image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Μιχαήλ Α. Καλινδέρης

Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας

Εκκλησιαστικαί Εκδόσεις Εθνικής Εκατονπεντηκονταετηρίδος. Εκδόσεις Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι 1973


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Δ'

ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΣΙΝ ΤΩΝ ΣΥΝΤΕΧΝΙΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ



4. Αι συντεχνίαι των επαρχιακών κέντρων διά τα σχολεία.

Η σύστασις, συγκρότησις και επιμέλεια των σχολείων των επαρχιακών κέντρων, εάν εξαιρέσωμεν τα ως ανωτέρω εκ των συντεχνιών της Κων/λεως εξαρτώμενα, μάλιστα δε εκ της των γουναράδων, εστηρίζοντο ως προς τα έσοδα ούτως ή άλλως επί των κατά τόπους εργαζομένων επαγγελματιών και βιοτεχνών. Αλλ' η επαλήθευσις εν προκειμένω αναζητείται έστω και δι' ελαχίστων στοιχείων εκδήλων πως.

Τα σχολεία ταύτα ανήκουν εις την καθ' όλου μέριμναν των κοινοτήτων και των προεστώτων αυτών και δι' αυτών προβάλλονται εις την εν γένει σταδιοδρομίαν των. Εφ' όσον δε τα περισσότερα εξ αυτών συμπίπτει να ευρίσκωνται εις αυτήν την έδραν του Αρχιερέως (Μητροπολίτου ή Επισκόπου) το ζήτημα παρουσιάζει δυσχερείας εις την ανεύρεσιν των καθ' αυτό χορηγών, των πατρώνων δηλ. των εσόδων. Πάντως αι συντεχνίαι υπονοούνται συμβάλλουσαι τα κατά δύναμιν εις τα των σχολείων οικονομικά και κατ' εμπειρίαν δεν θα ήτο επισφαλές το συμπέρασμα ότι: όπου σχολείον, εκεί και εσνάφια επί Τουρκοκρατίας. Δεν ημπορεί βεβαίως να αρνηθή κανείς τας υπηρεσίας των προεστώτων προς τα σχολεία, όταν μάλιστα συνέπιπτε να είναι ούτοι προοδευτικοί και φιλόμουσοι, αλλ' ουδεμία μνεία εκ των χρόνων της δουλείας ότι προεστώς συνέστησεν εξ ιδίων πόρων σχολείον ή ηθέλησε να καταλεχθή εις την χορείαν των ευεργετών σχολείων. Του Δεσπότου όμως ως ποιμενάρχου η συμβολή ήτο πατρική και η επαγρύπνησις επί των σχολείων επιβεβλημένη ως καθήκον και εκ της πνευματικής του αποστολής και εκ των άνωθεν εντολών. Διότι ήδη από του 1593 κατά πράξιν της Ιεράς Συνόδου επί Πατριάρχου Ιερεμίου ΙΙ παρηγγέλλετο εις τον Επίσκοπον εκάστης επαρχίας μετά της επαγρυπνήσεως και η μέριμνα προς ανεύρεσιν των αναγκαίων πόρων επί τω σκοπώ του να μη παύσουν διδασκόμενα τα θεία και ιερά γράμματα, βοηθουμένων εκείνων που θα ήθελον να διδάξουν και όσων επιθυμούν να μάθουν και δεν έχουν τα μέσα.

Προς πίστωσιν των περί προελεύσεως των πόρων διά τα σχολεία θα εκτεθούν κατωτέρω προς ένδειξιν και απόδειξιν μάλλον παρά προς εκτενή και πλήρη διαπραγμάτευσιν στοιχείά τινα εκ της συμπαραστάσεως των συντεχνιών εις το εποπτικόν και οδηγητικόν επί της παιδείας της Τουρκοχρατίας έργον της Εκκλησίας. Τούτων η προσφορά είναι ασύμμετρος καθ' ύλην, αλλ' εκρίθη απαραίτητος και χρήσιμος κατά τα άλλα και διότι ημπορεί κανείς να σκεφθή αναλογικώς, πως είχον τα των σχολείων των κοινοτήτων, των οποίων δεν διεσώθησαν σχετικαί μαρτυρίαι.

Ούτω εις την μετά την Κων/λιν αξιολογωτέραν πόλιν της τουρκικής επικρατείας, την Αδριανούπολιν, προκειμένου περί των προσόδων της ελληνικής σχολής οι πρωτομαΐστορες των συντεχνιών μετά των λοιπών κατοίκων της πολιτείας κληρικών και λαϊκών διά γράμματος του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Χρυσάνθου (1721) νουθετούνται να καταβάλουν την εξ εκατόν (100) γροσίων ετησίαν συνδρομήν των, ποσόν ελάχιστον διά μίαν τόσον μεγαλοπρεπή πολιτείαν και τόσον περίφημα ρουφέτια, να παύσουν δε να ελπίζουν ότι θά εύρουν ευθυνούς διδασκάλους διότι το σχολείον άνευ οικονομικής ενισχύσεως κινδυνεύει ή να χαλάση τελείως ή να αχρηστευθή δι' αμέλειαν. Αλλ' η αδιαφορία και δυσφορία των κατοίκων γενικώς εις συνδρομάς δεν ήτο ίσως άσχετος και λόγω του επικρατούντος πρακτικωτέρου πνεύματος ως προς την εκ του σχολείου ωφέλειαν, ως συνάγεται εκ των όσων γράφει ο διδάσκαλος της σχολής Αθανάσιος Κόντης Βουθρωντεύς το 1714 (18 Νοεμβρ.) προς τον αυτόν Πατριάρχην (τον Ιεροσολύμων Χρύσανθον). «Προχωρούν (οι μαθηταί του, εννοεί, διηρημένοι εις 4 ταξεις) δι ευχών σας καλώς, όμως οι γονείς των τα αφίνουν έως να μάθουν κάτι τι και μετά ταύτα τα βάνουν εις τέχνην». Κρίσεις δεν χρειάζονται επί των γραφομένων υπό του διδασκάλου. H Σύνοδος του 1693 ορθώς απέβλεπε διά της διδασκαλίας των θείων και ιερών γραμμάτων εις την στερέωσιν της πίστεως και δημιουργίαν στελεχών καταλλήλων εις την ιεραρχίαν της Εκκλησίας, αλλά και οι γονείς εν Αδριανουπόλει προσηρμόζοντο απολύτως προς τα αιτήματα της ζωής, όταν κατηύθυνον τα τέκνα των εις τας εκ των τεχνών προσόδους, αφ' ου «κάτι τι» εμάνθανον ταύτα εις τα σχολεία, ήτοι ό,τι θα εχρειάζετο εις τας απλάς μορφάς αναγκών των.

Το 1799 (Μαρτίου 1) τρεις χιλιάδες γρόσια εξ εράνων των προκριτωτέρων χριστιανών συλλεχθέντα και προοικονομηθέντα, ήσαν τοκισμένα εις το κοινόν της πολιτείας και εκ τού τόκου αυτού επληρούτο και εδίδετο ο μισθός του κατά καιρόν διδασκάλου της ελληνικής σχολής, της άλλως καλουμένης «ελληνομουσείου». Μία των ομολογιών εκ γρoσίων 360 ήτο εις το εσνάφι των μπακάληδων. Κατά το 1801 (Απριλίου 24) η σχολή είχε 4.420 γρόσια, εξ ων εδόθησαν εις την κοινότητα των μαϊστόρων του ρουφετίου των μπακάληδων 2.420 (γρόσια), τα δε υπόλοιπα 2.000 (γρόσια) εις την κοινότητα των μαϊστόρων του ρουφετίου των γουναράδων επί συμφωνία 10 % τον χρόνον· και το διάφορον αυτών ωρίσθη να εγχειρίζηται διά των επιτρόπων (2) λόγω μισθού εις τον κατά καιρόν διδασκαλικώς προϊστάμενον της Ελληνιχής Σχολής. Ως σχολή εχρησιμοποιούντο δύο οντάδες, οι οποίοι είχον θεμελιωθή υπό της κοινότητος της πολιτείας και είχον αγορασθή εξεπίτηδες παρά της Μητροπόλεως αντί 2.500 γροσίων.

Η συγκεκριμένη περίπτωσις του αγώνος των εσναφίων Σμύρνης διά το κλείσιμον του φιλολογικού Γυμνασίου το 1819 αποτελεί μεν δείγμα πρωτοβουλίας και δυνάμεως των συντεχνιών, προέρχεται όμως εκ λόγων ικανοποιήσεως ψυχικών και προσωπικών ωφελειών εκείνων, οι οποίοι υπεκίνησαν και παρέσυραν καταλλήλως τους απλοϊκούς εσναφλήδες (ίσως και εξ ακαμψίας του διδασκάλου Κων/τίνου Οικονόμου ομολογούντος ότι «και τα εσνάφια κατέβαλον εις σύστασιν του σχολείου» ή και εξ αντιζηλίας της ετέρας σχολής της Ευαγγελικής λεγομένης ).

Εις την Φιλιππούπολιν διά την ανοικοδόμησιν της ελληνικής κεντρικής σχολής αναγράφεται εις τον ισολογισμόν έτους 1846 και η προσφορά των γουναράδων και μπακάληδων. Διά το κοινοτικόν παρθεναγωγείον το εσνάφι των καπήλων υπέγραψε διά του πρωτομαΐστορός του ομολογίαν έτ. 1852 (Ιουλίου 1) διά παροχήν ετησίας χιλιογρόσου συνδρομής εις δύο δόσεις (500 γρόσια την 1ην Ιανουαρίου, τα άλλα 500 την 1ην Ιουνίου) κατά τον υπό του Μυρτ. Αποστολίδου εκδοθέντα κώδικα του Νικηφόρου της Ιεράς Μητροπόλεως Φιλιππουπόλεως. Οι εν Φιλιππουπόλει τέκτονες ειργάσθησαν εκ περιτροπής αμισθί διά την ανέγερσιν του μέχρι του 1874 λειτουργήσαντος προκαταρκτικού σχολείου εις τον περίβολον της σταυροπηγιακής εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, όπου ανηγέρθη βραδύτερον η μεγαλοπρεπής αστική σχολή Μαρασλή. Εις Κοζάνην πλην της σχολής της ιδρυθείσης το 1668 ελειτούργησεν επί 4ετίαν και μέχρι του 1772 και δευτέρα σχολή υπό την επωνυμίαν το Σχολείον της Κομπανίας (όπου είτα η οικία Κοντού). Τούτο συνετηρήθη διά των πραγματευομένων εις την Ουγγαρίαν Κοζανιτών, οι οποίοι είχον από του 1745 συγκεντρώσει δι' εισφορών των κεφάλαιον, εκ των τόκων του οποίου επληρώνετο ο μισθός του εν τη γενετείρα των διδασκάλου. Αλλά και το ευπρεπές οίκημα της λεγομένης Στοάς παρά τον Άγιον Νικόλαον ανηγέρθη το μεν εξ εράνων εντός της πόλεως, το δε εκ των τόκων της εν Ουγγαρία Αδελφότητος των εις πραγματείας συντρόφων. Εις αυτό έφερον οι Κοζανίται πρόκριτοι μετά του Αρχιερέως Μελετίου του Κατακάλου εξ Ιωαννίνων αντί μισθού αξιολόγου ως διδάσκαλον τον πολύν Ευγένιον αφιππεύσαντα, κατά την έκφρασιν του ιδίου, ως αφ' ίππου επ' όνον (δηλαδή απο της μεγαλουπόλεως των Ιωαννίνων εις την μικράν Κοζάνην ελθόντα). Την οικονομικήν ενίσχυσιν των σχολείων της πόλεως δι' ενός παγίου εισοδήματος επέτυχεν ο Αρχιερεύς Κωνστάντιος το 1903 διά της υπαγωγής της κατεργασίας κηρού και της καταναλώσεως υπό ένα προνομιακον οργανισμόν, το μονοπώλιον της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, και διά της μετατροπής του πρότερον χανίου της αυτής εκκλησίας εις κρεοπωλεία, ων τα εισοδήματα εξ ενοικίων ήσαν άνω των 80 λιρών ετησίως διατιθεμένων υπέρ των σχολείων της κοινότητος.

Διά την σχολήν της Μοσχοπόλεως, την Νέαν Ακαδημίαν καλουμένην, εγράφη αορίστως πως ότι μεταξύ των δωρητών ήσαν αι συντεχνίαι της πόλεως ταύτης. Είναι ευνόητος η οπωσδήποτε συμμετοχή των 14 (κατ' άλλους 22 ) ακμαίων ρουφετίων της πόλεως εις την όλην αυτής εμφάνισιν και λαμπρότητα, κατά μέρος και εις τα ζητήματα προσόδων συντηρήσεως του λεγομένου από του 1750 ελληνικού φροντιστηρίου, εις ο παρεδίδοντο τα υψηλότερα διά τους τότε χρόνους μαθήματα και όθεν προέκοψαν πολλοί και εντόπιοι και ξένοι. Διά την κατά το 1840 ανέγερσιν του νέου μεγαλοπρεπούς σχολικού κτιρίου πυρήν τις κεφαλαίου (12.000 φρ.) είχε περισυλλεγή και εκ συνδρομών των εν τη διασπορά Μοσχοπολιτών (Τεργέστην κλπ.). Δαπάνη της συντεχνίας των χαλκιάδων της πόλεως εμαθήτευσεν, εις την Μαρουτσαίαν Σχολήν Ιωαννίνων, εις τον Ευγένιον Βούλγαριν ο Θεόδωρος Καβαλλιώτης, μετέπειτα πρωτόπαππας και Δ/τής της εν Μοσχοπόλει σχολής, όστις μετά το 1769 επί τι διάστημα μετήρχετο εις Τοκάϊαν τον κατασκευαστήν και πωλητήν ουγγρικών οίνων.


Προηγούμενη Σελίδα