image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
Παναγιώτης Χρήστου

Ο Άνθρωπος στο Άπειρο της Αϊδιότητος

Από: περ. Εποπτεία 67, Αθήνα 1982 (σελ. 369-93).


Φύσις και πρόσωπο

Η σχέση ανάμεσα στο άκτιστο και το κτιστό παράγεται από το πρώτο και εκφράζεται διπλά, ως σχέση υπερβατότητος και ως σχέση αγαθότητος. Στην πρώτη περίπτωση η άκτιστη φύση υπέρκειται της κτιστής απείρως και γι'αυτό παραμένει απρόσιτη, στη δεύτερη ουσιώνει και προβάλλει την αϊδίως προϋπάρχουσα μέσα της γνώση. Όταν η αγαθότης μεταφέρεται στο πεδίο των ήδη δημιουργημένων όντων, δέχεται από το Μάξιμο το όνομα έρως και η αλλαγή αυτή ονόματος εκφράζει όλη την ορμή της κτίσεως για τελείωση.

"Το θείο ως έρως και αγάπη κινείται, ως εραστό και αγαπητό κινεί προς εαυτό όλα τα δεκτικά έρωτος και αγάπης. Για να το πούμε σαφέστερα, κινείται διότι σκοπεύει να εμφυτεύσει ενδιάθετη σχέση έρωτος και αγάπης στούς δεκτικούς αυτών των αγαθών, και κινεί διότι είναι εκ φύσεως ελκτικό της εφέσεως των κινουμένων προς αυτό"(3).

Η αγαθότης είναι η πρόκληση της δημιουργίας, ο έρως είναι η τελειοποίησή της. Η δημιουργία δεν είναι στατική αλλά δυναμική πραγματικότης, διότι έχει ξεκινήσει από προϋπάρχοντες λόγους, Αν και όλα τα όντα προήλθαν από το μη ον κατά την αγαθή βούληση του Θεού, εκδηλωθείσα ελεύθερα στην κατάλληλη στιγμή, οι λόγοι τους κατά την σκέψη του Μαξίμου προϋπήρχαν αϊδίως στον ένα Λόγο, στο Θεό. Κάθε κτιστό δημιουργήθηκε σύμφωνα με αντίστοιχο λόγο, και αυτός είναι που ορίζει τόσο τη γένεσή του όσο και την ουσία του.

Ο όρος λόγος με την πλούσια εξωχριστιανική και χριστιανική παράδοσή του παίρνει ιδιαίτερο νόημα στο σύστημα του Μαξίμου σε συνδυασμό με τη διδασκαλία περί εικόνος, ομοίωσης και μέθεξης. Όλα τα όντα έχουν μια προκαταρκτική μετοχή στο Θεό, και ειδικά βέβαια τα λογικά όντα που σύμφωνα με το λόγο της δημιουργίας τους είναι εγκαθιδρυμένα στον ίδιο το Θεό και γι'αυτό αποκαλούνται "μοίρα Θεού"(4). Ο άνθρωπος είναι μοίρα Θεού, αλλά όχι υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Δημιουργήθηκε ως μοίρα Θεού, αλλά παραμένει έτσι μόνο εφ' όσον κινείται σύμφωνα με το λόγο του, ενώ αν κινηθεί αντίθετα απο αυτόν, καταρρέει, φθάνει πάλι στο μη ον.

Ο "λόγος" είναι η δύναμη που συνιστά την αρχική θεμελίωση της ικανότητος του ανθρώπου να ανυψωθεί επάνω από τη φυσική του κατάσταση.

Με την έκφραση "ανύψωση επάνω από τη φυσική κατάσταση" εννοούμε μια δυναμική κίνηση που μεταμορφώνει τη φύση σε πρόσωπο. Ευρίσκομε στο σημείο τούτο μια άλλη διάκριση της μαξιμείου θεολογίας που ακολουθείται από ολόκληρη σειρά συζυγιών, όπως είναι : κίνηση και ενέργεια, φυσικό θέλημα και γνωμικό θέλημα, εικών και ομοίωση. Φύση ή ουσία είναι το κοινό περιεχόμενο όλων των ατόμων που ανήκουν σ'ένα γένος ή είδος. Πρόσωπο ή υπόσταση είναι η φύση μαζί με τα διακεκριμένα γνωρίσματά της σε κάθε άτομο(5). Εδώ η ανθρωπολογία συνδυάζεται με τη θεολογία, όπου η θεία φύση υποστατικοποιείται στα τρία πρόσωπα.

Η κίνηση είναι χαρακτηριστική ιδιότης της κτίσης που ξεκινά με τη θεμελίωση του κόσμου ως συνέπειά της και περικλείει το σπέρμα της αλλοίωσης. Κάθε κινούμενο υπόκειται σε αλλαγή και φυσικα ο Θεός ως ακίνητος είναι και αναλλοίωτος.

Βασική κατηγορία της κίνησης είναι ο χρόνος που ξεδιπλώνεται παράπλευρα με αυτή και μετράει τη ζωή του κόσμου. Χρόνος και αιωνιότης είναι κατηγορίες της δημιουργίας, ενώ του Θεού κατηγορία είναι η αϊδιότης. Ο Θεός, καθώς είναι επάνω από κάθε σχέση, είναι και επάνω από χρόνο και αιώνα, είναι αΐδιος, όπως είναι επίσης και όλες οι ενέργειές του(6).

Η κίνηση ανήκει στη φύση των κτιστών, τόσο των λογικών όσο και των αισθητών, αν και διαφορετικά σε κάθε περίπτωση. Στα λογικά συνδυάζεται με τη διάκριση ανάμεσα στις κατηγορίες φύσης και προσώπου, καθώς προχωρούμε από τη φύση προς το πρόσωπο μεταμορφώνεται σε ενέργεια. Μολονότι ο Μάξιμος δεχόταν την ενέργεια και σαν δύναμη της φύσης, το κάνει μόνο σε μια ειδική περίπτωση και υπό όρους που διευκόλυναν την επιθυμία του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικώς το δόγμα των αντιπάλων του για την παρουσία στο Χριστό μόνο μιας και μοναδικής ενεργείας. Στον Χριστό κατα την άποψή του κάθε φύση έχει την ενέργειά της, όχι όμως ως φύση αλλά ως στοιχείο ανταποκρινόμενο σ'ένα πρόσωπο. Και πραγματικά η θεία φύση είναι πρόσωπο και η ανθρωπίνη, αν και δεν ε'ιχε προλάβει να αποτελέσει ιδιαίτερο πρόσωπο, ήταν πάντως ανεπτυγμένη σε τέτοιο βαθμό, ώστε είχε ανυψώσει την κίνησή της σε ενέργεια.

Έτσι γενικά ο Μάξιμος ξεχωρίζει την κίνηση από την ενέργεια και θεωρεί τη δεύτερη σαν επεξεργασία της πρώτης, ώστε κάθε κτιστή φύση να ορίζεται και αξιολογείται από την ενέργειά της. "Πασης φύσεως όρος ο της ουσιώδους αυτής ενεργείας καθέστηκε λόγος"(7).

Η ενέργεια είναι το στοιχείο εκείνο που δίνει νόημα στη φύση και χωρίς αυτήν η φύση είναι ανεκδήλωτη και τελικά ανύπαρκτη. Φύση ανενέργητη είναι για το Μάξιμο πράγμα αδιανόητο, όπως θα ήταν αργότερα για το Γρηγόριο Παλαμά. Η κίνηση, όπως εκφράζεται σε κάθε ατομικό ον διά της οικείας ενεργείας, είναι δύναμη που οδηγεί προς ένα σκοπό, θετικά ή αρνητικά.

Η διάκριση του θελήματος σε δύο κατηγορίες ανταποκρίνεται πλήρως στην προηγούμενη διάκριση μεταξύ κίνησης και ενεργείας. Το φυσικό θέλημα είναι δύναμη του κατά φύση όντος, από το ένα μέρος ορεκτική ακι από το άλλο συνεκτική όλων των ιδιωμάτων που ανήκουν στη φύση. Δεν υπάρχει λογικό ον που να μη διαθέτει τέτοια θέληση, διότι αυτή είναι ριζωμένη αναποσπάστως στη φύση όλων. 'Ετσι ως παράδειγμα φέρεται το ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως τη θέληση να ομιλούν, αλλά δεν ομιλούν πάντοτε. Το πότε ομιλούν, καθορίζεται από το γνωμικό θέλημα που είναι αυτεξούσια ορμή εκτελεστική της στροφής προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση και δεν αποτελεί προσόν της φύσης αλλά του προσώπου.

Επομένως το φυσικό θέλημα συνδέεται με τη φύση και την κίνηση, ενώ το γνωμικό συνδέεται με το πρόσωπο και την ενέργεια.

Στα ίδια πλαίσια τοποθετεί ο Μάξιμος και τη διάκριση μεταξύ εικόνας και ομοίωσης. Η πρώτη ανήκει στην κατηγορία της φύσης και υφίσταται στο διάστημα μεταξύ είναι και ευ είναι, ενώ η δεύτερη ανήκει στην κατηγορία του προσώπου και επισημαίνει την τελείωση του ανθρώπου. Αξίζει να παρατεθεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα κεφάλαιά του επάνω στο θέμα τούτο.

Ο Θεός, φέροντας σε ύπαρξη τη νοερή και λογική ουσία, κοινοποίησε σ'αυτήν από άκρα αγαθότητα τέσσαρα από τα θεία ιδιώματα, ως συνεκτικά, φρουρητικά και διασωστικά των όντων: το ον, το αεί ον, την αγαθότητα και τη σοφία. Προσέφερε τα δύο από αυτά , το ον και το αεί ον, στην ουσία, τα άλλα δύο, την αγαθότητα και τη σοφία, στη γνωμική επιτηδειότητα. Έτσι θα κατόρθωνε και η κτίση να γίνει κατά μετουσία, ό,τι είναι αυτός κατ' ουσία. Γι' αυτό άλλωστε λέγεται ότι έγινε κατ' εικόνα και ομοίωση Θεού. Κατ' εικόνα μεν ως ον όντος και ως αεί ον αεί όντος, καθ' ομοίωση δε ως αγαθός αγαθού και ως σοφός σοφού, ο κατά χάρη του κατά φύση. Κατ' εικόνα του Θεού είναι βέβαια κάθε λογική φύση, καθ' ομοίωση όμως μόνο οι αγαθοί και σοφοί"(8).

Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο θεολόγησης το ον και το αει ον προσεφέρθηκαν στη φύση (ουσία) και έτσι έγιναν ιδιότητες των λογικών όντων κατά φύση, και ακριβώς τούτο είναι το κατ' εικόνα, το ότι η κτιστή ουσία προικίσθηκε με τις ιδιότητες του όντος και του αεί όντος. Όλα τα λογικά όντα είναι δημιουργημένα κατ' εικόνα Θεού που ανήκει στη φύση τους. Τα άλλα δύο ιδιώματα, η αγαθότης και η σοφία, έχουν χορηγηθεί στη γνωμική επιτηδειότητα, στο γνωμικό θέλημα, στην ενέργεια. Τα λογικά όντα δεν προικίζονται με αυτά αυτομάτως κατα τη δημιουργία τους, αλλά τα κατακτούν διά της ελεύθερης ενεργείας τους. Αυτά αποτελούν τα στοιχεία της ομοίωσης προς το Θεό που επιτυγχάνουν κατά χάρη μόνο οι αγαθοί και οι σοφοί. Όπως είπαμε λοιπόν, η ομοίωση συναρτάται με την προσωπική ελευθερία, ανήκει στην κατηγορία του προσώπου.

Τό πρόσωπο δεν είναι κάτι το αποτετελεσμένο, αλλά συγκροτείται έπειτα από επίμονο και σκληρό αγώνα που αποβλέπει στην εξύψωση της φύσης και στην υπέρβασή της. Για τον άνθρωπο διαμόρφωση της προσωπικότητας σημαίνει μετάπλαση της κίνησής του σε ενέργεια, του φυσικού θελήματός του σε γνωμικό θέλημα, της εικόνας του σε ομοίωση Θεού. Σημαίνει ανύψωση στο χώρο του Θεού και συνομιλία με αυτόν πρόσωπο προς πρόσωπο.





ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

3. Περί αποριών, PG 91, 1260

4. Περί αποριών, PG 91, 1080A.

5. Θεολογικά και πολεμικά δοκίμια, PG 91, 264-265.

6. Κεφάλαια Θεολογικά και οικονομικά 1,68 PG 90, 1108C. 1,48-49. PG 90, 1100C-1101A.

7. Περί αποριών, PG 91, 1057B. Θα επαναλάμβανε τα ίδια μετά ένα αιώνα ο Ιωάννης Δαμασκηνος, Έκδοσις Ορθοδόξου Πίστεως 3,15,PG 94, 1048.

8. Κεφάλαια περι αγάπης 3, 25, PG 90, 1034B.

Προηγούμενη Σελίδα