image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Μιχαήλ Α. Καλινδέρης

Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας

Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α'

ΓΕΝΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ

1. Η απαρχή της επιβιώσεως.
1. Ολοκλήρου του Γένους χρέος είναι να γνωρίζη και να εκτιμά ιδιαιτέρως την θεμελιώδη αφετηρίαν της επιβιώσεώς του.

Η 29η Mαΐoυ του 1453 χαρακτηρίζεται ορθώς ως αποφράς διά την πτώσιν της Βασιλευούσης. H 6η Ιανουαρίου του 1454, καθ' ην επανεγνωρίσθη το Πατριαρχείον υπό του Πορθητού, πρέπει να θεωρείται ως ημέρα ενάρξεως της ιστορίας των Ορθοδόξων λαών όσοι, ανεξαρτήτως χρόνου υποταγής των, έζησαν υπό την τουρκικήν δουλείαν και επιβιώσαντες ανέζησαν. Η πρώτη κλείει μίαν λαμπράν μακράν περίοδον διά του εντίμου θανάτου του τελευταίου αυτοκράτορος του Βυζαντίου. Η δευτέρα εν τη ταπεινότητι και τη καρτερία αυτής ενέχει το ιδικόν της μεγαλείον, διότι και ευρίσκεται εγγύτερον προς το αίσθημα του λαού, θεωρούντος τους χρόνους των παθημάτων και των πόνων των αμέσως προγόνων του οικειοτέρους.

Των λειψάνων του Βυζαντίου η περισυλλογή ήρχισεν υπό την σκέπην της Εκκλησίας από την ως άνω ημερομηνίας, της 6ης Ιανουαρίου (τού 1454), καθ' ην μετ' αναζητήσεις ανευρεθείς μεταξύ των αιχμαλώτων εις Αδριανούπολιν ο Γεώργιος Σχολάριος διορίζεται Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Είναι κατά θείαν πρόνοιαν οιονεί ο θεόπεμπτος άγγελος σωτηρίας της ψυχορραγούσης Ορθοδοξίας, ο πρωταγωνιστής του δράματος των υποδούλων, αλλά και o οραματιστής της αναστάσεως του Γένους. Τον οραματισμόν του συνιστάμενον εις την επανάκτησιν της πνευματικής υγείας «των ιερωμένων και μοναχών» θα συνεχίσουν οι διάδοχοί του κατά τας γνωστάς φάσεις και περιπετείας της Εκκλησίας.

2. Εις το πρώτον βασικόν ορόσημον το προσδιορίσαν την επιβίωσιν του Γένους επενήργει αφανώς μεν, αλλά μετά τινος μείζονος ασφαλείας η συμφυής και συνακόλουθος προς την Εκκλησίαν βούλησις των λαϊκών ομάδων. Τούτων το περιεχόμενον ως ιστορία εργασίας και παραγωγής, ως παράδοσις άμα ευρείας υποτυπώδους πνευματικότητος μετά τα πλήγματα αποσυνθέσεως του Κρατικού Οργανισμού, είχεν ανάγκην διασφαλίσεως έκ τινος συμβόλου οδηγητικού. Η Εκκλησία υπήρξε το σύμβολον των ομάδων. Ήτο έτοιμον ως κεφαλή και ως σύστημα ιεραρχημένον. Αλλά τούτο φαίνεται ότι δεν ήρκει. Των ομάδων η βούλησις εις την δραματικότητα των περιστάσεων ηλεκτρισμένη και αγωνιώδης προέκρινε θερμή και ζωογόνος το σύνθημα: «Αντί πάσης θυσίας η διάσωσις της Ορθοδοξίας». Εκ της υπέρ αυτού αγωνιστικής διαθέσεως, λαμβανομένης κατά το επικρατέστερον και αντιπροσωπευτικώτερον εν τω συνόλω και εμπνεομένης εκ των φανατισμένων ταγμάτων του συντηρητικού μοναχισμού, εξηρτήθη και η εύνοια του Πορθητού κατά πολιτικήν περίνοιάν του διά την προβολήν των ανθενωτικών εν τω προσώπω του Γενναδίου.

Διά το αθέμιτον και ασυγχώρητον εις τον ιερόν νόμον του Ισλάμ της βιαίας εξισλαμίσεως των απίστων ή της εξολοθρεύσεως τούτων και διά το αδύνατον αναγνωρίσεως ισοτιμίας πολιτικής, ο κανών φορολογίας των απίστων -καθιερωμένος εις τα μουσουλμανικά κράτη από της εμφανίσεώς των- εξησφάλισε την επιβίωσιν και καθώριζε την συμπεριφοράν των μαζών προς την μόνην γενικωτέραν έννοιαν ολότητος, την της Εκκλησίας. Ούτω οι συνδετικοί δεσμοί της παραδόσεως του Βυζαντίου έστω και χαλαροί δεν απεκόπησαν. Ότι λανθάνουσα εις το σύστημα της εκμεταλλεύσεως των ραγιάδων γενικώς ενυπήρχεν η αχίλλειος πτέρνα της κραταιάς αυτοκρατορίας, τούτο θα αποδειχθή εφεξής και κατά τα στάδια της ανοδικής πορείας της επιβιώσεως του Γένους, διά των συντεχνιών και της Εκκλησίας. Κατόπιν τούτων δεν είναι ανάγκη να ζητήση κανείς προσδιορισμόν του χρόνου αρχής του διά των συντεχνιών δευτέρου παράγοντος εις τα της επιβιώσεως. Διότι τούτου η αρχή συμπίπτει με την διά της Εκκλησίας, νοουμένης κατά τινα τρόπον ως κορυφής πυραμίδος, της οποίας αι συντεχνίαι συμβολίζουν την αντοχήν των βάσεών της ολιγώτερον εξηρτημένων διά την φύσιν των εκ σαφών και καθωρισμένων χρονολογιών.


2. Η ανάπτυξις των συντεχνιών

Ουσιαστικόν διά το Γένος νόημα έχει η ανάπτυξις των συντεχνιών επί Τουρκοκρατίας. Είναι το επακόλουθον του όλου διοικητικού της Τουρκίας συστήματος, εδραζομένου ως γνωστόν, επί στρατιωτικής τιμαριωτικής οργανώσεως, πρωτογόνου μεν, αλλά ρωμαλέας εκ της εμπνεύσεως και των υποσχέσεων της θρησκείας.

Διά την διανομήν της γης ολοκλήρου της Επικρατείας, ανηκούσης πάσης εις τον Σουλτάνον κατά κυριότητα, εις τους συμπολεμιστάς του κατ' ανακλητά τιμάρια και εις ευνοούμενα της Αυλής του πρόσωπα και ως δωρεαί εις βακούφια και ευαγή ιδρύματα, η διέξοδος των υποδούλων χριστιανών -ήσαν ούτοι δεκάδες μυριάδων- προς τα επαγγέλματα και τας τέχνας απέμενεν η μόνη προς σωτηρίαν των, εφ' όσον δεν απέκλινον εις την απεμπόλησιν της πίστεώς των. Κατ' αρχήν δια τας εμπειρίας των, αι οποίαι διά της κατακτήσεως δεν νοούνται διακοπείσαι, η ανάπτυξις της εργασίας και παραγωγής μετά του περιωρισμένου εμπορίου ευρίσκετο εις χείράς των και δι' αυτήν την απασχόλησιν του Κράτους εις επέκτασιν και στερέωσιν των κατακτήσεων του. Εφεξής δια της όσον το δυνατόν εντατικωτέρας αποδόσεώς των επί ευρυτέρας ακτίνος δράσεως θα καλυφθούν επαρκέστερον αι απαιτήσεις ζωής των ιδίων και αι ανάλογοι του Κράτους και των αντιπροσώπων αυτού. Ευνόητον είναι ότι αι εκτός της γεωργίας πρόσοδοι θα ήσαν οπωσδήποτε εξυπηρετικαί εις την καθόλου ευστάθειαν του Κράτους έχοντος απόλυτον ανάγκην πολυσυνθετωτέρων επιδόσεων και δραστηριοτήτων. Έντιμοι, φιλόπονοι και νομοταγείς οι εσναφλήδες, ως απλοί λαϊκοί άνθρωποι, μόνον ωφέλειαν ηδύναντο να προσπορίσουν εις αυτό.

Διά τούτο από πλευράς κυριάρχου και η ανοχή κατά το θρησκευτικόν γενικώτερον ήτο δικαιολογημένη και σχετικά ευεργετικά υπέρ αυτών μέτρα ήδη υπ' αυτού του Πορθητού αναφέρονται, ως και ανωτέρω εμνημονεύθη. Προνομιακάς διευκολύνσεις λαμβάνουν αι ασχολούμεναι με την κτηνοτροφίαν εσναφικαί ομάδες, υπαγόμεναι κατ' ευθείαν υπό την προστασίαν της Σουλτανομήτορος (Βαλιντέ Σουλτάνας), προς αποφυγήν ευνοήτων οχλήσεων εκ των κατά τόπους ισχυρών, κατά τας παραδόσεις των παλαιοτέρων κτηνοτροφικών κοινοτήτων· και αι εμπειρίαι των νησιωτών ενισχύονται δι' ειδικής προστασίας και εξαρτήσεως πολλών νήσων εκ του αρχηγού του ναυτικού (καπετάν πασσά). Πόσον συνήργησαν αι δύο αύται παρά των τσελνικάδων και των καραβοκυραίων εκπροσωπούμεναι ομάδες (φαλκάρι με τους σμίχτας του -συντροφοναύται ) ως αντίβαρον διεξόδου εκ των αντιξοοτήτων των εν γένει περιστάσεων και προς τόνωσιν της επαγγελματικής και βιοτεχνιχής αναπτύξεως κλάδων τινών, δεν έχει μέχρι τούδε ερευνηθή όσον έδει, ενώ εξαίρονται οι γενικοί κανόνες τακτικής των έναντι των παραγόντων του φυσικού περιβάλλοντος εκ μακράς επαγγελματικής παραδόσεως αποκτηθέντες και εκ κοινής ιδιοσυγκρασίας λόγω του πλάνητος βίου αμφοτέρων. Εις αρχιτέκτονας (καλφάδες) με τας ομάδας κτιστών (κούδας) διά τας εμπειρίας των επίσης ανατίθεται η εκτέλεσις έργων ευκοσμίας, ευποιΐας και κοινής ωφελείας του Κράτους, ως παλάτια, τζαμιά, ιμαρέτια, καραβάν-σαράγια, λουτρά, γέφυραι κλπ. ως και τσιαρσιά και μπεζεστένια με τα εργαστήριά των εις τα κεντρικώτερα σημεία των πόλεων. «Της Σαλονίκης τα τσιαρσιά, της Πόλης τ' αργαστήρια», έκαμαν εντύπωσιν. Η προώθησις της εργασίας και παραγωγής των πάσης φύσεως εσναφίων εντός ολοκλήρου της Επικρατείας -το ενιαίον της ηυνόει έναντι προγενεστέρας κατατμήσεως εις κρατίδια, επιδρομάς κλπ.- και η εκτός αυτής προς την καλουμένην διασποράν διακίνησις υπό την εξειλιγμένην μορφήν των συντροφιών εις πραγματείας ή των κομπανιών -οι αγωγιάτες και οι καραβοκύρηδες οδηγοί τών δρόμων- εμπλεκομένη εις ποικιλίαν συναλλαγών μετά ξένων, Βενετών, Αυστροούγγρων κλπ. θα συντελέσουν, ώστε εκ τούτων να δημιουργηθή βραδέως νέα κοινωνική κατάστασις εις το Κράτος του Σουλτάνου και δι' αναλόγου προπονήσεως νέα τάξις αρχόντων, η των Φαναριωτών εις την πρωτεύουσαν, των προκρίτων και δημογερόντων εις τα επαρχιακά κέντρα. Ούτω, ενώ το επίσημον Κράτος καταγίνεται εις μακροχρονίους πολέμους προς διαφύλαξιν των αχανών κτήσεών του εφ' όλης της Ανατολής και επί αιώνας υφίσταται τας αναλόγους ζημίας και απωλείας εις έμψυχον υλικόν, ως και τας σχετικάς μεταπτώσεις εκ της κοπώσεως και του τρυφηλού ήδη βίου, της αρχούσης ιδία τάξεως, οι επαγγελματίαι και βιοτέχναι απηλλαγμένοι ως αλλόθρησκοι πάσης στρατιωτικής υποχρεώσεως, διά των πάσης φύσεως και ειδικότητος εργαστηρίων των εντός της πρωτευούσης του Κράτους, εις τας πόλεις και κωμοπόλεις της Αυτοκρατορίας και εκτός αυτής εις αρκετά ευρείαν έκτασιν, διά των μεθόδων διαθέσεως των προϊόντων των και της οσημέραι επικρατήσεώς των εις τας αγοράς εν ανταγωνισμώ κυρίως προς το Εβραϊκόν στοιχείον και κατά θάλασσαν κατ' αρχήν πρωτίστως προς τούς Βενετούς, προάγονται ολονέν εις προνομιακήν θέσιν διά της oικονομικής των ευεξίας και διά της ηυξημένης των αυτοπεποιθήσεως συντάσσονται στενώτερον εις σύμπραξιν και αλληλεγγύην μεταξύ των ομοτέχνων ομοφύλων και των συντεχνιακών των οργανισμών. Και δέχονται μεν επί των ώμων τα βάρη των επαχθεστάτων πολλάκις φόρων προς κάλυψιν των αναγκών του Κράτους και των υπαλλήλων του από του ανωτάτου άρχοντος μέχρι του κατωτάτου -ελάχιστα απέδιδεν εν αναλογία, προϊόντος του χρόνου η έγγειος φορολογία- αλλ' εν ταυτώ επιτυγχάνουν έναντι χρημάτων προνομίων ευεργετικών και προστατευτικών υπέρ αυτών (μπερατλήδες), υπέρ των ομοφύλων των, υπέρ των πατρίδων, όθεν τυχόν προήρχοντο (ειδικά προνόμια Κοινοτήτων, δίδεται υπέρ ναών, σχολείων κλπ.) υποθάλποντες ποικιλοτρόπως τας αδυναμίας των ισχυρών της ημέρας και των παρασκηνίων της Αυλής.

Πού θα κατέληγον αι αδυναμίαι τούτων εκ της επεκτάσεως των δικαιωμάτων των υποδούλων και της εξασφαλίσεως γενναιοτέρων αντιπαροχών ως είδους συστήματος δημοσιονομικού, ήτο άλλο ζήτημα ουχί των ωφελουμένων συγχρόνων.

Εις το ούτω πως εν περιλήψει διαγραφόμενον επιτυχές της αναπτύξεως των συντεχνιών επ' ωφελεία των ιδίων και των κυριάρχων κατ' ανάγκην, δεν ημπορεί να παρορώνται και αι εναντιότητες αι προσκόπτουσαι ποικιλομόρφως τας εργασίας και την προκοπήν των ανθρώπων. Διότι εκτός των αυθαιρεσιών της Εξουσίας, η οποία επεβουλεύετο παντοιοτρόπως τους τυχόν ευπόρους, η έλλειψις ασφαλείας και τάξεως, ιδίως εις τας ορεινάς περιοχάς και τας κλεισωρείας, η κατά θάλασσαν συνεχής σχεδόν πειρατεία, αι ασθένειαι, πανώλης, χολέρα, κλπ. και αι συχναί πυρχαϊαί συνετέλουν, ώστε από της μιάς ημέρας εις την άλλην να μη είναι βέβαιοι oι άνθρωποι και κατά τα περιουσιακά των και ως προς τας κεφαλάς των. Εις τα χρονικά των συντεχνιών αι λεπτομέρειαι περί του ευμεταβόλου της τύχης είναι άπειροι.

Αι κατευθύνσεις των απασχολήσεων, εις τας οποίας αποτυπούνται βαθύτερον η εκμετάλλευσις του φυσικού περιβάλλοντος και ο ψυχικός πολιτισμός των ανθρώπων, δεν εμπίπτουν εις την ουσίαν του θέματος ημών. Ολίγην επίσης σημασίαν έχουν αι μεταξύ των μελών εκάστης συντεχνίας υποχρεώσεις και τα δικαιώματά των, περί της προστασίας των οποίων εκ μέρους των διοικητικών αρχών ειδικαί προστατευτικαί διατάξεις αναφέρονται εκδοθείσαι, ως η του φιρμανίου του 1773 επί Μουσταφά ΙΙΙ ως Σουλτάνου διατάσσοντος «όπως οι ισναφικοί όμιλοι οι αποκλειστικώς ασχολούμενοι περί την βιομηχανίαν, τα επαγγέλματα και τας τέχνας, μόνοι εσναφικώς εξετάζουν, κρίνουν και αποφασίζουν περί των αναφυομένων μεταξύ των μελών των διαφορών και υποθέσεων φύσεως επαγγελματικής κατά τα παλαιά των θέσμια επέχοντα τόπον νόμου και κατά το πνεύμα τούτων λύουν οριστικώς αυτάς». Μείζονά πως σημασίαν λαμβάνουν τα συντεχνιακά κλάσματα, ήτοι τα συμφωνητικά των διαφόρων συντεχνιών, εφ' όσον εις την οργανωτικήν των προσπάθειαν προς προάσπισιν των συμφερόντων των ομοτέχνων δεν ελλείπει η παρουσία της Εκκλησίας διά του αντιπροσώπου της.

Ουσιωδώς όμως ενδιαφέρουν ημάς, καθ' α και ανωτέρω ελέχθη, αι πράξεις και αι ενέργειαι των δημιουργών εργασίας και παραγωγής υποδούλων ορθοδόξων χριστιανών από απόψεως κυρίως συμπαραστάσεως προς την προστάτιδα και κεφαλήν των Εκκλησίαν. Με άλλας λέξεις το ενδιαφέρον ημών συνίσταται εις το να διαπιστώσωμεν διά ζήλον των εσναφλήδων και κατά περίνοιαν της Εκκλησίας, τι συνετελέσθη εξελικτικώς και κατά στάδια υπέρ του δουλεύοντος Γένους.


3. Πνευματική υπ'οστασις των συντέχνων.

Α'. Η θρησκευτική συνείδησις.

Εις την περιωρισμένου πλαισίου πνευματικήν υπόστασιν των λαϊκών ομάδων αι θρησκευτικαί πεποιθήσεις είναι πρωτεύουσαι εις σημασίαν. Πληρούν αύται την ιστορίαν διά μεγάλων γεγονότων εν τω προσώπω επιφανών ανδρών εις εποχάς εμπνεύσεως και εξάρσεων, εις πάσας τας άλλας παρίστανται ως παραδοσιακαί συνήθειαι βραδείας εξελίξεως.

Η Τουρκοκρατία περιήγαγε τας πεποιθήσεις της Ορθοδοξίας εις ευκαιρίας και περιστάσεις μηδενισμού ως προς τα όρια αντοχής ή μεταστάσεως εις την θρησκείαν του κυριάρχου. Και μολονότι δεν έλειψαν τα παραδείγματα της αλλαξοπιστίας ομάδων, η αντοχή και η αντίστασις της Ορθοδοξίας κατά τα κατάλοιπα του παρελθόντος τα εκ του Βυζαντίου και πέραν αυτού συγχλίναντα εις την κοινήν θρησκευτικήν συνείδησιν των Ορθοδόξων, υπήρξε καθολική. Έθιμα λατρευτικά, παραδόσεις, δοξασίαι, παραγγέλματα ηθικοθρησκευτικά συνέχοντα την ζωήν των ανθρώπων και καθοδηγούντα αυτούς εις τας απλάς συναλλαγάς ως ηθικά αιτήματα και γνώμονες της κοινωνικής ισορροπίας, αλλά και δεισιδαίμονες συνήθειαι και προλήψεις ως κίνητρα πολλάκις πράξεων συνεκτικών του βίου, σύμπας εν μιά λέξει ο πνευματικός θησαυρός ως θρησκευτική συνείδησις, εξηκολούθησαν να επιζούν εις τας λαϊκάς μάζας. Τα δεδομένα εξ αυτών των εξισλαμισμένων ομάδων αρκούν προς πίστωσιν της δυνάμεως των κατά παράδοσιν συνηθειών. Ούτω οι Λαζοί του Πόντου εξισλαμισθέντες διετήρησαν τα χριστιανικά ήθη και έθιμά των. Οι λεγόμενοι Κλωστοί, του Πόντου επίσης, ήσαν και κρυπτοχριστιανοί. Κρυπτοχριστιανοί ήσαν και πολλοί από τούς Τουρκοκρήτας και από τους σπαχήδες της Ηπείρου. Οι δε Βαλλαάδες Τούρκοι της Δυτικής Μακεδονίας εις περιστάσεις επιζωοτίας έφερον εις τα γεωργικά των χωριά την εικόνα του οσίου Νικάνορος της μονής Ζάμπορδας και μετέβαινον εις τα αγιάσματα τα εγγύς ή απώτερον ευρισκόμενα, ωρκίζοντο δε εις το οξύμωρον: «Mα το Χριστό, μα την Παναγία». Εις τα πρόχειρα ταύτα παραδείγματα πλήθος άλλων εκ λεπτομερειών του βίου των Τούρκων θα ηδύνατο να προστεθή προς πίστωσιν της παρουσίας επιβιώσεων εκ συνηθειών χριστιανικών εις τα τουρκικά λαϊκά στρώματα (πρβλ. και την τολμηράν αντίληψιν περί χριστιανικότητος των Τούρκων).

Την στάσιν των Ορθοδόξων μαζών έναντι των νέων συνθηκών της δουλείας καθώριζεν αναγκαίαν πως αυτή η ιδεολογική άντίδρασις, η ενσαρκωμένη εις την έννοιαν της εξουσίας του κατακτητού, ως συνεχής πάλη μεταξύ πίστεως προς την απιστίαν, ενιαίαν δ' η μόνη προστάτις Αρχή της Εκκλησίας εκ του Κέντρου αυτής, των κατά τόπους αντιπροσώπων των διαφόρων μονών κλπ. Εις στιγμάς μάλιστα δυσμενεστάτας και κρισιμωτάτας διά την Ορθοδοξίαν εξ αιτίας εντάσεως του πνεύματος της μισαλλοδοξίας και του φανατισμού εκ μέρους των δυναστών τα της αντιστάσεως και του αδουλώτου φρονήματος παραδείγματα προσήγγισαν εις ηρωισμόν και έξαρσιν κατ' ασύλληπτον τρόπον και τας πλέον γενναιοτέρας εποχάς με τας πλέον υπερόχους μορφάς. Διότι υπέρ πίστεως και εμπνεύσεως του ποιμνίου θυσίας ανεκτιμήτους προσέφερον υπερμαχούντες αναρίθμητοι εκπρόσωποι της Εκκλησίας, από του σεπτού προσώπου του Πατριάρχου μέχρι του αγραμμάτου ιερέως του χωρίου και από του Ηγουμένου μέχρι του κοινού μοναχού, προς ανακαίνισιν δε, εκσυγχρονισμόν και αναζωπύρησιν της θρησκευτικής συνειδήσεως της Ορθοδοξίας σημαντικωτάτας επιδράσεις ήσκησαν αι αθλήσεις των κοινών θνητών εις τον στίβον των νέων μαρτύρων, εις ους συμπεριλαμβάνονται εκ των εσναφίων ουκ ολίγοι γνωστοί και άγνωστοι.

Διά ταύτα θα απεμακρύνετο πολύ της αληθείας, εάν κανείς επεχείρει να ερμηνεύση την ιστορίαν των ραγιάδων της Τουρκοκρατίας από άλλων απόψεων καταφρονών τας θρησκευτικάς ιδέας και τας εξ αυτών παρορμήσεις των ομάδων ή προσαρμόζων ταύτας προς τα εκάστοτε μέτρα του καιρού του.


Β'. Απο το Εορτολόγιον των συντεχνιών.

Σαφέστερον διαφαίνεται η θρησκευτική συνείδησις των επαγγελματιών και των βιοτεχνών εις τας συνηθείας λατρείας πρός αγίους, μάρτυρας κλπ., πολλάκις ασήμους εις το Εορτολόγιον της Εκκλησίας, θεωρηθέντας ως προστάτας των επαγγελματικών των συμφερόντων. Την εικόνα του αγίου της έφερεν η σφραγίς και η σημαία εκάστης συντεχνίας.

Η εκλογή του προστάτου αγίου είχε κατά τινα τρόπον σχέσιν προς το επάγγελμα και συνήπτετο μετά τινος παραδόσεως, καθ' ην η ο άγιος εφέρετο ως ομότεχνος ή συναξαριστικός τις λόγος ή παρετυμολογία του ονόματος ασήμου αγίου προσηρμόζετο προς το επάγγελμα ή και φράσις τις του σχετικού τροπαρίου. Ότι τινές των δοξασιών και συνηθειών προς τούτον ή εκείνον τον άγιον έχουν την προέλευσίν των από το απώτατον παρελθόν είναι φανερόν, αλλ' ου του παρόντος.

Από τους προστάτας αγίους εκάστης συντεχνίας τους κοινούς διά τους ομοτέχνους ή διαφόρους κατά τόπους και από τας σχετικάς αιτιολογικάς παραδόσεις -αποδεικτικάς της βαθυτάτης θρησκευτικής πίστεως και εμπνεύσεως- θα μνημονεύσωμεν ενταύθα ό,τι έχομεν υπ' οψιν μας και κατά την σειράν του Εορτολογίου της Εκκλησίας. Είναι κάπως λεπτομεριακά τα κατά τους πάτρωνας και τας εορτάς αυτών, όμως εκρίθησαν απαραίτητα προς κατανόησιν και των σχετικών αφιερωμάτων εις εικόνας κυρίως των ναών ή των ενισχύσεων αυτών οικονομικώς κατά τα εκτεθησόμενα κατωτέρω εις το οικείον κεφάλαιον. Ούτω: Οι μουταφτσήδες (= υφανταί μεγάλων ειδών σκεπασμάτων, σχοινιών από γιδόμαλλο) της Κοζάνης εώρταζον κατ' έτος την 16ην Ιανουαρίου, εορτήν της Προσκυνήσεως της αλύσεως του Αποστόλου Πέτρου κατά τινα συνδυασμόν των φορτωμάτων άτινα κατασκευάζουν προς τα σχοινιά διά των οποίων είχον δεμένον τον Απόστολον Πέτρον.

Τρεις συντεχνίαι των σιμιτζήδων, μυλωνάδων και σαμαντζήδων (=εμπόρων λιναρίου) της Κωνσταντινουπόλεως εώρταζον την 17ην Ιανουαρίου, εορτήν Αντωνίου του Μεγάλου εις τον ναόν του Αγίου Γεωργίου του Εδιρνέκαπι (=Πύλην Αδριανουπόλεως). Αρχικώς μόνον οι μυλωνάδες εχρησιμοποίουν τον ναόν τούτον, επειδή πολλά κτήματά των ευρίσκοντο πλησίον του ναού. Βραδύτερον ένδεκα (11) συντεχνίαι σχέσιν έχουσαι με το άλευρον έλαβον τον ναό9 τούτον υπό την προστασίαν των.

Οι βυρσοδέψαι Κοζάνης ετέλουν την ετήσιαν εορτήν των την 18ην Ιανουαρίου, ημέραν της μνήμης του Αγίου Αθανασίου, ο οποίος κατά τας παραδόσεις των ήτο ο πρώτος βυρσοδέψης ο λαβών την ευλογίαν του Χριστού διά την προκοπήν της τέχνης.

Οι σαμαράδες Κοζάνης εώρταζον την 25ην Ιανουαρίου συνάπτοντες διήγησιν τινα, κατά την κτίσιν της μονής του Διονυσίου εν Ολύμπω, περί άρκτου σαμαρωθείσης παρά του Διονυσίου διά μεταφοράν πετρών κλπ. υλικών αντί των ίππων, τους οποίους αυτή κατέφαγε.

Οι πυροσβέσται Σμύρνης εώρταζον την 27ην Ιανοναρίου εις μνήμην της ανακομιδής του λειψάνου του Χρυσοστόμου.

Οι κηπουροί και οι γεωργοί πολλαχού ήγον κατ' έτος εορτήν την ημέραν της μνήμης του μάρτυρος Τρύφωνος (1ην Φεβρ.), τον οποίον εθεώρουν, ως προστάτην των, διοτι εικονίζετο κρατών κλαδευτήρι.

Ή συντεχνία των Μικρασιατών ζαχερετζήδων (= προμηθευτών ζωοτροφιών) εώρταζεν εις την κατά το Βλαχσεράϊον εκκλησίαν του Άγίου Χαραλάμπους.

Το ρουφέτι των κεραμέων (τσουκκαλάδων ) της Αίνου-Θράκης πάτρωνά του άγιον είχε τον άγιον (ιερομάρτυρα) Βλάσιον (11η Φεβρ.).

Οι αμπατζήδες (= ράπται εγχωρίων ενδυμάτων ) Θράκης εώρταζον την ημέραν του Άγίου Θεοδώρου, διότι επίστευον ότι ο άγιος αυτός υπήρξε ράπτης. Η συντεχνία των αμπατζήδων Φιλιππουπόλεως προστάτην άγιον είχε τον τίμιον Πρόδρομον.

Οι υδροφόροι (κ. σουτζήδες, σακάδες) εν Σεβαστεία εώρταζον την 9ην Μαρτίου «των Άγίων 40 μαρτύρων». Οι ύποδηματοποιοί και βυρσοδέψαι Ζακύνθου προστάτην των είχον τον Άγιον Λάζαρον. Οι κτίσται Κοζάνης και Φιλιππουπόλεως προστάτην άγιον είχον τον Απόστολον Θωμάν εορτάζοντες την Κυριαχήν του Θωμά. Οι ξυλουργοί Ζακύνθου τον Άγιον Κωνσταντίνον. Οι εργαστηριάρχαι βυρσοδέψαι Κοζάνης, απαρτίσαντες την Πέμπτην της Αναλήψεως του 1876 βυρσοδεψικήν Αδελφότητα, εώρταζον από της χρονολογίας ταύτης την ημέραν της Αναλήψεως αποσπασθέντες της κοινής μετά των υπαλλήλων εορτής εκ λόγων υπερηφανείας, ως απομνημονεύουν οι παλαιότεροι.

Οι εν Κων/πόλει καπνοπώλαι εώρταζον την 12ην Ιουνίου του Αγίου Ονουφρίου (παρετυμολογία προς το ρουφώ ). Τον αυτόν άγιον εώρταζον και οι κουρείς, ίσως εκ της μακροτάτης γενειάδος, μεθ' ής ούτος εικονίζεται, οι δε ράπται Κοζάνης την 30ην Ιουνίου, εορτήν των 12 Αποστόλων.

Οι γουναράδες Κοζάνης εώρταζον την 20ήν Ιουλίου του Προφήτου Ηλία συσχετίζοντες την προέλευσιν της τέχνης των προς την χρησιμοποίησιν τομαριών ως ενδυμάτων παρά του Προφήτου. Και εν Κων/πόλει και αλλαχού διά την μηλωτήν του κατά περιγραφήν του Προφήτου εν τη Παλαιά Διαθήκη. Την αυτήν ημέραν εώρταζον και οι αρτοποιοί διά το πυρ του συναξαρίου του Προφήτου και οι μυλωθροί διά την κυριαρχίαν του προφήτου επί των μετεωρολογικών. Οι ποιμένες, οι υπό τα ωργανωμένα τσελνικάτα τελούντες, εώρταζον κατ' έτος μετά πάσης μεγαλοπρεπείας το 15Αύγουστον και επί διήμερον συνήθως, 15ην και 16ην του μηνός, προστάτιδα αγίαν θεωρούντες την Παναγίαν. Οι κρεοπώλαι την 8ην Νοεμβρίου του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Και η συντεχνία των ραπτών Κρήτης είχε προστάτην Άγιον τον Αρχάγγελον Μιχαήλ. Η συντεχνία των εν Κων/λει επαιτών είχε πάτρωνα άγιον τον Ιωάννην Ελεήμονα (12ην Νοεμβρίου). Οι ναυτικοί (και καπεταναίοι) τον Άγιον Νικόλαον (6ην Δεκεμβρ.). Και οι υποδηματοποιοί Κρήτης, οι καταφυγόντες εις Ζάκυνθον ως πρόσφυγες, προστάτην είχον τον Άγιον Νικόλαον. Και οι παντοπώλαι πολλαχού. Ενώ οι παντοπώλαι Κων/λεως εώρταζον την 4ην Δεκεμβρίου διά την μνήμην του νεομάρτυρος Σεραφείμ Επισκόπου Φαναρίου και Νεοχωρίου Ευρυτανίας λόγω προελεύσεως των πρώτων παντοπωλών Κων/λεως εκ Καρπενησίου. Οι υφαντάδες Κοζάνης εώρταζον την 12ην Δεκεμβρίου του Αγίου Σπυρίδωνος εις το εξωκκλήσιον του Αγίου Αθανασίου ότε ενώπιον της ολομελείας των ομοτέχνων εξεκαθαρίζοντο και οι ετήσιοι λογαριασμοί του εσναφίου. Ομοίως οι κεραμουργοί, τσουκκαλάδες

Κοζάνης προστάτην της τέχνης των είχον τον Άγιον Σπυρίδωνα, εις ον απέδιδον την εφεύρεσιν της τέχνης κατά θαυμαστάς διηγήσεις (προς το γνωστόν θαύμα της Α' Οικουμ. Συνόδου). Οι αργυροπράται και χρυσοχόοι Θράκης πάτρωνα είχον τον Άγιον Σπυρίδωνα διά την φράσιν του τροπαρίου «όφιν εις χρυσούν μετέβαλες». Και η συντεχνία των σαγματοποιών Γιαννιτσών από του 1866 εώρταζε την 12ην Δεκεμβρίου. Πολλαί επίσης συντεχνίαι είχον τον αυτόν άγιον προστάτην των, όπως αι συντεχνίαι των εν Γαλατά χρυσοχόων, ιχθυοπωλών, κτιστών τον Άγιον Σπυρίδωνα, εορτάζοντα την 12ην Δεκεμβρίου.

Η προς τον εκάστοτε εορτάζοντα άγιον τιμή συνεξεδηλούτο δι' απαραιτήτου αργίας του εσναφίου και συνεκκλησιάσεως εις ειδικήν λειτουργίαν, μετά το πέρας της οποίας εψάλλετο επιμνημόσυνος δέησις εις μνήμην των θανόντων μελών και δι' ωφέλειαν των ζώντων «μαϊστόρων, καλφάδων και τσιρακίων». Εξεφωνείτο ενίοτε, ως αναφέρεται, και λόγος πανηγυρικός παρά τινος των λογίων, διδασκάλων συνήθως, διά την προς τα σχολεία αδιάλειπτον μέριμναν των συντεχνιών. Αγνόν και βαθύ ήτο το συναίσθημα του σεβασμού των συντεχνιών και προς τας μεγάλας και επισήμους εορτάς της Εκκλησίας. Μαρτυρείται δ' εκ σαφών και εκτεταμένων κατά καιρούς περιγραφών ο τρόπος συμμετοχής των κατ' αυτάς, ιδίως του Πάσχα εν Κων/λει, ότε κατ' επαγγελματικάς ομάδας προσήρχοντο μετά την θείαν λειτουργίαν να προσκυνήσουν, πολυχρονήσουν και φιλήσουν το χέρι του Πατριάρχου. Κατά παρεμφερή τρόπον συμμετείχον εις τας εορτάς και αι των επαρχιακών κέντρων συντεχνίαι κατά καθήκον επισκεπτόμεναι καθ' ομάδας τον Δεσπότην.

Δεν περιττεύει δε και η μνεία προσελεύσεως καθ' ομάδας και εις περιστάσεις μεγάλων πολιτικών γεγονότων της Υψηλής Πύλης προς κολακείαν των ιθυνόντων, αλλά και προς επίδειξιν ενώπιον ξένων επισήμων της οικονομικής ευεξίας της βιοτεχνικής τάξεως. Κατά τας εορτάς της περιτομής του υιού του Μουράτ Γ' Μωάμεθ (1582) και κατά την προ του Σουλτάνου παρέλασιν ο Χάμμερ εις την Ιστορίαν της Οθωμ. Αυτοκρατορίας (5, 292) μνημονεύει πρώτους παρελάσαντας τους τεχνίτας των γυναικείων υποδημάτων, προς κολακείαν ίσως των γυναικών της Αυλής. Σχετικά και τα περι των συντεχνιών των Σερρών (Σερ.Χρον.1,56 ) εις την εορτήν του Μουράτ 1637, καθ' ην έκαμνον «τα ρουφέτια πάσα ένα θαμάσματα και τέρατα και σημεία», είχον δε τα εργαστήριά των στολισμένα με παντός είδους στολίδια.

Αι εκδηλώσεις κατά τας εορτάς (ευωχίαι, χοροί) δεν εστερούντο σημασίας τινας ως προς την ανακούφισιν και την ψυχαγωγίαν των εσναφλήδων, αλλά και ως προς την τόνωσιν της συνοχής των ως ομοτέχνων και ως ομοθρήσκων.

Διότι ούτω κατά τινα απλούν τρόπον και αι αργίαι ήσαν καθιερωμέναι διά τους εργαζομένους και ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ως εσναφλήδων επετυγχάνετο διά των ηθικών αρχών της θρησκείας, ώστε παρά τα ισχύοντα «κεραμεύς κεραμεί αεί κοτέει και τέκτονι τέκτων» η ψυχική ενότης των εσναφλήδων ομοδόξων αδιάσπαστος ενηρμονίζετο προς το κοινόν συμφέρον του Γένους και της Εκκλησίας.


4. Συμμετοχή των συντεχνιών

Α'. Εις την εκλογήν του Πατριάρχου Κων/λεως.

Ανεξαρτήτως της ισχύος των παραχωρηθέντων εις τον Πατριάρχην Κων/λεως προνομίων και των μνημονευομένων αυθαιρεσιών της Εξουσίας προς αυτό το πρόσωπον του Ανωτάτου Αρχιερέως, μη απαλλαγέντος, ως γνωστόν, πολλάκις και της ατιμίας της αγχόνης, δικαιώματά τινα του Γένους διετηρήθησαν και επηυξήθησαν εκ των αντιπροσώπων των συνιστώντων εις αυτήν την καθέδραν της κυριάρχου Εξουσίας την μικτήν αντιπροσωπείαν διά την εκλογήν του Πατριάρχου. Από την σύνθεσιν της αντιπροσωπείας αυτής κληρικών, αλλά και λαϊκών, εξηρτήθη και η αντοχή προς άμυναν εις τα εκάστοτε δεινά των καιρών -ο πατριαρχικός θρόνος εκλήθη προσφυώς Γολγοθάς και η αντιμετώπισις των υποχρεώσεων εις τα ποικίλα, δυσβάστακτα πολλάκις οικονομικά βάρη της Εκκλησίας, αλλά και η βαθμιαία επέκτασις της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου. Διότι ναι μεν επιδέξιοι και σοφοί εκ του Ιερατείου γενικώς άνδρες ανεφάνησαν επί της σκηνής της Ορθοδοξίας της Ανατολής, αλλά και οι εκλογείς των πρέπει να ανήκον εις τους κατά καιρούς δραστηριωτέρους και ικανωτέρους, τους οποίους η ιστορία ανέσυρεν εκ των ακαταλύτων του λαού ομάδων. Πόθεν άλλωστε ανενεούτο αυτή η του ακλήρου Ιερατείου υπόστασις, ει μη εκ της αενάου πηγής των λαϊκών δυνάμεων, όθεν κατά θείαν Πρόνοιαν επελέγετο ό,τι εκλεκτόν είχε το Γένος εις προσόντα διανοητικά, πνευματικά κλπ. προς προβολήν διά τής Εκκλησίας ως της ιδανικωτέρας των χρόνων εκφράσεως ζωής και τελειώσεως αυτής. Κατά το γενικόν λοιπόν τα συναντώμενα εις την πορείαν της δουλείας επιτεύγματα των Ορθοδόξων δεν μειονεκτούν εκείνων των ελευθέρων εν δημοκρατία, λαων κατά βιολογικήν επιλογήν. Είναι γνωστόν ότι προκειμένου περί αποφάσεων επί σοβαρών ζητημάτων της Εκκλησίας και του Γένους συνεκαλούντο εις το Πατριαρχείον γενικαί συνελεύσεις, εις ας ελάμβανον μέρος και αι συντεχνίαι της Κων/λεως διά των αντιπροσώπων των. Εις γενικήν συνέλευσιν αφορώσαν εις παρουσιαζόμενον θέμα σοβαρότητος ως η εκλογή νέου Πατριάρχου, επιβλητικήν και αποφασιστικήν είχον την ψήφον των αι συντεχνίαι. Διότι, εάν έναντι των εν Κων/λει Μητροπολιτών και των «λογάδων του Γένους» ληφθή υπ' όψιν η αριθμητική δύναμις των αντιπροσώπων πρωτομαστόρων των συντεχνιών Κων/λεως υπολογιζομένων περί τα μέσα του παρελθόντος αιώνος εις 90 μέχρις 100 (κατά τον Ν. Παπαδόπουλον και Β.Μυστακίδην εις άνω των 150), τότε συνάγει κανείς το βέβαιον συμπέρασμα ότι αι συντεχνίαι της Κων/λεως είχον εις χείρας των το ουσιωδέστερον του Γένους θέμα, το της εκλογής του Οικουμενικού Πατριάρχου.

Το δικαίωμα της αποστολής αντιπροσώπων εξ όλων των συντεχνιών εις τήν συνέλευσιν εκλογής του Πατριάρχου ίσχυσε μέχρι του 1859. Διά των λεγομένων Γενικών Κανονισμών, συνταχθέντων κατ' εφαρμογήν των διατάξεων του Χάττι χουμαγιούν έτ. 1856, αποβλέποντος εις την αναδιοργάνωσιν και των αλλοθρήσκων κοινοτήτων του τουρκικού κράτους, το δικαίωμα περιωρίσθη μόνον εις δέκα (10) εκ των εγκριτωτέρων και εφεξής εντελώς εξέλιπεν.

Απο ποίων χρόνων ήρχισεν η συμμετοχή των συντεχνιών εις την επιλογήν του Πατριάρχου είναι δύσκολον να προσδιορισθή. Κατά τα γενικά μανθάνομεν ότι υπήρχε καθεστώς διοικητικόν της Εκκλησίας της Κων/λεως, διαρρυθμισθέν από της αλώσεως ίσως και βαθμηδόν, κατά δε το καθεστώς τούτο την διοίκησιν διεξήγον ομού κληρικοί και λαϊκοί. Περισσότεραι διασαφήσεις ως προς το μικτόν τούτο αντιπροσωπευτικόν σύστημα δέν παρέχονται. Συγκεκριμένη είναι η περίπτωσις της εκλογής του Προκοπίου (από Σμύρνης) εις Πατριάρχην (1785- 89) μετά τον θάνατον του Γαβριήλ Δ' ( 1780-85 ) κοινή γνώμη των Αρχιερέων, αρχόντων και γερόντων των εσναφίων και ενδεικτική της δυνάμεως της συντεχνίας των γουναράδων εις την περίπτωσιν εξώσεως εκ του Πατριαρχικού Θρόνου του Ιερεμίου Γ', και ελπίδων αποκαταστάσεώς του διά της προσφυγής εις το ρουφέτι των γουναράδων. Εμφανεστάτη δε η εκ της μνημονευθείσης υπεροχής ψήφων επικράτησις εις την συνέλευσιν κατά την εκλογήν Γρηγορίου ΣΤ' του από Σερρών (1835-1840) κατόπιν μακρών συζητήσεων και διαφωνιών μεταξύ των αντιπροσώπων των συντεχνιών και των λογάδων.


Β'. Εις την επιτροπήν του Κοινού.

Διά των Γενικών Κανονισμών το Διαρκές Εθνικόν μικτόν Συμβούλιον αντικατέστησεν, από του 1862, τον παλαιότερον θεσμόν των καλουμένων Επιτρόπων του κοινού. Ούτοι ήσαν οι διαχειρισταί των εσόδων και εξόδων του Πατριαρχείου, είδος Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους της Μεγάλης Εκκλησίας. Εξελέγοντο δ' εκ των συντεχνιών της Κων/λεως, των μάλλον εγκρίτων, και συνειργάζοντο μετά του Πατριάρχου, της Ιεράς Συνόδου και των αρχόντων διά την λύσιν των καθ' όλου ζητημάτων του Γένους. Επί Ιωάσαφ (1555-1565) μνημονεύεται υπάρχουσα Επιτροπή του κοινού. Από της πρώτης Πατριαρχείας Ιερεμίου του Γ' (1718) η αντιπροσωπεία αύτη ενδιαφέρεται και λαμβάνει αποφάσεις περί γενικωτέρας συμφωνίας και αγάπης μεταξύ των διαφόρων τότε ιθυνουσών τάξεων κληρικών και λαϊκών. Κατά δε το επίσημον «Επιτροπικόν των αρχιερέων και αρχόντων» γράμμα του Πατριάρχου Κυρίλλου του Ε' (1752 ), εκτός των 3 Αρχιερέων και 3 αρχόντων, εξελέγοντο ως μέλη και «από του χρησίμου ρουφετίου των γουναράδων (o δείνα και δείνα. . . ), από δε των λοιπών ρουφετίων (ο δείνα και δείνα)... ». Εις την τοιαύτην ένταξιν εσναφλήδων ως μελών εις το σώμα της επιτροπής του Κοινού οφείλεται ο χαρακτηρισμός (του Υψηλάντου, Τα μετά την άλωσιν σ. 370 ) ως «παρ' επιτρόπων βαναύσων » συγκειμένης.

Διά την παντοδυναμίαν της Επιτροπής ταύτης του Κοινού εις τα πράγματα της Εκκλησίας εγράφησαν αρκετά και τινα εχθρικά. Η κατάργησις πάντως και αντικατάστασις αυτής διά του Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου απέβλεπεν εις την μείωσιν της δυνάμεως των λαϊκών και δη της επιρροής των εσναφίων.

Οι Γενικοί Κανονισμοί, κατά τον Μανουήλ Γεδεών, υπενόμευσαν την ισχύν και το γόητρον του Πατριαρχείου, περιεφρόνησαν δε τα εσνάφια διά της αφαιρέσεως του δικαιώματος της εκλογής του Πατριάρχου. «Κατασκευασθέντος δε Διαρκούς Εθνικού Μικτού Συμβουλίου αντί της αιωνοβίου "Επιτροπής του Κοινού" και επινοηθεισών των κοινών ιεράς συνόδου και μικτού συμβουλίου συνεδριάσεων, εις ας οι κληρικοί ήσαν δώδεκα και οι λαϊκοί οκτώ, περιτταί εκρίθησαν αι εκ συντεχνιών κατά το πλείστον αποτελούμεναι γενικαί συνελεύσεις, και εμειώθη και εξηυτελίσθη η προς τας συντεχνίας τιμή». Η γνώμη του Γεδεών, σεβαστή και ως εκ της εμπειρίας των χρόνων του, συνεχίζεται κατ' επέκτασίν τινα και ευρυτέραν αντίληψιν περί του γενικωτέρου ρόλου των συντεχνιών διά των κάτωθι: «Αλλ' αυταί, δηλαδή αι συντεχνίαι, τα εσνάφια, πολυπληθεστάτους εργάτας έχουσαι εκ πασών των επαρχιών της τουρκικής αυτοκρατορίας, επιστεύοντο κατά συγκατάθεσιν και επίνευσιν της τουρκικής κυβερνήσεως, υπ' αυτής και υπό του "ευσεβούς ημών Γένους" αντιπρόσωποι νόμιμοι του υπό τους σουλτάνους ορθοδόξου έθνους των Ρωμαίων, Ελλήνων, δήλα δη, Βουλγάρων, Αλβανών, ώστε να γίνωνται δεκταί παρά της κυβερνήσεως αναφοραί εσφραγισμέναι συντεχνιών 70 ή 80, ζητουσών δίκαιον τι αφαιρούμενον απ' αυτών ή αμφισβητούμενον. Εθεωρούντο ως μεγάλη βουλή, διά το ευσεβές ελληνικόν γένος και τα μετ' αυτού συνεργαζόμενα αλβανικόν και βουλγαρικόν».

Η κατά των Γενικών Κανονισμών στάσις του Γεδεών, ενώ είναι τόσον ευμενής διά τας συντεχνίας, ενέχει το μειονέκτημα της εμμονής εις ιδέας, εις την υπεράσπισιν των οποίων ενετάχθη αρχήθεν μετά των δρώντων της εποχής προσώπων. Διότι οι συντάξαντες αυτούς κληρικοί και λαϊκοί, οι θεωρούντες τους Κανονισμούς αντιθέτως ως εθνοσωτηρίους, υπέκειντο εις τα γενικά των χρόνων ρεύματα, τα οποία υπηγόρευον εις τους ιθύνοντας τα της Τουρκίας την οπωσδήποτε επικράτησιν και επιβολήν ανασταλτικών μέτρων κατά «των υπό τον Οικουμενικόν θρόνον δια τελούντων Ορθοδόξων Χριστιανών υπηκόων της Αυτού Μεγαλειότητος του σουλτάνου» επί το ευφημότερον και εις την πραγματικότητα κατά των εσναφλήδων και των κατευθυνόντων τούτους.

Τα ανασταλτικά μέτρα, υπό μορφήν εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων, ήδη από του Μαχμούτ Β' (1808-1839) και ενωρίτερον, υπηγορεύοντο εκ της ανάγκης αντιμετωπίσεως των ποικιλομόρφως εκδηλωθεισών από των αρχών του ΙΘ' αιώνος τάσεων απειθαρχίας, ως αιτίων παρακμής της Τουρκίας διά των κινήσεων αυτονομίας Τοπαρχών Πασσάδων, εθνικοτήτων Σερβίας, Ελλάδος κλπ., συνεργούσης και της διεισδύσεως των ξένων δυνάμεων εις τα της Τουρκίας προς εκμετάλλευσιν και εξ ενδιαφέροντος διά την διαδοχήν της κληρονομίας των χώρων της.


Γ'. Εις τας Μητροπόλεις και Επισκοπάς

α. Απο τα γενικά. Διοικητικά


Συνειργάζοντο αι συντεχνίαι μετά των Αρχιερέων, οι οποίοι εκλεγόμενοι κατά τους θεσμούς αυτοδιοικήσεως της Εκκλησίας απεστέλλοντο διά να ποιμάνουν την εμπιστευθείσαν εις έκαστον Επαρχίαν.

Η επιτυχία της συνεργασίας εξηρτάτο εκ της παρά του Αρχιερέως δυνατότητος αφομοιώσεως των εντολών, αι οποίαι προήρχοντο εκ των άνω, ήτοι της εν Κων/λει κεφαλής της Εκκλησίας και της παραδόσεως γενικώς, εκ του τρόπου μεταδόσεως αυτών εις τον λαόν κατά τας περιστάσεις και εκ της αναλόγου επαφής και εκτιμήσεως των αντικειμενικών δεδομένων του ήθους και των πράξεων και ενεργειών των ανθρώπων της Επαρχίας εις το στάδιον της ζωντανής εξελίξεως. Οι ταπεινοί εξ άλλου και άσημοι, δεχόμενοι εις χρόνους δουλείας ζωηροτέρας τας εξωτερικάς δυναστείας και καταπιέσεις, έπρεπε να ευρίσκουν περίσσευμα δυνάμεως προς αντίστασιν και οπωσδήποτε να μη παύη ισχυροποιουμένη η εσωτερική ηθική και πνευματική συνοχή των προς την Εκκλησίαν, την Μεγάλην και την του τόπου των. Εις την πλαστικήν ικανότητα του Αρχιερέως ως αρχηγού ποιμνίου και των Χριστιανών ως δεκτών αλλά και τανάπαλιν αντικατοπτρίζεται κατά τα λεπτομερειακά η ζωή των Επαρχιών, διά της οποίας συνεκρατήθη άθραυστος κατά το σύνολον o κρίκος του πολιτειακού, ηθικού, θρησκευτικού και εθνικού δεσμού της παραδόσεως του Γένους (ο εθνικός δεσμός αναφέρεται εις έκαστον των νεωτέρων Κρατών της Βαλκανικής). Πάντως από το απλούν ήθος των συντέχνων, την ειλικρίνειαν, την εντιμότητα, την φιλοπονίαν και την προς τα θεία πίστιν και εμπιστοσύνην των, ως και από τον απόλυτον σεβασμόν προς το πρόσωπον του Δεσπότου πολλαπλήν είχε την ωφέλειαν η Εκκλησία, ηθικήν και υλικήν. Διά τούτο και αύτη περιέβαλε τους συντέχνους διά της στοργής της προσλαμβάνουσα τους εγκριτωτέρους εξ αυτών εις την διοίκησιν της Επαρχίας.

Εις τα γράμματά της η Μεγάλη Εκκλησία προσφωνούσα τον Αρχιερέα, τους κληρικούς και τους άρχοντας ή τους δημογέροντας δεν παρέλειπε και τούς πρωτομαΐστορας και μαΐστορας των ρουφετίων. Οι χαρακτηρισμοί είναι ουσιωδέστατοι εις βάθος και έννοιαν «χρησιμώτατοι και τιμιώτατοι», «ευλογημένα» ή «φιλόχριστα ρουφέτια» κλπ. Αλλά και ο κατά τόπους Αρχιερεύς εις τας διαφόρους Εγκυκλίους του τους αυτούς κολακευτικούς χαραχτηρισμούς εχρησιμοποίει προς τους εσναφλήδες της Επαρχίας του, τους οποίους ούτως ή άλλως είχε και ως κυριωτέρους προστατας του. Διότι εις ποίων άλλων την ειλικρινεστέραν συνεργασίαν ηδύνατο να ελπίζη ο εκ των ποικίλων περιστάσεων και δεινών πληττόμενος Αρχιερεύς;

Ειρηνικοί παράγοντες αμφότεροι, Εκκλησία και συντεχνίαι, ηγωνίζοντο τον καλόν δρόμον της σωτηρίας και κατά το δυνατόν της βελτιώσεως των συνθηκών της δουλείας. Αυτή η μεταλλαγή κέντρων διοικήσεως της Εκκλησίας συνεπεία δεινών κατά τόπους και χρόνους δεν είναι ενδεικτική της ελκτικής προστατευτικής δυνάμεως εκ της αναπτύξεως των συντεχνιών εις ευνοϊκωτέρους τόπους; ( Πρβλ. μεταφοράς εδρών: του Πλαταμώνος εις τα Αμπελάκια, του Σισανίου εις Σιάτισταν, του Σερβίων εις Κοζάνην κλπ. κλπ.

Κατά τον νουν των ως ανωτέρω προσφυής θεωρείται και η παρά τινων συγγραφή της ιστορίας Κοινοτήτων τινών εις κεφάλαια εντός των περιόδων των εκάστοτε Αρχιερατευσάντων. Αλλ' η εκκίνησις εκ της περί της ιστορίας αντιλήψεως, της προβολής δηλαδή των αξιολογωτέρων γεγονότων και προσώπων, συνέτεινεν εις την παραμέλησιν της συγκεντρώσεως και μελέτης των στοιχείων των σχετικών προς τας συντεχνίας, διά να μη είπωμεν εις την περιφρόνησιν των εκ των συντεχνιών ωφελημάτων. Ένεκα τούτων και η επίσημος ιστορία ή ουδέν είπε περί της συμβολής των εις τα καθόλου περί του Γένους -σχεδόν αυτογενή θεωρήσασα και τα της παιδείας- ή παρερμηνεύουσα ως επ' εσχάτων και υπό την επήρειαν ειδικών συστηματικών τινων εργασιών ηναγκάσθη να χαρίση και κεφάλαιον τι δια τας ταπεινάς συντεχνίας. Και λέγομεν παρερμηνεύουσα δια την μη συνεξέτασιν, απολύτως συμφυή, μετά της Εκκλησίας, χωρίς τούτο να σημαίνη εγκώμιον αυτής εκτός των πραγμάτων.

Eίναι αληθές ότι κατά τόπους και καιρούς Μητροπολίται και Επίσκοποι, ως και πρωτομαΐστορες των εσναφίων ενεπλάκησαν εις τας διενέξεις και διαμάχας των Κοινοτήτων, εις τα λεγόμενα γκοτζαμπασλίκια. Αλλά τοιαύται εκδηλώσεις, εάν δεν προήρχοντο εκ των ανθρωπίνων αδυναμιών και εκ της πολιτικής της τουρκικής διοικήσεως της αποσκοπούσης εις την φθοράν των ενημερουσών ιδίως Κοινοτήτων των υποδούλων, πρέπει κατά τινα τρόπον να οφείλωνται περισσότερον εις τας επιδιώξεις των προεστώτων, «των τσορμπατζήδων» περί των οποίων η ιστορία της Τουρκοκρατίας γενικώτερον έχει εκφρασθή ουχί ευμενώς. Εν πάση περιπτώσει η Εκκλησία μαρτυρείται ότι σπανιώτατα δεν συνετάγη με τας λαϊκάς μάζας, αφού είχεν εξαντλήσει τας ειρηνευτικάς και κατευναστικάς της προσπαθείας συμφώνως προς την βαθυτέραν υφήν του προορισμού της. Η περίπτωσις της χρησιμοποιήσεως των συντεχνιών Σμύρνης εις τον αγώνα προς την Ιεράν Μητρόπολιν αφεώρα εις προσωπικάς ωφελείας και ικανοποίησιν παθών των υποκινητών.

Οπωσδήποτε η Εκκλησία κατ' εγκόσμιον δραστηριότητα ενούσα και συνδέουσα τα της διοικήσεως αυτής και των Κοινοτήτων επεζήτησε την συμμετοχήν των εκ των συντεχνιών νέων δυνατών ανθρώπων αντιπροσωπευόντων κατά τόπους γνησιωτέραν την βούλησιν των υποδούλων εκ νομίμου εξ αυτών εκλογής και ουχί εκ διορισμού της Εξουσίας ως των προεστώτων. Και διά να μη φαίνωνται ταύτα αόριστα πως θα δοθούν συγκεκριμένα τινά παραδείγματα. Ούτω εκ της κοινοτικής οργανώσεως της πόλεως Θεσ/νίκης, αρχομένης της Τουρκοκρατίας, οι άρχοντες οι απαρτίζοντες την 12μελή κοινοτικήν Επιτροπήν (υφίστατο απο του 14ου αιώνος) επτά ήσαν κληρικοί, oι δε υπόλοιποι πρέπει να ήσαν εκ των νέων ανθρώπων των χρόνων της Τουρκοκρατίας, εφ' όσον oι αριστοκρατικής προελεύσεως ευγενείς και αστοί οι μετέχοντες εις την Κοινοτικήν διοίκησιν των βυζαντινών χρόνων είχον εξαφανισθή ούτως ή άλλως. Ποίον το έργον των, αυτός ο Αρχιεπίσκοπος Ισίδωρος γράφει μεταξύ των άλλων: «χρη και προς επιτάγματα δεσποτών νυν μεν είκειν, νυν άλλως οικονομείν και τούτων απειλάς ημερούν και δωρεάς επιδέχεσθαι και το χρηματίζεσθαι καιρού καλούντος ακινδύνως εξευρίσκειν ... και πανταχόθεν τω κοινώ την ασφάλειαν πραγματεύεσθαι».

Σαφεστάτη είναι η σύνθεσις και ο τρόπος εκλογής των αρχόντων της Κοινότητος Σερρών το 1614. Εις γενικήν συνέλευσιν πάντων των χριστιανών, μικρών και μεγάλων, ενώπιον του Δεσπότου, των κληρικών και αρχόντων εξελέγοντο «δώδεκα δίκαιοι και καλοί και ενάρετοι και τον Θεόν φοβούμενοι», εις εξ εκάστου ρουφετίου (διά την κατανομήν πρωτίστως των οικονομικών βαρών).

Ασαφή τα περί της Κοινότητος Ιωαννίνων παλαιότερον, μολονότι τα προνόμια Μητροπολίτου και αρχόντων είχον εξασφαλισθή διά του ορισμού του Σινάν πασά κατόπιν ειρηνικής παραδόσεως της πόλεως και της περιοχής. Βραδύτερον το αστικόν ή δημαιρεσιακόν Συμβούλιον απηρτίζετο εκ του Αρχιερέως, των αρχόντων, των εμπόρων και των πρωτομαϊστόρων των ρουφετίων (34 τον αριθμόν επί Αλή πασά).

Όργανα διοικήσεως της νήσου Μυκόνου ήσαν οι γέροντες κατά το καταστατικόν του έτους 1649. Αλλά τι να συμπεράνη κανείς περί του τι ήσαν οι γέροντες; Παρ' αυτούς δ' ο καπετάνιος και καστελλάνος τι εξουσίαν ήσκει κατά την αυτήν εποχήν;

Τον κανονισμόν της πολιτείας Αδριανουπόλεως συνέταξεν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος (1669-1707 ) συνεργασθείς προς τούτο μετά του Μητροπολίτου και των αρίστων μαϊστόρων των ρουφετίων. Η καλουμένη Κεντρική Εφορία (βραδύτερον) δωδεκαμελής και αύτη, ρυθμίζουσα τας υποθέσεις του κοινού, ετέλει υπό την προεδρίαν του Δεσπότου.

Κλήρος και συντεχνίαι διηύθυνον τα κοινά της Φιλιππουπόλεως ως διοικητιχή Επιτροπή, εις την οποίαν μετείχον (το 1861 ) οι πρωτομαΐστορες των 4 κυριωτέρων συντεχνιών: των αμπατζήδων, καφταντζήδων, γουναράδων και μπακάληδων. Η συμμετοχή επετεύχθη κατόπιν μακροχρονίων αγώνων.

Του Δεσπότου Κοζάνης (+ Σερβtων ) την καλουμένην σύνοδον των κληρικών απήρτιζον (το 1786 και 1789) ιερωμένοι και οφφικιούχοι της Εκκλησίας λαϊκοί, εξ ων εις ο Ρούσης Κοντορρούσης (ως χαρτοφύλαξ), όστις είχε την οικονομίαν του εκ βυρσοδεψείου και φούρνου, την δε σύνοδον του Σισανίου (εν Σιατίστη το 1697 προκαθημένου του Σιατιστέως Ζωσιμά ως Αρχιερέως [πατριάρχου] Αχριδών απετέλουν ιερείς και «ευγενέστατοι άρχοντες» της πολιτείας ως οφφικούχοι της Εκκλησίας, πάντες εκ των εις τας συντροφίας πραγματειών ευδοκιμησάντων, ως ο Θεοδωρής Νεράντζης, ο Γ. Σφήκας κλπ. Νήσων τινών του Αιγαίου (εξ αποίκων κυρίως Αλβανοφώνων) ιεροκρατικόν το σύστημα διοικήσεώς των κατ' αρχάς, θα συμπληρωθή με τον καιρόν δια των καραβοκυραίων. Η προώθησις και η συμμετοχή των πλοιάρχων εις την διοίκησιν της Ύδρας μαρτυρείται διά δύο λαϊκών προσώπων, βραδύτερον δι' 24 προκρίτων συντύχων καλουμένων, ευνοϊκά υπέρ των συντεχνιών υποδημάτων, καλαφατών, ραπτών, καζάζιδων κλπ. λαμβανόντων μέτρα.

Εις τας Αθήνας οι άρχοντες, μετά προηγουμένην συνεννόησιν μετά του Μητροπολίτου, οι επισημότεροι ηγούμενοι των μονών της Αττικής και οι αρχηγοί των συντεχνιών της πόλεως, προέκρινον τους υποψηφίους ως δημογέροντας, (τρεις τον αριθμόν, το 1795, 1798). Εις χοτζέτι αναγνωρίσεως της εκλογής των Δημογερόντων έτους 1815 αναφέρονται «η συντεχνία των σαπωνοποιών, των πραγματευτάδων, των αρτοποιών και των μπαχαρικοπωλών» (αρωματοπωλών ). Εις χοτζέτι του 1819 και η συντεχνία των γουναράδων.

Εις το Μελένικον κυβερνούν ενιαυσίως τρεις επίτροποι του Κοινού λεγόμενοι, άνδρες «επιτήδειοι και φρόνιμοι» και τρεις έφοροι εκ των «προκρίτων πολιτών». Εις το καταστατικόν της πολιτείας το συνταχθέν το 1813 Απριλίου 1 εις «κοινήν συνέλευσιν των εγκατοίκων απάντων» του Μελενίκου, προεδρεύοντος του Πανιερωτάτου Δεσπότου Μελενίκου Ανθίμου, αναγράφονται συμμετέχοντα και εξ εσνάφια: των μπουγιαντζήδων, χρυσοχόων, γουναράδων, ραπτάδων, παπουτσήδων και μπακάληδων. Ο Άνθιμος κατοχυρώνει διά της υπογραφής του το καταστατικόν ως και τα εσνάφια, εκ των οποίων δύο αναλαμβάνουν αυτοπροαιρέτως ειδικάς οικονομικάς ενισχύσεις υπέρ του Κοινού της πολιτείας, ήτοι όσοι κάμνουν βαμβάκια να δίδουν εις το Κοινόν εν γρόσι εις κάθε φόρτωμα, κάθε δε μπογιαντζής να κρατή παστρικόν λογαριασμόν δι' όσας οκάδας μετάξι βάπτει τον χρόνον και επομένως να πληρώνη εις την κάθε οκάν δέκα παράδες. «Τούτους τους παράδες χρεωστούν δύο ή τρεις εκ των πρώτων Μαστόρων να συνάξουν από τους άλλους εις εν μέρος και να τους εγχειρίζουν εις τους Επιτρόπους του κοινού δι' αποδείξεως» (Άρθρον 13 του καταστατικού, έχοντος τον τίτλον «Σύστημα ή Διαταγαί»).

Διά τοιούτων μέτρων εξησφαλίζοντο εις το Μελένικον αι αναγκαίαι προϋποθέσεις, ώστε κατά τα διατυπούμενα εις αυτό το καταστατικόν διοικήσεως της πολιτείας, «να οικονομώνται αι χρείαι των εν τη πολιτεία αγίων του θεού εκκλησιών, να διατηρώνται δύο παντοτινά σχολεία, εν δηλαδή κοινόν και εν Ελληνικόν και να βοηθώνται όσον το δυνατόν εν ανάγκη και οι ενδεείς και πτωχοί αδελφοί» των.

Κατά γενικωτέραν επισκόπησιν εκ της ανιχνεύσεως των στοιχείων των αναφερομένων με σαφήνειάν τινα εις τα περί συντεχνιών -τα παραδείγματα δύνανται να πολλαπλασιασθούν- προκύπτει ότι εις τα των Κοινοτήτων διοικητικά, οικονομικά κλπ. αι συντεχνίαι εμφανή έχουν την συμμετοχήν των και πάνυ ουσιώδη, η δε μετά τούτων συνεργασία των εκπροσώπων της Εκκλησίας Μητροπολιτών -Επισκόπων επιβεβαιούται ως λίαν αναγκαία και πολύτιμος.


β'. Τα συμφωνητικά των συντεχνιών. Το κύρος του Δεσπότου.

Αι κατευθύνσεις των απασχολήσεων των δημιουργών επιτοπίου κατά πρώτον εργασίας, φέρουσαι έκτυπον την εικόνα της εκμεταλλεύσεως του φυσικού περιβάλλοντος και της ψυχικής ιδιοσυστασίας των ανθρώπων, ως και η διοικητική επαγγελματική ιεράρχησις από του πρωτομαΐστορος μέχρι του μαθητευομένου βοηθού (τσιρακιού) έχουν διατυπωθή κατά καιρούς και κατά τόπους εις γραπτούς κανονισμούς, εις τα λεγόμενα συμφωνητικά των εσναφίων.

Δεν είναι ταύτα παλαιά, ήτοι των πρώτων αιώνων της Τουρκοκρατίας, αλλ' εκ φράσεων ως «την ανέκαθεν ημών καλώς έχουσαν συνήθειαν και τάξιν του ρουφετίου μας... υποσχόμεθα να φυλάττωνται ορθώς ως και πρότερον» εκ του συμφωνητικού των γουναράδων Κοζάνης έτους 1786 και εκ του συμφωνητικού της συντροφίας των Αμπελακιων έτος 1780 να ανακαινίσουν και ανασυγκροτήσουν κοινήν των «συντροφίαν και αδελφότητα ανακαλούντες τα αρχαία ήθη των» η «κατά τα παλαιά των θέσμια επέχοντα τόπον νομου» κατά το μνημονευθέν ανωτέρω φιρμάνιον του 1773, προκειμένου περί λύσεως διαφορών μεταξύ των εσναφικών ομίλων, συνάγεται η συνέχεια της παραδόσεως εις τους κατά ειδικότητας βιοτεχνικούς κλάδους, συμφώνως άλλωστε και προς καθολικόν αξίωμα καθ' ο τα καθεστηκότα των ομάδων έχουν οπωσδήποτε μακράν την παράδοσιν.

Αλλ' αι ιδιομορφίαι η και τα κοινά χαρακτηριστικά ολίγην έχουν σημασίαν εις την ουσίαν του θέματός μας, ή μάλλον δ' ενδιαφέρουσα πλευρά αφορά εις την σχέσιν όλων των προσπαθειών των συντέχνων εις το να κατοχυρώσουν τας συνηθείας των εγγράφως διά να έχουν αύται κύρος και ισχύν η «προς ειρήνην του ρουφετίου συντείνουσαι» ένεκα παραβάσεων των θεσμίων των εκ μέρους ομοτέχνων. Kαι κατά τούτο ο παράγων Εκκλησία λαμβάνει την προσήκουσαν θέσιν.

Θα εκτεθούν εν πάση δυνατή συντομία, αυτά τα δεδομένα κατά χρονολογικήν σειράν, δεν θα χρειασθή δ' εν προκειμένω γενικωτέρα εποπτεία η κρίσις σχετική διά το σαφές και συγκεκριμένον των στοιχείων των συμφωνητικών. Θα ηδύναντο ταύτα να εξετασθούν εις ίδιον κεφάλαιον, αλλά λόγω προελεύσεώς των εξ επαρχιακών μόνον κέντρων δεν εκρίθη απροσάρμοστος η υπαγωγή των εις τα των Μητροπόλεων και Επισκοπών και υπό το γενικώτερον περί συμμετοχής των εσναφλήδων εις τα της ανασυγκροτήσεως του Γένους. Ούτω: Το συμφωνητικόν των σαπουνάδων γυναικών της πόλεως Τρικκάλων είναι έτους 1735. «Παλαιόθεν εστάθη συνήθεια άνδρες να μην ανακατώνωνται εις το ρουφέτι αυτό ούτε να δουλεύουν την τέχνην αυτήν». Η συμφωνία καταστρώνεται εις τον ιερόν κώδικα της Μητροπόλεως Τρίκκης, επιβεβαιούται διά της υπογραφής του Δεσπότου (του Λαρίσης Ιακώβου) και φέρει τας υπογραφάς των κληρικών και αρχόντων της Μητροπόλεως ως μαρτύρων. Διά τον τυχόν παραβάτην (άνδρα) «της συμφωνίας ταύτης και ανυπότακτον της εκκλησιαστικής αποφάσεως ορίζεται παιδεία εκκλησιαστικώς και εξωτερικώς».

Tο συμφωνητικόν του ρουφετίου των παντοπωλών της Μοσχοπόλεως είναι του έτους 1779. Εκ των δύο μόνον αναγνωσθεισών υπογραφών (εκ των 7) των βεβαιούντων την πράξιν (δεν διασαφηνίζεται, εάν το «κατάστιχον, λεγόμενον, των μπακάληδων» είναι πρωτότυπον, εάν κατεχωρίσθη αλλού που κλπ.) δεν δύναται να εξαχθή ασφαλές συμπέρασμα, εάν ανήκουν εις κληρικούς. Η του πρώτου μετά το «βεβαιοί» έχει το σημείον του σταυρού, η δευτέρα υπογραφή είναι του Κων/τίνου Μιχάλη Παπαθανάση. Εγράφη (το συμφωνητικόν) δέκα έτη μετά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1769 και υπό τας νέας δημιουργηθείσας εντός της πόλεως συνθήκας. «Mε το να έλειψεν η τάξις και η αρμονία εις το κεφάλαιον των απάντων, η πρός αλλήλους αιδώ, τώρα όπου έχομεν διά της δεξιάς του Υψίστου άκραν ελευθερίαν και μεγάλην ησυχίαν θεσπίζομεν όρους τινάς». Tο θρησκευτικόν πνεύμα δηλούται και εκ των διατυπώσεων εις την αρχήν του συμφωνητικού ως προς το σύστημα διοικήσεως του παντός και εις το τέλος αυτού ως προς τον τυχόν παραβάτην των όρων του ρουφετίου: «Όποιος όμως θελήση να τους χαλάση (τους όρους ), να έχουν αντίδικον την Αγίαν Τριάδα και να δώσουν λόγον τω αδεκάστω κριτή εν ημέρα κρίσεως». Ο αείμνηστος Ξάνθης Ιωακείμ (Μαρτινιανός ) θεωρεί το συμφωνητικόν ως ιδιόγραφον του λογίου πρωτοπαπά Θεοδώρου Καβαλλιώτου.

Της εν Αμπελακίοις συντροφίας βιομηχανίας νημάτων βάμβακος το συμφωνητικόν γράμμα το συνταχθεν (εις διπλούν ) το 1780 «εις ένδειξιν και ασφάλειαν των αποφασισθέντων» επιβεβαιούται παρά του πανιερωτάτου Δεσπότου Διονυσίου του Πλαταμώνος εκτός των υπογραφών των συντρόφων του συνεταιρισμού. Εκ του περιεχομένου του συμφωνητικού αξιοπρόσεκτα είναι: πρώτον ότι αι αποφάσεις «των ευρισκομένων πραγματευτών και τεχνιτών νημάτων της πολιτείας ταύτης Αμπελακίων» αφορούν εις το νά ανακαινίσουν και ανασυγκροτήσουν κοινήν των «συντροφίαν και αδελφότητα ανακαλούντες τα αρχαία ήθη των» και δεύτερον ότι τα χαρακτηριστικά του πνεύματος των συνελθόντων μαρτυρούν βαθείαν την θρησκευτικήν των πίστιν. «Συν τω αγίω θεώ» άρχεται το συμφωνητικόν. «Kαι οι ευαγγελικοί νόμοι και οι ηθικοί δεσμοί μας παρασταίνουσι το στέρεον και ακράδαντον της ενότητος και ομονοίας». «Εν ονόματι αυτού του Δεσπότου Χριστού απεφασίσαμεν ...». Το συμφωνητικόν επιβεβαιούμενον παρά του Δεσπότου Διονυσίου θα κατεγράφη εις τον κώδικα της Επισκοπής Πλαταμώνος, εν Αμπελακίοις, «εις ένδειξιν και ασφάλειαν». (Τα ίσα εις τον κώδικα, τα πρωτότυπα εις χείρας, βλ. συμφωνητικά Κοζάνης κατωτέρω). Εκ της εκδόσεως τούτου λείπουν αι υπογραφαί.

Το των γουναράδων Κοζάνης έτους 1786, εις 10 άρθρα διηρθρωμένον, κατασφαλίζεται διά της επιβεβαιώσεως του Δεσπότου Αγίου Σερβίων και Κοζάνης και των υπογραφών των εντιμοτάτων κληρικών ως μαρτύρων εκτός της εγγράφου βεβαιώσεως πάντων των «εν τη τέχνη των γουναράδων ευρισκομένων μικρών και μεγάλων». Το βεβαιωτικόν και υποσχετικόν τούτο γράμμα καταχωρίζεται ως ίσον απαράλλακτον του πρωτοτύπου εις τον ιερόν κώδικα της Επισκοπής.

Το 1789 εκπρόσωποι των οπλοποιών, χαλκιάδων, κασσιτερωτών και πεταλωτών Κοζάνης προσέρχονται ενώπιον του Δεσπότου και παρισταμένων των οφφικιούχων της Επισκοπής κληρικών και αρχόντων ζητούν συνοδικήν απόφασιν επί χρησίμων τινών διατάξεων της συντεχνίας των. Τό συντασσόμενον συμφωνητικόν εις 8 άρθρα επιβεβαιοί ο Δεσπότης, υπογράφουν κληρικοί και άρχοντες και βεβαιούν διά των υπογραφών των οι εκπρόσωποι τεχνίται. Και το αυλικόν συνοδικόν τούτο γράμμα καταχωρίζεται εις τον κώδικα της Επισκοπής ως ίσον του πρωτοτύπου, το οποίον παραδίδεται εις χείρας του πρωτο- μαΐστορος των τεχνιτών.

Το συμφωνητικόν της εν Φιλιππουπόλει συντεχνίας των αμπατζήδων, μιας των μάλλον παλαιών, πολυμελών και ευπόρων, έτους 1804, εις άρθρα 8, δεν συντάσσεται παρουσία του Μητροπολίτου κλπ. της συνόδου του, αλλά παρά των ιδίων μαστόρων, παρ' ων και βεβαιούται διά των υπογραφών των. Διαπνέεται όμως υπό του πνεύματος της θρησκευτικότητος των εσναφλήδων. Ούτω εν αρχή αυτού: «Όπου είναι η συμφωνία και η υποταγή και η ένωσις, εκεί και η ευσπλαχνία του Θεού χαρίζει όλα τα αγαθά». Και ολίγον κατωτέρω, «και δη με την βοήθειαν του Θεού υποσχόμεθα και αποφασίζομεν». Και προς το τέλος επί τυχόν παραβατών των θεσπιζομένων: «oι τέτοιοι ομού ως κακοβληταί του εσναφίου μας να έχουν την κατάραν του Θεού και του τιμίου Προδρόμου (προστάτου αγίου της συντεχνίας των ), των τε αγίων..., ομού δε και την κατάραν του πανιερωτάτου ημών δεσπότου αγίου Φιλιππουπόλεως κυρίου κυρίου Κυρίλλου...». Από δε τα πρακτικά των συνεδριών της συντεχνίας αρχόμενα από του 1685 εκτός του πλήθους των αφιερώσεων, περί ων θα γίνη λόγος κατωτέρω, άξια μνείας σχετικώς είναι τα του έτους 1703 «εσυνάχθηκαν το ρουφέτι μικροί και μεγάλοι και ευρήκαν εύλογο ιερείς τε και κοσμικοί και εσυμφώνησαν», μάλλον δ' αξιόλογα τα ως ενθύμησις αναγραφόμενα περιληπτικώς το 1706 «το πώς εσυνάχθηκαν οι μαστόροι των αμπατζήδων, γέροντες και νέοι εις τον ναόν του Αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου και ... και εις τούτο εγένετο το παρόν συμφωνητικόν γράμμα ενώπιον των εντιμοτάτων κληρικών και ευλαβεστάτων ιερέων και τιμιωτάτων μαστόρων» κλπ. κλπ.

Ο Δεσπότης Κοζάνης διά λόγους «ευταξίας των εκκλησιών και του κοινού» συγκαλεί εις την Επισκοπήν τους κληρικούς και άρχοντας της Κοζάνης αφ' ενός, τους κηροπώλας αφ' ετέρου και λαμβάνει συνοδικήν απόφασιν «κοινή γνώμη και συμφωνία», όπως του λοιπού ο κηρός κατασκευάζεται καθαρός και άδολος. Το υποσχετικόν του σωματείου των κηροπωλών γράμμα εκδίδεται το 1815 και καταχωρίζεται εν αντιγράφω εις τον κώδικα της Επισκοπής.

Το 1826 συντάσσεται διά την συντεχνίαν των βυρσοδεψών Κοζάνης συμφωνητικόν γράμμα, το οποίον και καταχωρίζεται εις τον ιερόν κώδικα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου. Το πλέον χαρακτηριστικόν τούτου είναι ότι οι βυρσοδέψαι ως πρωτομαΐστορα βάνουν πρώτον ουχί εσναφλήν, αλλά τον Άγιον Νικόλαον, πολιούχον της πόλεως και δεύτερον τους επιτρόπους της αυτής εκκλησίας, ήτοι τους υπηρετούντας τον ναόν.

Οι αρτοποιοί Κοζάνης «κοινή γνώμη και αυτοπροαιρέτω θελήσει» αποφασίζουν, «ίνα όλοι ομού συνδεθώσι και συνέλθωσι γινόμενοι εις Ισνάφι ψωμαδικόν», συνεργαζόμενοι και συμπάσχοντες διά το κοινόν αυτών όφελος. Το συμφωνητικόν συντάσσεται «προκαθημένης» της ταπεινότητος του Δεσπότου και συνοδικώς διατελούσης μετά των περί αυτήν εντιμοτάτων κληρικών και καταχωρίζεται εις τον κώδικα της αγιωτάτης Επισκοπής. Το πρωτότυπον δίδεται εις τον πρωτομάστορα του εσναφίου. Έτος συντάξεως το 1827.

Του αυτού έτους είναι και το συμφωνητικόν των υφαντάδων Κοζάνης υπογεγραμμένον παρά πάντων των μαστόρων του εσναφίου και δια των μαρτυριών των εντιμοτάτων κληρικών κατησφαλισμένον, έτι δε κεκυρωμένον διά της σφραγίδος και επιβεβαιώσεως του Δεσπότου. Και τούτο εν αντιγράφω εις τον κώδικα αλληλογραφίας και πράξεων της Επισκοπής.

Παραλείπομεν τα συμφωνητικά των κηπουρών Κοζάνης έτος 1829, των κεραμιδάδων 1855, των κουρέων 1900 κλπ. απομείναντα ανέκδοτα, διότι και εκ των ανωτέρω καταδεικνύεται ότι η Κοζάνη, παρά την σμικρότητά της εν σχέσει προς άλλα κέντρα πολυαριθμότερα, εμφανίζεται με κάποιαν πληρότητα εις δεδομένα συντεχνιακής οργανώσεως και κατά το πνεύμα της απολύτου συνεργασίας μετά της τοπικής Εκκλησίας.

Εάν και εκ των άλλων πόλεων της Τουρκοκρατίας συνήγοντο εγκαίρως ανάλογοι προσπάθειαι αφορώσαι εις την γραπτήν κατοχύρωσιν των συμφερόντων των εσναφλήδων εν συνεργασία μετά της Εκκλησίας, Θα είχομεν μίαν πληρεστέραν εικόνα του σπουδαιοτάτου κεφαλαίου της ιστορίας, το οποίον σαφέστερον παντός άλλου χαρακτηρίζει την κοινωνικήν πραγματικότητα κινουμένην βραδέως ως τα ρείθρα βαθέος ποταμού και διά ποσοστού δυνάμεων σταθερωτέρων και ολιγώτερον ευθραύστων διά να μη είπωμεν ολιγώτερον επιπολαίων, της μορφής πομφόλυγος εις τον σιγανόν ρουν του ποταμού.

Βαθύτεραι οργανικαί προϋποθέσεις εντός της ιστορικής πραγματικότητος της μακροχρονίου δουλείας μικρόν περιθώριον άφηναν εις την απρόσκοπτον έκφρασιν του ατομικισμού. Διά τούτο η απόδοσις εις φυλετικήν ιδιότητα του φαινομένου των ανταγωνισμών εντός της κοινοτικής ζωής της Τουρκοκρατίας φαίνεται μεν ευχερώς ερμηνεύουσα το ζήτημα (ανάλογα τα λεγόμενα περί διχονοίας εις τον ιερόν ημών αγώνα του 1821), αλλ' ευρίσκονται έξω των εκασταχού και κατά καιρούς πραγματικών καταστάσεων και αναγκών, ων η αναζήτησις κατά τα λεπτομερειακά είναι το έργον του ιστορικού και ουχί η εξ αστόχων γενικεύσεων ικανοποίησις η νουθεσία.

Ο περί των συμφωνητικών των συντεχνιών λόγος θα ήτο ατελής, εάν δεν επεσημαίνετο επαρκέστερον το νόημα του κύρους του Δεσπότου εκ του αποτελεσματικού μέσου, το οποίον διησφάλιζε την συμμόρφωσιν των εσναφλήδων εις τα συμπεφωνημένα των. Πρόκειται περί των εκκλησιαστικών επιτιμίων διά τους απειθούντας ή παραβαίνοντας τα θέσμια. Η κατανόησις της σημασίας των φρικτών αναθεματισμών είναι κατορθωτή μόνον διά της προσεγγίσεως προς τας αντιλήψεις των χριστιανών των χρόνων εκείνων. Διότι το να αποβληθή κανείς επισήμως και δι' ιερού γράμματος αναγινωσκομένου ενώπιον πάντων από του σώματος της Εκκλησίας, εθεωρείτο το πλέον μεγαλύτερον δυστύχημα, ανώτερον και αυτού του θανάτου, εφ' όσον ο αφοριζόμενος θα έχανε και αυτήν την παρηγορίαν της μελλούσης αιωνίου ζωής.

Εσημειώθη εις τα ανωτέρω των συμφωνητικών γραμμάτων η εκκλησιαστική ποινή, «η παιδεία», καλουμένη (ήτο και εξωτερική) κατά των παραβατών. Διά συντεχνίας δύο παραδείγματα εκδόσεως αφοριστικών γραμμάτων διέσωσεν ο Β. Μυστακίδης, το μεν έτους 1750 αποφάσει και αιτήσει των μαστόρων της εν Κων/λει ισχυράς συντεχνίας των χαβιαρτζήδων εξ αιτίας υποψίας περί δολιότητος, ραδιουργίας και ζημίας εκ μέρους μερικών εργαστηρίων ψαράδικων, αφ' ων και απηγορεύθη η αγορά, το δε του ρουφετίου των σησαμολαδάδων κατά τινος των συντεχνιτών αυτών επί παραβάσει όρων του ρουφετίου τούτου.

Προσθέτομεν και το φρικτόν εκκλησιαστικόν επιτίμιον Βενιαμίν του Δεσπότου Κοζάνης κατά των χατζήδων και μπακάληδων, εάν ούτοι εδολιεύθησαν και εσφετερίσθησαν των πτωχών και αδυνάτων συμπατριωτών των και της ορφάνιας το δίκαιον κατά τους πέντε δυστυχείς χρόνους από 1820-1825.

[...]


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Γ'

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΝ ΠΡΟΝΟΙΑΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


1. Η εκπροσώπησις του πνεύματος της φιλανθρωπίας.


Εις το ανέκαθεν μητρικόν της Εκκλησίας ενδιαφέρον υπέρ των πτωχών, των ενδεών, των ορφανών, φυλακισμένων, ασθενών, αιχμαλώτων και των πάσης φύσεως αδυνάτων προσηρμοσμένην ανταπόκρισιν εμφανίζει δι' ικανών μαρτυριών κατά τούς δυστυχείς της Τουρκοκρατίας χρόνους το φιλελεήμον και φιλεύσπλαχνον πνεύμα των απλοϊκών ανθρώπων των εσναφίων.

Της ποιμαινούσης Εκκλησίας η μέριμνα ανήκεν έκπαλαι εις τα πρώτιστα καθήκοντα, τα απορρέοντα ουχί ως εξ υπηρεσίας κοινωνικής περιθάλψεως αλλ' εκ του υψηλού ιδανικού της αγάπης, της φιλαλληλίας και φιλανθρωπίας της θρησκείας του Θεανθρώπου, ως και εκ της καθ' όλου ειρηνοποιού κατά κόσμον προνοίας της προς αποσόβησιν και διάλυσιν πάσης κακής και επιβλαβούς ακαταστασίας και ανωμαλίας. Την ευαρέσκειαν του Θεού εις τοιαύτας θυσίας παρήγγειλε και ο Απόστολος των Εθνών: «Της δ' ευποιΐας και κοινωνίας μη επιλανθάνεσθε».

Η προς ευποιΐαν θυσία των έσναφλήδων δι' έμπρακτον εξυπηρέτησιν των οπωσδήποτε πασχόντων εκ των συναδέλφων των, συνανθρώπων και ομοδόξων αδελφών ήτο σύμφωνος και προς τα διδάγματα της Εκκλησίας ως προς το θεάρεστον και ψυχωφελές του επιχειρήματος «διά την ψυχικήν αυτών σωτηρίαν» και προς τας ηθικάς αρχάς της προσεγγίσεως προς τους ομοτέχνους διά των εκφράσεων της καλωσύνης και του ανθρωπισμού των, εφ' όσον μάλιστα την μεταβολήν της τύχης επί τα χείρω διά τα καιρικά κανείς δεν ημπορούσε να προβλέπη.

Εκκλησία και συντεχνίαι κατέβαλλον προσπαθείας διά την επούλωσιν της κοινωνικής γενικώς δυστυχίας κατά την μακραίωνα δουλείαν και διά του πνεύματος ευρείας αντιλήψεως με τα ελέη της θαυματοποιού πολλάκις γενναιοψυχίας εξησφάλιζον κατά τινα τρόπον ειρηνικώς ισορροπίαν τινά κοινωνικήν εις τα κυριώτερα κέντρα της επικρατείας διά την απρόσκοπτον κατά το δυνατόν εργασίαν των επαγγελματικών και βιοτεχνικών ομάδων.

Η Εκκλησία της Τουρκοκρατίας ούτω πως δεν απεμακρύνθη των υψηλών της φιλανθρωπίας του Βυζαντίου παραδειγμάτων, τα οποία εκπροσωπούνται, ως γνωρίζομεν, δι' αυτοκρατορικών πολιτικών υπαλλήλων και πλουσίων ιδιωτών, οι οποίοι συνέτειναν εις την στερέωσιν του κρατικού οργανισμού διά της ιδρύσεως μεγαλοπρεπών μνημείων συμπαθείας προς τους πάσχοντας, ξενώνας, βρεφοκομεία, γεροντοκομεία, νοσοκομεία, οίκους μετανοίας κλπ.

Αλλ' εν προκειμένω διά την έλλειψιν κρατικής προνοίας προς τους χριστιανούς ενδιαφέρουν τα αποδεικτικά στοιχεία εις τα εκ των συντεχνιών μέσα κατά την συμπαράστασιν εις το φιλανθρωπικόν της Εκκλησίας έργον, το οποίον εφεξής χωρίζεται εις ειδικά κεφάλαια υπέρ των πτωχών, υπέρ των φυλακισμένων, υπέρ των ασθενών και υπέρ των αιχμαλώτων. Αναλόγως προς τους χρόνους δεν θα φανούν κατώτερα των Βυζαντινών τα εκ των απερρίττων δούλων εσναφλήδων υστερήματα του ιδρώτος επί του θυσιαστηρίου της πίστεως. Ίσως μάλιστα η αναδιδομένη εκ τούτων ευγενής πνοή της ψυχής των να μη είναι συγκριτή με ουδεμίαν άλλην εις τον κόσμον.

Δεν νομίζομεν προς τούτοις ότι θα ήτο δικαία η αποσιώπησις της από πλευράς του κυριάρχου προθυμίας εις την έγκρισιν εισηγήσεων δι' έργα, τα οποία απεσκόπουν εις την ανακούφισιν της δυστυχίας «του φουκαρά».


2. Υπέρ των πτωχών. Το κουτί ελεημοσύνης.

Ητο επί Τουρκοκρατίας πολύ γνωστόν το εσναφικόν κουτί διά την πάντοτε πρόθυμον συμπαράστασίν του εις πάσαν ανάγκην των πολιτών με τα άσπρα της μέσης λεγόμενα, ήτοι τα του κοινού των συντέκνων ταμείου χρήματα, των οποίων η διαχείρισις εγίνετο με πολλήν περίσκεψιν και κοινάς των ομοτέχνων αποφάσεις. Από των χρημάτων των εσναφικών κουτιών ανεμένετο άμεσος πολλάκις η των πρωτομαστόρων των ρουφετίων πρωτοβουλία και επέμβασις προς ανακούφισιν επί εκτάκτου ανάγκης. Εκ περιπτώσεων δ' ως η εκ των συνήθων πυρκαϊών προκαλουμένη δυστυχία εγράφη υπό του Σκαρλ. Βυζαντίου η εικών της ευγενούς αμίλλης των πρωτομαστόρων διά τους πυροπαθείς: «Ύπαγε την επαύριον συμβάσης πυρκαϊάς εις τον τόπον της συμφοράς και θέλεις ιδείν τους κασσιέρας και πρωτομαΐστορας των συντεχνιών διανέμοντας από των χρημάτων του κουτίου άρτον, ενδύματα, εφαπλώματα εις τα θύματα του δεινού. Και τι δεν κατορθώνει o ζήλος και η φιλοτιμία των ευλογημένων τούτων ρουφετίων; »

Ιδιαίτερα κουτιά υπέρ των πτωχών είχον και πολλοί των εν Κων/λει ναών ησφαλισμένα δι' εγγράφων και σιγιλλίων και εξυπηρετούντα πρωτίστως ανάγκας των ενοριτών των. Ήδη το 1712 συνεστήθη κουτίον ελεημοσύνης περιαγόμενον εις τους ναούς της Κων/λεως και «εις καιρόν ανάγκης εις τα ευλογημένα. χριστιανικά ρουφέτια». Tο 1819 επανασυνιστάται «το κιβώτιον ελέους» ή «ενδεών». Τούτου ως επίτροποι ορίζονται επτά μαΐστορες εκ των συντεχνιών των γουναράδων, σαράφηδων, τζεβαερτζήδων, κερεστετζήδων, πακάληδων, σανταλτζήδων και ραπτών.

Κουτιά ελεημοσύνης υπήρχον εις πολλάς πολιτείας και κωμοπόλεις. Το εν Αδριανουπόλει συσταθέν εγκρίσει του Πατριαρχείου αναφέρεται το 1786 (Δεκ. 1) κατά την απόδοσιν λογαριασμού διά των δύο επιτρόπων του, γουνάρη και παντοπώλου, «εν καθαρώ καταστίχω» ενώπιον του Δεσπότου, κληρικών καί «τινων χρησίμων γερόντων των ρουφετίων». Εις τα ανοιχθέντα παρουσία, πάντων «κατά την αρχαίαν συνήθειαν» κουτιά ελεημοσύνης εκ των ναών τα περιέχοντα γρόσια 186 και άσπρα 103 προσετέθησαν «και τα από των τριών ρουφετίων ετησίως, διδόμενα των καφταντζήδων και καλπακτζήδων και αμπατζήδων γρόσια 136». Εξ αποφάσεως υπογραφομένης υπό του Αδριανουπόλεως Καλλινίκου ληφθείσης κατά το προηγούμενον έτος 1785 (Δεκ. 4) πληροφορούμεθα ότι υπήρχον πέντε αυλικαί ομολογίαι γεγραμμέναι από του 1757 έτους: των πέντε ρουφετίων, των γουναράδων δηλαδή, των μπακάληδων, των καφταντζήδων, των καλπακτσήδων και των αμπατζήδων, εκάστη αναγράφουσα ανά 500 γρόσια αφιερωθέντα παρά τινος μακαρίτου Χ"Παναγιώτου του Χ"Κώστα «δια διαφόρους χρείας των εν τη πόλει περιστατουμένων πτωχών». Και η μεν ομολογία των γουναράδων (το κατ' έτος διάφορόν της γρόσια 40) ήτο διά το Νοσοκομείον, η των μπακάληδων διά τα ορφανά ανήλικα βρέφη, η των καφταντζήδων διά την ελευθέρωσιν πτωχών παιδίων απο της φυλακής, αι των δύο άλλων ομολογιών, των καλπακτζήδων και αμπατζήδων δι' υπανδρείαν πτωχών κοριτσιών.

Αλλά και ενωρίτερον, ήτοι το 1732, καθ' α διαλαμβάνει ομολογία επιβεβαιουμένη παρά του Πατριάρχου Κων/λεως συνήγετο εν Αδριανουπόλει «ικανή τις και δαψιλής ελεημοσύνη», (εις γρόσια 1000 ανελθούσα) προοριζομένη διά τα πολλά εκτιθέμενα βρέφη και τους εκ νοσημάτων πάσχοντας. Κατά σχετικήν απόφασιν το κεφάλαιον μένει απαραμείωτον «ες τε των εκθέτων ορφανών παιδίων ανατροφήν και περίθαλψιν, και την εν οσπηταλίοις νοσούντων χριστιανών νοσοκομίαν τε και επισκέψιν». Επίσης προκειμένου περι υπανδρείας πτωχών κοριτσιών Ζακύνθου, αναφέρεται εις έγγραφον του έτους 1706: «...πάσα δύο χρόνους να εβγαίνουν ριάλια τριάκοντα, τα οποία να δίνουνται μιανής πτωχής κορασίδας ανύπαντρης».

Διά την εν Μοσχοπόλει κάσσαν των πτωχών γίνεται μνεία από του 1750 και αορίστως πολλάκις. Εμνημονεύσαμεν δ' ανωτέρω ενώπιον τίνων δίδει λογαριασμόν ο επίτροπος της ελεημοσύνης των πτωχών του ναού του Αγίου Νικολάου Κοζάνης το 1787 (ο επαναδιορισθείς το 1793 δευτερεύων εν ιερεύσι Μανουήλ ως επίτροπος της κοινής (έλεημοσύνης).

Εις το Μελένικον το 1813, ότε συνετάσσετο το καταστατικόν διοικήσεως της πολιτείας, τα κουτιά των πτωχών, ήσαν υπό την φροντίδα του τυχόν επιτρόπου της Εκκλησίας και υπό την δικαιοδοσίαν μόνον των (3) Επιτρόπων του Κοινου. Εκτός των όσων εμαζεύοντο και εξ όλων των σπιτιών όλου του μαχαλά, κάθε Σάββατον της εβδομάδος όπου εγίνετο «παζάρι», περιεφέρετο διά τινος καλού ανθρώπου κουτί των πτωχών, ξεχωριστόν, κλειδωμένον ή βουλωμένον παρά του Επιτρόπου του Κοινού, εις το «παζάρι» όλον και εργαστήρια διά να ρίπτη μέσα o καθείς εκείνο που προαιρείται.

Εκ του ανθρωπιστικού πνεύματος του εμπνεύσαντος τους συντάκτας του Κανονισμού χαρακτηριστικά είναι τα αναφερόμενα εις τον τρόπον διαθέσεως των απο του κοινού εισοδημάτων «να μην αφήσουν (οι επίτροποι του Κοινού) κάν ένα των πτωχών και ενδεών ημών αδελφών παραπονεμένον ποτέ», η δ' ελεημοσύνη να δίδηται «όσoν πρέπει, όταν πρέπει και όπου πρέπει».

Απο τους λογαριασμούς των Επιτρόπων του κιβωτίου ελεημοσύνης ως και από τα κατάστιχα ελεημοσύνης των συντεχνιών μανθάνομεν και που διετίθεντο αναλυτικώς τα εκάστοτε κονδύλια. Προς πίστωσιν δε της αφθονίας των περιπτώσεων ελεημοσύνης ενδεών αρκεί να ρίψη κανείς εν βλέμμα επί οιουδήποτε λ/σμού επιτρόπου ελεημοσύνης οιασδήποτε εκκλησίας και πόλεως. Επικουρίαι εις αναπήρους, γέροντας, ορφανά, χήρας, κορασίδας πτωχάς προς υπανδρείαν, περιπεσόντας εις οικονομικάς δυσχερείας εκ λόγων διαφόρων, διανομαί τροφίμων, επιδομάτων, ειδών αμφιέσεως κατά τας παραμονάς συνήθως των Χριστουγέννων και του Πάσχα ήσαν από τα πλέον συνήθη δείγματα ελέους.

Εις τας μερικωτέρας πλευράς της δυστυχίας τας εκ των κυτίων ελέους πληρωθείσας δεν θα ήτο απροσάρμοστος και η μνεία ενταύθα περιστατικών γενικωτέρων αναφερομένων εις απειλάς καταστροφής διαφόρων Κοινοτήτων εις ας συνέτρεξαν αι συντεχνίαι: Ούτω π.χ. «έκαμαν κατάστιχα τα ρουφέτια, οι άρχοντες και τα χωριά και βγήκαν αυτά που έδωσαν τους γενιτσάρους πουγγιά», όταν το 1772 ήλθεν εις Φιλιππούπολιν ο Κιουτσούκ τσαούσης από την Πόλη και προέβαινεν εις βιαιότητας. «Μεμιγμένα με αίμα και δάκρυα των πτωχών χριστιανών» Κοζανιτών ήσαν τα 1649 γρόσια τα δοθέντα εις τον Χασάν Γκέκαν κατά την αξιοδάκρυτον περίστασιν του 1825 και εις βάρος των πτωχών και αδυνάτων είχε πέσει κατά μέγα μέρος η φορολογία γενικών εξόδων που έκαμαν οι χαντζήδες και παντοπώλαι της πόλεως διά τα βασιλικά ασκέρια κατά τους πέντε δυστυχείς χρόνους από 1820-1825. Δημογέροντες και ρουφέτια της Μοσχοπόλεως το 1774 αποφασίζουν από κοινού να δώσουν τα κτήματα πάντα των φευγάτων διά τας ανάγκας και τα χρέη της πολιτείας «διά το βαρύ φορτίον όπου εφορτώθη εις τα λείψανα των δυστυχισμένων τούτων πτωχών». Προεστοί και ρουφέτια επώλησαν επίσης το πολυκάνδηλον της Μονής του Προδρόμου κατεσκευασμένον με 1000 γρόσια αντί 700 «διά την επείγουσαν χρείαν και ανάγκην της πατρίδος Μοσχοπόλεως» κλπ.


3. Υπέρ των φυλακισμένων.

Ελεημοσύνην εις τας φυλακάς καθορίζει έγγραφον εκδοθέν το 1616 εγκρίσει της Μ.Εκκλησίας και αφορών εις την συντεχνίαν των μουμτζήδων (=κηροπωλών ). Εξ αυτού υπονοείται, κατά τον Μ.Γεδεών, ότι αι εν Κων/λει συντεχνίαι, προνοία της μητρός Εκκλησίας, εισηγουμένης τα δέοντα, παρείχον ετησίως ποσόν τι διά τους εις τας φυλακάς κρατουμένους εκ διαφόρων λόγων, ελλείψει χρημάτων προς πληρωμήν των φόρων κλπ.

Κατά σημείωσιν, την οποίαν είχεν εκ της «Noμικής Συναγωγής» του ι. Μετοχίου του Παναγίου Τάφου εν Κων/λει ο Β.Μυστακίδης, το ρουφέτι των μουμτζήδων ανελάμβανεν επί Πατριάρχου Διονυσίου Δ' κατά το 1676 (Σεπτέμβριον ) δι' επιτρόπων των προεστώτων αυτού, παραστάντων επί συνόδου, ιδία βουλή και θεαρέστω προαιρέσει, να παρέχη εις την φυλακήν της Κων/λεως τα κηρία όλου του έτους των εν αυτή Χριστιανών, ήγουν όσα καίουσιν οι εν αυτή κεκλεισμένοι χριστιανοί προς φωταγωγίαν καί ψυχαγωγίαν αυτών.

Εις τας αρχάς του ΙΗ' αιώνος εκδίδεται γράμμα, αδήλου Πατριάρχου, από το οποίον μανθάνομεν ότι προς θεραπείαν των αναγκών των εν τη φυλακή της Κων/λεως εγκεκλεισμένων «άνωθεν και εξ αρχής» περιήγοντο εις τους ναούς κουτιά των φυλακισμένων.

Το 1794 (Ιούνιον ) πέντε μαΐστορες εξελέγησαν εκ των γουναράδων, αδαμαντοπωλών Χίων τζοχατζήδων, χεταϊτζήδων και αμπατζήδων προς επιστασίαν και μέριμναν των εν ταις φυλακαίς κρατουμένων ορθοδόξων επιβαλόντες εις εκάστην των συντεχνιών μηνιαίαν ανάλογον συνδρομήν επικυρωθείσαν διά συνοδικού γράμματος του Πατριαρχείου Κων/λεως (Ελ. Βουραζέλη-Μαριτάκου, Αι εν Θράκη συντ. σ.165).

Κατά τας αρχάς του ΙΘ' αιώνος, το Πατριαρχείον καθίδρυσεν επιτροπήν διαρκή συγκειμένην εξ οκτώ προκρίτων τριών συντεχνιών, της σ. των γουναράδων πρωτοστατούσης εις παν αγαθόν έργον, της των παντοπωλών και των τακιατζήδων. «Kαι δεδώκαμεν αυτοίς, λέγει το Πατριαρχικον γράμμα, άδειαν και εξουσίαν να βάλουν αυτοί επιτρόπους εις τας εκκλησίας εκείνας οπού εύρουν εύλογον, διά να γυρίζωσι με το κουτείον των φυλακωμένων και να μαζώνουν την ελεημοσύνην, και αφού την μαζώξουν να στέκη φυλαγμένη με τα κουτεία εις τα παγκάρια των εκκλησιών και από τα παγκάρια και τους επιτρόπους των παγκαρίων να την λαμβάνουν οι ρηθέντες επίτροποι, οπόταν θέλουν και το καλεί η χρεία και ο καιρός και να κυβερνώσι τους φυλακωμένους, και δίδωνται εις αυτούς κατά την συνήθειαν τα προς τροφήν αναγκαία κάθε εβδομάδα· τα περισσεύματα της ελεημοσύνης να τα φυλάττωσιν επιμελώς διά να κυβερνώσι με αυτά τους πλέον αναγκαιμένους και να τους ελευθερώνουν από το χρέος και την ανάγκην του».

Και εις τα κατάστιχα των συντεχνιών απαντώμεν συνδρομάς και δωρεάς διά τους φυλακισμένους και εμβάσματα συμπολιτών εν τη αλλοδαπή εργαζομένων εξ επιστολών των και εις τας διαθήκας ατόμων εσναφλήδων ρητήν μνείαν αφιερώσεως ποσού τινος υπέρ των φυλακισμένων.

Ούτω πως διά των ως ανωτέρω το δίδαγμα του Χριστού « ... εν φυλακή ήμην και ήλθατε προς με» ενσαρκούται εις εμπράκτους των απλοϊκών εσναφλήδων χειρονομίας.


4. Υπέρ των ασθενών. Εις τα νοσοκομεία.

Δαπάνη της συντεχνίας των παντοπωλών ιδρύθη το 1753 το εν Κων/λει νοσοκομείον των Επτά Πύργων, το της πανώλους λεγόμενον, διότι προωρίζετο κυρίως διά τους υπό της ασθενείας ταύτης προσβαλλομένους. Τούτο εχρησιμοποιήθη βραδύτερον ως στάβλος και αχυρών του αναφερθέντος Γραικικού Νοσοκομείου δαπάνη «ευσεβών συστημάτων». Διά το αυτό Νοσοκομείον ελήφθη απόφασις γενικής συνελεύσεως εξ αντιπροσώπων εκατόν συντεχνιών καθορίσασα το 1838, συνδρομάς εξ εκάστης συντεχνίας αναλόγως της οικονομικής ευρωστίας του εσναφικού ταμείου. Διά τα δύο άλλα νοσοκομεία της Κων/λεως, του Σταυροδρομίου και του Γαλατά, το οποίον συνέστη το 1517 εκ δωρεάς δουκός τινός Πέτρου Σοφιανού, κατοίκου Γαλατά, δεν είναι σαφείς αι μαρτυρίαι περί της προελεύσεως των πόρων συντηρήσεώς των, μολονότι γενικώς εγράφη ότι και των τριών νοσοκομείων της Κων/λεως οι κυριώτεροι πόροι ήσαν αι συνδρομαί των συντεχνιών και αι δωρεαί των μαστόρων.

Εκ πατριαρχικού και συνοδικού γράμματος εκδοθέντος το 1827 και αφορώντος εις θεσμούς περί προικοδοσιών (εις Κεφάλαια 13) πληροφορούμεθα ότι σημαντική πηγή προσόδων διά τα γραικικά νοσοκομεία Κων/λεως καθίστατο η φορολογία ανά εν άσπρον κατά γρόσιον επί των διδομένων προικών, των οποίων εκτιμηταί ωρίσθησαν (διά του γράμματος) οι πρόκριτοι εκάστης συντεχνίας (μετά καθορισμόν των τάξεων). Ούτω κατά τα κατάστιχα του νοσοκομείου των Επτά Πύργων εισήλθον εις το ταμείον των νοσοκομείων από της φορολογίας ταύτης γρόσια 9.579 κατά τα έτη 1829-30, 12.882 κατά τα 1833-1836.

Η Μ.Εκκλησία Κων/λεως εκήρυττεν εις τα εκδιδόμενα κατά καιρούς έγγραφά της ως έργον εκκλησιαστικής κηδεμονίας «το προνοείν πάντων απαξαπλώς των κινδυνευόντων κατά ψυχήν, των κινδυνευόντων κατά σώμα, των επηρεαζομένων εις τας συναναστροφάς του βίου, των χειμαζομένων εν ταις των λυπηρών επαγωγαίς».

Υπέρ των εν Σταυροδρομίω νοσοκομείων το Πατριαρχείον επεκαλείτο την συνδρομήν των ηγεμόνων της Μολδαυΐας και Βλαχίας το 1780 και επέβαλλεν εις τα εκκλησίας της Κων/λεως συνδρομήν υπέρ αυτών. Το 1794 λαμβάνον γενναιοτέραν μέριμναν υπέρ των ασθενών αποφασίζει και διαθέτει τα πλούσια εισοδήματα του Ιερού Αγιάσματος της Ζωοδόχου Πηγής υπερ των τριών νοσοκομείων, τα εισοδήματα επίσης του εν Εγρικαπίω ναού της Θεοτόκου των Κύρου από του 1815 και το 1864 τα εισοδήματα του εν Γαλατά ναού του Αγίου Νικολάου.

Ότι πάσαν απόφασιν φιλανθρωπίας του Πατριαρχείου απεδέχοντο και προσεκύρουν και μεγαλόφρονες Σουλτάνοι αποδεικνύεται εκ των όσων περιέχει συνοδικόν έγγραφον του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' εκδοθέν το 1795 κατόπιν εγκριτικού φιρμανίου του Σουλτάνου Σελίμ Γ' επινεύοντος εις εισήγησιν περί των εν ταις οδοίς της Κων/λεως περιφερομένων αναπήρων, χωλών, τυφλών και αργοσχόλων «o κραταιότατος άναξ, λέγει το έγγραφον του Πατριάρχου, επίφορος φύσει προς οίκτον και φιλανθρώπως των νοσούντων ή άλλοις περιπειών δυστυχήμασιν επικουρητικός, παραμυθίαν αυτοίς κηδεμονικώς πρυτανεύων... τους μεν υγιαίνοντας και ακεραίους το σώμα και προς εργασίαν επιτηδείους, καθάπερ κηφήνας αργούς, εκέλευσεν εις τας σφετέρας αποπέμπεσθαι πατρίδας· οπόσοι δ' υπό χρονίων λελωβημένοι παθών ή άλλαις περιπετείαις αφήρηνται το εργατικόν», τούτους ώρισε να εγκλείουν εις τα νοσοκομεία Σταυροδρομίου και Γαλατά, των οποίων άμα φιλανθρώπως επέτρεψε την επισκευήν (Φιλ. Σ.Κ. 21 σ. 82).

Εις τα της διοικήσεως και εποπτείας των νοσοκομείων αι συντεχνίαι συμμετείχον δι' αντιπροσώπων, των πρωτομαστόρων συνήθως. Το πατριαρχικον σιγίλλιον του 1794 ώριζεν επιτρόπους των νοσοκομείων επτά εκ των πέντε συντεχνιών Κων/λεως, των γουναράδων, Xίων τζοχατζήδων, χεταϊτζήδων, τζεβαερτζήδων και των αμπατζήδων. Την επιτροπήν αυτήν των διαχειριζομένων τα των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και επεκτείνουσαν την δραστηριότητά της και εις αγαθοεργίας εκτός των ιδρυμάτων, εις βοηθήματα προς πτωχούς, φυλακισμένους κλπ. ο Μ. Γεδεών επονομάζει «εφορείαν των εθνικών αγαθοεργημάτων». Είναι ανάγκη να λεχθή και τούτο ότι τα ιδρύματα φιλανθρωπίας επί Βυζαντινών παρά τας δωρεάς Αυτοκρατόρων ήσαν εκκλησιαστικά κυρίως, κατ' εξοχήν δ' εκκλησιαστικά επί Τουρκοκρατίας και ως προς τους δωρητάς ουχί καθ' υπερβολήν, φρονούμεν, εσναφικά».

Διά τήν υπέρ του νοσοκομείου Αδριανουπόλεως μέριμναν της Εκκλησίας και των συντεχνιών της πολιτείας από του 1732 εσημειώθησάν τινα θετικά εις τα περί των κουτιών ελεημοσύνης. Οι επιτροπεύοντες ανά τριετίαν του νοσοκομείου ήσαν εκ των τιμιωτάτων προκριτωτέρων γερόντων των πρώτων πέντε ρουφετίων, ήτοι των γουναράδων, μπακάληδων, καφταντζήδων, καλπαχτσήδων και αμπα- τζήδων. Ούτοι, παρόντων και των εντιμοτάτων κληρικών της Μητροπόλεως, αποδίδουν λογαριασμόν αναλυτικώς το 1785 (Δεκ. 1) κατά πράξιν καταχωρισθείσαν εις τον κώδικα της Μητροπόλεως και βεβαιωθείσαν υπό του Αδριανουπόλεως Καλλινίκου. Τα εισοδήματα, τα αφιερώματα και τα κατ' αποκοπήν εκ των ναών διορισθέντα αναγράφονται και εις ετέρας δύο πράξεις, μίαν του έτους 1791 και άλλην του 1803. Αξιοσημείωτος, κατά τα εις τους λ/σμούς διαχειρίσεως μνημονευόμενα, είναι η δι' αυλικών ομολογιών συναλλαγή, ήτοι η παραχώρησις των χρημάτων του νοσοκομείου εις τας συντεχνίας, προς το ρουφέτι των γουναράδων, των αμπατζήδων, μποσματζήδων, μπακάληδων ή προς αξιοχρέους εσναφλήδες, έναντι τόκου, με διάφορον το έτος δέκα προς ένδεκα συνήθως. Ούτω επετυγχάνετο και η επαύξησις των εισοδημάτων των ευαγών ιδρυμάτων, αλλά και η ανάπτυξις των εργασιών των συντεχνιών. Εμνημονεύσαμεν ανωτέρω και ομολογίας εις τα χρήματα των κουτιών ελεημοσύνης. Ητο δε το σύστημα τούτο σύνηθες και εις συντεχνίας άλλων πόλεων, ως εξάγεται εξ ομοίων λ/σμών διαχειρίσεως και καταστιχων.

Εκ των νοσοκομείων άλλων πόλεων αναφέρομεν: το της Σμύρνης. Εις την αγοράν του κτιρίου του πρώτου νοσοκομείου ιδρυθέντος το 1748 συνέδραμον μετά πάντων των χριστιανών της πόλεως αι συντεχνίαι των Χιωτακιών, τζοχατζήδων και καζάζηδων. Διά συνδρομών των ανθηρών επίσης συντεχνιών της Φιλιππουπόλεως και της Αίνου συνετηρούντο τα νοσοκομεία των (με 14 δωμάτια το της Αίνου), ως και το ορφανοτροφείον (ορφανοδιοικητήριον καλούμενον) της Αίνου, περί του οποίου διαλαμβάνει πατριαρχικόν γράμμα Ανθίμου του Κων/ λεως. Διά το Νοσοκομείον Ζακύνθου βλ. τινά ευθύς κατωτέρω. Το των Κυδωνιών από του 1880 επεκαλείτο «Ιερόν Νοσοκομείον».


5. Υπέρ των αιχμαλώτων.

Η ανάρρυσις αιχμαλώτων θεωρουμένη ως πρώτιστον χριστιανικόν καθήκον κατά την διδασκαλίαν των Πατέρων της Εκκλησίας και προτιμοτέρα πάσης άλλης ευποιΐας ως συνδεομένη και με την πίστιν ότι διά της εξαγοράς εξήγετο ψυχή ζώσα από τής ασεβείας και της δουλείας, ανήκεν επί Τουρκοκρατίας εις την μέριμναν της Εκκλησίας, δεομένης άλλωστε καθ' ημέραν «υπέρ καμνόντων . . . ρύσεως αιχμαλώτων» κλπ. Ειδικόν υπούργημα, το του Πρωτεκδίκου, ήτο καθιερωμένον και ίδιον κιβώτιον «διά τους αιχμαλώτους» ήτο ανηρτημένον εις πολλούς ναούς, ειδικά δε γράμματα «τα αιχμαλωτικά» ή «περί ζητείας αιχμαλώτων» απέλυε κατά καιρούς το Πατριαρχείον διά σχετικάς συνδρομάς.

Αι συντεχνίαι συμμετείχον δι' εκτάκτων, μηνιαίων ή ετησίων συνδρομών, δεν είναι δε σπάνιαι αι περιπτώσεις, καθ' ας μαΐστορες κατέλειπον μέρος της περιουσίας των προς απελευθέρωσιν αιχμαλώτων «διά ψυχιχήν αυτών σωτηρίαν».

Εις την Ζάκυνθον, ως αναφέρει ο Ζώης, είχε συστηθή ήδη από του 1560 και ταμείον εξαγοράς αιχμαλώτων εκ της φοβεράς μάστιγος της ληστοπειρατείας (εξ Αλγερίου κυρίως προερχομένης). Αι δωρεαί εις το ταμείον τούτο προήρχοντο εξ ωρισμένων ποσών εξ όλων των εις τους λιμένας καταπλεόντων πλοίων αναλόγως της χωρητικότητός των, εκ των κατά τας διαθήκας των συμβολαιογράφων προαιρετικών εισφορών -ο συμβολαιογράφος δι' όρκου και επί ποινή ισοβίου στερήσεως του επαγγέλματος υπεχρεούτο να ερωτά, εάν επεθύμουν ν' αφήσουν κάτι εις το ταμείον των αιχμαλώτων- και εκ των εισφορών των εκκλησιαζομένων, προτρεπομένων πάντοτε παρά των ιερέων, εις το ειδικον κιβώτιον διά τους αιχμαλώτους. Το ταμείον τούτο εξηκολούθησε να λειτουργή μέχρι της πτώσεως της Βενετοκρατίας. Επί Αγγλικής προστασίας το 1819 ή επιτροπή του ταμείου προέβλεψε διά την είσπραξιν όχι μόνον διά το ταμείον αιχμαλώτων, αλλά και του νοσοκομείου ορίσασα τα υπολείμματα διά την ανοικοδόμησιν του αυτού νοσοκομείου των ενδεών της πόλεως, συνενωθέντος μετά του εκθετοτροφείου.


6. Αι Αδελφότητες.

Πρόκειται περί των Αδελφοτήτων των θρησκευτικών και φιλανθρωπικών, διότι κατά καιρούς και κατά τόπους ιδίως από του ΙΘ' αιώνος ιδρύθησαν και άλλαι εκπαιδευτικούς σκοπούς επιδιώκουσαι «φιλεκπαιδευτικαί» λεγόμεναι συνήθως. Εις τους ναούς και εις τας μονάς, την ευπρέπειαν ιδίως αυτών, και εις άλλα θεάρεστα έργα απέβλεπον αι θρησκευτικαί, εις την ανακούφισιν των δυστυχούντων αι φιλανθρωπικαί, υπό κοινόν τίτλον και σκοπόν συνήθως συνιστάμεναι και εξ εράνων φιλοθρήσκων πολιτών, επαγγελματιών και βιοτεχνών λαμβάνουσαι τους πόρους των, ουχί σπανίως και εκ δωρεών ευεργετών. Ετύγχανον εκκλησιαστικής εγκρίσεως και τιμής, ελευθερίας δ' εκ μέρους των Τούρκων ιθυνόντων και ουδέν εμπόδιον παρεμβαλλόντων επισήμως εις την κοινωφελή των σωματείων τούτων προσφοράν.

Εγράφη κατ' αόριστόν τινα τρόπον ότι αδελφότητες ελειτούργησαν από δύο και πλέον αιώνων. Είναι γνωστή η Αδελφότης του Αγίου Γεωργίου από του 1470 υπάρχουσα εν Βενετία, με επώνυμα συνδρομητών: Ανυφαντής, Βαρέλης, Καλαποδάς, Παγιδάς κλπ.

Τα εν Κων/λει πολλά Αδελφάτα επ' ονόματι αγίων ανδρών και γυναικών συνήθροιζον ελέη προς κατασκευήν εικόνων ή σκευών ιερών ή προς διάκοσμον των ναών. Μνημονεύεται ως αρχαιότερον το εκ κηπουρών αποτελούμενον, το οποίον αφιέρωσε το 1772 εικόνα με επιγραφήν εις τον ναόν της Θεοτόκου Χατζερλήδισσας (είς Τεκύρ Σεράγιον). Εις τον ναόν της Θεοτόκου της Σούδας (Εγρί καπί) το των λεπτουργών Αδελφάτον με πάτρωνα τον Άγιον Νικόλαον, του οποίου κατεσκεύασε την εικόνα και την αφιέρωσεν εις τον ναόν. Πλησίον του αυτού ναού το 1856 υπήρχεν Αδελφάτον της Υπαπαντής συγκροτούμενον από τακουνάδες ( = κατασκευάζοντας τα ξυλοπέδιλα, τσόκαρα). Τούτο κατεσκεύασεν αργυρένδυτον εικόνα της Θεοτόκου και δύο κανδήλας αργυράς και ένα πολυέλαιον μικρον και εν πεντακήριον της αρτοκλασίας, αργυρά τα πάντα και τα εδώρησεν εις τον ναόν. Θαυμασιώτερον το κατά το 1845 υπάρχον Αδελφάτον των Τριών Ιεραρχών εργασθέν όχι μόνον προς κατασκευήν εικόνος αυτών δωρηθείσης εις τον ναόν, αλλά και προς υλικήν υποστήριξιν της παρά τω ναώ σχολής.

Απαντώνται επίσης Αδελφάτα εν Κων/λει: Το έχον την επωνυμίαν Άγιος Νικόλαος πλησίον του ναού του Άγίου Κων/τίνoυ εν Ψαμμαθία. Εις τον αυτόν ναόν: Ο Τίμιος Σταυρός Αδελφάτον, το οποίον αναφέρεται εργαζόμενον κατά τα έτη 1809-1815. Εις το Νεοχώρι του Βοσπόρου πλησίον του ναού της Θεοτόχου Κουμαριωτίσσης άλλος Άγιος Νικόλαος, Αδελφάτον των καϊκτσήδων εργαζόμενον το έτος 1814-1815. Μεταμόρφωσις Αδελφάτον αναφέρεται το 1803 πλησίον του ναού του Αγίου Κων/τίνoυ εν Ψαμμαθία.

Εις τας αρχάς του 1884 συνεστήθη εις την συνοικίαν του Παλίνου Αδελφότης Άγιος Βασίλειος, πρόεδρον έχουσα ένα στοιχειοθέτην του πατριαρχικού τυπογραφείου, μέλη δε ψαράδες, πλανοδίους, ρωποπώλας, βαρκάρηδες κ.τ.τ. Διένεμε μικράς ελεημοσύνας εις πτωχούς και άνθρακας και παρεσκεύαζεν οίκον διαμονής. Οι Αγιοβασιλείται, μετά εξαετίαν από της ιδρύσεως του Αδελφάτου των, ωκοδόμησαν ευπρόσωπον μικρόν οικοδόμημα παρά τον ναόν της Θεοτόκου του Παλίνου με επιγραφήν επί του οικοδομήματος «Αδελφότης Άγιος Βασίλειος 1890». Μετά 15 ή 20 έτη ανήγειρον και δεύτερον οίκημα παρά το επιτροπικόν του ναού.

Οι συναποτελούντες τον Άγιον Χαράλαμπον, Αδελφάτον φιλοξενούμενον εις το μεγασπηλαιωτικόν μετόχιον. Βλάχ-σεράγι παρά το Φανάριον, εκαυχώντο ότι ωργανώθησαν εις σώμα υπό του Γρηγορίου του Ε' Πατριάρχου κατά την δευτέραν ιερατείαν του 1807 ή 1808.

Με την συνεργασίαν δε αδελφάτων γυναικείων παραταθείσαν επί 40 περίπου έτη προς συνάθροισιν ποσού εκ δίσκων και κουτιών ενεκαινιάσθη το 1894 ο ναός της Ευαγγελιστρίας εις τα Ταταύλα.

Αδελφότητας υπό διαφόρους επωνυμίας είχον και άλλαι πόλεις ιδία από των μέσων του ΙΘ αιώνος, ως η Σμύρνη: (Φιλανθρωπική αδελφότης από το 1871. Αγαθοεργός αδελφότης των Κυριών από του 1889. Αγαθοεργός αδελφότης Ορθοδοξία από του 1891, θρησκευτική αδελφότης Ευσέβεια από του 1894). Αι Κυδωνίαι: (Αγαθοεργός αδελφότης από του 1870. Φιλόπτωχος αδελφότης κυριών από του 1905). Η Χίος, η Αδριανούπολις, η Φιλιππούπολις, αι Σέρραι, η Θεσσαλονίκη, το Μοναστήρι, τα Γιάννινα κ.ά., προσέτι και η Κοζάνη με απολύτως αμιγή εκ συντέκνων «τήν βυρσοδεψικήν Αδελφότητα», η οποία συνεστήθη το 1876 υπό 19 εκ των πλουσιωτέρων εργαστηριαρχών. Εις το κοινόν ταμείον ταύτης συνεισέφερεν έκαστος από εν έως τέσσαρα γρόσια και καθ' εβδομάδα προαιρετικήν κατάθεσιν. Ο σκοπός της Αδελφότητος αγαθοεργός κατά σαφή μνείαν του σχετικού συμφωνητικού συμπληρούμενος εξ αναμνήσεων ως προς την εκδηλωθείσαν μέριμναν υπέρ πτωχών, ορφανών κλπ., [έτι δέ και από την απόφασιν (πράξις έτ.1905) περί ανεγέρσεως εκ βάθρων του ναού του Αγίου Νικολάου της πόλεως]. Από του 1903 συνεστήθη και Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών με υπέρ τα 350 μέλη. Τα ονόματα Αδελφοτήτων των πόλεων δυνάμεθα να ανεύρωμεν και εις τους καταλόγους συνδρομητών βιβλίων.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ


1. Προς σύστασιν και συντήρησιν σχολείων.


Εις την σύστασιν και την ιστορικήν των σχολείων της Τουρκοκρατίας σταδιοδρομίαν ιδιαιτέρας προσοχής και τιμής άξιαι είναι αι συντεχνίαι. Ή εν προκειμένω συμπαράστασις αρχίζει από την αμάρτυρον, σμικροτάτην έστω, συνεισφοράν του βιοπαλαιστού και του χειρώνακτος ορθοδόξου χριστιανού εις τον δίσκον της εκκλησίας της ενορίας του ή του χωρίου του ή και του τόπου εργασίας του. Ολοκληρούται δε πως η συμπαράστασις αύτη κατά τρόπον παραδειγματικόν εις έκφρασιν φιλομουσίας και φιλογενείας διά μαρτυρουμένων αποφάσεων των διοικητικών συμβουλίων των ευρωστοτέρων συντεχνιών περί χορηγιών καταβαλλομένων παρά των πρωτομαστόρων και εκ του κοινού ταμείου εκάστης συντεχνίας. Εκ της γενικωτέρας ταύτης πνοής υπέρ της πνευματικής του Γένους προκοπής διά της υποστηρίξεως προς σύστασιν και συντήρησιν σχολείων αξιολογωτέρων εις την Κων/λιν και τας κυριωτέρας πόλεις ή κωμοπόλεις της επικρατείας, προήλθε και η προς τας συντεχνίας ιδιαιτέρα τιμή του ελληνικού λαού. Δι' αυτών εύρεν ευδόκιμον την απόδοσιν το φυσικον της διαθέοεως του Έλληνισμού προς θήραν και θυσίαν εις τας έκπαλαι Ελληνίδας των Πιερίων χάριτας, τας Μούσας, ώστε εκ του ζήλου και της αμίλλης των υποδούλων εσναφλήδων να παρουσιάση το Γένος μεγαλοπρεπή εκπαιδευτικά διδακτήρια, αξιοθαύμαστα εν πολλοίς και εις τους καθ' ημάς ελευθέρους χρόνους της κρατικής μερίμνης, και διδασκάλους να αναδείξη μεγάλους, οι οποίοι ως καλαί μέλισσαι -αι ανωφελείς εξεδιώκοντο εκ της σχολικής κυψέλης διά της υπευθύνου τοπικής Εφορείας- παρεσκεύαζον εκ του χυμού των ευόσμων ανθέων της προγονικής λατρείας το μέλι της εθνικής αυτών διδασκαλίας προς εκτροφήν της νεότητος.

Αλλ' ενδιαφέροντος πολλού άξιαι είναι και απλούστεραι μορφαί σχολείων βεβαιούντων και τούτων την προς την μάθησιν ευγενή ροπήν του Ελληνισμού. Ούτω απλά εργαστήρια κουρέων, υποδηματοποιών, ραπτών κλπ. εχρησιμοποιήθησάν ποτε ως τόποι, όπου οι ίδιοι οι μαστόροι ήσκησαν το έργον του διδασκάλου κατά διαφόρους χρόνους και περιστάσεις ανεξαρτήτως του εάν είχον τα αναγκαία εφόδια, ως μαρτυρούν ιδιόχειροι πολλάκις σημειώσεις των ιδίων επί εκκλησιαστικών συνήθως βιβλίων. Εκ παραδόσεως δ' έρχεται η συνήθεια των κτηνοτροφικών ομάδων (φαλκαριών, νομάδων Βλάχων ή Σαρακατσαναίων) περί προσλήψεως διά του τσέλνικα κυρίως διδασκάλου (γραμματισμένου τινός) οδηγουμένου εις τα, καλοκαιρινά ιδίως καλύβια προς φωτισμόν των τέκνων των (κατά γραφήν, ανάγνωσιν, αρίθμησιν έστω). Και ηλεγμένη είναι η πληροφορία ημών εκ γερόντων κτηνοτρόφων προ ημίσεος αιώνος, ενθυμουμένων καλώς ότι μερικοί εκ των γεροντοτέρων των, ορεσιβίων διά βίου, εδιάβαζαν φ'λλάδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ήξευραν απ' έξω στίχους από το Ρωτόκριτο. Στον κόρφο τους στο βουνό κρατούσαν από μερικά φύλλα, οι μάλλον φιλομαθείς. Είναι έπειτα πολύ γνωστά τα μικρά σχολεία τα μέχρι του τέλους του ΙΣΤ' αιώνος υπάρξαντα, τα των κολυβογραμμάτων λεγόμενα, τα οποία λειτουργούντα, φυτοζωούντα μάλλον, εις τους νάρθηκας ιδίως ή τα κελλιά των εκκλησιών και εις αποκρύφους τόπους και αποτελούντα τα εξησθηνημένα απομεινάρια της βυζαντινής παραδόσεως, απέβλεπον εις την στερέωσιν της πίστεως εις την χριστιανικήν ορθοδοξίαν διά της διδασκαλίας των θρησκευτικών ιδίως. Τούτων οιονεί την συνέχειαν εμφανίζουν μικραί σημειώσεις, τας οποίας κατέγραψαν κατά καιρούς και μέχρι των εσχάτων της Τουρκοκρατίας χρόνων οι ιερείς διδάσκαλοι εις τα εκκλησιαστικά βιβλία των ναών των χωρίων των προς ενθύμησιν του έργου των, πολυτίμου οπωσδήποτε εις την κατανόησιν της πνευματικής καταστάσεως του τόπου και των χρόνων. Δεν χρειάζεται δε μαρτυρία σαφής προς απόδειξιν ότι τα σχολεία αυτά συνετηρούντο εκ των πόρων του α' ή β' εκκλησιαστικού ιδρύματος κατά τα ως ανωτέρω εκτεθέντα ως προς τας συνεισφοράς. Και εις τα στοιχειώδη λοιπόν γράμματα και εις τα διά των μεγάλων σχολών παρεχόμενα η παρουσία του υστερήματος ή του περισσεύματος των επαγγελματιών και βιοτεχνών υπήρξεν αδιάκοπος και μετά βεβαιότητος παρά της Εκκλησίας προσδοκωμένη και διά την σύστασιν και συντήρησιν αλλά και διά τα προς το ζην αναγκαία της διδασκαλικής τραπέζης -πάντοτε πτωχής και ολιγαρκούς. Εκτός τούτου συμφυής προς την Εκκλησίαν η ιδιότης των διδαξάντων, κατά μέγα μέρος εκ του ιερατείου προερχομένων, διεμόρφωνεν εντός του όλου εκκλησιαστικού κλίματος και ανάλογον την προστασίαν και την ιεραρχικήν πως αξιολόγησίν της.

Εκ των πλέον γενναιοδώρων πράξεων και ενεργειών ως προς την σύστασιν και υποστήριξιν σχολείων εις την Κων/λιν και τας κυριωτέρας πόλεις και κωμοπόλεις της επικρατείας, όσαι εσώθησαν εκ της φθοράς του χρόνον και μάλλον εκ της περιφρονήσεως της συμβολής των ασήμων εις το έργον των επιφανών, μάλιστα δε των λογάδων, θα εκτεθούν όσαι έχουν ασφαλή την τεκμηρίωσίν των κατά τα εκ συντεχνιών στοιχεία μετά της σχετικής επηρείας εκ της Εκκλησίας.


2. Οι γουναράδες Κων/λεως. Αι χορηγίαι των εις σχολεία.

Εν πρώτοις oι γουναράδες Κων/λεως, αποτελούντες είδος αυτονόμου τραπεζιτικού οργανισμού ως συντεχνία, επροστάτευσαν και συνετήρησαν εκ των πόρων του πολύ προσοδοφόρου διά τους χρόνους εκείνους επαγγέλματός των και μέχρι των μέσων περίπου του ΙΘ' αιώνος την Μεγάλην του Γένους Σχολήν, την άλλως καλουμένην Πατριαρχικήν Ακαδημίαν, η οποία, καθώς γνωρίζομεν, υπήρξεν κιβωτός η διατηρήσασα την πατροπαράδοτον Εθνικήν Παιδείαν.

Η ίδρυσις του φιλοσοφικού αυτής τμήματος κατωχυρώθη δια σιγιλλιώδους γράμματος έτους 1663 του Πατριάρχου Διονυσίου Γ' του Βαρδάλεως, ο οποίος και παρώτρυνε τον πρωτομάστορα της συντεχνίας των εν Κων/λει γουναράδων εις την πρωτοβουλίαν ταύτην, όπως δηλούται εκ της προσφωνήσεως του Δοσιθέου, Πατριάρχου Ιεροσολύμων προς τον Διονύσιον «και τον θεοφιλέστατον εκείνον άνδρα κύριον Μαλωνάκην (πρόκειται περί του Μανωλάκη, του εκ Καστοριάς), συστήσαι σχολήν εποίησας εις αναζωπύρωσιν της σοφίας και της χριστιανικής διδασκαλίας επίδοσιν ...». Κατά τον Μ. Γεδεών ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος ελθών εις Κων/ λιν παρώτρυνε τον φίλον του Μανωλάκην προς σύστασιν της ανωτέρω Σχολής. Είναι δε χαραχτηριστικόν της δυνάμεως του πρωτομαΐστορος των γουναράδων επί της λειτουργίας της Σχολής και τούτο: Αρνηθέντος του Μανωλάκη την καταβολήν της μισθοδοσίας εις τον Σχολάρχην (Σεβαστόν Κυμινήτην), προεκλήθη «επί μακρόν» χρόνον παράλυσις της Σχολής. Δια προτροπής δε πάλιν του Πατριάρχου Καλλινίκου του Β' του Ακαρνάνος κατωχυρώθη η Σχολή διά νέου Πατριαρχικού και συνοδικού γράμματος, υπογραφομένου και υπό του Ιεροσολύμων Δοσιθέου το 1691 και διά της παροχής της αναλόγου δαπάνης παρά «του αυτού αγαθοεργού και διαπύρου επί φωτισμώ του Γένους αξιομνημονεύτου ανδρός γηραιού ήδη Μανωλάκη...».

Το υπέρ της Μεγάλης Σχολής του Γένους ενδιαφέρον της συντεχνίας των γουναράδων καταφαίνεται και εκ της τελευταίας χειρονομίας αυτής να μεταβιβάση εις την κυριότητα της Σχολής τα κτήματά της, όταν περί τα μέσα του ΙΘ αι. με την μεταβολήν της ενδυμασίας εκ της εισαγωγής των ευρωπαϊκών υφασμάτων της βιομηχανίας και της μετά δυσχερείας αντιστάσεως oι γουναράδες ήρχισαν να εκπίπτουν της προτέρας αυτών ισχύος.

Η προς τους γουναράδες οφειλομένη τιμή δια την κατοχύρωσιν της λειτουργίας της Μ.Σχολής του Γένους λαμβάνει ιδιάζουσαν μορφήν και αξίαν εκ της συνεκτιμήσεως της συμβολής των ιδίων γουναράδων διά την σύστασιν και συντήρησιν σχολών και εκτός της πρωτευούσης προς αφύπνισιν του Γένους από του ληθάργου της αμαθείας των προ του 1660 χρόνων και διά της πρωτοβουλίας του αυτού πρωτομαΐστορος Μανωλάκη του Καστοριέως, του υιού του πτωχού Πέτρου, ο οποίος συνέρραπτε τους χορντάδες εις τας γούνας, αναδειχθέντος εις Μαικήναν της πνευματικής αναγεννήσεως των υποδούλων γενικώς και ιδιαιτέρως των νεωτέρων Ελλήνων.

Ούτω η περιώνυμος Σχολή της Πάτμου οφείλει το οικοδόμημά της εις τον Καστοριέα Μανωλάκην, εις τον ίδιον και την κατάθεσιν εκ πέντε χιλιάδων γροσίων εις το ταμείον «της ης προΐστατο συνεργασίας» =συντεχνίας. Εκ των ευεργεσιών των γουναράδων κυρίως συνετηρήθη από του 1669 μέχρις εσχάτων η εκπαιδεύσασα πλείστους αξιολόγους άνδρας Σχολή μετά της λαμπράς αυτής βιβλιοθήκης. «Άπαντες οι γέροντες και επίτροποι του ρουφετίου των γουναράδων» δι' επιστολής των (6 Ιουλίου 1792 ) γνωρίζουν προς τον Μισαήλ, διδάσκαλον της εν Σίφνω κοινής Σχολής των ελληνικών μαθημάτων, ότι «εκρίθη εύλογον παρά τε του Παναγιωτάτου δεσπότου, του οικουμενικού Πατριάρχου και παρά της αγίας και ιεράς συνόδου, ίνα απέλθη» εις Πάτμον και αναλάβη την φροντίδα της σχολής ως υποδιδάσκαλος αυτής λόγω γήρατος του διδασκάλου Δανιήλ «εδιορίσθη δε και ο μισθός της ελλογιμότητός του παρά του Παναγιωτάτου δεσπότου γρόσια τετρακόσια να λαμβάνη κατ' έτος».

Η της Xίου σχολή του Βίκτωρος λεγομένη συνεστήθη το 1660 και αυτή υπό του αυτού Μανωλάκη του αρχιγούναρη παρακινηθέντος παρά του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Νεκταρίου, επί Διονυσίου Γ' του Ανδρίου ως Πατρ/χου Κων/λεως.

Τη προτροπή επίσης του Ιεροσολύμων Νεκταρίου ανεσυνέστησε και την σχολήν Άρτης το 1669 ο ίδιος ο Μανωλάκης ο εκ Καστορίας κατοχυρώσας αυτήν διά σιγιλλίου. Χάριν της συστάσεως της σχολής αναφέρεται ότι και ο Μητροπολίτης Άρτης έδωσε 2.000 γρόσια και την εκκλησίαν τής Μητροπόλεως μετά της ενορίας της.

Προς ιδρυσιν της Σχολής του Αιτωλικού (προ της εν Αιτωλία ακμασάσης σχολής του Παναγιώτου Παλαμά) ο Μανωλάκης είχε προσφέρει χρηματικά ποσά εις την Μεγάλην του Γένους Σχολήν, εις την της Χίου, Άρτης και εις την του Αιτωλικού 300 αργυρούς. Αλλά κατά την διανομήν των χρημάτων παρών ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης Βαρθολομαίος ημπόδισε τον Μανωλάκην, καθ' α εγράφησαν, να ιδρύση την σχολήν θεωρών ότι το Αιτωλικόν ήτο ανάξιον τοιαύτης σχολής, χωρίον ον, την στενότητα του τόπου προβάλλων και υποδεικνύων να μεταθέση αυτήν εις την Άρταν, πόλιν μεγάλην. Τους λόγους τούτους πληροφορηθείς ο Ευγένιος (Γιαννούλης ) ότι «πέρας ουκ έλαβεν (η σχολή) περί ης πρότερον ην γεγραφώς (ο Ευγένιος τω Μανωλάκη), μικρόν τι προς Βαρθολομαίον σκανδαλισθείς ως υπό φθόνου τυχόν κινηθέντος και κωλύσαντος την κατά το Αιτωλικόν γενέσθαι (σχολήν) και δευτέροις χρήται περί της αυτής υποθέσεως γράμμασι προς τον Καστοριανόν..., ο δέ υπέρ ταύτης υπισχνείται πεντακοσίους καταβαλείν αργυρούς και πέμπει τούτους». Χρύσανθος ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων αναγγέλλων το 1715 δι' επιστολής του προς τους γουναράδες Κων/λεως την ίδρυσιν ιεράς σχολής εν Καστορία, αναθέτει εις αυτούς τα της μισθοδοσίας των διδασκάλων αυτής. Υπό την προστασίαν των αυτών γουναράδων ήτο και το σχολείον της συνοικίας (Κων/λεως) τού Παλίνου.

Τέλος oι γουναράδες της Κων/λεως οι καταγόμενοι εκ Σηλυβρίας, οι οποίοι ήσαν πολλοί εν Κων/λει, διεχειρίζοντο εξ ολοκλήρου την περιουσίαν των σχολών των ιδρυθεισών το 1799 εις την ιδιαιτέραν των πατρίδα Σηλυβρίαν. Κατά το σιγιλλιώδες γράμμα του Πατριάρχου Νεοφύτου Ζ' η κοινή σχολή των ελληνικών μαθημάτων και η των ιερών εκκλησιαστικών γραμμάτων ανατίθεται εις την συντεχνίαν ταύτην.


3. Οι εν Κων/λει φερμελετζήδες, αμπατζήδες, κάπηλοι κλπ. συντεχνίαι διά τα σχολεία.

Μετά τους γουναράδες οι φερμελετζήδες του Γαλατά Κων/λεως μνημονεύονται ενδιαφερόμενοι διά τα σχολεία. Ούτοι είχον την προστασίαν και επιστασίαν των εν Σταυροδρομίω σχολών κατόπιν συμφωνίας φερμελετζήδων και ενοριτών. Κατά το υπό Καλλινίκου του από Νικαίας απολυθέν Πατριαρχικόν και συνοδικόν σιγίλλιον έτους 1805 η ανάθεσις της επιβλέψεως εγένετο, αφού οι φερμελετζήδες υπεσχέθησαν «όσα αν προσδαπανηθώσιν εις τας χρείας αυτών (των σχολών δηλαδή) έξοδα...ταύτα καταβάλλειν εξ ιδίων αυτών και διδόναι προς αναπλήρωσιν προθύμως». Εις τα πάγια έσοδα της σχολής αναγράφονται γρόσια 120 από των εν Γαλατά φερμελετζήδων και εργαστήριον φερμελετζήδικον ως κτήμα (τής σχολής) προς ενοικίασιν.

Εις τα έσοδα των εν Σταυροδρομίω σχολών, τα εμπεδωθέντα διά του ως ανωτέρω σιγιλλίου του 1805 καταγράφονται και οι αμπατζήδες με γρόσια 60 και εις τον αυτόν λ/σμόν ευθύς κατωτέρω οι αμπατζήδες του Γαλατά με γρόσια 50 ετησίως. Η συντεχνία των αμπατζήδων του Μοχλίου Κωνσταντινουπόλεως, καθ' α αναφέρει ο Τρύφ.Ευαγγελίδης, συνέστησε κοινόν σχολείον και έτερον ελληνικόν αντί 1160 γροσίων ετησίως. Διά Πατριαρχικού γράμματος, εις το οποίον αναγράφονται αι παρ' εκάστου ρουφετίου συνδρομαί, ανατίθεται η επιστασία των σχολών εις τους επιτρόπους της εκκλησίας της Θεοτόκου της Μαγουλιωτίσσης και εις τους πρωτομαΐστορας και μαΐστορας του ευλογημένου ρουφετίου των αμπατζήδων, οι οποίοι ήσαν υποχρεωμένοι εις περίπτωσιν ανεπαρκείας των σχολικών πόρων να καταβάλλουν το αναγκαίον χρηματικον ποσόν «κατά τας εγγράφους συμφωνίας και υποσχέσεις» από του ρουφετίου αυτών μέχρι της καλύψεως των αναγκών των σχολών.

Εις τα ως άνω μνημονευθέντα έσοδα των εν Σταυροδρομίω σχολών είναι καταγεγραμμένοι και οι κάπηλοι του Γαλατά με 5 γρόσια κατά μήνα (με 12 γρόσια ετησίως και οι μπογιατζήδες οι εν Γαλατά και ευθύς αμέσως: οι μπογιατζήδες οι εν τη βασιλευούση με γρόσια 20 ετησίως και οι τουζλατζήδες με 5 γρόσια ετησίως).

Οι εξ Ικονίου κυρίως, εκ της κώμης Φερτεκίου, κάπηλοι κατέχοντες τον εν Γαλατά ναόν του Αγίου Νικολάου προς προαγωγήν υλικήν αυτού, ως επίτροποι, διοικηταί και διαχειρισταί και καταστήσαντες τά γραφεία τού ναού τούτου κέντρον συνεντεύξεων προς προαγωγήν των κοινών, ότε κατ' Οκτώβριον του 1864 απεσύρθησαν, εζήτησαν να χορηγή κατ' έτος ο ναός ούτος εις τα σχολεία Φερτεκίου ποσόν γροσίων 6.000, όπερ ενεκρίθη συνοδικώς.

Οι περισσότεροι των συνδρομητών της εν Κων/λει Μακεδονικής Φιλεκπαιδευτικής Αδελφότητος ήσαν μαστόροι κτίσται εκ της επαρχίας Ανασελίτσης καταγόμενοι. Εις την ίδρυσιν της εν Τσοτυλίω σχολής το 1871, την συντήρησιν και την εφεξής συμπλήρωσιν εις Γυμνάσιον συνέτειναν, εκτός των συνδρομών των κτιστών, η γενναία χορηγία του Θωμαΐδου, προμηθευτου καπνών του Παλατίου, του και πρώτου προέδρου τής ηΑδελφότητος -εις την γενέτειράν του Βλάτσην είχεν ανεγείρει το 1860 το μεγαλοπρεπές παρθεναγωγείον (το Θωμαΐδειον) της κωμοπόλεως- η πνευματική επιρροή του Νικαίας Ιωαννικίου, συνοδικού τότε, εκ Ραδοβιστίου Ανασελίτσης, αλλά και η πρόσοδος εκ του αγιάσματος της Αδελφότητος εις την συνοικίαν Μάφ(ε) Μεϊντάν εν Κων/λει (ετησίως 400 περίπου χρυσαί λίραι Τουρκίας).

Μνημονεύονται εκ των λοιπών εν Κων/λει συντεχνιών: η των εμπόρων εις την προστασίαν της (νεοσυστάτου) μουσικής σχολής (Κων/λεως) κατά την διακήρυξιν έτους 1815 και υπό περιεκτικήν των συντεχνιών μορφήν «τα συστήματα των ομογενών» εις την συγκρότησιν Γυμνασίων, ιδίως σχολών αλληλοδιδακτικών ιδρυθεισών υπό του Πατριάρχου Κωνστανταντίου Α' του από Σιναίου διά την διδασκαλίαν των ελληνικών μαθημάτων είς τινας ενορίας της Κων/λεως, εις χωρία του Βοσπόρου και εις άλλα μέρη. Και εις την ίδρυσιν της εν Χάλκη σχολής (1832) συμπαρέστησαν προθύμως οι εν Κων/λει βιοτέχναι και οι έμποροι.


4. Αι συντεχνίαι των επαρχιακών κέντρων διά τα σχολεία.

Η σύστασις, συγκρότησις και επιμέλεια των σχολείων των επαρχιακών κέντρων, εάν εξαιρέσωμεν τα ως ανωτέρω εκ των συντεχνιών της Κων/λεως εξαρτώμενα, μάλιστα δε εκ της των γουναράδων, εστηρίζοντο ως προς τα έσοδα ούτως ή άλλως επί των κατά τόπους εργαζομένων επαγγελματιών και βιοτεχνών. Αλλ' η επαλήθευσις εν προκειμένω αναζητείται έστω και δι' ελαχίστων στοιχείων εκδήλων πως.

Τα σχολεία ταύτα ανήκουν εις την καθ' όλου μέριμναν των κοινοτήτων και των προεστώτων αυτών και δι' αυτών προβάλλονται εις την εν γένει σταδιοδρομίαν των. Εφ' όσον δε τα περισσότερα εξ αυτών συμπίπτει να ευρίσκωνται εις αυτήν την έδραν του Αρχιερέως (Μητροπολίτου ή Επισκόπου) το ζήτημα παρουσιάζει δυσχερείας εις την ανεύρεσιν των καθ' αυτό χορηγών, των πατρώνων δηλ. των εσόδων. Πάντως αι συντεχνίαι υπονοούνται συμβάλλουσαι τα κατά δύναμιν εις τα των σχολείων οικονομικά και κατ' εμπειρίαν δεν θα ήτο επισφαλές το συμπέρασμα ότι: όπου σχολείον, εκεί και εσνάφια επί Τουρκοκρατίας. Δεν ημπορεί βεβαίως να αρνηθή κανείς τας υπηρεσίας των προεστώτων προς τα σχολεία, όταν μάλιστα συνέπιπτε να είναι ούτοι προοδευτικοί και φιλόμουσοι, αλλ' ουδεμία μνεία εκ των χρόνων της δουλείας ότι προεστώς συνέστησεν εξ ιδίων πόρων σχολείον ή ηθέλησε να καταλεχθή εις την χορείαν των ευεργετών σχολείων. Του Δεσπότου όμως ως ποιμενάρχου η συμβολή ήτο πατρική και η επαγρύπνησις επί των σχολείων επιβεβλημένη ως καθήκον και εκ της πνευματικής του αποστολής και εκ των άνωθεν εντολών. Διότι ήδη από του 1593 κατά πράξιν της Ιεράς Συνόδου επί Πατριάρχου Ιερεμίου ΙΙ παρηγγέλλετο εις τον Επίσκοπον εκάστης επαρχίας μετά της επαγρυπνήσεως και η μέριμνα προς ανεύρεσιν των αναγκαίων πόρων επί τω σκοπώ του να μη παύσουν διδασκόμενα τα θεία και ιερά γράμματα, βοηθουμένων εκείνων που θα ήθελον να διδάξουν και όσων επιθυμούν να μάθουν και δεν έχουν τα μέσα.

Προς πίστωσιν των περί προελεύσεως των πόρων διά τα σχολεία θα εκτεθούν κατωτέρω προς ένδειξιν και απόδειξιν μάλλον παρά προς εκτενή και πλήρη διαπραγμάτευσιν στοιχείά τινα εκ της συμπαραστάσεως των συντεχνιών εις το εποπτικόν και οδηγητικόν επί της παιδείας της Τουρκοχρατίας έργον της Εκκλησίας. Τούτων η προσφορά είναι ασύμμετρος καθ' ύλην, αλλ' εκρίθη απαραίτητος και χρήσιμος κατά τα άλλα και διότι ημπορεί κανείς να σκεφθή αναλογικώς, πως είχον τα των σχολείων των κοινοτήτων, των οποίων δεν διεσώθησαν σχετικαί μαρτυρίαι.

Ούτω εις την μετά την Κων/λιν αξιολογωτέραν πόλιν της τουρκικής επικρατείας, την Αδριανούπολιν, προκειμένου περί των προσόδων της ελληνικής σχολής οι πρωτομαΐστορες των συντεχνιών μετά των λοιπών κατοίκων της πολιτείας κληρικών και λαϊκών διά γράμματος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Χρυσάνθου (1721) νουθετούνται να καταβάλουν την εξ εκατόν (100) γροσίων ετησίαν συνδρομήν των, ποσόν ελάχιστον διά μίαν τόσον μεγαλοπρεπή πολιτείαν και τόσον περίφημα ρουφέτια, να παύσουν δε να ελπίζουν ότι θά εύρουν ευθυνούς διδασκάλους διότι το σχολείον άνευ οικονομικής ενισχύσεως κινδυνεύει ή να χαλάση τελείως ή να αχρηστευθή δι' αμέλειαν. Αλλ' η αδιαφορία και δυσφορία των κατοίκων γενικώς εις συνδρομάς δεν ήτο ίσως άσχετος και λόγω του επικρατούντος πρακτικωτέρου πνεύματος ως προς την εκ του σχολείου ωφέλειαν, ως συνάγεται εκ των όσων γράφει ο διδάσκαλος της σχολής Αθανάσιος Κόντης Βουθρωντεύς το 1714 (18 Νοεμβρ.) προς τον αυτόν Πατριάρχην (τον Ιεροσολύμων Χρύσανθον). «Προχωρούν (οι μαθηταί του, εννοεί, διηρημένοι εις 4 ταξεις) δι ευχών σας καλώς, όμως οι γονείς των τα αφίνουν έως να μάθουν κάτι τι και μετά ταύτα τα βάνουν εις τέχνην». Κρίσεις δεν χρειάζονται επί των γραφομένων υπό του διδασκάλου. H Σύνοδος του 1693 ορθώς απέβλεπε διά της διδασκαλίας των θείων και ιερών γραμμάτων εις την στερέωσιν της πίστεως και δημιουργίαν στελεχών καταλλήλων εις την ιεραρχίαν της Εκκλησίας, αλλά και οι γονείς εν Αδριανουπόλει προσηρμόζοντο απολύτως προς τα αιτήματα της ζωής, όταν κατηύθυνον τα τέκνα των εις τας εκ των τεχνών προσόδους, αφ' ου «κάτι τι» εμάνθανον ταύτα εις τα σχολεία, ήτοι ό,τι θα εχρειάζετο εις τας απλάς μορφάς αναγκών των.

Το 1799 (Μαρτίου 1) τρεις χιλιάδες γρόσια εξ εράνων των προκριτωτέρων χριστιανών συλλεχθέντα και προοικονομηθέντα, ήσαν τοκισμένα εις το κοινόν της πολιτείας και εκ τού τόκου αυτού επληρούτο και εδίδετο ο μισθός του κατά καιρόν διδασκάλου της ελληνικής σχολής, της άλλως καλουμένης «ελληνομουσείου». Μία των ομολογιών εκ γρoσίων 360 ήτο εις το εσνάφι των μπακάληδων. Κατά το 1801 (Απριλίου 24) η σχολή είχε 4.420 γρόσια, εξ ων εδόθησαν εις την κοινότητα των μαϊστόρων του ρουφετίου των μπακάληδων 2.420 (γρόσια), τα δε υπόλοιπα 2.000 (γρόσια) εις την κοινότητα των μαϊστόρων του ρουφετίου των γουναράδων επί συμφωνία 10 % τον χρόνον· και το διάφορον αυτών ωρίσθη να εγχειρίζηται διά των επιτρόπων (2) λόγω μισθού εις τον κατά καιρόν διδασκαλικώς προϊστάμενον της Ελληνιχής Σχολής. Ως σχολή εχρησιμοποιούντο δύο οντάδες, οι οποίοι είχον θεμελιωθή υπό της κοινότητος της πολιτείας και είχον αγορασθή εξεπίτηδες παρά της Μητροπόλεως αντί 2.500 γροσίων.

Η συγκεκριμένη περίπτωσις του αγώνος των εσναφίων Σμύρνης διά το κλείσιμον του φιλολογικού Γυμνασίου το 1819 αποτελεί μεν δείγμα πρωτοβουλίας και δυνάμεως των συντεχνιών, προέρχεται όμως εκ λόγων ικανοποιήσεως ψυχικών και προσωπικών ωφελειών εκείνων, οι οποίοι υπεκίνησαν και παρέσυραν καταλλήλως τους απλοϊκούς εσναφλήδες (ίσως και εξ ακαμψίας του διδασκάλου Κων/τίνου Οικονόμου ομολογούντος ότι «και τα εσνάφια κατέβαλον εις σύστασιν του σχολείου» ή και εξ αντιζηλίας της ετέρας σχολής της Ευαγγελικής λεγομένης ).

Εις την Φιλιππούπολιν διά την ανοικοδόμησιν της ελληνικής κεντρικής σχολής αναγράφεται εις τον ισολογισμόν έτους 1846 και η προσφορά των γουναράδων και μπακάληδων. Διά το κοινοτικόν παρθεναγωγείον το εσνάφι των καπήλων υπέγραψε διά του πρωτομαΐστορός του ομολογίαν έτ. 1852 (Ιουλίου 1) διά παροχήν ετησίας χιλιογρόσου συνδρομής εις δύο δόσεις (500 γρόσια την 1ην Ιανουαρίου, τα άλλα 500 την 1ην Ιουνίου) κατά τον υπό του Μυρτ. Αποστολίδου εκδοθέντα κώδικα του Νικηφόρου της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως. Οι εν Φιλιππουπόλει τέκτονες ειργάσθησαν εκ περιτροπής αμισθί διά την ανέγερσιν του μέχρι του 1874 λειτουργήσαντος προκαταρκτικού σχολείου εις τον περίβολον της σταυροπηγιακής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, όπου ανηγέρθη βραδύτερον η μεγαλοπρεπής αστική σχολή Μαρασλή. Εις Κοζάνην πλην της σχολής της ιδρυθείσης το 1668 ελειτούργησεν επί 4ετίαν και μέχρι του 1772 και δευτέρα σχολή υπό την επωνυμίαν το Σχολείον της Κομπανίας (όπου είτα η οικία Κοντού). Τούτο συνετηρήθη διά των πραγματευομένων εις την Ουγγαρίαν Κοζανιτών, οι οποίοι είχον από του 1745 συγκεντρώσει δι' εισφορών των κεφάλαιον, εκ των τόκων του οποίου επληρώνετο ο μισθός του εν τη γενετείρα των διδασκάλου. Αλλά και το ευπρεπές οίκημα της λεγομένης Στοάς παρά τον Άγιον Νικόλαον ανηγέρθη το μεν εξ εράνων εντός της πόλεως, το δε εκ των τόκων της εν Ουγγαρία Αδελφότητος των εις πραγματείας συντρόφων. Εις αυτό έφερον οι Κοζανίται πρόκριτοι μετά του Αρχιερέως Μελετίου του Κατακάλου εξ Ιωαννίνων αντί μισθού αξιολόγου ως διδάσκαλον τον πολύν Ευγένιον αφιππεύσαντα, κατά την έκφρασιν του ιδίου, ως αφ' ίππου επ' όνον (δηλαδή απο της μεγαλουπόλεως των Ιωαννίνων εις την μικράν Κοζάνην ελθόντα). Την οικονομικήν ενίσχυσιν των σχολείων της πόλεως δι' ενός παγίου εισοδήματος επέτυχεν ο Αρχιερεύς Κωνστάντιος το 1903 διά της υπαγωγής της κατεργασίας κηρού και της καταναλώσεως υπό ένα προνομιακον οργανισμόν, το μονοπώλιον της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, και διά της μετατροπής του πρότερον χανίου της αυτής εκκλησίας εις κρεοπωλεία, ων τα εισοδήματα εξ ενοικίων ήσαν άνω των 80 λιρών ετησίως διατιθεμένων υπέρ των σχολείων της κοινότητος.

Διά την σχολήν της Μοσχοπόλεως, την Νέαν Ακαδημίαν καλουμένην, εγράφη αορίστως πως ότι μεταξύ των δωρητών ήσαν αι συντεχνίαι της πόλεως ταύτης. Είναι ευνόητος η οπωσδήποτε συμμετοχή των 14 (κατ' άλλους 22 ) ακμαίων ρουφετίων της πόλεως εις την όλην αυτής εμφάνισιν και λαμπρότητα, κατά μέρος και εις τα ζητήματα προσόδων συντηρήσεως του λεγομένου από του 1750 ελληνικού φροντιστηρίου, εις ο παρεδίδοντο τα υψηλότερα διά τους τότε χρόνους μαθήματα και όθεν προέκοψαν πολλοί και εντόπιοι και ξένοι. Διά την κατά το 1840 ανέγερσιν του νέου μεγαλοπρεπούς σχολικού κτιρίου πυρήν τις κεφαλαίου (12.000 φρ.) είχε περισυλλεγή και εκ συνδρομών των εν τη διασπορά Μοσχοπολιτών (Τεργέστην κλπ.). Δαπάνη της συντεχνίας των χαλκιάδων της πόλεως εμαθήτευσεν, εις την Μαρουτσαίαν Σχολήν Ιωαννίνων, εις τον Ευγένιον Βούλγαριν ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης, μετέπειτα πρωτόπαππας και Δ/τής της εν Μοσχοπόλει σχολής, όστις μετά το 1769 επί τι διάστημα μετήρχετο εις Τοκάϊαν τον κατασκευαστήν και πωλητήν ουγγρικών οίνων.


5. Οι έφοροι των σχολείων.

Ως έφοροι των σχολείων διωρίζοντο πρωτομαΐστορες ή ευυπόληπτοι μαΐστορες υποδεικνυόμενοι υπό των συντεχνιτών των και εγκρινόμενοι συνήθως υπό της γενικής συνελεύσεως των μελών εκάστης τούτων. Η προτίμησις εις την εκλογήν εφόρων εκ των πλουσιωτέρων συντεχνιών και εκ των δεδοκιμασμένων εις προθυμίαν και ζήλον συντέχνων απέβλεπεν εις την καλυτέραν λειτουργίαν των σχολείων, την ανεύρεσιν και επαύξησιν των προσόδων, την καλήν διαχείρισίν των και εις την αποφυγήν παρεκτροπών. Η εκλογή των εφόρων διά τα σχολεία της Κων/λεως εγίνετο παρά του Οικουμενικού Πατριάρχου. Εις όσα σχολεία ήσαν προσηρτημένα εις ναόν τινα, οι επίτροποι των ναών ήσαν συνήθως και οι έφοροί των. Τον όρον έφοροι χρησιμοποιούμεν προς διαστολήν από των επιτρόπων των ναών, ενώ επί της αυτής σημασίας διά τα σχολεία απαντώμεν χρησιμοποιουμένους τους όρους: επίτροπος-εία-εύω, επιστάτης, επόπτης, κηδεμών κλπ.

Εκ των συγκεκριμένων μνημονεύομεν τα ακόλουθα: Πρώτον εις την Μεγάλην του Γένους Σχολήν οι επίτροποι, κατά γράμμα του Πατριάρχου Νεοφύτου Ζ' 1773, ήσαν εξ, εξ ων δύο Αρχιερείς, δύο άρχοντες και δύο εκ των ευλογημένων ρουφετίων των χριστιανών γουναράδων και τζεβαερτζήδων. H απόδοσις λογαριασμού της διαχειρίσεως διά καθαρών καταστίχων εγίνετο άπαξ του έτους (την 1ην Απριλίου). Αι ομολογίαι της σχολής διεφυλάσσοντο εις σιδηρούν κιβώτιον, του οποίου το κλειδί παρελάμβανον και εκράτουν οι εκ των ως άνω ρουφετίων επίτροποι (τας σφραγίδας οι επίτροποι Αρχιερείς).

Ήτο τιμητική η θέσις του Επιτρόπου εις την Μεγάλην του Γένους Σχολήν, ώφειλε δ' ο επιλεγόμενος εσναφλής να ανταποκριθή εις τας απαιτήσεις της θέσεώς του, «να αναπληρώση το ανήκον εις όλον το σώμα χρέος προς την Σχολήν ταύτην του Γένους». Από την δημοσιευθείσαν αλληλογραφίαν του Σχολάρχου Δωροθέου Πρωίου πληροφορούμεθα ότι η εκλογή συνεπιτρόπου της σχολής εκ των αξιολογωτέρων συντεχνιών της Κων/λεως το 1805 εγένετο εγγράφω προτάσει του ιδίου Σχολάρχου. Ούτω, εζήτησεν ούτος εκ των γουναράδων ονομαστί τον τιμιώτατον Κυρίτζην Μιχαλάκην επιδεξίως γράψας: «Η εκλογή εξήρτηται ελευθέρως εκ του εδικού σας τάγματος (=συντεχνίας)... ανίσως δε εζητείτε και την ημετέραν ψήφον, ηθέλομεν εκλέξη τον ...». Εκ των σαράφηδων «συνεπίτροπον και συμπράκτορα εζήτησεν» ένα ουχί ονομαστί και παρά των εμπορικών συστημάτων άνδρας νουνεχείς και φιλοκάλους «ως πολυχειρίας και πολλής προνοίας» δεομένης της σχολής.

Η επιστασία των εν Μουχλίω (Κων/λεως) σχολών ανετέθη εις τους επιτρόπους της εκκλησίας της Θεοτόκου της Μαγουλιωτίσσης και εις τους πρωτομαΐστορας και μαΐστορας του ευλογημένου ρουφετίου των αμπατζήδων, καθ' α ελέχθησαν και ολίγον ανωτέρω. Δύο εκ της συντεχνίας των φερμελετζήδων διωρίσθησαν διά την επίβλεψιν των δύο εν Σταυροδρομίω σχολών, διότι αύτη υλικώς εβοήθει αυτάς κατά τα ανωτέρω επίσης. Γουναράδες, αμπατζήδες και άλλοι ενορίται αναφέρονται διορισθέντες έφοροι και επίτροποι της σχολής Εδίρνε-καπί, κατά Πατριαρχικόν γράμμα έτους 1798.

Διά τα εν Παλαιστίνη σχολεία, τα οποία ιδρύθησαν υπό του Γεωργίου Καστριώτου το 1720, το σιγίλλιον Γαβριήλ του Γ' μας πληροφορεί: «κοινή γνώμη του φιλοχρίστου ρουφετίου των γουναράδων, τρείς εξ αυτων άρχοντες εκλεγέντες κατεστάθησαν του είναι επιτρόπους».

Tο 1785 δωρεά εις χρήμα εκ διαθήκης προς την μονήν και την σχολήν Πάτμου θα διανέμηται «διά χειρός των εν τη βασιλευούση ευρισκομένων χρησίμων γουναράδων επιτρόπων του αυτού μοναστηρίου και της εκείσε σχολής».

Επίτροποι και επιστάται της εν Αδριανουπόλει Ελληνικής σχολής, εις γούναρης και εις παντοπώλης δίδουν το 1799 ( Μαρτίου 1) ακριβή λογαριασμόν εν καθαρώ καταστίχω περί των εισοδημάτων και δαπανημάτων αυτής ενώπιον του Αδριανουπόλεως Γαβριήλ. Αποκαθίστανται δ' ούτοι αύθις επίτροποι και επιστάται «ειδήσει τε και γνώμη και των εντιμοτάτων κληρικών και τιμιωτάτων γερόντων και προεστώτων της πολιτείας ταύτης, επί τω επιστατείν» κλπ. «και έξουσι τον μισθόν περί τούτου πολλαπλάσιον παρά Θεού, προσεπικαρπούμενοι πάντες και τας ημετέρας ευχάς και ευλογίας». Οι αυτοί επίτροποι είναι και το 1801 κατά πράξιν καταχωρισθείσαν εις τον κώδικα της Μητροπόλεως και βεβαιωθείσαν παρά του Δεσπότου Γαβριήλ.

Δεν είναι σπάνια τα παραδείγματα, καθ' α οι έφοροι ήσκησαν τα καθήκοντά των δι' επιδείξεως υπερμέτρου ζήλου και αναμείξεως εις τα εσωτερικά των σχολείων, οχληροί γενόμενοι εις τους διδασκάλους. Κατά διάταξιν σιγιλλίου έτους 1856, εάν μέλος της εφορείας φανή καταχρώμενον ή αντενεργούν και αντιπράττον προς τας αποφάσεις της σχολής και καταβλάπτον τα συμφέροντα ταύτης, ο κατά τόπον Αρχιερεύς θα αφαιρή από αυτό πάσαν επιστασίαν και θα αναθέτη εις άλλο άξιον μεγαλυτέρας εμπιστοσύνης.

Δεν ημπορεί να αρνηθή κανείς εν ταυτώ ότι διά των εφόρων τα σχολεία των κοινοτήτων της Τουρκοκρατίας επετύγχανον την μεγαλυτέραν απόδοσιν εξασφαλιζομένην διά της επιλογής των ικανωτέρων διά των κατ' έτος ανανεουμένων συμβάσεων. Οι μη ικανοί ανεζήτουν εργασίαν εις τα κατώτερα σχολεία. Ούτω δε την φήμην των τα σχολεία ελάμβανον εκ των ευκλεών διδασκάλων.


6. Χορηγίαι εις εκδόσεις βιβλίων.

Από τας απλουστέρας μορφάς υποστηρίξεως των εκδόσεων βιβλίων εκ μέρους των συντεχνιών είναι η εγγραφή εις τους συνδρομητάς διά της προκαταβολής σχετικού τιμήματος. Τούτο μαρτυρείται πολλάκις εκ του καταλόγου εις το τέλος πολλών βιβλίων αναγράφοντος ονομαστί πρωτομαΐστορας και μαΐστορας, αδελφότητας και άλλα διαφωτιστικά στοιχεία. Εκ των δωρεών προς τους ναούς εκ μέρους διαφόρων εσναφλήδων εκκλησιαστικών βιβλίων, ιερών ευαγγελίων μετά σχετικών επαργυρώσεων κλπ. διά της εγγραφής συνήθως αφιερωτικής σημειώσεως, νοείται η προς την καταναλωτικήν διάθεσιν κατεύθυνσις. Διότι μετά τα τελείως απαραίτητα διά την Εκκλησίαν βιβλία ως πρώτης ανάγκης, ήρχοντο τα προς τόνωσιν του θρησκευτικού συναισθήματος και είτα τα ανήκοντα εις τον κύκλον της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και τα αναγόμενα εις την γενικήν γνώσιν. Διά την έλλειψιν τυπογραφείου εντός της τουρκικής επικρατείας επί αιώνας, βραχύβιον το εν Κων/λει επί Κυρίλλου του Λουκάρεως (1627) και το της Μοσχοπόλεως (1741), αι εκδόσεις εγίνοντο εις το εξωτερικόν, πρωτίστως εις την Βενετίαν.

Εις τας ούτω πως εμφανισθείσας εκδόσεις, χορηγοί εσναφλήδες βιοτέχναι ως ωργανωμένα σύνολα δεν μνημονεύονται, εξ όσων κατέχομεν. Αλλά και η κατ' άτομα χειρονομία των δεν φαίνεται αντιπροσωπευομένη διά πολλών εσναφλήδων -ήσαν άλλωστε οι περισσότεροι αγράμματοι χειρώνακτες.

Ούτω εις τον Μανωλάκην τον εκ Καστορίας αφιερούται η α' έκδοσις των Μαργαριτών Ιωάννου Χρυσοστόμου έτ.1675, αλλ' η αφιέρωσις πιθανόν να μη είναι και έκφρασις προς χορηγόν. Ως προς την εκδιδομένην το 1804 εις το τυπογραφείον του Πατριαρχείου Κων/λεως Ασματικήν Ακολουθίαν του Αγίου Μηνά του Αιγυπτίου και προσφωνουμένη «τω τιμιωτάτω και χρησιμοτάτω κυρ Σκουλή Σηλιβέργω Γουναρεϊ, ου και αναλώμασι εκδίδεται», (το Γουναρεϊ είναι μάλλον δηλωτικόν του επαγγέλματος). Σαφεστέρα η περί γούναρη συνδρομή εις έκδοσιν έτους 1811 εν Κων/λει της Ακολουθίας του ιερομάρτυρος Ελευθερίου (παρά του Αθανασίου του Παρίου) «συνδρομή ουκ ολίγη του τιμιωτάτου Μαργαρίτου, Χατζή Μαργαρίτου, γούναρη, και των τιμιωτάτων πραγματευτών... » κλπ. «Σπουδή δε και φιλοτίμω δαπάνη του εκ Λαρίσης αρτοπωλητού τιμιωτάτου κυρίου Βησσαρίωνος Χ.Γεωργίου» εκδίδεται το πρώτον τύποις εν Βενετία το 1805 η Ασματική Ακολουθία του εν Αγίοις οσιομάρτυρος Δαμιανού του νέου του εκ Μυριχόβου της Θεσσαλίας.

Τα των εκδόσεων έχουν άλλως ως προς τους ανήκοντας εις το επαγγελματικόν του Γένους τμήμα το αποκτήσαν δια των ταξιδίων επαφήν προς τον προηγμένον κόσμον της Δύσεως μετά της Μεσευρώπης και τον ομόδοξον του Βορρά. Τούτο, το τών συντροφιών δηλαδή εις πραγματείας με την εξειλιγμένην εμπορικήν του τάξιν υπό διαφόρους μορφάς ενώσεων, σωματείων, αδελφοτήτων, κομπανιών κλπ. παρέχει σαφείς μαρτυρίας υπέρ της πνευματικής προκοπής και καταρτίσεως του Γένους. Ούτω εκ των καθ' αυτό συστημάτων των εμπόρων κατά σύνολα λαμβανομένων μαρτυρούνται: Το των μεγαλεμπόρων Κων/λεως δαπανήσαν διά την έκδοσιν του έργου του Ν. Παπαδοπούλου «Ερμής ο Κερδώος, ήτοι Εμπορική Εγκυκλοπαιδεία» (Βιέννη 1815-17). «Εις το εν Κων/λει εντιμότατον σύστημα των Ελληνορωμαίων εμπόρων αφιερώνεται παρά του Ν.Παπαδοπούλου και το έργον του «Ο εμπορικός Κώδηξ» της Γαλλίας, Βιέννη 1817 ). Αδρά δαπάνη του εντιμοτάτου πραγματευτού κυρ Ιωάννου Στεφάνου του εκ Μελενίκου και της τιμιωτάτης Κομπανίας του Μπρασσοβού (Τρανσυλβανίας) εχαλκοχαράχθη εν Βιέννη το 1771: Η παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού. Χαλκογραφία. Αναλώμασι και δαπάνη των εν Βιέννη χρησιμωτάτων και εντιμοτάτων εμπόρων τύποις εκδίδεται προς ωφέλειαν των φιλογενών Ελλήνων (εν Βιέννη) το 1786 έργον του Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας «Περί φιλοσόφου, Φιλοσοφίας, Φυσικών» κλπ. Δαπάνη των εν Βενετία φιλογενών πραγματευτών κυρίων: Χρήστου Ιωάννου, Παναγιώτου Μαζοκοπάνη, Μιχαήλ Γλυκύ, Πάνου Θεοδοσίου, Γεωργίου Βελλούδου, Δημητρίου Δήμου και Γεωργίου Τορτούρη εκδίδεται το 1792 (εν Βενετία) ο Α' τόμος του βιβλίου του Προκοπίου Πελοποννησίου «Έλεγχος κατά Αθέων και Δυσσεβών». Σπουδή τε και συνδρομή του Πανιερωτάτου και Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου αγίου Σερρών κ.κ. Κωνσταντίνου και των ευγενεστάτων και φιλοχρίστων Αρχόντων και Πραγματευτών της περιφήμου και θεοστηρίκτου ταύτης πόλεως Σερρών προς κοινήν των φιλομούσων ορθοδόξων ωφέλειαν εκδίδεται εν Βιέννη το 1802 το έργον του Σεργίου Μακραίου «Ορθόδοξος Υμνωδός». Διά φιλοτίμου δαπάνης και προτροπής των τιμιωτάτων πραγματευτών ΚΡ.ΤΡ. ΖΚ. και ΠΣ. εκδίδεται το 1803 το βιβλίον Αρισταίνετος, Αρισταινέτου επιστολαί. Δαπάνη της τιμιωτάτης Αδελφότητος των εν Ζέμονι Ρωμαίων εκδίδεται το 1803 εν Βούδα, το υπό του Γεωργίου Παπα-Ζαχαρίου συνταχθέν λεξικόν ρωμαϊκοσλαβωνικόν. Διά δαπάνης τινών φιλαδέλφων Χιοπολιτών εκδ. εν Λειψία το 1805 βιβλίον επιγραφόμενον «Ουρανού κρίσις».

Εκτός των ως ανωτέρω ενδιαφέρουσα είναι η παρακολούθησις των χορηγών εις εκδόσεις μέχρι της κατ' άτομον εμφανίσεως, μορφής περισσότερον συνήθους. Και πρώτον διαστέλλομεν χορηγήσαντας εις εκδόσεις πλείονας των τριών, εξ ων άξιοι μνημονεύσεως είναι: Οι Κοζανίται Τακιατζήδες, ο Ιωαννίτης Πολυζώης Λαμπανιτζιώτης, οι Κλεισουριείς αυτάδελφοι Δάρβαρη (αδελφοί του λογίου Δημητρίου), μάλιστα δε η πολυθρύλλητος και φιλοχριστος αυταδελφότης των εξ Ιωαννίνων Ζωσιμαδών, οι οποίοι δια των ηγεμονικών των δωρεών εξέδωκαν πάντα σχεδόν τα συγγράμματα Ευγενίου του Βουλγάρεως εις πολυτελείς εκδόσεις έτ.1796, τα Κυριακοδρόμια του Νικηφόρου Θεοτοκη διανείμαντες δωρεάν ταύτα εις τας εκκλησίας και εις τα πέρατα του Γένους, ως και την Ελληνικήν Βιβλιοθήκην του Κοραή, ήτοι την συλλογήν των αρχαίων δοκίμων ποιητών και πεζογράφων, δωρεάν επίσης αποστείλαντες και ταύτην πολλαχού του Ελληνισμού.

Εκ της τάξεως των τιμιωτάτων «εν πραγματευταίς» χορηγούς εις εκδόσεις βιβλίων αναφέρομεν χαρακτηριστικώς τους: Αναστάσιον Δούκαν εκ της πόλεως Πρεμετής, Θεόδωρον Εμμανουήλ Γκίκου εκ Μοσχοπόλεως, Δημήτριον Παύλου ευπατρίδην εξ Ιωαννίνων, Κων/τίνον Κουσκουρούλην εκ Λαρίσης, Ρίζον Δορμούζην εκ Τυρνάβου, Αποστόλην Ροζάνην εκ Κοζάνης, Γεώργιον Δ. Ζήσην, τιμιώτατον εν εμπόροις εκ Κοζάνης, Δήμον Ιωάννου Τολιόπουλον εκ της χώρας Κάλλιανης (Κοζάνης), Δημήτριον Γεωργίου Ιωαννίτην, χρησιμώτατον εν εμπόροις, τους Ι. Καρακάλλου και Δ. Κοντογόνην Πελοποννησίους, Παναγιώτην Ιωαννίτην τον Χατζή-Νίκου, Ευστάθιον Κατακουζηνόν, Θεόδωρον Δούκαν Λαζάρου εκ Σιατίστης, Δημήτριον Γιαννόπουλον Σπαρτιάτην και Γεώργιον Ιωάννου τον από Κερπινής, κωμοπόλεως Πελοποννήσου, Σεραφείμ Αθανασίου Μουρμούρογλου εκ χωρίου Φερτέκ (Μ. Ασίας), Τριαντάφυλλον Καραμπίναν τον εκ Καστορίας κλπ. κλπ.

Μετά της απλής δε μνείας «του τιμιωτάτου, εντιμοτάτου, χρησιμωτάτου, ευγενεστάτου ή χριστιανικωτάτου» τους: Σπυρίδωνα Ζελίου εξ Αργυροκάστρου, Γεώργιον Σαχελλαρίου έξ 'Αργυροχάστρου, Κων/τίνον Καλαφάτην εκ Ζαγοράς, Ιωάννην Πρίγκον εκ Ζαγοράς, Μιχαήλ Κάραλην τον εκ των ευπατριδών Χίου, Δημήτριον Καρίπογλου ευπατρίδην της μεγαλουπόλεως Θεσ/νίκης, Ιωάννην Γούτα Καυταντζόγλου Θεσσαλονικέα, Ρούσην Ι. Κοντορρούσην εκ Κοζάνης (1743, όχι τον πολιτικόν), Παρίσην Δ. Παμφύλου εκ Τυρνάβου, Δημήτριον Χ. Σωτήρ Μαλκοτζόγλου εκ Ραιδεστού, Ιωάννην Μαυροδαίον εκ Σισανίου Μακεδονίας, Ελευθέριον Μιχαήλ Ραψανιώτην, Αβράμιον Χατζή-Δημητρίου Αμπελακιώτην, τους Σιατιστείς αδελφούς Κων/τίνον και Ιωάννην Παπαγεωργίου, Κωνστήν Αβράμην Νεοχωρίτην, Δημήτριον Καρυτζιώτην Πελοποννήσιον, Χατζή-Γεώργιον Καλπακλόγλου εκ κώμης Αγίας Παρασχευής (Μηθύμνης), Ενθύμιον Δημητρίου εξ Αμπελακίων, Δήμον Ι. Μπουρνάζον εξ Αρβανιτοχωρίου του Μέγα Τουρνόβου, Ελένην Εμμαν. Τσαφρά εκ Θεσ/νίκης κλπ. κλπ. Από την ανιαράν μνείαν των ονομάτων και επωνύμων μετά των τόπων προελεύσεως των χορηγών συνάγεται η έκτασις (ίσως και ο βαθμός) φιλοτιμίας προς φωτισμόν του Γένους.

Εκτός των ως ανωτέρω χορηγιών εις εκδόσεις βιβλίων από πλευράς ουχί αμέσου σχέσεως προς τας συντεχνίας δύνανται να μνημονευθούν ενταύθα και αι αναλώμασι του Παναγίου Τάφου γενόμεναι από του 1698 εξ εκδόσεις, αι της μονής Κύκκου της Κύπρου από του 1751, αι της μονής του οσίου Ναούμ εκ του τυπογραφείου της Μοσχοπόλεως δύο ακολουθίαι: α) των Αγίων Πεντεκαίδεχα ιερομαρτύρων των... μαρτυρησάντων εν Τιβεριουπόλει τη κοινώς καλουμένη Στρουμνίτζη (1741) και β) του εν Αγίοις πατρός ημών Κλήμεντος Αρχιεπισκόπου Αχριδών (1742), αι των φροντιστηρίων: Θεσσαλονίκης 1787 και (του Ελληνικού) της Τεργέστης 1809, ως και η υπό του Μητροπολίτου Θεσ/νίκης Ιωσήφ μετά των 20 μονών του Αγίου Όρους κλπ. έκδοσις του Συναξαριστού του Νικοδήμου Αγιορείτου (Βενετία 1819). Επίσης αι υπό των Πατριαρχών Ιεροσολύμων Δοσιθέου, Αβραμίου και Εφραίμ, του Κων/λεως Γρηγορίου και Νεοφύτου, Κωνσταντίου Αρχιεπισκόπου Σιναίου, Αύυεντίου του Σόφιας, Αθανασίου του Δρύστρας, Ιεροθέου Ιωαννίνων Λεοντίου επισκόπου Ηλιουπόλεως του εκ Θεσ/νίκης, του Επισκόπου Σταγών Γαβριήλ, εκ χωρίου Λοζέτσι Ιωαννίνων, του Επισκόπου Καμπανίας Θεοφίλου του εξ Ιωαννίνων, Διονυσίου προηγουμένου της μονής Ιβήρων και άλλων πολλών κατ' άτομα εκ των της Εκκλησιαστικής ιεραρχίας αρχιδιακόνων κλπ. και των μοναστικών ταγμάτων, ιερομονάχων κλπ.

Δεν θα πρέπη να λησμονηθούν ενταύθα και αι εκδόσεις ή η υποστήριξις προς έκδοσιν βιβλίων εκ μέρους των Φαναριωτών και ειδικώς των ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας μετά των περί αυτούς (λογοθέτου - ποστελνίχου κλπ.), θεωρουμένων πάντων ως το πλέον προηγμένον τμήμα του Γένους και εκ των συντεχνιών προελθόν, καθ' α ήδη ελέχθησαν ανωτέρω.


7. Αναιρετικά τινα επικρίσεων επί της εκπαιδευτικής πολιτικής της Εκκλησίας.

Ο περί των σχολείων της Τουρκοκρατίας λόγος διά των συντεχνιών και της Εκκλησίας άγει κατ' ανάγκην και εις την ανάλογον εκτίμησιν της θέ- σεως των ελληνικών γραμμάτων και τού σκοπού της διδασκαλίας αυτών εις το Γένος, τον προσδιορισμόν του ορίου επεκτάσεως της επιτροπής της ελληνικής παιδείας επί των ευρυτέρων λαϊκών ομάδων, αλλά και εις την αξιολόγησιν των κατά καιρούς και παρά διαφόρων διατυπωθέντων κατά της Εκκλησίας παραπόνων της μορφής αιτιάσεων ή και βαρυτέρων επικρίσεων.

Δεν διαφεύγει ημάς η εμπλοκή εις τας εκφρασθείσας ήδη γνώμας και αντιγνωμίας, αλλ' εκ της ουσίας του θέματος ημών ελπίζομεν ότι θα διαφανούν αλήθειαί τινες αναμφισβήτητοι.

Κατ' αρχήν απαραίτητον είναι να τονισθή ότι αυτό το Βυζάντιον, το οποίον αντεπροσώπευσε την ανανέωσιν του ελληνικού πνεύματος, μάλιστα από της Μακεδονικής δυναστείας, δεν παρέχει αποδείξεις ότι ήσκησεν ευρείαν και επιβλητικήν την επιρροήν του επί του ευρυτέρου λαϊκού κύκλου, ήτοι δεν ηθέλησεν ή δεν κατώρθωσε να προσηλυτίση και αφομοιώση τα ετερογενή και ετερόφωνα λαϊκά στρώματα. Το ότι υπό κρατικήν εξουσίαν ισχυράν η Μεγάλη Εκκλησία και ενωρίτερον προέκρινε τον αποστολικόν αγώνα και δρόμον του εκχριστιανισμού λαών εξ ιδεώδους κριτηρίου ορμωμένη, του της δωρεάς προς αυτούς των χριστιανικών αρετών μετά της ημερώσεως των ηθών των και του της διερμηνεύσεως επί το σαφέστερον και ευχερέστερον των δογματικών εννοιών, τούτο δύναται να αποτελή τεκμήριον διασφαλίσαν την κοινήν αντίληψιν περί της πνευματικής οικουμενικής ιδέας και αποστολής της.

Το ίδιον τεκμήριον ως αντίβαρον της κυριάρχου εξουσίας της δουλείας θεοκρατικής και ταύτης ουχί εθνικής και εξηρτημένης από μόνης της και πρότερον προνομιούχου πρωτευούσης πόλεως, θα είναι πρωτεύον συντελεστικόν εις ενότητα και ομοφροσύνην των Ορθοδόξων (ετερογενών και ετεροφώνων). Εις το πνεύμα τούτο των καιρών φυλετικαί διακρίσεις και εθνικαί έριδες και ζήλοι και διχοστασίαι δεν ήσαν πρόσφοροι, διό και επί αιώνας ο σεβασμός προς την Μ. Εκκλησίαν της Κων/λεως ήτο ομόφωνος. Ταύτης δε το ενδιαφέρον συνίστατο εις την εξισορρόπησιν των δεδομένων της ζωής διά της ελευθερίας εις την εκλογήν του τρόπου επικοινωνίας προς τα θεία από απόψεως γλώσσης. Ως μικρά απόδειξις του ανεμποδίστου της εκφράσεως της βουλήσεως αλλογλώσσου ομάδος χρήσιμοι είναι αι πληροφορίαι του Γερμανού Γκέρλαχ, είκοσιν έτη πριν η Μ. Εκκλησία προβή εις την πρώτην ουσιώδη απόφασίν της περί ενισχύσεως των θείων και ιερών γραμμάτων επί Ιερεμίου ΙΙ 1593, διά της εντολής και προς τους εκπροσώπους της εις τας επαρχίας περί ιδρύσεως σχολείων διά των κατά τόπους οικονομικών δυνατοτήτων. Εις την μονήν δηλ. του Αγίου Δημητρίου, πλησίον του Pirot, καθ' α σημειώνει ο Γκέρλαχ εις το ημερολόγιόν του, μοναχοί εδίδασκον την βουλγαρικήν γλώσσαν και έψαλλον βουλγαριστί, εις δε την Σόφιαν υπήρχε βουλγαρική σχολή με πολλούς μαθητάς και εις την εκκλησίαν έψαλλον βουλγαριστί και ελληνιστί διά τους εκεί υπάρχοντας Έλληνας.

Η επέκτασις της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών εις τα σχολεία τα από των μέσων περίπου του ΙΖ' αιώνος ιδρυθέντα διά της βουλήσεως των εσναφικών ομάδων ανδρωθεισών εν τω μεταξύ οικονομικώς και η έντασις προς προσέγγισιν των ιδανικών της ελληνικής αρχαιότητος θα προσδώση εις την ιδιότητα του Ορθοδόξου το ειδικόν βάρος του στοιχείου «του μορφωμένου» του ανήκοντος ως πλεονέκτημα εις τον ελληνικής καταγωγής εκλεκτόν της κοινωνίας και θεωρούντος εις τον καιρόν τιμητικόν να συμπαρίσταται οπωσδήποτε εις την εκπροσώπησιν της Εκκλησίας. Και ήτο μεν θείον δώρον το να γεννηθή κανείς Έλλην, αλλ' εάν δέν είχε τύχει της ευνοίας αυτής της Προνοίας, ημπορούσε να γίνη κανείς μιμούμενος τα των Ελλήνων. Μεταλαμβάνων λοιπόν οιοσδήποτε της ελληνικής παιδείας και αναστρεφόμενος μεταξύ των μάλλον προοδευτικών και επιφανών μελών της κοινωνίας, εις ην έζη, εδημιούργει την ψυχολογίαν του εκλεκτού και του υπερόχου της ομάδος έναντι των λοιπών θεωρουμένων αμαθών και βαρβάρων κατά την αρχαίαν ελληνικήν αντίληψιν.

Οι παρέχοντες λοιπόν τα μέσα διά την ίδρυσιν και συντήρησιν σχολείων απανταχού της τουρκικής επικρατείας επαγγελματίαι και βιοτέχναι ανεξαρτήτως γλώσσης, την οποίαν ωμίλουν κατ' οίκον σύμφωνοι προς το πνεύμα της Εκκλησίας, αλλά και το πνεύμα των γραμμάτων της Δύσεως, το επηρεασμένον εκ της αναγεννήσεως των κλασσικών σπουδών, σχολεία και γράμματα προς καταλογήν των παιδιών των εις τους εκλεκτούς ηννόουν μόνον τα ελληνικά, όπως εις την Δύσιν τα λατινικά. Γράμματα βλάχικα, αρβανίτικα, βουλγαρικά κλπ. ή και ακαταλαβίστικα βαβυλωνιακά ποντιακά τσακωνικά κλπ., καίτοι γνησιώτερα ελληνικά, ήτο δυνατόν να θεωρούν άξια, σχολεία δι' αυτά να επιδιώξουν να ιδρύσουν και εις αυτά να στείλουν τα παιδιά των να σπουδάσουν; Ούτω, οι Μοσχοπολίται εκ παραδειγμάτων φιλογενείας και φιλομουσίας αναφαίνονται διδάσκοντες το Γένος υψηλά εθνικά φρονήματα. Αλλά και κανείς δεν ημπόδισε τους λογίους της δαπάνη τοπικών δυνατοτήτων να εκδώσουν τα πρώτα λεξικά των βαλκανικών γλωσσών. Και οι Τσιντσάροι απετέλεσαν κατά τον Δ. Πόποβιτς τα βασικά συστατικά της υποστάσεως της αστικής κοινωνίας της γείτονος Γιουγκοσλαβίας, ανεξαρτήτως του ότι σημαντικόν μέρος των συντρόφων εις πραγματείας της διασποράς δεν ήσαν Τσιντσάροι, αλλά γνησιώτατοι Έλληνες (μονόγλωσσοι και μόνον), ως αποδεικνύεται εκ του τόπου καταγωγής των ανθρώπων και εξ αυτών των παρεμβολών του ιδίου Πόποβιτς. Είναι αξιοσημείωτος η πληροφορία του περι του αρτοποιού του Κάρλοβατς, ο οποίος εκτός της Οδυσσείας δεν είχεν άλλο βιβλίον· και του εκ Βλάτσης Γούσια Μπόντη, εξέχοντος Παλαιοβελιγραδινού εμπόρου, αυτοδιδάκτου γνωρίζοντος εκ στήθους επεισόδια της Ιλιάδος και Οδυσσείας. Διά τα σχολεία και τα γράμματα των ηγεμονιών της Μολδαβίας και Βλαχίας δεν χρειάζεται να μακρηγορήση κανείς. Ως προς δε τα της Βουλγαρίας ιδανικά θα αφήσωμεν αυτόν τον εμπνευστήν της βουλγαρικής αφυπνίσεως, Παΐσιον, τον καθηγούμενον της εν Άθω μονής Χιλανδαρίου, να ομιλήση: «Βούλγαρε, μάθε να γνωρίζης την φυλήν και την γλώσσαν σου...» Γνωρίζω, γράφει ο ίδιος εις την Σλαβοβουλγαρικήν του Ιστορίαν το 1762, Βουλγάρους, οι οποίοι τόσον πολύ προχωρούν εις την πλάνην των, ώστε δεν αναγνωρίζουν πλέον την φυλήν των, αλλά μανθάνουν να γράφουν και να αναγινώσκουν ελληνιστί, και μάλιστα εντρέπονται να λέγωνται Βούλγαροι. Διατί, ω ανόητε, εντρέπεσαι να ονομάσης σεαυτόν Βούλγαρον και δεν θέλεις να σκέπτεσαι και να αναγινώσκης βουλγαριστί; Λέγεις: «Οι Έλληνες είναι περισσότερον γραμματισμένοι και επιτηδειότεροι, ενώ οι Βούλγαροι αμαθείς και χονδροκέφαλοι και δεν είναι εις θέσιν να μεταχειρισθούν τας λέξεις των επιτηδείως. Δι' αυτό είναι καλύτερον να είμαι Έλλην». Δεν είναι δύσκολον να εννοήση κανείς ότι ο Παΐσιος διά των ως ανωτέρω του εικονίζει παραστατικώς το πνεύμα των «ελληνιζόντων» ομοφύλων του, εις ους ανήκε και ο ίδιος, διό και είχεν επιλεγή παρά της Μ.Εκκλησίας δι' αποστολήν εις την Ρωσίαν, αλλ' εν ταυτώ αφήνει να διαφανούν και αι θετικαί δυνάμεις του Έθνους του. Εις τας κατηγορίας εφεξής λογίων περί καταστροφής βιβλίων, χειρογράφων και μνημείων της λεγομένης δόξης του βουλγαρικού έθνους και ειδικώς ληστείας του βουλγαρικού λαού παρά των αντιπροσώπων της ελληνικής εκκλησίας, αρκετόν θα ήτο το επιχείρημα αδιαφορίας αυτών τούτων των ιθαγενών κληρικών και λαϊκών εκ του ότι δεν εδοκίμαζον ουδεμίαν υπερηφάνειαν διά το παρελθόν των. Το μοναδικόν παράδειγμα του Τουρνόβου Ιλαρίωνος του Κρητός έχει ήδη διελευκανθή διά της απαλλαγής εκ της κακοφημίας του δήθεν εμπρηστού της βιβλ.ιοθήκης του άλλοτε εν Τουρνόβω βουλγαρικού πατριαρχείου. Πάντως εις την αντίληψιν της κατά τα εγκόσμια εξισορροπήσεως των δεδομένων της ζωής εκ μέρους της Μ. Εκκλησίας Κων/λεως και της άνευ φυλετικών διακρίσεων προαγωγής εις την ηγεσίαν της, δεν χρειάζεται απόδειξις γενναιοτέρα από την επί του προσκηνίου της βουλγαρικής αφυπνίσεως παρουσίαν κληρικών και λαϊκών τολμησάντων και την από της τροφού αυτών Μητρός απόσχισίν των.

Ότι η Μεγάλη Εκκλησία θα είχε συνοχήν ευπαγεστέραν και αυθεντικότητα ευρυτέραν, εάν εστηρίζετο επί ομάδων ομογλώσσων, τούτο θα ήτο αναντίρρητον, αλλ' εν προκειμένω δι' αυτά τα πραγματικά δεδομένα το μάλλον αξιόμαχον αφορά εις τας επικρίσεις της εκπαιδευτικής αυτής πολιτικής επί του ουσιώδους προβλήματος του εξελληνισμού των Ορθοδόξων. Η απάντησις θα είναι ενιαία εκ των καρπολογημάτων της πολιτικής της, όταν αύτη ενταχθή εις συνεξέτασιν προς τας απαιτήσεις των ομάδων. Ούτω το Πατριαρχείον Κων/λεως, ενώ εδέχθη κατηγορίας διά τας επιδιώξεις των εν Βουλγαρία (Έλλήνων) Μητροπολιτών περί εξελληνισμού των Βουλγάρων κλπ., διά την μη εκπλήρωσιν «του θεμελιώδους καθήκοντος κραταιώσεως του Ελληνισμού διά της διαδόσεως της ελληνικής γλώσσης εις τας διαφόρους φυλάς», επεκρίθη επίσης παρά της εθνικής ημών ιστορίας.

Αλλ' η ιστορία της επιβιώσεως των λαϊκών ομάδων μετά των όλων συνεκτικών αυτών δεσμών, εν οις και του της γλώσσης, οδηγεί εις ορθοτέρας σκέψεις και συμπεράσματα ως προς την ισχύν της μομφής. Διότι, χωρίς να επεκτεινώμεθα εις άλλας εποχάς και εις καταστάσεις μέχρι των καθ' ημάς χρονων κινδυνεύοντες να περιπέσωμεν εις τα λαβυρινθώδη και επίμαχα περί του πώς επι τυγχάνεται η γλωσσική αφομοίωσις των λαϊκών ομάδων και πώς εν τη ιστορική εξελίξει διατηρείται η εθνική ιδιομορφία ή αλλοιούται -και η διάσπασις δεν εξηφάνισεν ομάδας επί αιώνας-, το δείγμα της εκπαιδευτικής δραστηριότητος των Φαναριωτών εις τας παριστρίους ηγεμονίας είναι αρκετά διαφωτιστικόν εις την διαστολήν τουλάχιστον των αποτελεσμάτων. Διότι ναι μεν πανθομολογείται η ευεργετική επίδρασις της ελληνικής παιδεύσεως προς πάντας τους μεταλαβόντας αυτής αλλοδαπούς και εγχωρίους -εκ των επιχωρίων δυνατοτήτων ήσαν και τα μέσα συντηρήσεως των ελληνικών σχολείων-, αλλ' ημπορεί κανείς να ισχυρισθή ότι αι ομάδες του ρουμανικού λαού δεν έμειναν ανέπαφοι κατά την εθνικήν των ιδιομορφίαν; Και εάν διά της εξουσίας των Φαναριωτών προπαρεσκευάσθησαν ιθαγενή στελέχη εκ της ελληνοπρεπούς μορφώσεως και ουδέν πέραν τούτου ειμή μόνον και δυσαρέσκειαι συμπαρομαρτούσαι εις πάσαν εξουσίαν, ερωτάται ως προς τα ύπερθεν ημών: Δι' ων μέσων διέθετεν η Εκκλησία της Τουρκοκρατίας κατά πάσας τας εποχάς, ιδίως όταν οι λόγιοι εσπάνιζον και η ιδία ήτο ανίσχυρος κατά τους δύο πρώτους μάλιστα αιώνας της δουλείας, ήτο κατορθωτός ο εξελληνισμός λαϊκών ομάδων συμπαγών ως της συντηρητικωτάτης γεωργικής ζαντρούγκας με την σλαύαν ή βουλγάραν μητέρα; Των λογίων αι σκέψεις ευθυγραμμίζονται, ορθώς βεβαίως, προς τα αποτελέσματα, δι' ων και η Σερβία και η Βουλγαρία προσφέρονται εκ της αναλόγου μορφωτικής επιδράσεως των ελληνικών σχολείων εις τα κυριώτερα κέντρα και των περιοχών των, αλλ' αι των ιθυνόντων τα της Εκκλησίας αντιλήψεις ως προς τι το κατορθωτόν και κατά δύναμιν και εις τον καιρον του ήσαν βαθύτεραι και αντικειμενικώτεραι. Κατά ταύτα, ήτοι διά τούς αδιασπάστους δεσμούς των λαϊκών ομάδων, εις ους οφείλεται και η επιβίωσις ημών, ως Έθνους εις τας έκπαλαι εστίας -στο σπίτι μας ήρθαν και κονεψαν και μουσαφίρηδες μπελιαλήδες- η κατά της Εκκλησίας της Τουρκοκρατίας επικριτική γνώμη δεν φαίνεται ευσταθούσα καθ' ο μέρος αφορά εις το εμπράκτως επιτεύξιμον του ελληνισμού διά της ελληνικής γλώσσης των ευρέων της υπαίθρου ιδίως λαϊκών στρωμάτων των αλλοφύλων και αλλογλώσσων ορθοδόξων και αν ακόμη ως θεμελιώδες καθήκον της Ηγεσίας προυτίθετό ποτε η γλωσσική αυτών αφομοίωσις αντί της εμμονής και της κραταιώσεως εις την πίστιν.

Η Εκκλησία, τη συμπαραστάσει των συντεχνιών, ήτοι των εκασταχού επιτοπίων δυνατοτήτων υπό την βραδείαν εξελικτικήν των μορφήν, συνέβαλε κατά το δυνατόν και κατά τας περιστάσεις πρώτον εις τον θρησκευτικόν και ηθικόν διαφωτισμόν των υποδούλων ορθοδόξων, διά της ιδρύσεως ναών και μονών ιδία εις την ύπαιθρον, προσκεκολλημένη ως προς τα του εσωτερικού κοινωνικού βίου θέσμια αυτής εις την παλαιάν βυζαντινήν ιδέαν, έπειτα δε διά της ιδρύσεως σχολείων ελληνικών εις την δημιουργίαν στελεχών κατά το μάλλον ή ήττον ευπαιδεύτων, χρησίμων εις την πνευματικήν αφύπνισιν του Γένους συμφώνως και προς τον γενικώτερον χαρακτήρα της ελληνικής παιδείας τον ουχί καθαρώς λαϊκόν αλλ' υψηλότερόν πως, αριστοκρατικόν την υφήν, προσιδιάζοντα εις τους μάλλον νοήμονας.

Ούτω πως απέμεινεν ασφαλής και αναλλοίωτός πως η εθνική ιδιομορφία των λαών κατά τα ιδιάζοντα πολιτιστικά των στοιχεία: ήθη, έθιμα, παραδόσεις, δημοτική ποίησις, λαϊκόν άσμα και παν είδος λαϊκής τέχνης, μετά της γλώσσης, εφ' ων πάντων στηριχθέντες οι λαοί μετά την απελευθέρωσίν των ανέπτυξαν τον ίδιον αυτών πολιτισμόν.

Αλλ' από τα ευγενή κοινά της ιστορίας της Ορθοδοξίας και του αρχαίου ελληνισμού επιτεύγματα όχι μόνον δεν εζημιώθησάν ποτε οι λαοί, αλλά πολλαπλώς και φιλαδέλφως ευεργετήθησαν. Φαίνεται δ' ότι ως προς την διατήρησιν της μνήμης ευεργεσίας ισχύει το δίδαγμα του ιστορικού της αρχαιότητος (Θουκυδίδου) ότι ο ευεργετήσας «δράσας την χάριν» εξ ευγενεστέρων ιδανικών παρωρμήθη «δι' ευνοίας ω δέδωκε σώζειν» παρά ο αντοφείλων.

Πάντως, εις τας πηγάς της πνευματικότητος της Εκκλησίας Κων/λεως οπωσδήποτε λεληθότως και εν επιγνώσει δεν θα παύσουν να προστρέχουν πάντοτε οι αληθείς ταγοί των Ορθοδόξων Εκκλησιών.

Προηγούμενη Σελίδα