image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Κώστας Χρήστου

Ο Έλληνας Πάπας Ιωάννης ο Φιλάγαθος

Από: περ. Εποπτεία Ιούνιος 1992, σελ.45-55.


ΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ του Έλληνος Πάπα της Ρώμης Ιωάννη XVI Φιλαγάθου (997-998) αποτελεί μία από τις παρενέργειες, θα λέγαμε, της δραστηριότητος της βυζαντινής πριγκήπισσας Θεοφανούς, που ανέβηκε στο θρόνο της Γερμανικής Αυτοκρατορίας κατά το τελευταίο τέταρτο του δεκάτου αιώνος και πέθανε νέα ακόμη, προ χιλίων ετών, το 991.

Την άνοιξη του 996 ο νεαρός Αυτοκράτωρ της Γερμανίας Όθων III διάβηκε τις Άλπεις επικεφαλής ισχυρού στρατού και με στόχους που ταίριαζαν απόλυτα στην πολιτική παράδοση της σαξωνικής δυναστείας• να εξασφαλίσει δηλαδή δήλωση υποταγής των αρχόντων του ιταλικού βασιλείου, του οποίου ο θρόνος αναντίρρητα πλέον ανήκε στους Σάξωνες Μονάρχες, αλλά το κυριώτερο να στεφθή αυτοκράτωρ στη Ρώμη.

Η στιγμή αποδείχθηκε κατάλληλη, διότι ο θάνατος του Πάπα Ιωάννου XV, που συνέβηκε στις αρχές Απριλίου αυτού του έτους, έδωσε στον βασιλέα την ευκαιρία να επιδιώξει μονιμότερη ρύθμιση των ρωμαϊκών πραγμάτων και να επιβάλλει τον έλεγχό του επί της παλαιάς αυτοκρατορικής πρωτευούσης. Ο ισχυρός άνδρας της Ρώμης αυτήν την εποχή, ο Κρησκέντιος ΙΙ, ανέβασε, όπως φαίνεται, κάποιον έμπιστο του ιερέα στην παπική έδρα με το όνομα Ιωάννης, που δεν βρήκε όμως την κατάλληλη υποστήριξη, και τότε ορισμένα μέλη της ρωμαϊκής αριστοκρατίας απευθύνθηκαν προς τον Γερμανό Βασιλέα με την πρόταση να ονομάσει αυτός τον υποψήφιο για την παπική εκλογή. Κι' αυτός δεν άργησε να ενεργήσει σχετικά. Στην Παβία, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι αξιωματούχοι του ιταλικού βασιλείου, για να υποδεχθούν τον νέο κάτοχο του θρόνου και να του ορκισθούν πίστη, ο Όθων ανακοίνωσε την απόφασή του να τοποθετηθεί επί της παπικής έδρας ο εξάδελφος του Brunno, υιός του δουκός της Κορινθίας Όθωνος κι' εγγονός και αυτός του Όθωνος του Μεγάλου. Το ότι ο νέος πάπας, ηλικίας μόλις 22 ετών, «εξελέγη» με την ψήφο του ρωμαϊκού κλήρου και λαού είναι μία εντελώς συμβατική και τυπική υπόθεση. Οι αρχιεπίσκοποι Μαγεντίας και Βορματίας οδήγησαν στη Ρώμη τον νεοεκλεγέντα Πάπα, όπου τον χειροτόνησαν και τον ενθρόνισαν στο Λατερανό την 3 Μαΐου του 996 με το όνομα Γρηγόριος V. Αυτός με τη σειρά του, λίγο αργότερα, έστεψε Αυτοκράτορα τον εξάδελφο του Όθωνα III.

Στον παπικό θρόνο είχαν ανεβεί έως τότε πολλοί ξένοι, αποκλειστικά σχεδόν Έλληνες• αλλά τώρα ήταν η πρώτη φορά που ένας Γερμανός καταλάμβανε το παπικό αξίωμα, και αυτό ήταν φυσικό να προκαλέσει αντιδράσεις. Ο Όθων III, αφού επεκράτησε στη Ρώμη, αποφάσισε την εξορία του πατρικίου Κρησκεντίου, αλλά με τη μεσολάβηση του νέου Πάπα ανεκάλεσε αυτή την απόφαση. Ο Κρησκέντιος βέβαια δεν φάνηκε αδρανής• σύντομα, κατόπιν μιας εξεγέρσεως, ανακατέλαβε την εξουσία τον Σεπτέμβριο του 996 κι' εξεδίωξε τον Γρηγόριο.

Ήταν ακριβώς η εποχή κατά την οποία μια βυζαντινή πρεσβεία με επικεφαλής τον επίσκοπο Συνάδων Λέοντα έφθανε στην Ιταλία με προορισμό την έδρα του Γερμανού Αυτοκράτορος για το θέμα της επιγαμίας μεταξύ των δύο αυτοκρατορικών οίκων. Μαζί της επέστρεψε και ο αρχιεπίσκοπος Πλακεντίας Φιλάγαθος, Έλληνας από το Ροσσάνο της Καλαβρίας, που είχε φέρει στην Κωνσταντινούπολη την πρόταση για το συνοικέσιο μεταξύ μιας πορφυρογέννητης πριγκήπισσας και του μόλις δεκαεξαετούς Όθωνος III, που ήταν υιός μιας άλλης βυζαντινής πριγκήπισσας, της Θεοφανούς.

Ο Κρησκέντιος δεν βιάσθηκε αυτή τη φορά να επιβάλλει ένα νέο Πάπα, πιθανώτατα διότι δεν ήθελε να προκαλέσει περισσότερο την αυτοκρατορική εξουσία. Η σταθερότητα όμως του αυτοκρατορικού μετώπου τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι του ήταν απαραίτητος ένας Πάπας. Όταν ο Λέων Συνάδων έφθασε στη Ρώμη, οι δύο άνδρες αποφάσισαν την εκλογή του Φιλαγάθου στην παπική έδρα, κι' αυτός το δέχθηκε, τον Φεβρουάριο του 997. Ως Πάπας φέρεται με το όνομα Ιωάννης XVI, αλλά σήμερα από την Κουρία θεωρείται αντίπαπας.

Το επεισόδιο αυτό, με την τραγική του για τον Φιλάγαθο κατάληξη, αποτελεί μια φάση της συγκρούσεως μεταξύ της ρωμαϊκής αριστοκρατίας ή τουλάχιστον του σημαντικότερου μέρους της, που αξίωνε το δικαίωμα να ρυθμίζει τις παπικές εκλογές και της αυτοκρατορικής εξουσίας. Υπεισέρχεται όμως σ' αυτό και ο παράγων του Βυζαντίου, το οποίο δεν είχε ποτέ παραιτηθεί από τα δικαιώματά του επί της Ιταλίας και της Ρώμης. Ο Φιλάγαθος στην πραγματικότητα δεν ενεργεί σαν πρωταγωνιστής, αλλά σαν όμηρος αυτών των παραγόντων. Οι ιδέες και αντιλήψεις που καθόριζαν την πολιτική των τελευταίων καθώρισαν επίσης και τις σημαντικότερες διαμάχες του δυτικού μεσαίωνος, όπως είναι το πρόβλημα της ανανεώσεως του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θεσμού και η σύγκρουση Εκκλησίας και κοσμικής εξουσίας.

Όταν ο Μέγας Κάρολος στέφθηκε Αυτοκράτωρ στη Ρώμη το 800, οι αντιλήψεις του στο ζήτημα αυτό καθορίζονταν από τη λεγόμενη «φραγκική αυτοκρατορική ιδέα», που προέρχεται από τη γερμανική αντίληψη ότι ο επικυρίαρχος περισσοτέρων του ενός λαών κατέχει θέση ανώτερη από τους άλλους βασιλείς• κι' αυτός είναι ο αυτοκράτωρ. Έτσι αρνήθηκε να υιοθετήση τον τίτλο imperator Romanorum, για δύο λόγους• πρώτα, διότι θεωρούσε το κράτος του φραγκικό και από εθνική υπερηφάνεια δεν ήθελε να χάσει αυτόν τον χαρακτήρα, και δεύτερο, για να μη προκαλέσει περισσότερο το Βυζάντιο.

Η ρωμαϊκή αυτοκρατορική ιδέα έως την εποχή των Οθώνων εκπροσωπούνταν κυρίως από την παπική Κουρία και άλλους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους και προσαρμόζεται στη θεωρία περί υπεροχής της εκκλησιαστικής εξουσίας επί της κοσμικής που άρχισε να διαμορφώνεται τον 5ο αιώνα από τον πάπα Γελάσιο. Η Εκκλησία βέβαια αντιπροσωπεύεται από τον πάπα, που εξασκεί επ' αυτής μοναρχική εξουσία. Σύμφωνα με αυτήν τη θεωρία ο Αυτοκράτωρ, ασχολούμενος με την κοσμική μόνο πλευρά της κοινωνίας, είναι υποδεέστερος του Πάπα και πρέπει να λαμβάνει την εξουσία του απ' αυτόν στεφόμενος στη Ρώμη. Αυτήν την εποχή η παπική εξουσία ήταν ακόμη ασθενής, αλλά είχε στη διάθεση της δύο ισχυρά όπλα, που μετά πενήντα χρόνια επρόκειτο ν' αποβούν αποτελεσματικά. Το πρώτο είναι η Κωνσταντίνειος Δωρεά και τα έγγραφα πού φέρουν τον τίτλο Ισιδώρειοι Διατάξεις, κείμενα κατασκευασμένα στα μέσα του ενάτου αιώνος που επικυρώνουν τη δικαιοδοσία του Πάπα της Εκκλησίας και της κοσμικής εξουσίας. Το δεύτερο είναι η μοναστική κίνηση για μια εκκλησιαστική μεταρρύθμιση, που ξεκίνησε από τη Μονή Κλουνίου στην Γαλλία. Αυτή η κίνηση, που αρχικά επιζητούσε την ηθική κάθαρση του κλήρου, κατά τα πρώτα βήματά της ήταν αρεστή στους γερμανικούς αυτοκρατορικούς κύκλους, εφόσον και αυτοί επεδίωκαν την αναδιοργάνωση της εκκλησίας. Οι Αυτοκράτορες δεν αντελήφθηκαν από την αρχή ότι υπήρχε κι' άλλο ένα σκέλος στην κλουνιακή ιδεολογία, η επικράτηση του πάπα επί της πολιτικής εξουσίας.

Υπό τους ασθενείς διαδόχους του Καρλομάγνου η αυτοκρατορική ιδέα της Κουρίας επεκράτησε πλήρως. Αντιθέτως, όταν ο Όθων Ι ο Μέγας ανανέωσε την αυτοκρατορία, ακολούθησε την φραγική αυτοκρατορική ιδέα, γι' αυτό και το Βυζάντιο τον αναγνώρισε. Βαθμιαίως όμως οι αξιώσεις της σαξωνικής δυναστείας για ισοτιμία με το Βυζάντιο, η αυξανόμενη σημασία της Ιταλίας για τους Γερμανούς Βασιλείς και η επιρροή των εκκλησιαστικών αξιωματούχων, επέφεραν την ανάληψη του αυτοκρατορικού τίτλου από τον Όθωνα II το 982. Ευνόητο είναι ότι οι Σάξωνες Αυτοκράτορες επεδίωκαν τον έλεγχο της Εκκλησίας και της ρωμαϊκής έδρας.

Με την ανανέωση του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού τίτλου τέθηκε κατ' ανάγκην το θέμα των γερμανοβυζαντινών σχέσεων. Η Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως συνέχιζε βέβαια de facto και de jure την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ήταν αδιανόητο από τους Βυζαντινούς να παραιτηθούν απ' αυτήν την παράδοση. Εν τούτοις όμως η κατοχή της Ιταλίας, και ιδίως της Ρώμης, από τους Γερμανούς έδινε σ' αυτούς ισχυρά επιχειρήματα για την διεκδίκηση της ρωμαϊκής παραδόσεως. Η Κωνσταντινούπολη λοιπόν κατανοούσε την αναγκαιότητα μιας ισχυρής παρουσίας της στην Ιταλία. Έως τον 12ο αιώνα η ιδέα της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ιταλία δεν θα εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη.

Η δύναμη των Παπών μέσα στη Ρώμη είχε υποστεί καθίζηση από τα τέλη του 9ου αιώνα. Αριστοκρατικά γένη της Ρώμης κατέλαβαν καίριες θέσεις στην παπική διοίκηση και στην πράξη η παπική κυριαρχία κατέρευσε. Ενα από αυτά τα γένη, που θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στα ρωμαϊκά πράγματα επί ενάμισυ αιώνα, είναι του Θεοφυλάκτου, ο οποίος στις αρχές του 10ου αιώνα περιβλήθηκε τον τίτλο senator omnium Romanorum. Τα ονόματα του Θεοφυλάκτου και της συζύγου του Θεοδώρας είναι βέβαια τυπικά βυζαντινά, οπωσδήποτε όχι συνηθισμένα μεταξύ των Λατίνων, και δείχνουν είτε βυζαντινή καταγωγή είτε απλώς βυζαντινοφιλία. Είναι αξιοσημείωτο ότι κατά το πρώτο ήμισυ του 10ου αιώνος μέλη της οικογενείας αυτής προσπάθησαν δύο φορές να συνάψουν επιγαμία με το Βυζάντιο. Τη δεύτερη μάλιστα φορά ο Alberich, κύριος της Ρώμης μετά από μια εξέγερση, καταγόμενος κατά την πλευρά της μητέρας του από τον οίκο του Θεοφυλάκτου, φάνηκε έτοιμος ν' αναγνωρίσει τη βυζαντινή κυριαρχία στη Ρώμη. Γόνος της οικογενείας αυτής υπήρξε και ο Κρησκέντιος II. Παράλληλα παρατηρείται μια τάση μιμήσεως του ρωμαϊκού παρελθόντος, που εκδηλώνεται τόσο στη μορφή των λογοτεχνικών έργων όσο και στην επανεμφάνιση παλαιών τίτλων, όπως του συγκλητικού και του πατρικίου.

Είναι αξιοπαρατήρητο αλλά και ευεξήγητο, το γεγονός ότι οι φορείς των δύο θεσμών που έδιναν στη Ρώμη την ιδιάζουσα σημασία της, δηλαδή ο Πάπας και ο Αυτοκράτωρ, ο Γερμανός φυσικά, αντιμετωπίζονταν εχθρικά από τους Ρωμαίους της εποχής κατά πολλές απόψεις. Τον Πάπα η αριστοκρατία της πόλεως προσπαθούσε να περιορίσει στα καθαρώς θρησκευτικά καθήκοντα, και, ελέγχοντας την εκλογή του, να τον καταστήσει υποχείριο των διαφόρων φατριών. Τον Αυτοκράτορα ήθελε να κρατήσει όσο το δυνατό μακρύτερα από τη διαχείριση των ρωμαϊκών υποθέσεων και να αποτρέψει τουλάχιστον την άμεση κυριαρχία του επί της πόλεως, που όμως δικαιωματικά του ανήκε!

Η Αυτοκράτειρα Θεοφανώ που μετά το θάνατο του συζύγου της Όθωνος II κυβερνούσε το κράτος έως το θάνατο της (991), όταν μετέβηκε στη Ρώμη το 989, άσκησε εκεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αλλά δεν έθιξε τον Κρησκέντιο II, ο οποίος παρέμεινε κύριος της Ρώμης και μετά το θάνατο της έως το 996. Οπωσδήποτε τα προβλήματα της Γερμανικής Αυτοκρατορίας με τους Σλάβους στα ανατολικά και το Γαλλικό Βασίλειο στα δυτικά, αλλά και οι βυζαντινές ρίζες της απέτρεπαν την Θεοφανώ από ενέργειες, που θα προκαλούσαν την Κωνσταντινούπολη.

Ο υιός της Όθων III όμως είχε λιγότερους δισταγμούς. Αποβλέποντας στον έλεγχο της Ρώμης ανακήρυξε, όπως είδαμε, τον εξάδελφο του Brunno Πάπα με το όνομα Γρηγόριος V. Σ' αυτήν τη μετονομασία ο Schramm διαβλέπει την πρόθεση του νέου Πάπα να μιμηθεί τον Γρηγόριο τον Μέγα στη διεκδίκηση αυξημένων παπικών αρμοδιοτήτων και την επίδραση της κλουνιακής μεταρρυθμιστικής κινήσεως, το πιθανότερο όμως είναι ότι, παρ' όλες τις μετέπειτα απόψεις του Γρηγορίου V, ο Όθων III ακολούθησε εδώ την πολιτική του πάπου του Όθωνος Ι, που επιδίωκε στενό σύνδεσμο της πολιτείας με την εκκλησία, αλλά πάντως ήθελε τη δεύτερη ως όργανο της πρώτης στην παγίωση της βασιλικής εξουσίας. Η πολιτική των επεμβάσεων στις παπικές εκλογές, που είχε εγκαινιάσει ο Όθων Ι και συνέχισαν οι διάδοχοί του, απέρρεε από την επιθυμία των Αυτοκρατόρων να ελέγξουν τη σχετικά ισχυροποιημένη από τα μέσα του 10ου αιώνος στο πνευματικό, πολιτικό και κοινωνικό πεδίο Εκκλησία. Η πολιτική αυτή βέβαια διέφερε ριζικά από τις αντιλήψεις των Κλουνιακών.

Ο Schramm κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αυτοκρατορικό ιδεώδες του Όθωνος III είχαν σαν πρότυπο τους Ρωμαίους αυτοκράτορες της αρχαιότητος. Οπωσδήποτε όμως ως προς την πολιτική του έναντι της εκκλησίας μόνο το Βυζάντιο θα μπορούσε να του χρησιμεύσει σαν πρότυπο για την ισχυροποίηση της εξουσίας του. Πραγματικά κατά τη διάρκεια της βασιλείας των τριών Οθώνων παρατηρείται μια πορεία προς ένα είδος απολυταρχίας βυζαντινής κατευθύνσεως, πορεία στην οποία έπαιξε ασφαλώς το ρόλο της η Θεοφανώ.

Η θέση του Όθωνος III ήταν περισσότερο προωθημένη στην επιδίωξη ελέγχου της παπικής έδρας• φαίνεται όμως ότι ο εξάδελφος του, επηρεαζόμενος και από τις αντιλήψεις της Κουρίας, δεν τον ακολούθησε έως το τέλος. Για τον Κρησκέντιο βέβαια και την παράταξή του ο Γρηγόριος ήταν διπλά απαράδεκτος• η πραγματική εξουσία είχε αφαιρεθεί από τη ρωμαϊκή αριστοκρατία και είχε δοθεί όχι απλώς στα χέρια ενός Πάπα αποφασισμένου να την ασκήσει, αλλά διαμέσου αυτού και στην αυτοκρατορική αυλή.

Έτσι ήλθε η ώρα του Νοτιοϊταλιώτη Έλληνος Φιλαγάθου που υπήρξε μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες μορφές του τέλους του 10ου αιώνα.

Η λαμπρή του σταδιοδρομία και το τραγικό του τέλος σηματοδοτούν μια εποχή όπου, εκτός των διαφορών υπήρχε ακόμη και μία ευρύτατη βάση κοινών εκκλησιαστικών, πολιτικών και πολιτιστικών αντιλήψεων στον δυτικό και στον βυζαντινό κόσμο. Μια εποχή που χαρακτηρίσθηκε από την εισροή βυζαντινών πολιτιστικών στοιχείων, πολιτειολογικών αντιλήψεων, αυλικών εθίμων και τίτλων στην Γερμανική Αυτοκρατορία.

Η μεταφορά αυτή προϋποθέτει και την ύπαρξη ατόμων που χρησίμευαν σαν φορείς. Ο Φιλάγαθος υπήρξε ο διασημότερος, μετά βεβαίως την Θεοφανώ, αλλά όχι ο μόνος. Μια σειρά από βυζαντινούς μοναχούς και καλλιτέχνες πήγαν και έζησαν την εποχή εκείνη στην Γερμανία. Εκείνο που τους έκανε ευπρόσδεκτους και συχνά απαραίτητους είναι η συνείδηση ότι προέρχονταν από ένα περιβάλλον οπωσδήποτε ομόδοξο αλλά κυρίως πολιτιστικά ανώτερο από το οποίο μπορούσε και έπρεπε να διδαχθεί κανείς. Εκτός αυτού η διαμάχη με το Βυζάντιο για τον αυτοκρατορικό τίτλο και για την Ν. Ιταλία, αλλά από την άλλη πλευρά και οι στενές σχέσεις μαζί του, απαιτούσαν την ύπαρξη ελληνομαθών αξιωματούχων.

Ο Λέων, επίσκοπος Συνάδων, παρουσιάζει το Φιλάγαθο ως «νέον σφριγώντα», την εποχή που ανερχόταν στον παπικό θρόνο το 997, που σημαίνει ότι ήταν ένας δραστήριος νέος ιεράρχης. Γεννήθηκε ίσως λίγο μετά το 950 στο Ροσσάνο, μία από τις οχυρωμένες πόλεις της Καλαβρίας, που ήταν την εποχή εκείνη μια καθαρά ελληνική πόλη από άποψη πληθυσμού και ανήκε στο Βυζαντινό Κράτος και στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Δεν γνωρίζουμε πού σπούδασε, αλλ' είναι φανερό ότι ήταν κάτοχος υψηλής παιδείας καί άριστος γνώστης της ελληνικής και της λατινικής. Προφανώς ακολούθησε πολύ ενωρίς το μοναστικό στάδιο και έγινε κληρικός, κάτι που οπωσδήποτε τον βοήθησε αποτελεσματικά στην σταδιοδρομία του. Κατά την εποχή εκείνη οι Ελληνοϊταλοί μοναχοί είχαν έντονη παρουσία στη Δύση και απελάμβαναν υψηλού κύρους και πέρα από τα βυζαντινά σύνορα.

Είναι λοιπόν εύλογο ότι ο Φιλάγαθος προτίμησε να σταδιοδρομήσει στη Δύση• και η ευκαιρία αναδείξεως του δόθηκε με το γάμο του Όθωνος με την Θεοφανώ. Το αυτοκρατορικό ζεύγος τον τιμούσε ιδιαίτερα, αφ' ότου τους πλησίασε, πιθανώς κατά τη γαμήλια τελετή που έγινε στη Ρώμη το 972. Το 980 τοποθετήθηκε προϊστάμενος της καγκελλαρίας του ιταλικού βασιλείου. Φαίνεται ότι μαζί με την Θεοφανώ υπήρξε οπαδός της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής ιδέας και ένας από τους συμβούλους που παρακίνησαν τον Όθωνα II να αναλάβει τον τίτλο του Αυτοκράτορος των Ρωμαίων το 982.

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Φιλάγαθος προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Όθωνα κατά την διάρκεια της εκστρατείας του στη Νότιο Ιταλία το ίδιο έτος. Η γενέτειρά του Ροσσάνο, αν και βυζαντινή, έγινε το ορμητήριο του γερμανικού στρατού στην πορεία του κατά των Σαρακηνών, πιθανώς κατόπιν διαπραγματεύσεων με τους τοπικούς αξιωματούχους, στις οποίες έπαιξε ασφαλώς το ρόλο του ό Φιλάγαθος.

Βάσιμα έχει υποτεθεί ότι το περίφημο ελαφαντοστό του Μουσείου Κλουνύ των Παρισίων, όπου απεικονίζεται ο Όθων II και η Θεοφανώ με βυζαντινά αυτοκρατορικά ενδύματα να στεφανώνονται από τον Χριστό, έχει κατασκευασθεί με παραγγελία του Φιλαγάθου. Πάνω στο γλυπτό διαβάζεται η επιγραφή «Otto imperator Romanorum augustus» και παρακάτω η ελληνική ευχή «Κύριε, βοήθει τον σον δούλον Ιωάννην μοναχόν». Αυτός ο Ιωάννης είναι προφανώς ο Φιλάγαθος με το μοναχικό του όνομα. Η ιδέα που εκφράζεται στο ελεφαντοστό, ότι ο Αυτοκράτωρ στεφανώνεται απ' ευθείας από το Θεό χωρίς τη μεσολάβηση του Πάπα, είναι βυζαντινή και προωθήθηκε σημαντικά από την Θεοφανώ και από το περιβάλλον της στη Δύση.

Κατά το έτος 982 ο Φιλάγαθος τοποθετήθηκε από τον Όθωνα II ηγούμενος της Μονής Αγίου Σιλβέστρου στη Nomantola, την οποία ο Αυτοκράτωρ ήθελε να αναδείξει σε πνευματικό κέντρο. Μετά το θάνατο του Όθωνος, που συνέβηκε το επόμενο έτος, μετέβηκε στην Γερμανία, προφανώς κατόπιν παρακλήσεως της Θεοφανούς, που ασκούσε τη βασιλική εξουσία ως κηδεμόνας του ανηλίκου υιού της Όθωνος III, κι' έζησε στο στενό περιβάλλον της από το 983 έως το θάνατο της, το 991. Σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές ο Ιταλοέλλην κληρικός επηρέαζε σοβαρά τη νεαρή αυτοκράτειρα. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην αυλή διετέλεσε δάσκαλος του Όθωνος III που, όπως μαρτυρείται είχε μάθει και ελληνικά, ενώ κατά το Βίο του αγ.Νείλου του Νεωτέρου υπήρξε και ανάδοχός του. Το 988 η Θεοφανώ τον κατέστησε επίσκοπο Πλακεντίας, μιας έδρας την οποία με αυτή την ευκαιρία ανύψωσε σε αρχιεπισκοπή.

Όταν η Θεοφανώ κατέβηκε στην Ιταλία το 989 και έφθασε στη Ρώμη, όπου εόρτασε τα Χριστούγεννα, συνοδευόταν πλην άλλων και από τον Φιλάγαθο, ο οποίος ήταν πλέον μια διακεκριμένη προσωπικότητα και, όπως αναφέρεται στο Βίο του Νείλου εκτιμώνταν και από τις δύο αυτοκρατορικές κυβερνήσεις, «εν άμφω γαρ τοις βασιλείοις δεδόξαστο». Μετά το θάνατο της Θεοφανούς (991) ο Φιλάγαθος, αν και είχε προκαλέσει την αντιπάθεια των κύκλων που την αντιπολιτεύονταν και ήσαν συνασπισμένοι γύρω από τη βασιλομάμμη Αδελαΐδα, διατήρησε την επιρροή του και συνέχισε για λίγο καιρό το έργο του αρχηγού της καγκελλαρίας.

Η σκέψη να αναζητηθεί σύζυγος και για το νέο Όθωνα στην Κωνσταντινούπολη ίσως οφείλεται σ' αυτόν. πάντως αυτός ορίσθηκε επικεφαλής της πρεσβείας που μετέβηκε το 996 στην Κωνσταντινούπολη γι' αυτόν τον σκοπό. Ο Αυτοκράτωρ Βασίλειος Β' δε φάνηκε πολύ πρόθυμος να δεχθεί την πρόταση του συνοικεσίου, αλλ' ούτε ήθελε να δώσει αρνητική απάντηση, πριν διευκρινισθεί η θέση του νέου Γερμανού Αυτοκράτορος σε δύο βασικά θέματα της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής• πρώτα του καθεστώτος της Ρώμης κι' έπειτα της θέσεως των βυζαντινών εδαφών της Νοτίου Ιταλίας. Για να συνεχισθούν οι διαπραγματεύσεις στάλθηκε από το Βυζάντιο στη Δύση η πρεσβεία που αναφέρθηκε προηγουμένως με επικεφαλής τον Λέοντα, μητροπολίτη Συνάδων. Οι επιστολές του Λέοντος αυτού αποτελούν την κυριώτερη πηγή για το επεισόδιο της ανόδου του Φιλαγάθου στον παπικό θρόνο. Κάτοχος μεγάλης μορφώσεως ο Λέων και έμπειρος στις πολιτικές υποθέσεις, εμφανίζεται στις επιστολές του αυτές κάπως κυνικός και με ισχυρή αίσθηση χιούμορ. Για τον Φιλάγαθο μιλάει με τρόπο που μαρτυρεί ισχυρή αντιπάθεια, η οποία δημιουργήθηκε ίσως όταν ο Λέων διαπίστωσε ότι ο Φιλάγαθος υπερασπιζόταν πιστά τις αξιώσεις του κυρίου του, του Γερμανού βασιλέως, επί του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού τίτλου.

Στο μεταξύ οι δύο γερμανικές εξουσίες στη Ρώμη, ο Αυτοκράτωρ και ο Πάπας, είχαν διαφωνήσει. Ο Γρηγόριος, υπό την επίδραση των ιδεών της Κουρίας, αξίωνε αποκατάσταση της Πενταπόλεως στις παπικές κτήσεις, πράγμα που αρνήθηκε να κάμει ο Όθων, ο οποίος δεν επικύρωσε τα σχετικά με τα παπικά προνόμια έγγραφα των προκατόχων του. Επειδή ο Γρηγόριος επέμεινε στις αξιώσεις του, ο Όθων εγκατέλειψε δυσαρεστημένος τη Ρώμη πολύ γρήγορα, τον Ιούνιο του 996, και το αντιγερμανικό κόμμα του Κρησκεντίου δεν άργησε, με μια νέα εξέγερση, να εκδιώξει το Γερμανό Πάπα, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Ήταν περίπου η εποχή που έφθαναν στην Ν.Ιταλία ο Λέων και ο Φιλάγαθος από την Κωνσταντινούπολη. Και ο μεν πρώτος κατευθύνθηκε αμέσως στην Πλακεντία, ενώ ο δεύτερος έμεινε για κάποιο διάστημα στη Νότιο Ιταλία, περιμένοντας νέες οδηγίες από την Κωνσταντινούπολη κατόπιν των νέων εξελίξεων στη Ρώμη, που ανέφερε αμέσως. Πρέπει να υποθέσουμε ότι η απάντηση από την Κωνσταντινούπολη προς τον Λέοντα του άφηνε αρκετή ελευθερία να χειρισθεί τα ζητήματα κατά την κρίσι του• και η κρίση του οπωσδήποτε ήταν να κάνει ό,τι του ήταν δυνατό, ώστε να μείνει η Ρώμη εκτός της εξουσίας του Όθωνος. Από το άλλο όμως μέρος οι εντολές που είχε πάρει ήταν κατηγορηματικές, ότι έπρεπε να αποφευχθεί οπωσδήποτε η ρήξη με την γερμανική αυλή. Οι ενέργειές του έπρεπε να καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητος.

Η άφιξη του Λέοντος στη Ρώμη το Νοέμβριο του 996 δεν ήταν λοιπόν για ένα απλό σταθμό. Γράφει σε μια επιστολή του, «και γαρ πρώτον μεν α ήκουσας εμελετήθησαν και εσκευάσθησαν, έπειτα εν Φραγγία συνελθόντες τα της συμπενθερίας ενηργήσαμεν». Τα πρώτα που «εσκευάσθησαν», δηλαδή μηχανοραφήθηκαν ήταν η εκλογή του Φιλαγάθου. Από το Σεπτέμβριο του 996 έως το Φεβρουάριο του 997 η παπική έδρα έμεινε κενή, αφού ο Γρηγόριος V, αν και αναγνωριζόταν από τον αυτοκράτορα Όθωνα, είχε εκδιωχθεί από το καθεστώς του Κρησκεντίου II. Ο Κρησκέντιος όμως δίσταζε να επιβάλλει έναν δικό του υποψήφιο, που δε θα εύρισκε απήχηση σε κανένα από τους ισχυρούς παράγοντες της Δύσεως, ενώ θα προκαλούσε ακόμα περισσότερο την οργή του Όθωνος. Αυτή την ώρα εμφανίσθηκε στη Ρώμη ο Λέων με την πρόταση να προσφερθεί ο θρόνος στο Φιλάγαθο.

Υπάρχει το ερώτημα, πως συνέβηκε, ώστε ο ευνοούμενος σύμβουλος της Θεοφανούς και γενικότερα της γερμανικής αυλής να συνεργασθεί με τον Κρησκέντιο. Οι πηγές βέβαια του προσάπτουν κάθε είδους μομφή και τον θεωρούν ικανό για κάθε είδους ανοσιούργημα. Οι κατηγορίες όμως άρχισαν να εκτοξεύονται εναντίον του μόνο μετά την ανάληψη του παπικού αξιώματος, ενώ πρωτύτερα όλοι τον θεωρούσαν έμπιστο και έντιμο σύμβουλο. Επομένως όλες αυτές οι κατηγορίες είναι προκατειλημμένες. Έμμεση απάντηση σ' αυτές δίνει το ενδιαφέρον που έδειξε για τον Φιλάγαθο ο άγιος Νείλος, πρόσωπο αμερόληπτο και γενικά εκτιμώμενο εκείνη την εποχή στην Ιταλία. Τέτοιο ενδιαφέρον θα ήταν αδιανόητο, αν επρόκειτο για ένα κακοήθη, όπως τον παρουσιάζουν, άνθρωπο. Ένα μόνο πράγμα του προσάπτει ο Νείλος που τον γνώριζε καλά, αφού ήταν συμπολίτης του(4) την υπερβολική φιλοδοξία. Αυτή είναι που κατέστησε τον Φιλάγαθο παίγνιο στα χέρια των δυναμικών παραγόντων της εποχής.

Όταν ο Φιλάγαθος επέστρεψε στην Ιταλία από την Κωνσταντινούπολη, δεν έσπευσε, όπως θα αναμενόταν να συναντήσει τον Όθωνα, για να τον ενημερώσει περί της αποστολής που του είχε αναθέσει, αλλά του απέστειλε απλώς μια αναφορά.

Υπήρχε ήδη τότε κάποια δυσαρέσκεια που προκλήθηκε από την επιθυμία του Όθωνος να απομακρυνθεί από το περιβάλλον της μητέρας του και να δημιουργήσει το δικό του. Δείγματα αυτών των αλλαγών είναι πρώτα η εμφάνιση στο πλευρό του Όθωνος του Γερβέρτου του Ωριγιάκ και του Λέοντος των Βερκελλών. διαφαίνεται επίσης η πολιτική της ενοποιήσεως του Βασιλείου της Ιταλίας με το Γερμανικό Βασίλειο, που εκφράσθηκε με την τοποθέτηση Γερμανών επισκόπων στην Ιταλία, κυρίως όμως με την για πρώτη φορά ανύψωση ενός Γερμανού στον παπικό θρόνο, τον όποιο φαίνεται ότι εποφθαλμιούσε από καιρό ο Φιλάγαθος.

Οι πληροφορίες που έχουμε για ταραχές στη βορειοδυτική Ιταλία, όπου εξεγέρθηκε ο μαργράβος της Ιβρέας Αρδουΐνος και στα εδάφη του παλαιού βυζαντινού εξαρχάτου, δείχνουν ότι η εξουσία του Όθωνος είχε κλονισθεί σοβαρά σε ορισμένες περιοχές της Ιταλίας.

Γνώστης αυτής της καταστάσεως ο Φιλάγαθος, καθώς ήταν φιλόδοξος και δραστήριος, όπως μαρτυρεί όλη η σταδιοδρομία του, έκαμε μια αισιόδοξη εκτίμηση των εξελίξεων, που εκ των υστέρων βέβαια αποδείχθηκε εσφαλμένη. Έτσι ειδοποιημένος από τον Κρησκέντιο ή τον Λέοντα, έφθασε στη Ρώμη τον Ιανουάριο του 997 και τον Φεβρουάριο αναδείχθηκε Πάπας. Ο Λέων Συνάδων δίνει στον εαυτό του τον πρωταγωνιστικό γι' αυτή τη κίνηση ρόλο, «πάπαν τον Φιλάγαθον προεχειρισάμην», χωρίς ν' αποσιωπά και την συμβολή του Κρησκεντίου. Ο Βενετός Ιωάννης Διάκονος δίνει αυτόν το ρόλο στον ίδιο τον Φιλάγαθο. Οι άλλες όμως πηγές, όλες δυτικές βέβαια, πρωταγωνιστή της κινήσεως θεωρούν τον Κρησκέντιο, που ήταν άλλωστε ο άρχων της Ρώμης. Μερικές από αυτές τις πηγές φαίνονται ευνοϊκές προς τον Φιλάγαθο, όπως για παράδειγμα ο Bonizo επίσκοπος του Σούτρι και κατόπιν μακρινός διάδοχός του στην έδρα της Πλακεντίας. Ο Bonizo, λέγει ότι ο Φιλάγαθος μετέβαινε στη Ρώμη κι' εκεί εξαναγκάσθηκε από τον Κρησκέντιο να δεχθεί το παπικό αξίωμα. Ο ιστοριογράφος αυτός, οπαδός ο ίδιος της αυστηρής γραμμής των μεταρρυθμιστών, φαίνεται ν' απηχεί μια τοπική παράδοση της Πλακεντίας, που φανερώνει ότι ο Φιλάγαθος είχε αφήσει εκεί αγαθές εντυπώσεις και αναιρεί έτσι έμμεσα τις κατηγορίες των άλλων ιστοριογράφων. Και ο αρχιεπίσκοπος του Σαλέρνου Romuld επίσης διατηρεί μια παράδοση που απηχεί την ευνοϊκή για το Φιλάγαθο κοινή γνώμη της Νοτίου Ιταλίας, και όχι μόνο της βυζαντινής.

Φαίνεται ότι την πρωτοβουλία γι' αυτήν την κίνηση έλαβε ο Κρησκέντιος, ο οποίος υιοθέτησε σχετική πρόταση του Λέοντος. Ο Φιλάγαθος, όταν έφθασε στη Ρώμη δέχθηκε την πρόταση. Προφανώς είχε ελπίσει στην στήριξη ορισμένων αρνητικών για την αυτοκρατορική εξουσία παραγόντων όπως είναι το αντιγερμανικό αίσθημα του λάου της Ρώμης και ίσως και κάποιων άλλων ιταλικών πόλεων, και η ρήξη του Γρηγορίου V με τον Γάλλο Βασιλέα και τους επισκόπους του.

Υπολόγισε ότι, τασσόμενος με τον Κρησκέντιο, θα μπορούσε να αποτελέσει την λιγότερο κακή λύση για τους υπόλοιπους φορείς εξουσίας: Για τον Όθωνα III, του οποίου ένας έμπιστος θ' ανέβαινε στον παπικό θρόνο και θα μπορούσε να πείσει τον Κρησκέντιο ν' αναγνωρίσει την τυπική τουλάχιστον επικυριαρχία του επί της Ρώμης. Για το Βυζάντιο, στο οποίο δεν ήταν φυσικά αρεστός ένας Γερμανός Πάπας και το οποίο θα επιθυμούσε την Ρώμη, αν όχι τίποτε άλλο, τουλάχιστο ημιανεξάρτητη. Για τον βασιλέα της Γαλλίας Ροβέρτο και τους γάλλους επισκόπους που θ' απαλάσσονταν από τον αυταρχικό και πείσμονα Γρηγόριο V.

Όπως είπαμε, η εκτίμηση του Φιλαγάθου αποδείχθηκε εκ των υστέρων λανθασμένη, διότι οι αρνητικοί για τον Γρηγόριο παράγοντες δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν δράση την άνοιξη του 998, αλλά και διότι ο Όθων III δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί περιορισμό της εξουσίας του στη Ρώμη. Ο συμπολίτης του Φιλαγάθου άγιος Νείλος έκανε μια τελευταία προσπάθεια μεσολαβήσεως, συνιστώντας του να παραιτηθεί. Πράγματι αυτός δήλωσε ότι ήταν έτοιμος να το κάνει, αλλά δεν όριζε πλέον ο ίδιος τις τύχες του. Τον εμπόδισε ο πατρίκιος Κρησκέντιος, ο οποίος μάλιστα συνέλαβε τους πρέσβεις του Γερμανού Αυτοκράτορος που έφθασαν εκείνη τη στιγμή στη Ρώμη.

Ο Όθων, αφού επέβαλε ειρήνη στα σλαβικά φύλα των βορειοανατολικών του συνόρων και αφού η γερμανόφιλη παράταξη στην Ουγγαρία επιβλήθηκε επί των αντιπάλων της, ετοιμάσθηκε για την ιταλική εκστρατεία. Πριν απ' αυτήν δέχθηκε την βυζαντινή πρεσβεία, τον Οκτώβριο του 997. Ο Λέων γράφει σε μια επιστολή του, «ειμή ημείς εκωλύσαμεν, ουδέν αν εκώλυε του μη την συμπενθερίαν δια μιας ευκόλως προβήναι», δηλαδή αν δεν παρέλκυε την συμφωνία ο Λέων, δεν θα υπήρχε κανένα εμπόδιο να κλεισθεί αμέσως το συνοικέσιο. Προφανώς δεν διαφωνούσαν στα δύο καίρια ζητήματα, αφού, όπως φαίνεται, ο Όθων δέχθηκε την κυριαρχία των Βυζαντινών επί των εδαφών τους της Νοτίου Ιταλίας, και ο Λέων για τον Όθωνα τον τίτλο του imperator Romanorum. Τι ήταν λοιπόν αυτό που προκάλεσε την αναβολή της συμφωνίας; Φαίνεται ότι ο λόγος για την καθυστέρηση ήταν η απροθυμία των Βυζαντινών να δώσουν, με το γρήγορο κλείσιμο της συμφωνίας, την εντύπωση ότι εγκαταλείπουν στην τύχη της την Ρώμη. Έλπιζαν ότι ο Κρησκέντιος και ο Φιλάγαθος θα μπορούσαν με κάποια θεωρητική ενθάρρυνση του Βυζαντίου να ανθέξουν, έως ότου έλθουν ίσως καλύτερες ημέρες.

Ο Όθων III πέρασε για δεύτερη τώρα φορά τις Άλπεις κι έφθασε στην Ρώμη την 20 Φεβρουαρίου 998. Αυτή η κίνηση τερμάτισε τη σταδιοδρομία του Φιλαγάθου. Αυτός, όταν αντιλήφθηκε ότι ο παλιός του μαθητής δεν επρόκειτο να τον συγχωρήσει, επιχείρησε να καταφύγει στα βυζαντινά εδάφη της Νοτίου Ιταλίας, αλλά ένα γερμανικό απόσπασμα, που είχε προηγηθεί, τον συνέλαβε στον πύργο όπου είχε καταφύγει. Ο Φιλάγαθος αφού τυφλώθηκε και ακρωτηριάσθηκε φρικτά, καταδικάσθηκε από σύνοδο υπό τον Γρηγόριο V και φυλακίσθηκε σ' ένα ρωμαϊκό μοναστήρι. Πέθανε πιθανώς εκεί στίς 26 Αυγούστου κάποιου άγνωστου για μας έτους, όπως μας πληροφορεί ο κατάλογος των ηγουμένων της Νονάντολα.

Στο τέλος Απριλίου 998 ο Κρησκέντιος πολιορκούμενος στο φρούριο του Αγίου Αγγέλου, εξήλθε, αφού πήρε εγγυήσεις για την ασφάλειά του, προκειμένου να διαπραγματευθεί με τον Όθωνα. Κατά την επιστροφή του εξαπολύθηκε γενική επίθεση εναντίον του ιδίου και του φρουρίου που στέφθηκε από επιτυχία. Ο Κρησκέντιος βαριά τραυματισμένος συνελήφθηκε και εκτελέσθηκε μαζί με τους υπαρχηγούς του.

Παρά τη μυστικότητα που είχε τηρηθεί φαίνεται πως κάποιες από τις ενέργειες του Λέοντος περιήλθαν στην γνώση της γερμανικής αυλής. Ο Όθων III απέφυγε να στείλει, κατά την συμφωνία, τον αρχιεπίσκοπο Αρνούλφο στην Κωνσταντινούπολη και ο Λέων ματαίως τον περίμενε το φθινόπωρο του 998 στον Υδρούντα. Φαίνεται ότι τελικά ο Γερμανός Μονάρχης αποφάσισε να τηρήσει σκληρότερη στάση έναντι του Βυζαντίου. Ο Αρνούλφος θα μεταβεί τελικά μετά τρία χρόνια, το 1001, και θα επιστρέψει με την κόρη του συναυτοκράτορα Κωνσταντίνου Η'. Ήταν όμως αργά. ο Όθων θα πεθάνει τον Ιανουάριο του 1902 και η μνηστή θα ξαναγυρίσει στην Κωνσταντινούπολη.

Τα αμέσως επόμενα μετά το 998 χρόνια θα δείξουν ότι η νίκη του Όθωνος ήταν μόνο τακτικής και όχι στρατηγικής φύσεως. Βεβαίως αμέσως μετά τη νίκη του επεδίωξε να θέσει επί νέων βάσεων την ανανέωση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Renovatio), καθιστώντας τη Ρώμη πρωτεύουσά του. Η πολύπλευρη προσπάθειά του, που εκδηλώθηκε στον πολιτικό και ιδεολογικό τομέα, απέτυχε λόγω του πρόωρου θανάτου του αλλά και λόγω της αντιδράσεως των Ρωμαίων, oι οποίοι, αγνώμονες απέναντι στην αγάπη που έδειχνε ο αυτοκράτωρ για την πόλη τους, επανεστάτησαν για δεύτερη φορά το 1001 και τον εξεδίωξαν. Μετά μία πρώτη αποτυχημένη προσπάθεια, ο Όθων πέθανε προετοιμαζόμενος να εκστρατεύσει εκ νέου κατά της πόλεως. Μαζί του τάφηκε και η σοβαρότερη προσπάθεια των Γερμανών Αυτοκρατόρων να ελέγξουν την Ρώμη.

Τυχόν επιτυχία του θα είχε σοβαρότατες συνέπειες για την ιστορία της Δύσεως, διότι βαθμιαίως θα επέφερε την υποταγή του Πάπα, άρα και ολόκληρης της Δυτικής Εκκλησίας, στον Αυτοκράτορα. Ήδη ο Όθων είχε κινηθεί προς την κατεύθυνση αυτή, εκδίδοντας το περίφημο έγγραφο του, με το οποίο κήρυσσε πλαστή την ακόμα περιφημότερη Κωνσταντίνειο Δωρεά, αμφισβητώντας έτσι ένα από τους θεμέλιους λίθους επί των οποίων είχε στηρίξει την πολιτική της θεολογία η Παπική Κουρία.

Το ζήτημα της σχέσεως της γερμανικής αυτοκρατορίας με τον παπισμό συνάπτεται με τις σχέσεις προς την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως. Μερικοί ιστορικοί, αποδεχόμενοι την θεωρητική αρχή περί της μιας και μοναδικής κορυφής του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θεσμού, θεωρούν την σύγκρουση των δύο Αυτοκρατοριών αναπόφευκτη. Είναι αλήθεια ότι η ρήξη επήλθε, αλλ' αυτό δεν σημαίνει ότι κατά περιόδους δεν υπήρχε δυνατότητα πολιτικού συμβιβασμού. Ο Όθων III μάλιστα φαίνεται ότι επιδίωξε όχι τη σύγκρουση αλλά τη συνδιαλλαγή με την Κωνσταντινούπολη. Εκεί συνέτειναν η επιμονή του για την πραγματοποίηση του συνοικεσίου, η ειρηνική πολιτική του έναντι της βυζαντινής Ιταλίας, η υιοθέτηση βυζαντινών τίτλων και συνηθειών. Κατά τον Ohnsorge oι προϋποθέσεις προσεγγίσεως πληρώθηκαν, όταν ο Όθων απεκήρυξε την Κωνσταντίνειο Δωρεά κι' έτσι μείωσε το ρόλο των Πάπων στην ανακήρυξη των Αυτοκρατόρων της Δύσεως• τέθηκαν έτσι νέες βάσεις στη ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους, ώστε να πλησιάζουν περισσότερο τους βυζαντινούς συσχετισμούς.

Πρέπει να δεχθούμε ότι μέσα στις δύο Αυτοκρατορίες υπήρχαν αξιωματούχοι που αντιδρούσαν σ' αυτόν το συμβιβασμό. Ένας από την πλευρά του Βυζαντίου ήταν ο Λέων Συνάδων, όπως φαίνεται από την αρνητική του στάση έναντι των διαπραγματεύσεων και από την εκφρασμένη επιθυμία του να ιδει τον Βασίλειο Β' να κυβερνά και τη Ρώμη. Ο Βασίλειος όμως, κατ' εξοχήν άνθρωπος της δράσεως και πραγματιστής, έκλινε προς τη συνδιαλλαγή, αξιώνοντας πιθανώς για τον ανατολικό θρόνο το πρωτείο «μεταξύ ίσων».

Ως προς τα άλλα ο πρόωρος θάνατος του Όθωνος, η ισχυροποίηση της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, η εξασθένηση του Βυζαντίου με την εμφάνιση νέων εχθρών, θα επιφέρουν την ενίσχυση της ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας της παπικής Κουρίας και βαθμιαίως τη ρήξη μεταξύ της ανατολικής καί της δυτικής Χριστιανωσύνης. Η επίπτωση της πολιτικής των ετών 992-1002 που θα έχει οριστικό χαρακτήρα είναι εκείνη που αναφέρεται στην αποτυχία του Γερμανού Αυτοκράτορος να ελέγξει τη Ρώμη. Εκτός αυτού όμως και η ενίσχυση των απολυταρχικών τάσεων στη γερμανική αυτοκρατορική παράδοση θα επηρεάσει αποφασιστικά τις συγκρούσεις μεταξύ Αυτοκρατόρων και Εκκλησίας κατά τους επόμενους αιώνες.

Προηγούμενη Σελίδα