image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Γεώργιος Φίλιας
Επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Η Εορτή της Κοιμήσεως

Από Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.


2. Οι περί της εορτής μαρτυρίες εκ των πανηγυρικών ή εγκωμιαστικών Ομιλιών

(III) Γενική θεώρηση των περί της Κοιμήσεως μαρτυριών

Χωρίς να επανέλθουμε λεπτομερώς στις προεκτεθείσες μαρτυρίες, θα επιχειρήσουμε σύνοψή τους και εξαγωγή κάποιων συμπερασμάτων.

Η προς τη Θεοτόκο εξαγγελία της Κοιμήσεως υπό του Κυρίου αποτελεί σημείο, επί του οποίου δεν υπάρχει ομογνωμία μεταξύ των συγγραφέων-έγκωμιαστών της Κοιμήσεως. Ο Μόδεστος Ιεροσολύμων (μία από τις αρχαιότερες μαρτυρίες) εμφανίζει τη Θεοτόκο να δέχεται την εξαγγελία χωρίς, όμως, να την αναμένει. Το ίδιο ισχύει περί της μαρτυρίας του Ιωάννου Θεσσαλονίκης. Οι μαρτυρίες αυτές είναι, προφανώς, η εξαίρεση εφόσον σε άλλους συγγραφείς η Θεοτόκος φαίνεται ότι μετά χαράς αναμένει την εξαγγελία της Κοιμήσεώς της (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως), ότι μετά χαράς «προαισθάνεται» την Κοίμησή της (Θεόδωρος Στουδίτης), ότι χαρμοσύνως δέχεται τους «χαιρετισμούς» του αγγέλου, με τους οποίους εξαγγέλεται η Κοίμησή της (Ισίδωρος Θεσσαλονίκης) και ότι θεωρεί «αφόρητη» την απουσία του Υιού της, γι' αυτό και επείγεται να Τον συναντήσει (Μανουήλ Παλαιολόγος). Το γεγονός του χαρμόσυνου χαρακτήρα, τον οποίο είχε η εξαγγελία της Κοιμήσεως, επιβεβαιώνει και ο Θεόγνωστος δια της μαρτυρίας του ότι ο άγγελος έπέδωσε -κατά την εξαγγελία- «βραβείο» προς τη Θεοτόκο, ως απόδειξη της αληθείας των λόγων του και επιβράβευση της Θεοτόκου. Στο σημείο αυτό, η χαρά της Θεοτόκου κατά την εξαγγελία της σαρκώσεως του Κυρίου (Ευαγγελισμός) πιστοποιείται και στην αντίστοιχη εξαγγελία της Κοιμήσεως.

Ο τρόπος ελεύσεως των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα για να παραστούν στην Κοίμηση και την ταφή της Θεοτόκου δεν παρουσιάζει παραλλαγές μεταξύ των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Η «ροπή», δια της οποίας μεταφέρθησαν οι απόστολοι (Μόδεστος/Θεόγνωστος, ο οποίος σημειώνει ότι η δια της «ροπής» μετακίνηση των αποστόλων διήρκεσε μία ημέρα) είναι φαινόμενο συγγενές προς τη «νεφέλη» (Θεόδωρος Στουδίτης) και τη «βροντή» (Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως/Θεόγνωστος). Όλα τα παραπάνω μαρτυρούν περί θαυματουργικού φαινομένου, διά του οποίου οι απόστολοι προέφθασαν ζωντανή τη Θεοτόκο, σύμφωνα με την επιθυμία και της ιδίας. Εκ των συγγραφέων, μόνος ο Θεόγνωστος αναφέρει ότι οι απόστολοι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα όταν η Θεοτόκος είχε ήδη κοιμηθεί και εφρόντισαν μόνο για τα περί της ταφής της.

Οι παραδόσεις περί των κατά την Κοίμηση παρισταμένων δεν είναι πάντοτε ενιαίες. Ο Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως και ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης μνημονεύουν ιδιαιτέρως την παρουσία του αποστόλου Παύλου (τούτο δεν μαρτυρείται σε άλλους συγγραφείς), ο οποίος τυγχάνει ιδιαιτέρας υποδοχής και τιμής από τους υπολοίπους αποστόλους. Πρόκειται προφανώς περί παραδόσεως, η οποία δεν είχε καθολική ισχύ. Στο θέμα των παρισταμένων κατά την Κοίμηση εμπίπτει και η υπό του Ανδρέα Κρήτης μαρτυρουμένη «Διονυσιακή παράδοση», η οποία στηρίζεται επί του ψευ-Διονυσιακού έργου Περί των θείων Ονομάτων και αναφέρει παρουσία -κατά την Κοίμηση- των Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ιεροθέου Αθηνών. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης επαναλαμβάνει μεν τα υπό του Ανδρέου μαρτυρούμενα, αλλά δημιουργεί πρόβλημα με τη μνεία παρουσίας και του Τιμοθέου• και τούτο διότι ο Τιμόθεος φαίρεται -από τη Διονυσιακή παράδοση- ως αποδέκτης επιστολής εκ μέρους του Αρεοπαγίτου, στην οποία εξιστορούνται τα της Κοιμήσεως και εξαίρεται η παρουσία του Ιεροθέου. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι ο Τιμόθεος δεν ήταν παρών κατά την Κοίμηση. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης επιχειρεί, προφανώς, να εμπλουτίσει τη Διονυσιακή παράδοση του Ανδρέα Κρήτης. Εννοείται ότι η παράδοση αυτή είναι εξαιρετικά επισφαλής, εφόσον τα χρονολογικά πλαίσια της Κοιμήσεως είναι άγνωστα και η παρουσία των Διονυσίου Αρεοπαγίτου και Ιεροθέου είναι προβληματική. Το γεγονός, άλλωστε, ότι πλην των Ανδρέα Κρήτης και Ισιδώρου Θεσσαλονίκης η παράδοση αυτή δεν μαρτυρείται, αποδεικνύει ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να είναι αληθής.

Ποικίλα γεγονότα περί την Κοίμηση μαρτυρούνται σε επιμέρους συγγραφείς. Το πένθος της φύσεως κατά τη μετάβαση της Θεοτόκου στη Γεθσημανή για να προσευχηθεί, καθώς και το περιστατικό της διανομής των δύο χιτώνων υπό της Θεοτόκου στις δύο χήρες γειτόνισσες ολίγον προ της Κοιμήσεως, είναι γεγονότα τα οποία αναφέρουν μόνοι οι Ιωάννης και Ισίδωρος Θεσσαλονίκης. Αποσπασματικές είναι και οι μαρτυρίες περί του περιεχομένου των λόγων, τους οποίους απηύθυναν οι απόστολοι ενώπιον της νεκρικής κλίνης. Τόσον ο Μόδεστος όσον και ο Θεόδωρος Στουδίτης αναφέρουν «χαιρετισμούς» των αποστόλων ως έξοδιαστικά εγκώμια προς τη Θεοτόκο. Αυτό, όμως, αποτελεί εξαίρεση στο σύνολο των εκκλησιαστικών συγγραφέων. Οι εν λόγω χαιρετισμοί είναι πιθανόν να απετέλεσαν λειτουργικά κείμενα, τα οποία προεβλήθησαν ως εγκώμια των ιδίων των αποστόλων. Αλλά και ως προς τη στιγμή της Κοιμήσεως, μόνος ο Δαμασκηνός αναφέρει ότι ακούστηκαν «φωνές, ψόφοι και πάταγοι», παραλληλίζοντας τοιουτοτρόπως τη στιγμή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με τη στιγμή του θανάτου του Κυρίου επί του Σταυρού. Όλες οι παραπάνω αποσπασματικές μαρτυρίες δεν μπορούν να ενταχθούν σε κάποια καθολική παράδοση περί της Κοιμήσεως, φαίνεται δε ότι είτε διετηρούντο σε επιμέρους περιοχές είτε δημιουργήθησαν -μερικώς ή ολικώς- από τους ίδιους τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς.

Όπως τονίσθηκε στην οικεία παράγραφο, πολλές είναι οι ιδιαιτερότητες της διηγήσεως του Ιωάννου Θεσσαλονίκης: ο φόβος της Θεοτόκου περί της μεταφοράς της ψυχής της, η ιδιαίτερη αναγγελία της Κοιμήσεώς της προς τον Ιωάννη, η προσευχητική αγρυπνία των αποστόλων και των λοιπών παρισταμένων πλησίον της κλίνης της Θεοτόκου κατά την τελευταία νύχτα της επίγειας ζωής της, οι παραινέσεις του Πέτρου, η παρουσία του ίδιου του Κυρίου στην οικία της Θεοτόκου για να παραλάβει την ψυχή της μητέρας του, όλα αυτά συνιστούν πτυχές των εορταζομένων γεγονότων οι οποίες δεν διεσώθησαν στην τελική διαμόρφωση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως.

Αλλά και ως προς το θέμα του ενταφιασμού της Θεοτόκου και της επακολουθησάσης μεταστάσεώς του στους ουρανούς, οι συγγραφείς των εγκωμιαστικών λόγων δεν απηχούν καθολική παράδοση. Το γεγονός ότι το σώμα της Θεοτόκου παρέμεινε επί τριήμερον στον τάφο και ότι η μετάστασή του διεπιστώθη από τους αποστόλους κατά τρόπο μάλλον θαυματουργικό, μαρτυρείται από τους Δαμασκηνό και Γερμανό Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης είναι ο μόνος, ο οποίος προσθέτει τα περί Θωμά, δηλαδή την μετά τριήμερον έλευσή του στα Ιεροσόλυμα, την απαίτηση να προσκυνήσει το ενταφιασμένο σώμα και την απουσία του σώματος, όταν ανοίχθηκε ο τάφος. Μία δεύτερη, όμως, διήγηση του Γερμανού περιπλέκει τα γεγονότα, εφόσον αναφέρει μετάσταση του σώματος της Θεοτόκου με ολόκληρη τη σινδόνα του ενταφιασμού κατά τη στιγμή της κηδεύσεως. Σύμφωνα, επομένως, με την παράδοση αυτή, η Θεοτόκος δεν ενταφιάσθηκε τελικώς και, ούτως εχόντων των γεγονότων, δεν ευσταθεί η υπό του Δαμασκηνού αναφερόμενη «Ευθυμιακή ιστορία» περί απαιτήσεως των αυτοκρατόρων Μαρκιανού και Πουλχερίας να μεταφερθούν στην Κωνσταντινούπολη τα «εντάφια σπάργανα» της Θεοτόκου.

Μέσω της ποικιλίας των μαρτυριών διαμορφώθηκε το εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως. Το μνημονευθέν παραπάνω Ελληνικόν μηνολόγιον του 11ου αι. περιλαμβάνει περιληπτικώς τις περισσότερες εκ των μαρτυριών των εγκωμιαστικών λόγων: την δι' αγγέλου προαναγγελία προς τη Θεοτόκο της Κοιμήσεώς της, τη χαρά της Θεοτόκου και την προσευχή της στο όρος των ελαιών, τον εύπρεπισμό της οικίας της, τη μεταφορά των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα δια «βροντής» και «νεφελών», τον ενταφιασμό και τη μετάσταση του λειψάνου στους ουρανούς μετά από τριήμερο και αφού ο Θωμάς απήτησε να προσκηνύσει το ενταφιασμένο σώμα(251). Το Ελληνικόν μηνολόγιον αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό στην καταχώρηση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως στις μετέπειτα εκδόσεις των Μηναίων.

Στη μορφή, στην οποία έφθασε έως σήμερα, το «μηνολόγιο» της 15ης Αυγούστου αποτελεί αναλυτική παρουσίαση των στοιχείων, τα οποία μαρτυρούνται στους μελετηθέντες εγκωμιαστικούς Λόγους επί τη Κοιμήσει της Θεοτόκου(252). Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι στο εν λόγω μηνολόγιο καταχωρίζονται όλες οι λεπτομέρειες -μηδέ μιας εξαιρουμένης- των εγκωμιαστικών Λόγων, ως εάν επρόκειτο περί ενός consensus των ποικίλων μαρτυριών. Το γεγονός αυτό πιστοποιεί την τελική συγχώνευση των διαφορετικών πτυχών της περί Κοιμήσεως παραδόσεως και, τοιουτοτρόπως, την τελική διαμόρφωση του εορτολογικού περιεχομένου της Κοιμήσεως.





Υποσημειώσεις

251. PG117,585A-B.

252. Μηναίον του Αυγούστου, Αθήναι, Αποστολική Διακονία, 19893, σ. 87.

Προηγούμενη Σελίδα