Η διαίρεσις της χριστιανοσύνης και η δυνατότις επανενώσεως αυτής. Επί τη 900η επετείω του Σχίσματος 1054-1954, Ορθοδοξία, 29 (1954), σ. 453-474. Του ιδίου, Το δόγμα της σωτηρίας. Το ιερόν αίτημα της ενώσεως των Εκκλησιών, Εκκλησία, 33 (1956), σ. 387-388, 403-405. Αναλυτικότερα πάνω στο θέμα αυτό βλ. Λ. Μ. Παπαδοπούλου, Η Εκκλησία της Ελλάδος έναντι θεμάτων πανορθοδόξου ενδιαφέροντος κατά τον εικοστόν αιώνα (Διατριβή επί Υφηγεσία), Θεσσαλονίκη, 1975.

9. Βλ. και το μήνυμα της Διασκέψεως, όπου τα μέλη της δεν παρέλειψαν να απευθύνουν χαιρετισμό «ἐν ἀγάπῃ» και προς «τοὺς ἐν τῇ Δύσει» αδελφούς « μεθ’ ὧν δὲν ἐπαύσαμεν ποτὲ νὰ διατελῶμεν ἐν συνεργασίᾳ, ἀποβλέποντες εἰς τὴν ἐκπλήρωσιν τῆς ἐντολῆς τοῦ Κυρίου, ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ιωαν. 17, 21) ὑπὲρ ἧς ἀδιαλείπτως προσεύχεται ἡ ἁγία ἡμῶν Ἐκκλησία». Ι. Καρμίρη, Η Πανορθόδοξος Διάσκεψις…, σ. 522.

10. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των μελών της Διασκέψεως προς την κατεύθυνσην αναζητήσεως τρόπων επικοινωνίας με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι είχαν προηγηθή διαπραγματεύσεις για μία επίσημη αντιπροσώπευσή της στη Διάσκεψη, οι οποίες όμως απέτυχαν [βλ. σχετική αναφορά στο περ. Irénikon, 34 (1961) σ. 554], ίσως επειδή η Ρώμη «n’avait pas encore arrêté sa position au sujet des observateurs orthodoxes au Concile (του Βατικανού)». A. Wenger, Sur les chemins de l’unité. Rhodes, στην εφημ. La Croix, 19 et 20 Octobre 1961, παρά Ι. Καρμίρη, οπ.π. σ. 503, σημ. 1. Παρ’ ολ’ αυτά όμως, τις εργασίες της Διασκέψεως παρακολούθησαν ως επίσημοι προσκεκλημένοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την ιδιότητα των παρατηρητών οι κάτωθι ρωμαιοκαθολικοί, που ήσαν ευρύτερα γνωστοί στον ορθόδοξο θεολογικό κόσμο για τα φιλορθόδοξα αισθήματά τους: ο αρχιμανδρίτης C. J. Dumont, O. P., ο ιερομόναχος P. Duprey, P. B., οι ιερομόναχοι A. Wenger A. A., A. Van Ruijven, O. S. B., E. Jungclaussen, O. S. B., ο Ιωσήφ Μίνιχαν, ο Ελπίδιος Στεφάνου, ο Ιωάννης Μαραγκός, καθώς και ένας αμερικανός Ιησουΐτης. Επίσης βλ. Ι. Καρμίρη, οπ. π. σ. 503. Irénikon, 34 (1961), σ. 553. Α. Πανώτη, Παύλος ΣΤ΄-Αθηναγόρας Α΄, Ειρηνοποιοί, Αθήναι 1971, σ. 95.

11. Εκτός μιας σειράς ανεπισήμων αλλά εγκάρδιων επαφών που είχαν εγκαινιασθή μεταξύ ρωμαιοκαθολικών αξιωματούχων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την εποχή της ανόδου στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως του Πατριάρχου Αθηναγόρα, πολλές συναντήσεις και συζητήσεις πραγματοποιούνταν μεταξύ ορθοδόξων θεολόγων καθηγητών (ιδίως της Ελλάδος) και ρωμαιοκαθολικών, κυρίως στο περιθώριο των επισήμων οικουμενικών συνεδρίων του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Η πλέον πρόσφατη και σημαντικότερη ΄έγινε στη Ρόδο με την ευκαιρία του συνεδρίου της Κεντρικής Επιτροπής του Π. Σ. Ε (19-28 Αυγούστου 1959), με την πρωτοβουλία κυρίως του ρωμαιοκαθολικού C. J. Dumont, διευθυντού του παρισινού περιοδικού Istina, και του καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Β. Ιωαννίδου. Παρεβρέθηκαν οι αντιπροσωπείες και των δύο Εκκλησιών στο Π. Σ. Ε. (πέντε ρωμαιοκαθολικοί και σαράντα ορθόδοξοι, μητροπολίτες, κατώτεροι κληρικοί και καθηγητές θεολογικών σχολών) και συζητήθηκε μεταξύ άλλων, κυρίως η πρόταση του C. J. Dumont να εξευρεθή τρόπος συναντήσεως «των καθολικῶν μετὰ καθηγητῶν τῶν Θεολογικῶν σχολῶν Ἀθηνῶν, Θεσσαλονίκης καὶ Χάλκης ἐν Βενετίᾳ ἤ ἀλλαχοῦ κατὰ τὸ 1960 πρὸς ἐξέτασιν τῶν σχέσεων τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, ὑπογραμμίσαντος, ὅτι μὲ τὴν νέαν ἐνθάρρυνσιν, ἥν ἔχει ἐμπνεύσει ὁ νέος Πάπας Ἰωάννης 23ος , αἱ ἐπαφαὶ ὀρθοδόξων καὶ καθολικῶν θὰ ἐνισχυθῶσιν ἔτι πλέον». Περισσότερες λεπτομέρειες για τη συνάντηση αυτή, ως και για τις έντονες αντιδράσεις που δημιούργησε η κακή εκμετάλλευσή της από κάποιους ρωμαιοκαθολικούς κύκλους, βλ. Β. Ιωαννίδου, Το εν Ρόδω Συνέδριον της Κεντρικής Επιτροπής του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών (19-28 Αυγούστου 1959), Εκκλησία, 37 (1960), σ. 85-87, 101-103, 126-128 (και ανάτυπο εν Αθήναις 1960). Πρβλ. επίσης, Α. Πανώτη, όπ.π. σ. 91.

12. Αν και κατά μια ρωμαιοκαθολική κρίση η πρόταση αυτή χαρακτηρίστηκε ως «toute platonique» και μη έχουσα «d’effet pratique immédiat» (βλ. G. Dejaifve S. J., La troisième Conférence Panorthodoxe de Rhodes, Nouvelle Revue Théologique, 97, 1965, σ. 114), εντούτοις δεν θα πρέπει να παραθεωρηθή το γεγονός ότι σ’ αυτή την πρόταση κυρίως στηρίχθηκαν οι φιλενωνωτικές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρα Α΄, στις οποίες οπωσδήποτε η πρόταση αυτή παρείχε μια αναμφισβήτητη επίσημη κάλυψη.



Προηγούμενη Σελίδα