image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα

Γιώργος Γαλάβαρης
Επίτιμος Καθηγητής της Βυζαντινής Αρχαιολογίας
στο Πανεπιστήμιο Mc Gill


Ο Χριστός ως Λόγος του Θεού


Χριστός Παντοκράτωρ, Χριστός Εμμανουήλ,
Χριστός Παλαιός των Ημερών


Ένα από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ζωντανού Θεού της βιβλικής αποκαλύψεως είναι ότι ομιλεί στους ανθρώπους. Η σπουδαιότητα του Λόγου του στην Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζει το κεντρικό γεγονός της Καινής Διαθήκης, όπου "ο Λόγος σαρξ εγένετο" (Ιω. α',14). Ο Ιωάννης συνταυτίζει το μυστήριο του θείου Λόγου με το μυστήριο του Ιησού, Υιού του Θεού, ο οποίος ενυπήρχε στον Θεό από την αρχή. Ήταν Θεός ο ίδιος, ήταν ο δημιουργός Λόγος, με τον οποίο έγιναν όλα. Τελικά, με το πλήρωμα του χρόνου ο Λόγος του Θεοΰ, που στην Παλαιά Διαθήκη εκδηλωνόταν μυστικά έγινε σάρκα και πέρασε φανερά στην ιστορία και οι άνθρωποι "εθεάσθησαν την δόξαν Αυτού" (Ιώ α' 14). Ο Λόγος ως μονογενής Υιός γνώρισε στους ανθρώπους τον Πατέρα (Ίω. α', 18) και φανέρωσε το μυστικό του μοναδικού Θεού των δύο Διαθηκών, του Παντοδύναμου Θεού που κάνει τη φωνή του να ακούγεται στον πάταγο της καταιγίδας (Έξ.19, 8 κ.έ.) και στον ψίθυρο της αύρας (Βασ. Γ' 19, 12).

Όταν οι χριστιανοί, ήδη από τους πρώτους αιώνες, ανεγνώρισαν τη σημασία της τέχνης για την πίστη και τη λατρεία, αντιμετώπισαν μεγάλα διλήμματα. Η απόδοση υψηλών νοημάτων, που στη ουσία σχετίζονταν με την αποκάλυψη του Θεού και τη σχέση του Θεοΰ με τον άνθρωπο, με τρόπους γνώριμους στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, και σύμφωνα με το ανθρωπίνως δυνατόν, ήταν επικίνδυνη δογματικά, αν όχι ανυπέρβλητη. Για αιώνες πάλαιψαν με τα προβλήματα αυτά για να καταλήξουν στο συμπέρασμα, που τόσο όμορφα διατυπώνεται στο κοντάκιον της εορτής της Κυριακής της Ορθοδοξίας, ότι ο λόγω της θείας του φύσεως απερίγραπτος Υιός και Λόγος του Θεού έγινε περιγραπτός με τη Σάρκωσή του, την οποία η Εκκλησία μπορεί να διακηρύξει με το έργο του ζωγράφου και την ποίηση του υμνογράφου.

Τα προβλήματα όμως του τριαδικού Θεού παρέμειναν. Αυτό το φανερώνουν οι σχετικά σπάνιες παραστάσεις της Αγίας Τριάδος, πέρα από σύμβολα, στα βυζαντινά χρόνια. Ωστόσο, προσπάθησαν οι καλλιτέχνες με τη βοήθεια των θεολόγων να αποδώσουν την υπέρτατη θεοφάνεια, τη φανέρωση του προσώπου του Κυρίου, την ενότητα του Υιού με τον Πατέρα (Ιω. ι', 30) και το Άγιον Πνεύμα, την θεότητα του Αγίου Πνεύματος, του «άλλου Παρακλήτου» (Ιω. ιδ', 6), το προαιώνιον του Θεού, διά του οποίου δημιουργήθησαν τα πάντα. Ο ίδιος ο σαρκωθείς Χριστός βεβαιώνει ότι πριν υπάρξει ο κόσμος περιεβάλλετο «παρά του Πατρός» με θείαν δόξαν (Ιω. ιζ', 5' Φιλιππ. β', 6 ). Και στην προσπάθειά τους αυτή κατόρθωσαν να αποδώσουν εικαστικά αυτό που με επιγραμματικό τρόπο αναφέρεται στα ιερά κείμενα και διατυπώνεται με μεγαλοπρέπεια και ασύλληπτο βάθος στην Αποκάλυψη (α', 8): "Εγώ ειμί το Α και το Ω, λέγει Κύριος ο Θεός, ο Ων και ο Ην και ο Ερχόμενος, ο Παντοκράτωρ. Με άλλα λόγια παρουσίασαν τις εκφάνσεις του Θεού στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Κυρίου Ιησού Χριστού, του θείου Λόγου, έτσι ώστε ο πιστός, καθώς θα θεάται την παράσταση, να αισθάνεται ότι στη μορφή αυτή "κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς"(Κολ. β', 9). Και αυτό είναι το μυστήριο και το μεγαλείο της τέχνης της ορθόδοξης Εκκλησίας.

Οι χριστιανοί, εκτός από σύμβολα και αλληγορικές παραστάσεις, κατέφυγαν σε εικόνες-σύμβολα, μερικές από τις οποίες υπήρχαν ήδη στην αρχαία ελληνική θρησκεία και τέχνη. Από την αρχαία ελληνική τέχνη πήραν ορισμένους τύπους, στους οποίους όμως έδωσαν νέο νόημα, ενώ δημιούργησαν πολλούς άλλους και με την εμφάνιση των αχειροποίητων εικόνων και λόγω της εξέλιξης της θείας Λειτουργίας. Παρουσιάζονται αρχικά δύο τύποι: ένας με ρεαλιστικά χαρακτηριστικά, ώριμος στην ηλικία, γενειοφόρος, που θύμιζε τον Δία ή τον Ασκληπιό. Η κόμη πλαισιώνει το πρόσωπο. Τα μάτια, η μύτη, το στόμα υπακούουν σε νέους κανόνες αισθητικής. Η έκφραση των οφθαλμών, που δεν είναι ποτέ η ίδια, θα αποδώσει ιδέες τις οποίες διατύπωσαν οι πατέρες της Εκκλησίας στα κείμενά τους. Και ένας άλλος, που παρουσιάζει τον Χριστό νέο, αγένειο, 'ωραίον εν κάλλει', και ο οποίος θυμίζει παραστάσεις του Απόλλωνα, του θεού Ηλίου.

Ο πρώτος τύπος, που θα ονομασθεί Παντοκράτωρ, δηλώνει τον προϋπάρχοντα Θεόν, που κυριαρχεί των πάντων, που κρατεί τα πάντα στο χέρι του, που πληρεί τα πάντα, εκφράζει τη θεία Παντοδυναμία. Είναι ο Άγιος, ο Αγαθός, ο Κύριος, πάντοτε δραστήριος, γεμάτος φροντίδα για τα δημιουργήματά του, περιπαθής προς τα παιδιά του. Η μορφή του Παντοκράτορος, σύμφωνα με την κλασική αισθητική, είναι άσχημη. Με την ασχήμια αυτή οι δημιουργοί του τύπου ήθελαν να δείξουν το απόμακρο του Θεού, την ανυπέρβλητη απόσταση και ταυτοχρόνως την προσέγγιση και την τρυφερότητα, την ακατάληπτη υπερβατικότητα του Θεού, που τον κάνει να είναι "ο ύψιστος, ο εν υψηλοίς κατοικών τον αιώνα, άγιος εν αγίοις, όνομα αυτώ, ύψιστος, εν αγίους αναπαυόμενος" (Ησ. 57, 15).

Ο δεύτερος τύπος θα συνδεθεί με τον δημιουργό Λόγο, με τον οποίον έγιναν όλα, θα τονίσει την Ενσάρκωση του Θεού. Είναι ο Λόγος, ο Υιός του Θεού, ο Εμμανουήλ, ο «μεθ' ημών Θεός», πού ενσαρκώθηκε και βρίσκεται μαζί μας. Ο τύπος αυτός δηλώνει -οι μαρτυρίες αφθονούν στα πατερικά κείμενα- ότι ο Χριστός που μίλησε και έζησε με τους ανθρώπους ήταν αληθινός Θεός. Η νεότητα του Εμμανουήλ αποκαλύπτει στον άνθρωπο την αρχική ομορφιά και του παρέχει την υπόσχεση της αιώνιας ομορφιάς του Θεοΰ, που στο Ευαγγέλιο αποκαλύπτεται ως εις κάτοπτρον (Α' Κορ. ιγ', 12), και, ακόμη, ότι ο Θεός υπάρχει πέρα από τον χρόνο, είναι αιώνια νέος.

Ο Υιός Λόγος, ο ομοούσιος τω Πατρί, υπήρχε στον αιώνα. Ο Χριστός που ενσαρκώθηκε, ο Θεάνθρωπος, ήταν ο ίδιος ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης. Ο Χριστός, λέγει ο Ανδρέας Καισαρείας (6ος-7ος αι.) εμφανίσθηκε σε μας πρόσφατα και όμως είναι παλαιός, ή μάλλον είναι αιώνιος. Σύμβολο της αιωνιότητάς του είναι η λευκή κόμη. Έτσι δημιουργείται ένας άλλος εικονογραφικός τύπος, πού προέρχεται από προφητικά οράματα, κυρίως από το δράμα του Δανιήλ (7, 9): και "παλαιός ημερών εκάθητο, και το ένδυμα αυτού λευκόν πυρός... ωσεί χιών, και η θριξ της κεφαλής αυτού ωσεί έριον καθαρόν, ο θρόνος αυτού φλόξ πυρός." Ο γηραιός Χριστός, με τη λευκή κόμη, αναφέρεται στον Παλαιόν των Ημερών. Η λευκή κόμη δηλώνει την αιωνιότητα, ανήκει σε εκείνον που υπήρχε πάντοτε, πέρα από τον χρόνο, τον Παλαιόν των Ημερών, που έγινε παιδίον, έλαβε σάρκα και θυσιάσθηκε για τον άνθρωπο (βλ. PG 106, 228, 517). Η ιδέα αυτή έχει εκφρασθεί εικαστικά συχνά, όπως π.χ. στην Καστοριά, στον ναό των Αγίων Αναργύρων, σε απεικόνιση του Ευαγγελισμού, ο οποίος συνδέεται με τον Παλαιόν των Ημερών.

Οι τύποι αυτοί θα εμφανισθούν πολύ νωρίς στην τέχνη και θα μείνουν αναλλοίωτοι για αιώνες, σε μνημειακές συνθέσεις, σε εικόνες, σε έργα γλυπτικής και μικροτεχνίας. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν στους εικονογραφημένους προλόγους ευαγγελίων σε βυζαντινά χειρόγραφα, που προσφέρουν και τα κείμενα με τις θεολογικές ερμηνείες. Τα παραδείγματα είναι πολυάριθμα για να αναφερθούν εδώ.

Από τις παλαιότερες παραστάσεις του Χριστού Παντοκράτορος, αναφέρω εδώ κεραμικό πινάκιο του 4ου αιώνα, στο Βρετανικό Μουσείο, τοιχογραφίες σε κατακόμβες της Ρώμης και, σε πρώιμη μορφή την ίδια εποχή, σε ψηφιδωτό στην Αγία Κωνσταντία στη Ρώμη. Πολλές από τις πρώιμες μνημειακές παραστάσεις δείχνουν ότι κύριο χαρακτηριστικό του τύπου ήταν η έκφραση της δόξας του Θεού. Από τις πρώιμες εικόνες, μοναδική παραμένει η εγκαυστική εικόνα της Μονής Σινά (αριθ. Κατ. 52), του πρώτου μισού του 6ου αιώνα, κατά πάσαν πιθανότητα δώρο του αυτοκράτορος Ιουστινιανού στη Μονή. Εδώ ο γενειοφόρος Χριστός με το ευαγγέλιο στο χέρι μπροστά από μία κόγχη, που δημιουργεί την εντύπωση ότι πέρα από αυτή υπάρχει η απεραντοσύνη του ουρανού, με το πρόσωπό του μεταδίδει ποικίλες εκφράσεις, από τις οποίες ξεχωρίζει το αφηρημένο βλέμμα, που φανερώνει το άχρονο αλλά ταυτοχρόνως και την ευσπλαγχνία.

Στον βυζαντινό ναό, που συμβολίζει ολόκληρο τον κόσμο, ουρανό και γη, κατοικητήριό του θα γίνει ο τρούλλος. Από εκεί, με τα λόγια του μεγάλου Φώτη Κόντογλου «σταλάζει μέσα εις την ευλαβικήν ψυχήν όλα τα άγια αισθήματα, όντας Μέγας, Δυνατός, Παντουργός, Παντεπόπτης, Πράος, Φιλάνθρωπος, Σωτήρ, Κριτής...», κατά το ρήμα του Ιεζεκιήλ, "ο Αετός ο Μέγας, ο μεγαλοπτέρυγος" οπού πετά επάνωθεν από τον φθειρόμενον κόσμον, αιώνιος, άφθαρτος... (Οι πιστοί) εγείρουν τους οφθαλμούς των προς αυτόν κράζοντες με αγαλλίασιν: "εν τω φωτί της δόξης του προσώπου Σου πορευσόμεθα εις τον αιώνα". Εκεί επάνω γρηγορεί ημέρας και νυκτός, πρωί και εσπέρας, χειμώνα και θέρος, αιώνιος, προ πάντων των αιώνων και εις τον αιώνα του αιώνος». Και στον τρούλλο και σε εικόνες, κυρίως στις δεσποτικές εικόνες του βυζαντινού εικονοστασίου, μεταξύ των οποίων η ευλάβεια των βυζαντινών εικονογράφων έχει δημιουργήσει αληθινά αριστουργήματα, και σε χειρόγραφα, υπάρχουν επιγραφές που διαφοροποιούν τα πυκνά νοήματα που περιέχει ο τύπος, όπως: " Κύριε Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε και επίσκεψον την άμπελον ταύτην. Και κατάρτισαι αυτήν, ην εφύτευσεν η δεξιά σου" (Ψαλμ. 79, 15-16).

Ο Χριστός ως Λόγος του Θεού θα παρουσιασθεί σε παλαιοχριστιανικές σαρκοφάγους περιστοιχιζόμενος από ακροατές ή μαθητές, πολλές φορές ως «αληθινός φιλόσοφος» με ειλητάριο στο χέρι, με τους αποστόλους ή καθισμένος σε θρόνο να δίνει τον νόμο στον Πέτρο ή τον Παύλο. Στις τελευταίες αυτές παραστάσεις και στις θεματικές παραλλαγές τους (βλ.το ψηφιδωτό στην αψίδα του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα) ο Λόγος θα εναλλάσσεται με τον Χριστό Παντοκράτορα. Στη Γένεση του Cotton, που φιλοτεχνήθηκε στην περιοχή της Αλεξανδρείας στο τέλος του 5ου αιώνα, σήμερα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, και που τον 13ο αιώνα θα χρησιμεύσει ως πρότυπο για τα ψηφιδωτά του νάρθηκα στον ναό του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, στις σκηνές της δημιουργίας ο Θεός παρουσιάζεται ως ο Λόγος-Δημιουργός και με την ίδια έννοια θα παρουσιασθεί και σε ευαγγελικές σκηνές την ίδια εποχή. Η άμεση αναφορά στην Ενσάρκωση του Λόγου θα τονισθεί με την παράσταση του Ιησού «ως παιδιού» και με την προσωνυμία ο Εμμανουήλ και, ακόμη, με την αναγραφή της προφητείας του Ησαΐα (7, 14) σε ειλητάρια που κρατεί: Ιδού η Παρθένος εν γαστρι λήψεται και τέξει υιόν, και καλέσει το όνομα αυτού Εμμανουήλ. Το πόσο ζωντανό ήταν το νόημα του Εμμανουήλ στη χριστιανική συνείδηση από τους πρώτους αιώνες διαπιστώνεται καί στα φιαλίδια ευλογιών που έπαιρναν οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων. Σε μερικές ευλογίες π.χ., που παρουσιάζουν την Προσκύνηση των Μάγων, κάτω από την ένθρονη Παναγία με το παιδίον Χριστό στην αγκαλιά της, έχει χαραχθεί η επιγραφή: 'Εμμανονήλ, ο Θεός μεθ' ημών'. Η προφητεία αυτή αναγράφεται και σε παραστάσεις του Ευαγγελισμού. Έτσι, ως παιδίον παρουσιάζεται συχνά σε δισκάριο, αιωρούμενος στο στήθος της Θεοτόκου. Για τον λόγο αυτό ο Εμμανουήλ ιστορείται στην πρόθεση των βυζαντινών ναών, όπου τελείται η προπαρασκευή των Τιμίων Δώρων για την αναίμακτη θυσία. Θα παρασταθεί επίσης καί σε βημόθυρα. Μεταξύ πολλών άλλων, ιδιαίτερα άξιο να μνημονευθεί είναι ένα εξαίρετο βημόθυρο του 17ου αιώνα στη Μονή Σινά, όπου προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης συνδέονται με την παράσταση του Ευαγγελισμού. Οι συνθέσεις αυτές οδηγούν στην απόληξη-δισκάριο με τον Χριστόν Εμμανουήλ. Για να αποφευχθεί όμως κάθε αιρετική σύγχυση και να τονισθεί ότι ο Λόγος, ο Υιός, είναι ομοούσιος τω Πατρί καί όχι κτίσμα του Θεού Πατέρα, που έγινε σε ορισμένο χρόνο, ο Εμμανουήλ επιγράφεται: Ο Ων, το όνομα του Θεού, το οποίο ο ίδιος αποκάλυψε στον προφήτη Μωυσή. Το όνομα όμως αυτό, καθώς και οι άλλες προσωνυμίες, συνοδεύονται πάντα από τα συμπιλήματα IC XC (Ιησούς Χρίστος). Τα νοήματα αυτά περιλαμβάνει και η υμνογραφία, κυρίως της εορτής των Χριστουγέννων.

Ο Χριστός ως Παλαιός των Ημερών θα εμφανισθεί στην τέχνη αργότερα. Σημαντική είναι μικρογραφία στον κώδικα 923 των Παρισίων, της εικονοκλαστικής περιόδου. Σε παράσταση οράματος ο Παλαιός των Ημερών είναι ένθρονος με τον Χριστό δίπλα στον θρόνο. Μόνο ο φωτοστέφανος του Χριστού έχει χαραγμένο σταυρό. Η διάκριση μεταξύ Πατρός και Υιού είναι εύλογη, αλλά και η ιδέα ότι ο Υιός αφήνει τον θρόνο του ουρανού για να κατέλθει στη γη. Στα μεταβυζαντινά χρόνια και αργότερα ο Παλαιός των Ημερών θα τοιχογραφηθεί κυρίως στην πρόθεση του ναού.

Οι απεικονίσεις αυτές είναι αλληλοσυνδεόμενες. Και αυτό το επιβεβαιώνει μία πρώιμη εγκαυστική εικόνα στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά, η οποία έχει χρονολογηθεί στον 7ο αιώνα. Η παράσταση παρουσιάζει τρεις εκφάνσεις του Χριστού. Η στάση του επάνω στον θρόνο είναι του Χριστού Παντοκράτορος. Η λευκή κόμη υποδηλώνει τον Παλαιόν των Ημερών, ενώ η επιγραφή Εμμανουήλ δηλώνει τον ένσαρκο Λόγο του Θεοΰ, εκφράζει το Ομοούσιον του Πατρός και του Υιού.

Οι τρεις αυτές εκφάνσεις του Θεού Λόγου από πολύ νωρίς θα αποκτήσουν κύρια θέση στη Λειτουργία και ιδιαίτερα στην ευχαριστηριακή ευχή στην αγία Αναφορά. Η ευχή αυτή συνοψίζει ολόκληρο το νόημα του Ευαγγελίου, τη μεγαλοπρέπεια του Θεού, το έργο της δημιουργίας, την Ενσάρκωση, το έργο της σωτηρίας, την ουράνια βασιλεία, αλλά και τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Βασισμένη στα προφητικά οράματα, κυρίως του Ησαΐα και του Ιεζεκιήλ, η ευχή της Αναφοράς εικονογραφήθηκε νωρίς σε μεγαλοπρεπείς συνθέσεις στις αψίδες των βυζαντινών εκκλησιών -ο ένθρονος Χριστός παριστάνεται μεταξύ προφητών-, όπου ο Χριστός Λόγος εναλλάσσεται με τον Χριστό Παντοκράτορα και τον Χριστό Παλαιόν των Ημερών. Μία από τις ωραιότερες πρώιμες παραστάσεις έχει διασωθεί στον ναό του Οσίου Δαβίδ στη Θεσσαλονίκη (5ος αι.).

Οι εκφάνσεις αυτές του Χριστού εικονογραφήθησαν σε προλόγους του Ευαγγελίου, που αναφέρονται στο νόημά του και στην ευχαριστήριο ευχή της αγίας Αναφοράς και οι οποίοι έχουν διασωθεί σε πολυάριθμα βυζαντινά χειρόγραφα. Αναφέρω ως παράδειγμα το πολύτιμο ευαγγέλιο του τέλους του 11ου αιώνα, που θησαυρίζεται σήμερα στην Πάρμα (Παλατ. Βιβλ., χφ. 5). Οι εκφάνσεις του Χριστού θα παρασταθούν επίσης, ανεξάρτητα από την αγία Αναφορά, και στη μνημειακή και στη μικρογραφική τέχνη, όπως π.χ. βλέπουμε στον ναό του Αγίου Στεφάνου της Καστοριάς, τοιχογραφίες που έχουν αποδοθεί στον 12ο αιώνα, στην Καππαδοκία και, αργότερα, στη Σερβία (Peć). Στα χειρόγραφα σημαντική είναι η μικρογραφία που εικονογραφεί το Ευαγγέλιο του Ιωάννου, κωδ. 74, στο Παρίσι (11ος αι.), με τις τρεις εκφάνσεις του Χριστού, και η οποία στα εισαγωγικά κείμενα ερμηνεύεται ως ορισμός του Θεού εν σχέσει με την αιωνιότητα και τον χρόνο.

Ο Υιός του Θεού, ο Λόγος του Θεού, που με την Ενσάρκωσή του γνώρισε τον Πατέρα στον άνθρωπο, αποκαλύπτει: ως Παντοκράτωρ την αναλλοίωτη εικόνα του Θεού του Όντος• ως Παλαιός των Ημερών την αιωνιότητα του Θεού, που προϋπήρχε πάντα• ως Εμμανουήλ-Λόγος την Ενσάρκωσή του εν χρόνω, αλλά και τη νεότητά του που δεν γνωρίζει χρόνο, η οποία ανοίγει στον άνθρωπο τον δρόμο προς το απόλυτο κάλλος.


Βιβλιογραφία

Γ. Σωτηρίου, Η χριστιανική και βυζαντινή εικονογραφία. Α'. Η εικών του Χριστού (Ανατ. εκ της Θεολογίας), Αθήναι 1965. Κ. Wessel RbK 1, 1966, Christusbild, σ. 1014-1046. Καλοκύρης 1972. Galavaris 1979. Βλ. Φειδάς, Περίγραμμα βυζαντινής ζωγραφικής, Αθήναι 1982. Φ. Κόντογλου, Έκφρασις της ορθοδόξου εικονογραφίας, Α'-Β', Αθήναι 19933. Ε.Ν. Τσιγαρίδας, Φορητές εικόνες, Μονή Βατοπαιδίου 1996, Β', σ. 350-417.


Προηγούμενη Σελίδα