image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Δημήτριος Ιω. Κωνσταντέλος

Μαρτυρίες και ενδείξεις της Ελληνοχριστιανικής Ταυτότητας



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ

Ο τέταρτος αιώνας ήτο λίαν αποφασιστικός διά το μέλλον του Χριστιανισμού και τις σχέσεις του με τον Ελληνισμό. Το διάταγμα των Μεδιολάνων (313) του Μεγάλου Κωνσταντίνου και Λικινίου περί ανεξιθρησκείας και εν συνεχεία η ανακήρυξις του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας της ύστερης Ρωμαϊκής ή πρώιμης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας εδημιούργησε μια έντασι και αντιπαλότητα μεταξύ του παλαιού και του νέου, της ελληνικής παραδόσεως και της χριστιανικής πίστεως. Οι μη Χριστιανοί απεκαλούντο «Έλληνες» και η φιλοσοφία και ο τρόπος της ζωής των «Ελληνισμός». Αλλά. και όταν ακόμη ο Χριστιανισμός ανεκηρύχθηκε η επίσημος θρησκεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου, ο Ελληνισμός ως λαός, πνεύμα, παιδεία, τρόπος ζωής δεν απέθανε, αλλά επεβίωσε με νέες προσαρμογές και ανακατατάξεις, υιοθέτησε επίσημα την Χριστιανική πίστι χωρίς να αποβάλλει την πολιτισμική του παράδοση. Οι πρόγονοί των εθεωρούντο ειδωλολάτρες πλην όμως δεν έπαυον να είναι πρόγονοι.

Περί τα τέλη του δεύτερου αιώνα, με τον θάνατο του Μάρκου Αυρηλίου αρχίζει και η μεγαλείτερη κρίσις εις την ιστορία της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τότε όμως παρατηρείται και μία επιστροφή στην Ελληνική παράδοσι και μία αναγέννησις της Ελληνικής φιλοσοφίας. Το βάρος της πολιτικής των αυτοκρατόρων στρέφεται στην Ελληνική Ανατολή, όπου τελικά θα ιδρυθεί και η νέα πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Ο Ελληνισμός έγινε η άγκυρα διά πολλούς διανοουμένους και πνευματικά ανήσυχους ανθρώπους(35). Από τον τρίτον έως τον έκτον τουλάχιστον αιώνα έχουμε δύο ισχυρές παρατάξεις. Από την μια πλευρά είναι οι «Έλληνες»», όπως απεκαλούντο οι μη
Χριστιανοί, και από την άλλη οι Χριστιανοί Έλληνες (μεταγενέστεροι βυζαντινοί συγγραφείς ωνόμαζον τους Καππαδόκες, Αλεξανδρινούς, Αντιοχείς και άλλους εκ των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας Έλληνες, και έτσι τους γνωρίζει και αποκαλεί η ιστορία μέχρι σήμερα). Αν και «το γένος Έλληνες και τα Ελλήνων φρονούντες» ασπάσθησαν τον Χριστιανισμό και οι Έλληνες Χριστιανοί έγιναν αποστάτες μόνο από την πατριο-δεισιδαιμονία γράφει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Παμφίλου Ευσέβιος (Ευαγγελική Προπαρασκευή 1.5:10).

Και οι δύο παρατάξεις είχον ικανούς αντιπροσώπους όπως οι εξής: Πλωτίνος (205-270), Πορφύριος (233-306),Ιάμβλιχος (250-325), Ιουλιανός (332-363), (Πρόκλος 441-485), όλοι νεοπλατωνικοί, μερικοί εκ των οποίων εχρημάτισαν και διδάσκαλοι Χριστιανών, αλλά και άλλοι, ιστορικοί, διδάσκαλοι ρητορικής, όπως ο Αμμιανός Μαρκελλίνος (330-392), Ζώσιμος (5ος αι.), Θεμίστιος (317-388) και
Λιβάνιος (314-393). Ο Πλωτίνος ιδιαίτερα επηρέασε πολλούς Χριστιανούς θεολόγους και πατέρες,και εμελετάτο από τον τέταρτον έως τον δέκατον πέμπτον αιώνα. Η πολιτική του αυτοκράτορα Ιουλιανού υπέρ του «Ελληνίζειν», δηλαδή των ελληνικών γραμμάτων, και κατά του Χριστιανισμού, ευρήκε ισχυρές και δημιουργικές αντιδράσεις από μέρους Χριστιανών διανοουμένων, τους Καππαδόκες, τους Αντιοχείς, τους Αλεξανδρινούς και άλλους από τον ελληνόφωνο κόσμο, οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν ότι ουδείς είχε το δικαίωμα να τους αποστερήσει το κληρονομικό τους προνόμοιο του «Ελληνίζειν» (36) . Ο διάλογος μεταξύ των δύο παρατάξεων συνέβαλε στην ανάπτυξι
σημαντικής φιλολογίας. Δεν είναι ανάγκη να σχολιάσωμε τις απαντήσεις στην πολιτική του Ιουλιανού από τον Μ. Βασίλειο, τον αδελφό του Γρηγόριο Νύσσης, Γρηγόριο τον Θεολόγο και Ιωάννη Χρυσόστομο. Τελικά οι Χριστιανοί πατέρες υιοθέτησαν την αρχή ότι, «το αγαθόν ένθα αν η ίδιον της αληθείας εστίν» (37) . Κάθε τι καλό από την αρχαία κληρονομιά είναι δεκτό και χρήσιμο.

Ένα από τα μεγάλα, αγαθά που προέκυψαν από την αντιπαλότητα μεταξύ «Ελλήνων» και «Χριστιανών» ήτο ότι οι Χριστιανοί επροκλήθηκαν να διακηρύξουν ότι τα ελληνικά γράμματα ήσαν και ιδική των κληρονομιά. Τούτο εξηγεί γιατί μαζί με τον εκχριστιανισμό εγίνετο και η διάδοσις του Ελληνισμού, ο εξελληνισμός διαφόρων επαρχιών εις την Ανατολή. Παράδειγμα η Καππαδοκία. Ενώ μέχρι τις αρχές του τετάρτου αιώνα η επίδρασις του Ελληνισμού εκεί ήτο επιφανειακή, υπό την ηγεσία και την ιεραποστολική δραστηριότητα ελληνοδιδάκτων επισκόπων όπως ο Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος ο Νύσσης, Γρηγόριος Ναζιανζού και συνεργάτες των ιερείς και μοναχοί, η Καππαδοκία φέρεται πλήρως εξελληνισμένη από τον πέμπτον έως τον 15ον αιώνα. Οι αντιθέσεις μεταξύ «Ελλήνων» και «Χριστιανών» ωδήγησαν εις την σύνθεσι και ανάπτυξι της Ελληνοχριστιανικής ιδιαιτερότητος.

Ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης Σχολαστικός έχει μια λίαν επιτυχή περίληψι της θέσεως των Χριστιανών, η οποία εξηγεί διατί οι πατέρες δεν απεδοκίμασαν αλλά, τουναντίον, εχρησιμοποίησαν την ελληνική σοφία προς ενίσχυσι της χριστιανικής πίστεως και λατρείας. Γράφει ο Σωκράτης: «Τα ελληνικά γράμματα (φιλολογία, ποίησις, φιλοσοφία) δεν αναγνωρίσθησαν ποτέ ούτε από τον Χριστό μήτε από τους αποστόλους ως θεόπνευστα, αλλ' ούτε απερρίφθησαν ως καταστρεπτικά. Και αυτό οι πατέρες το έπραξαν σωστά διότι υπήρχαν πολλοί φιλόσοφοι μεταξύ των Ελλήνων που δεν ήσαν μακριά από την γνώση του Θεού».(38) Κατά τον Σωκράτη οι πατέρες ακολούθησαν το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος «δεν απαγόρευσε να σπουδάζουμε και να ωφελούμεθα από την ελληνική παιδεία, διότι αυτός ο ίδιος την είχε μελετήσει, αφού εγνώριζε πολλές γνώμες των Ελλήνων»(39).

Διά την εκτίμησι της Ελληνικής αρχαιότητος και την ωφέλεια από την σοφία της συνέβαλε και η αντίληψις που είχαν οι πατέρες, και ειδικά οι εκκλησταστικοί ιστορικοί όπως ο Ευσέβιος, Σωζόμενος, Σωκράτης δια την ιστορίαν, την οποίαν ερμήνευαν τελεολογικώς. Η ιστορία μελετά και αντλεί από το παρελθόν, διαμορφώνει το παρόν και ατενίζει το μέλλον σε μία διαρκή αλληλοεξάρτηση και συνεχή εξελικτική και ανοδική πορεία Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η Ελληνική παιδεία, η θύραθεν, είχε μία συνέχεια και δεν έπαυσε να διδάσκεται καθ' όλην την βυζαντινή χιλιετίαν καί πέραν αυτής(40).





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

35. - Peter Brown, The World of Late Antiquity A.D. 150-750.Harcourt Brace Jovanovich, [New York] 1976. σσ.60-75

36. - Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Δ' Κατά Ιουλιανού Βασιλέως Στηλιτευτικός Πρώτος, 101-107. Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», τόμος τρίτος. Θεσσαλονίκη 1976.-σσ.146-155

37. - Σωκράτης Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, βιβλ. 3, κεφ. 16

38. - Ένθ. ανωτ., βιβλ. 3, κεφ. 16

39. - Ένθ. ανωτ.

40. - Διά. μία γενική επισκόπησι του θέματος βλέπε Georgina Buckler, "Byzantine Education" στο συλλογικό έργο Byzantium: Αn Introduction to East Roman Civilization, edited by Ν.Η. Baynes and Η. St.L.B. Moss, Oxford 1961.σσ.200-220. Ρaul Lemerle, Le premier humanisme byzantin. Paris 1971.Ελληνική μετάφρασις υπό Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός. Αθήνα 1981. Διά την τελευταίαν (βυζαντινή περίοδο (βλέπε C. Constantinides, Higher Education in Byzantium in the Thirteenth and Early Fourteenth Centuries. Nicosia 1982



Προηγούμενη Σελίδα