image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ


Προηγούμενη Σελίδα
ΜΠΟΡΙΣ ΜΠΟΜΠΡΙΝΣΚΟΫ

Το "Filioque", χθες και σήμερα

Μετάφραση: Άρχιμ. Συμεὼν Κούτσας
«Ἐκκλησία» ἀρ. 7-8, Ἀπρίλιος 1985, Ἀθῆναι.


II. Οἱ ἱστορικὲς περιστάσεις καὶ τὸ ἴδιο τὸ γεγονός τῆς προσθήκης τοῦ Filioque

1. Δὲν μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε ἕνα κάποιο ρίζωμα τῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque στὴ λατινικὴ θεολογία πρὶν τὸν ἅγιο Αὐγουστίνο (πρβλ. Τερτυλλιανός, Νοβατιανός, ἅγιος Ἱλάριος, ἅγιος Ἀμβρόσιος). Παρὰ ταῦτα οἱ πρόωρες αὐτὲς ἐκφράσεις ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ Filioque δὲν ἐπιτρέπουν καθόλου νὰ διακρίνουμε τὴν τριαδικὴ θεολογία σὲ σχέση μὲ τὴν τριαδικὴ οἰκονομία τῆς σωτηρίας. Ἀκόμη καὶ στὸν ἐπίσκοπο τῆς Ἱππῶνος, τὸ Filioque παραμένει ἡ ἔκφραση μιᾶς προσωπικῆς θεολογικῆς ἀναζητήσεως καὶ ἑπομένως προσωρινῆς. Οἱ ἴδιες οἱ ψυχολογικὲς ἀναλογίες της δὲν ἔχουν παρὰ χαρακτῆρα παραστατικό.

Οἱ συνοδικὲς διακηρύξεις, κατ' ἀρχὰς στὴν Ἰσπανία τὸν ΣΤ' αἰώνα, ἡ υἱοθέτηση τοῦ Filioque ἀπὸ τὸν Κάρολο τὸ Μέγα, ὕστερα στὴ Ρώμη τὸν ΙΑ' αἰώνα, δίνουν στὴ διδασκαλία αὐτὴ μιὰ ἀπήχηση καὶ μιὰ ἐπικύρωση ἐκκλησιαστική. Ἡ σύνοδος τῆς Λυών (1274) τῆς δίνει δύναμη νόμου καὶ δόγματος γιὰ ὁλόκληρη τὴ λατινικὴ χριστιανοσύνη καὶ συνοδεύει τὴν ἀπόφαση μ' ἕνα ἀναθεματισμὸ (damnamus et reprobamus). Ἡ ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ δὲ θὰ δεχτεῖ ποτὲ τοὺς δογματικοὺς ὅρους αὐτῆς «τῆς ἑνωτικῆς συνόδου». Παρὰ τὴ σκληρὴ πίεση τῆς πολιτικῆς καὶ θρησκευτικῆς ἐξουσίας, ὁ ὀρθόδοξος λαὸς ὀργανώνει μιὰ πραγματικὴ ἀντίσταση ἐνάντια σ' αὐτὴ τὴν τεχνητὴ καὶ χωρὶς μέλλον «ἕνωση».

Πρόθεσή μου δὲν εἶναι νὰ παρουσιάσω ἐδῶ λεπτομερῶς τὸ ἱστορικὸ τῶν ἑνωτικῶν διαπραγματεύσεων μεταξὺ τῶν «Γραικῶν» καὶ τῶν «Λατίνων» μετὰ τὴ Σύνοδο τῆς Λυών. Ὅμως ἂς σημειώσουμε ὅτι ἡ λαϊκὴ συγκίνηση ποὺ προκλήθηκε ἀπὸ τὴ δογματικὴ συμφωνία τῆς Συνόδου τῆς Φλωρεντίας (1438-39) δὲν ὑπῆρξε μικρότερη ἀπ' ὅτι μετὰ τὴ Σύνοδο τῆς Λυών, ἂν καὶ ἐκείνη (ἡ συμφωνία) τῆς Φλωρεντίας φαινόταν ὅτι προσφέρει μιὰ καλύτερη κοινὴ βάση συμφωνίας μὲ τὴν τελικὴ διατύπωση γιὰ τὴν ἐκπόρευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκ τοῦ Πατρὸς «δι’ Υἱοῦ», ὅμως μέσα σὲ μιὰ ἑρμηνεία αὐστηρὰ «φιλιογκβιστική». Πρέπει νὰ προσθέσουμε ἐπίσης ὅτι οἱ θεολογικὲς συζητήσεις στράφηκαν εἴτε γύρω ἀπὸ τὴ νομιμότητα τῆς προσθήκης τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, εἴτε γύρω ἀπὸ ἀμυντικὲς ἀντιλατινικὲς θέσεις, χωρὶς ἡ παλαμικὴ σύνθεση, ποὺ εἶχε ἤδη προηγηθεῖ μὲ τὸ Γρηγόριο Κύπρου καὶ χρησιμοποιηθεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο στὴ θεολογία τῶν προόδων, νὰ μπορέσει νὰ εὕρει τὴ θέση της καὶ νὰ τεθεῖ σὲ ἐφαρμογή.

2. Μὲ τὴν εὐκαιρία τοῦ σύντομου αὐτοῦ ἱστορικοῦ, θὰ ἤθελα ἀκόμη νὰ καταστήσω σαφέστερη τὴ συνείδηση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι, ἔξω ἀπὸ τὸ καθαρὰ δογματικὸ περιεχόμενο τοῦ Filioque —στὸ ὁποῖο θὰ ἐπανέλθω πιὸ πέρα—, ἡ «ἠθική» πλευρὰ τοῦ Filioque εἶναι ἡ ἴδια σημαντική, ἂν ὄχι πρωταρχική.

Πιθανῶς ὁ σλαυόφιλος θεολόγος Ἀλέξιος Khomiakov εἶναι ἐκεῖνος ποὺ διατυπώνει μὲ τὴ μεγαλύτερη ἀκρίβεια αὐτὴ τὴ συνείδηση τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι ἒχει ὑποστεῖ μιὰ πραγματικὴ ἠθικὴ ἀδελφοκτονία ἀπὸ αὐτὴ τὴ δογματικὴ καταπίεση ποὺ ἀσκήθηκε διὰ μέσου τῶν αἰώνων. Μόνη ἡ Ἐκκλησία, στὸ σύνολό της καὶ ὁμόφωνα, εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ καθορίσει καινούργια δόγματα ἢ νὰ τροποποιήσει τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως. Μὲ τὸ νὰ ἰδιοποιεῖται τὸ δικαίωμα αὐτὸ ἕνα τμῆμα τῆς Ἐκκλησίας «ἀνέτρεπε τὴν ἰσότητα τῶν δικαιωμάτων μεταξὺ τῶν διαφόρων κοινοτήτων καὶ τὴ σημασία τῆς πνευματικῆς καὶ ἀγαπητικῆς ἑνότητας, πάνω στὴν ὁποία ἦταν θεμελιωμένη ἡ πίστη τῆς πρώτης χριστιανικῆς κοινότητας». «Αὐτὴ ἡ ἀλαζονεία τῶν διηρημένων Ἐκκλησιῶν ποὺ τόλμησαν ν' ἀλλάξουν τὸ Σύμβολο ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς τὴ συγκατάθεση τῶν ἀδελφῶν τους, δὲν ἐμπνεύστηκε ἀπὸ τὴν ἀγάπη: ὑπῆρξε ἕνα ἔγκλημα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας. Καὶ πῶς ἡ πίστη, ἡ ἀλήθεια μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἁγνή, ἐκεῖ ὅπου ἡ ἀγάπη φτωχαίνει;»(17)

Ἀπὸ τὴ δική του πλευρά, ὁ π. Σέργιος Boulgakov παρατηρεῖ, ὅπως ἔχουμε δεῖ, ὅτι «στὴ διαμάχη τοῦ Filioque τὸ δογματικὸ πρόβλημα εἶχε γίνει ἕνα ὄργανο κυριαρχίας ἢ ἄμυνας, ὅτι τὸ Filioque ἔγινε τὸ σύμβολο τῆς παπικῆς ἀπολυταρχίας, ἤ, ἀντίθετα, ἐκεῖνο τῆς ἀρνήσεώς της. Ἔτσι ἐξηγεῖται γιατί γιὰ τοὺς Ἕλληνες στὴ Φλωρεντία τὸ ζήτημα τῆς προσθήκης τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο ἦταν πιὸ σημαντικὸ ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ περιεχόμενο τοῦ δόγματος»(18).

3. Μοῦ φαίνεται πολὺ σημαντικὸ νὰ ἀποδώσω τὴν πρέπουσα ἀξία στὴν «ἠθική» αὐτὴ πλευρὰ τῆς προσθήκης τοῦ Filioque. Αὐτὸ δὲ σημαίνει γιὰ μένα ὅτι θέτω σὲ ἀμφιβολία τὴν καλοπιστία τῆς λατινικῆς Δύσεως. Ἕνα μέρος παρεξηγήσεως ὄχι ἀμελητέο μένει συνδεδεμένο μὲ τὴ βαθιὰ «ἀποξένωση» τῆς Ρώμης καὶ τοῦ Βυζαντίου. Δέχομαι πλήρως τὴ σκέψη τοῦ π. A. de Halleux ὅτι «ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ Filioque στὸ Σύμβολο τῆς Κωνσταντινουπόλεως δὲν ὄφειλε νὰ σημαίνει στὴν ἀρχὴ τίποτε ἄλλο παρὰ μιὰ φυσικὴ προσαρμογὴ στὴν τοπικὴ παράδοση, ποὺ ἐκφράζει ἀναμφίβολα μιὰ ἀξιολύπητη ἄγνοια τῆς συνοδικῆς παραδόσεως, ἀσφαλῶς ὅμως ὄχι μιὰ ὑποκειμενικὴ δυσπιστία ἀπέναντι στὴν ὀρθόδοξη Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία»(19).

Ὡστόσο ἡ προσθήκη τοῦ Filioque παραμένει μιὰ πέτρα προσκόμματος καὶ σκανδάλου γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, τόσο ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς προσθήκης ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ θεολογικὸ περιεχόμενο τοῦ Filioque. Τὸ τραῦμα ποὺ ὑπέστη ὁ ἴδιος ὁ λαὸς τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἐκφράζεται μὲ ἀλήθεια στοὺς λόγους τοῦ Khomiakov, πιθανὸν σκληρούς, ποὺ παράθεσα πιὸ πάνω. Πιστεύω ὅτι τὸ πρῶτο βῆμα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀφαιρέσει τὸ Filioque ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως εἶναι ἐπιθυμητό, πρὶν ἀπ' ὅλα ὡς μαρτυρία ἀδελφικῆς συμφιλιώσεως καὶ ὡς ἀναγκαῖο προηγούμενο γιὰ τὴν ἀποκατάσταση ἑνὸς ἀμοιβαίου θεολογικοῦ διαλόγου, χωρὶς αὐτὴ ἡ ἀφαίρεση τοῦ Filioque νὰ ὀφείλει νὰ σημαίνει ipso facto μιὰ ἄρνηση ἐκ μέρους τῶν καθολικῶν τοῦ δογματικοῦ περιεχομένου τοῦ Filioque, τὸ ὁποῖο γι' αὐτοὺς εἶναι παράδοση. Ἡ χειρονομία αὐτὴ θὰ εἶχε μιὰ τεράστια ἐκκλησιολογικὴ σημασία, σὰν μιὰ χειρονομία αὐθόρμητη ποὺ δὲν θὰ ἔμπαινε στὸ τέρμα ἑνὸς ὁποιουδήποτε ἐκκλησιαστικοῦ παζαρέματος ἢ θεολογικοῦ συμβιβασμοῦ, ἀλλὰ πού, ἀπό τὸν ἴδιο τὸν αὐθορμητισμό της, θὰ ἀνέβαζε τὰ πνεύματα στὸ ἐπίπεδο της ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, συντελώντας ἔτσι σημαντικὰ στὸ νὰ φωτίσει τὸ σύνολο τοῦ κλίματος τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων καὶ τῆς παλαιᾶς θεολογικῆς συζητήσεως.

Ἕνας δεύτερος σταθμὸς θὰ ἐπέτρεπε τὴν ἀπαρχὴ ἑνὸς ἀληθινοῦ θεολογικοῦ διαλόγου (ἐπὶ τοῦ παρόντος προώρου) μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας, ὅπου μιὰ δίκαιη παραβολὴ τῶν διαφορῶν μας θὰ ὁδηγοῦσε σὲ μιὰ πραγματικὴ κοινὴ θεολογικὴ ἐμβάθυνση.

Ὁ σταθμὸς αὐτὸς θὰ μποροῦσε νὰ ἀκολουθηθεῖ ἐνδεχομένως ἀπὸ μιὰ κοινὴ ἀναμόρφωση τοῦ πνευματολογικοῦ ἄρθρου τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, τὸ ὁποῖο νὰ ἀνταποκρίνεται στὴ θεολογικὴ πείρα καὶ νὰ ἐκφράζει τὴ δογματικὴ συμφωνία ποὺ θὰ πετυχαινόταν καὶ ποὺ θὰ ἦταν ἡ ἴδια ἕνας σημαντικὸς σταθμὸς πρὸς τὴν ἀποκατάσταση τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν μας.





Σημειώσεις

17. Κείμενα ποὺ παραθέτει ὁ A. Gratieux, A. S. Khomiakov et le Mouvement Slavophile, τόμ. Β': Les doctrines, Paris 1939, σσ. 83 καὶ 85. Βλέπε ἐπίσης σσ. 119 καὶ 139.

18. Ὅπ.π., σ. 123.

19. «Pour un accord oecumènique sur la procession de l’ Esprit Saint et l’ additice du Filioque au symbole», στὸν ἴδιο τόμο, σσ. 79-95.

Προηγούμενη Σελίδα