Home Page

On Line Library of the Church of Greece


Δημήτρης Σταμέλος

«αφυπνισθέντες είδομεν άγγελον μελανοπτέρυγα ερχόμενον»

Από το βιβλίο του Δημήτρη Σταμέλου «Ο θάνατος του Καραϊσκάκη», Εκδόσεις της Εστίας, Αθήνα 2000 Τρίτη έκδοση

Το άγγελμα του θανάτου του Καραϊσκάκη αντιλάλησε σ' ολόκληρη την Ελλάδα που από κείνον πρόσμενε τη λευτεριά της. Κι ο αντίλαλος έγινε πίκρα αβάσταχτη και θρήνος, δάκρυ να συγκλονίζει καρδιά και νου, πολυστέναχτο μοιρολόγι, αγέρας βουερός που ξέσπασε να κάψει και να μαράνει την όποια ομορφιά που μέσα στη σκλαβιά ξάνοιγε της άνοιξης ο ερχομός. Όλοι ένιωσαν το μεγάλο χαμό και πρόσμεναν πως κι άλλα δεινά θα τον ακολουθήσουν, τώρα που χάθηκεν ο κορυφαίος και ο πρώτος του Αγώνα. 

Αρχική πρόθεση ήταν να μεταφερθεί ο νεκρός πια πολέμαρχος και να ενταφιασθεί στον Πόρο, όπου και η έδρα της Αντικυβερνητικής Επιτροπής. Η Επιτροπή που την αποτελούσαν oι Γεώργιος Μαυρομιχάλης, Ιωάννης Μ. Μιλαήτης και Ιαννούλης Νάκος, με γραμματέα τον Γ. Γλαράκη έγραφε σχετικά στον πρόδεδρο τής Εθνικής Συνέλευσης Γ. Σισίνη, στίς 24 Απρίλη: 

«Το πτώμα του υπέρ πατρίδος πεσόντος αοιδήμου Γ. Καραϊσκάκη φθάνει εντός ολίγου ενταύθα, και η κηδεία εκτελείται μετά το μεσημέρι, περί τας εννέα ώρας.

Είναι χρέος να παρευρεθώσιν ενταύθα και όλοι oι αυτόθι ευρισκόμενοι αρχιερείς και όλοι oι πληρεξούσιοι, δια να γίνη η χρεωστουμένη προς τον αείμνηστον άνδρα τιμή.

Προσκαλείσθε, λοιπόν, να διατάξητε ν' αναβληθή σήμερον η συνέλευσις και να ειδοποιήσητε και τους αρχιερείς και τους πληρεξουσίους, να παρευρεθώσιν ενταύθα εις την διωρισμένην ώραν».1 

Η αρχική αυτή πρόθεση εγκαταλείφθηκε από τον Τσώρτς και τον Κόχραν σκόπιμα και παρά την επιθυμία της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, ή μάλλον η αναγγελία της μεταφοράς εκεί ήταν παραπλανητική. Ήθελαν να περιορίσουν να πάνε στην ταφή αρκετοί οπλαρχηγοί και στρατιώτες από το στρατόπεδο του Πειραιά. Διαδίδοντας πως ο Καραϊσκάκης μεταφερόταν στον Πόρο και περιορίζοντας έτσι, με αφορμή την απόσταση, το ενδεχόμενο ομαδικής μετακίνησης, έσπευσαν να μεταφέρουν το μεγάλο νεκρό στη Σαλαμίνα.

Ο Πρόεδρος της Γ' Εθνικής Συνέλευσης, που βρισκόταν απέναντι από τον Πόρο έσπευσε την ίδια μέρα (24 Απρίλη), να πληροφορήσει σχετικά την Αντικυβερνητική Επιτροπή:

«Oι Πληρεξούσιοι, άμα πληροφορηθέντες από την πρόσκλησίν Σας το τραγικόν συμβάν του Γενικού Αρχηγού της Στερεάς Ελλάδος Καραϊσκάκη, έδραμον σπουδαίως διά να προσφέρουν το οφειλόμενο σέβας, και τον τελευταίον ασπασμόν εκ μέρους των ατομικώς, και εκ μέρους εν γένει ολοκλήρου του Έθνους εις το ιερόν και ένδοξον αυτού λείψανον, ώστε να εκπληρώσουν χρέος ευγνωμοσύνης προς άνδρα ενάρετον, και ενδόξως θυσιασθέντα υπέρ του δικαίου της πατρίδος· αλλ' επειδή ο νεκρός εναπετέθη αλλαχού, εγκρίνεται παρά της Συνελεύσεως να εξέλθη η Αντικυβερνητική Επιτροπή, και ηνωμένη μετά της Συνελεύσεως να εκπληρώση τα επικήδεια χρέη προς την σκιάν του».2

«Άμα έφθασεν εις Σαλαμίνα το πλοίον το φέρον το νεκρόν σώμα του Καραϊσκάκη, -γράφει ο Δημ. Αινιάν- όλοι oι κατοικούντες και παροικούντες εις αυτήν άνδρες, γυναίκες, παιδία και γέροντες εξήλθον εις προϋπάντησιν με μίαν γοεράν κατήφειαν, με θρήνους και με δάκρυα. Προηγείτο εις την εκφοράν το ιερατείον ενδεδυμένον την ιερατικήν στολήν. Δεν ηκούετο δε εις την πολυάριθμον εκείνην ομήγυριν ειμή η λυπηρά ψαλμωδία, και ο γοερός τόνος των ιερέων διακοπτόμενος εν τω μεταξύ άπό τους στεναγμούς του λαού και τους συγκεχυμένους και διακεκομμένους θρήνους των συνακολουθούντων γυναικών και παιδίων. Εάν εξέταζέ τις όλων των παρευρισκομένων τα πρόσωπα, ήθελεν ευκόλως ιδεί, ότι κανέν άλλο αίσθημα δεν εκυρίευσε τας καρδίας των, ειμή το της λύπης διά την στέρησιν τοιούτου ανδρός (εις τον οποίον όλοι απέδιδον το όνομα του πατρός και σωτήρος) και το του φόβου μελλόντων κινδύνων, εις τους οποίους δικαίως υπώπτευον ότι έμελλε να εκτεθή, το έθνος μας. Με τοιαύτην παράταξιν ωδήγησαν τον νεκρόν εις τήν εκκλησίαν και αφ' ου του έγινεν η συνήθης εκκλησιαστική τελετή, ο κύριος Γ. Αινιάν, εξεφώνησεν επιτάφιον λόγον, ο οποίος έτι μάλλον εξήψε την λύπην με την διήγησιν των προτερημάτων και των ανδραγαθιών του ενδόξου τούτου ήρωος· μετέφερον έπειτα το σώμα εις τον ετοιμασθέντα τάφον και το κατέθεσαν με τον συνήθη πυροβολισμόν. Τοιαύται νεκρώσιμαι τελεταί έγιναν και εις Πόρον και εις Ναύπλιον και αλλαχού. Πανταχού δε τα πρόσωπα των Ελλήνων έδειχνον, ότι η αυτή λύπη εκυρίευε τας καρδίας των».3

Ο επιτάφιος λόγος του αδελφού του Δημ. Αινιάνα, του Γεωργίου, άρχιζε με τούτα τα λόγια:

«Έλληνες!
Τι είναι αυτή η σκυθρωπότης όπου είναι εζωγραφισμένη εις τα πρόσωπά σας; Τι σημαίνουν αυτοί oι διακεκομμένοι ήχοι της βαρυφθόγγου καμπάνας και αυταί αι μελαναί και πένθιμοι στολαί εις τους δρόμους; τι τρέχει τεθορυβημένοι άνδρες, γυναίκες και μικρά παιδία; Ο Καραϊσκάκης απέθανε. Τούτο ήταν η θλίψις των ανδρών, τούτο ο οδυρμός των γυναικών, τούτο ο στεναγμός των μικρών παιδίων, τούτο το κοινόν πένθος των Ελλήνων.

Δίκαιον έχει ο λαός να κάμη να αντηχή εις την πόλιν της Σαλαμίνος θρήνος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· δίκαιον είναι να κλαίη η Ελλάς ως άλλη Ραχήλ το τέκνον της, τον γνήσιον υιόν της, επειδή δεν έχει πολλούς τούτου κάρρονας».4

Ο Γ. Αινιάν, αφού απαριθμεί, συνοπτικά, τη λαμπρή σταδιοδρομία του «αξιοθαυμάστου τούτου ανδρός» και τον αποκαλεί «απτόητον και ακαταγώνιστον αθλητήν», «μεγαλοπράγμονα αρχηγόν και ταχύπτερον αετόν» που τον διέκρινε «υπερθαύμαστος ανδρεία, ανήκουστος ευτολμία, ακροτάτη εμπειρία και ακούραστος φιλοπονία», ολοκληρώνει: 

«Αλλ' εν μέσω των λαμπρών αγώνων, εν ω κατεδαπάνα νύκτα και ημέραν εις διάταξιν πάντων των συντελούντων εις τον πόλεμον έδιδε πρώτος της ανδρείας και ευτολμίας το παράδειγμα, καταφρονών τον θάνατον, και πηδών επάνω εις τα χαρακώματα των εχθρών είπεν: ας σταθώ μίαν στιγμήν, και ας αφήσω να τρέξουν ποταμηδόν τα δάκρυα των Ελλήνων. 

Αθάνατε Καραϊσκάκη! Συ μεταβαίνεις ενδόξως εις μίαν άλλην ευδαιμονεστέραν ζωήν δια να στεφανωθής δι' όσα αθώα πλάσματα διέσωσες από τας χείρας του εχθρού· αι ψυχαί των αποθανόντων Ελλήνων θέλει σε υποδεχθούν εις την πόλιν της Εδέμ με λαμπροτέραν υποδοχήν από ό,τι σήμερον κάμουσι εις την Σαλαμίνα oι ζώντες Έλληνες. Μεγάλοι άνδρες, περίφημοι εις τα σοφά έθνη της Ευρώπης, μάρτυρες αυτόπται των ηρωϊκών ακαμάτων αγώνων σου θέλει πληροφορήσουν τον κόσμον όλον, ότι εχύθη ενδόξως το αίμα σου επάνω εις εκείνο το ιερόν έδαφος, το οποίον εβάφη εξ αμνημονεύτων χρόνων με τόσων ηρώων αίματα. 

Αλλ' ημείς πώς να παρηγορήσωμεν την στέρησίν σου; Πώς να λησμονήσωμεν την ανδρείαν σου, την δραστηριότητά σου, την αοκνίαν σου, και την άκραν σου φιλοτιμίαν εις του φρουρίου την απολύτρωσιν; (εννοεί την Ακρόπολη). Λυπηρά στέρησις, οδυνηρός χωρισμός.

Μ' όλον τούτο δεν απελπιζόμεθα Έλληνες, δεν πρέπει να αποδειλιάσωμεν. Και η ψυχή του αθανάτου τούτου ήρωος, όταν μάθη εις τον άλλον κόσμον, ότι δεν ηθελήσαμεν να τον μιμηθώμεν εις την καρτερίαν και γενναιότητα, θέλει λυπηθή, θέλει μας ονειδίσει πικρώς, εάν δεν σταθώμεν ικανοί να εκτελέσωμεν το μέγα επιχείρημα που επιχειρίσθηκε».5 

Και η μαρτυρία του Περραιβού για την ταφή του στη Σαλαμίνα, ανήμερα της γιορτής του, 23 Απρίλη 1827: 

« Η πικρά αύτη αγγελία (του θανάτου του) διαχυθείσα εις Σαλαμίνα ανήγειρε θρήνους και οδυρμούς εις πάσαν ηλικίαν και γένος των τε κατοίκων, παροίκων και τυχόντων ξένων· αφήσαντες όλοι τας οικίας των ανοικτάς έτρεχον τύπτοντες τα στήθη, ποτίζοντες την γην με θερμά και ακράτητα δάκρυα, αμιλλώμενοι τις να πρωτοασπασθή και πρωτοραντίση με τα δάκρυά του τον ήρωα, κράζοντές τον oι μεν πατέρα, oι δε σωτήρα της Ελλάδος, άλλοι το φόβητρον των Τούρκων και άλλοι το αιώνιον καύχημα της Ελλάδος· με τοιαύτα και άλλα εγκώμια και κοπετούς συνωδεύετο το θύμα της πατρίδος από Αμπελάκια μέχρι του χωρίου της Σαλαμίνος, το οποίον απέχει τρία τέταρτα της ώρας· αρχιερείς και ιερείς όσοι παρευρέθησαν εις την νήσον ενδυμένοι τα ιερά άμφια έψαλλον την πένθιμον ακολουθίαν oι παρευρεθέντες στρατιώται, πολλοί δε και εκ των εν τω νοσοκομείω ελαφρώς πληγωμένων, δράξαντες τα όπλα συνώδευον το λείψανον μέχρι του ναού του Αγίου Δημητρίου, όπου κατέθεσαν αυτό εν τω μέσω· πληθύς γυναικών θρηνωδών περιεκάθισε, πλησιέστεραι δε ήσαν όσαι υιούς και συγγενείς απώλεσαν υπέρ πατρίδος· αύται εθρηνώδουν τας ηρωικάς του πράξεις εκάστης μάχης, συμμνημονεύουσαι εν τω μεταξύ και των συγγενών τον θάνατον, κατά τήν Ελληνικήν συνήθειαν· μετά τριών ωρών θρηνολογίαν έθαψαν το λείψανον παρά την θύραν του ναού εκ δεξιών, μόλις δύο βημάτων απεχούσης του τάφου· τό στρατόπεδον εκ του ετέρου, ακούσαν την αποβίωσίν του, επικράνθη αισθαντικώτατα· διότι υστερήθη ενός αρχηγού ανδρείου, ευτυχούς εις τας μάχας, φίλου των στρατιωτών, μεγαλοδώρου, ακουράστου, ικανού τέλος πάντων να εισάγη την φιλοτιμίαν εις πάντα στρατιώτην· τοιούτον ένδοξον τέλος της ζωής έδωκεν Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ, περί το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του, μετά τοσαύτα, και τοιαύτα ανδραγαθήματα».6 

Σύμφωνα με πληροφορίες που μας δίνει η «Γενική Εφημερίς της Ελλάδος» (27 Απρίλη) ο μεγάλος νεκρός προσμενόταν στον Πάρο, σαν όμως μαθεύτηκε πως η ταφή θα γινόταν στη Σαλαμίνα «πολλοί πληρεξούσιοι, ο γενικός των Πελοποννησιακών στρατευμάτων αρχηγός, και όσοι άλλοι στρατιωτικοί εβρίσκοντο εις Τροιζήνα επέρασαν εις Πόρον, δια να παρευρεθώσιν εις την νεκρώσιμον τελετήν του Καραϊσκάκη. Η τελετή αύτη εγένετο αντιπέραν του Πόρου περί την εννάτην ώραν της ημέρας. Κενόν νεκροφορείον μελανοσκέπαστον και δαφνοστεφανωμένον, φερόμενον υπό αξιωματικών, και συνοδευόμενον παρ' αρχιερέων καιί ιερέων, στρατιωτών και πολλού λαού, εκομίσθη μετά παρατάξεως εις τι διάστημα. Εψάλη έπειτα παρά των ιερέων το μνημόσυνον εις τον μακαρίτην, και μετ' αυτού ερρέθη λόγος επιτάφιος παρά του κυρίου Σ.Τρικούπη, αυτοσχέδιος μεν, αλλ' αξιόλογος και παθητικώτατος. Τον επιτάφιον λόγον διεδέχθη τουφεκισμός τρις παρά των στρατιωτών κατ' άμεσον παράγγελμα αυτού του γενικού αρχηγού των Πελοποννησιακών στρατευμάτων.

Η Αντικυβερνητική Επιτροπή διέταξεν εις όλας τας επαρχίας και κοινότητας, να μνημονεύσωσι τον Καραϊσκάκην. Όστις ανήκε εις ολόκληρον την Ελλάδα, δικαίως έπρεπε να μνημονευθή και παρ' όλων των Ελλήνων, υπέρ ων μαχόμενος και αγωνιζόμενος εθυσιάσθη».7 

Η συγκινητική αυτή τελετή έγινε την επομένη της ταφής του Καραϊσκάκη, 24 Απρίλη, στην παραλία, κι ο λόγος του Σπυρίδωνα Τρικούπη είναι πραγματικά «αξιόλογος και παθητικώτατος», όπως σημειώνεται. Αφού στην αρχή λέει πως δροσιά και βροχή να μην πέσουν στη γη που εκείνος έπεσε ποτέ πιά, αφού καλεί τις κόρες της Ρούμελης κι ολόκληρης της Ελλάδας να θρηνήσουν το χαμό του, αναθυμιέται την πριν ένα χρόνο αξιοθρήνητη κατάσταση από την Ακαρνανία ως την Αττική που τώρα «διά της ισχυράς δεξιάς του Καραϊσκάκη» τις λούζει «το φως της ελευθερίας,». Στη συνέχεια αναφέρεται στη φροντίδα του για τους συμπολεμιστές του, στο μέγα του κατόρθωμα να συνενώσει τους Έλληνες. Και συνεχίζει: 

«Παντοδαπάς ελλείψεις έπασχε το υπό την οδηγίαν του στρατόπεδον της Ελλάδος, αλλά ποτέ εις διάλυσίν του δεν τας επρότεινε, ποτέ δεν εγόγγυσε δια τας πολυειδείς του κακουχίας και ταλαιπωρίας, ποτέ δεν ενέδωσεν εις όσους πειρασμούς, δια την θέσιν, εις την οποίαν ευρίσκετο, υπέπεσεν σεμνυνόμενος δικαίως εις το υψηλόν αξίωμα της αρχηγίας, με το οποίον η Διοίκησίς του τον ετίμησε, ποτέ δεν ενόμισεν ότι αυτό μόνο ημπορούσε να τον λαμπρύνη· ήξευρεν ότι τα έργα μόνα είναι η λαμπρότης. Όθεν άξιος του υψηλού αυτού αξιώματος εφαίνετο διά των έργων του ο τρόμος πάντοτε εις τους πολέμους, ατρομώτερος πολύ εφάνη καθ' ο διάστημα ήτον αρχηγός των κατά την στερεάν Ελλάδα στρατευμάτων. Τότε είχε ψωμί αυτός, όταν είχαν και oι αγαπητοί του Έλληνες· η κλίνη του ήτο κλίνη απλού στρατιώτου· πρωταγωνιστής επαρουσιάζετο, και την τιμήν του αγώνος όλην την απέδιδεν εις άλλους· ενθουσιασμένος διά την παλληκαριάν, ως παλληκάρι και ο ίδιος, την ετιμούσε όπου την έβλεπε, και την αντάμειβε πλουσιοπάροχα· τους γνωστούς διά την ανδρείαν τους έκραζε κατ' όνομα, όταν ξεσπάθωνεν εν καιρώ μάχης, διά να τον ακολουθήσουν· έβγανε τα πιστόλια του από το ζωνάρι, και με αυτά, εις ανταμοιβήν παλληκαριάς, εστόλιζε του παλληκαριού την μέσην έλυε την ζώνην του και έδιδεν εις τας ανάγκας του πολέμου και το ύστερον νόμισμά του. Ιδού, Έλληνες, όσα χαρακτηρίζουν τον άξιον οδηγόν στρατευμάτων, ιδού όσα λαμπρύνουν το υψηλόν αξίωμα της αρχηγίας, ιδού όσα αποθανατίζουν τον πολεμικόν και αποκαταστένουν τον στρατηγόν ποθητόν εις τον στρατιώτην, σεβαστόν εις όλον το έθνος του και φημισμένον εις όλα τα έθνη και εις όλους τους αιώνας. Πώς λοιπόν όλοι να μην κλαύσωμεν; Πώς να παρηγορηθώμεν διά τον θάνατον τοιούτου ανδρός;»

Στη συνέχεια ο Τρικούπης αναφέρεται στο θανάσιμο τραυματισμό του και στα στερνά του λόγια για την απελευθέρωση της Αθήνας, που προτρέπει να έχουν ως διαθήκη oι άντρες του στρατοπέδου του κ' επιλέγει πως στην επίθεση που ετοιμάζεται «θέλει παρουσιασθή ως ο ισχυρός άγγελος της αποκαλύψεως, καταβαίνων εκ του ουρανού, περιβεβλημμένος νεφέλην, και ίρις επί της κεφαλής αυτού, και το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος και oι πόδες αυτού ως στύλοι πυρός, και πως θ' ακούσουν και πάλι τη φωνή του να τους καλεί για την απελευθέρωση της Αθήνας.8 

«Γενναίε μάρτυρα της Ελληνικής ανεξαρτησίας και ελευθερωτά όλης της Ανατολικής Ελλάδος!» έγραφε η εφημερίδα "O Φίλος του Νόμου" (25 Απρίλη 1827). « Ένωσας πολεμικήν ανδρείαν με πολιτικήν φρόνησιν. Η Ανατολική και Δυτική Ελλάς υπήρξε το θέατρον των άνδραγαθημάτων σου, και τόνομά σου θέλει μένει, όσω μένει η γή, της ελληνικής ελευθερίας πρόμαχε! Δικαίως υπέρ σου πενθηφορεί η Ελλάς, δικαιοτέρως δε πενθηφορούσιν η Ύδρα και το τέκνον αυτής, ο "Φίλος του Νόμου", διότι το αίμα σου επρόσφερες θυσίαν, διά να σώσης από τον επικείμενον κίνδυνον τόσα κατά την Αττικήν αγωνιζόμενα τέκνα της.»9 

Τρεις μέρες μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη (26 Απρίλη 1827) η Εθνική Γ' των Ελλήνων Συνέλευση, προεδρεύοντος του Γεωργίου Σισίνη και με Γραμματέα το Νικόλαο Σπηλιάδη, με έγγραφό της στο στόλαρχο, τον αρχιστράτηγο, τους οπλαρχηγούς και στρατιώτες που βρίσκονταν στο στρατόπεδο της Αττικής, πλέκει το δίκαιο έπαινο του πολέμαρχου. Γράφει: 

«Η φιλτάτη πατρίς θρηνεί απαρηγορήτως απωλέσασα το γνησιώτατον τέκνον της· θρηνεί και κόπτεται, στερηθείσα του θερμού προμάχου των ιερών της δικαίων· θρηνεί τον διαρρήξαντα τας νέας αλύσεις της Στερεάς Ελλάδος, τον ένδοξον νικητήν της Αραχόβης, τον εξολοθρευτήν των τυράννων· θρηνεί τον αρείτολμον Γενικόν Αρχηγόν Καραϊσκάκην, όστις, μαχόμενος ύπέρ των κλεινών Αθηνών, έπεσεν ενδόξως και, πνέων τα λοίσθια, άλλο τι δεν παρήγγειλε, παρά των Αθηνών την διάσωσιν.

Ελλάς! πένθησον τον πολύτιμόν σου Καραϊσκάκην.

Ελληνίδες! μαυροφορέσατε, διά τον υπερασπιστήν της τιμής σας· Φιλέλληνες!

Έλληνες! στρατιώται! εμβριμήσατε, δια τον ανδρείον συστρατιώτην σας και, καταβρέχοντες την ιεράν γην των κλεινών Αθηνών με τα καρδιοστάλακτα δάκρυά σας, εκδικήθητε το αίμα του, τιμωρήσατε τους ασεβεστάτους φονείς του και σώσατε τας Αθήνας! 

Ευδαίμων Καραϊσκάκη! Ορκισθείς νά ζήσης ή ν' αποθάνης ελεύθερος, εφύλαξας τον όρκον σου, ως χρηστός πολίτης ως ευσεβής Χριστιανός, ως τίμιος, άνθρωπος. Ως τοιούτον της ανεκτιμήτου ελευθερίας μάρτυρα, ως εντίμως αθλήσαντα και στεφανωθέντα με τας δάφνας της δόξης και της αθανασίας, σε υπεδέχθησαν εις τα Ηλύσια πεδία προσμειδιώντες oι τρισόλβιοι εκείνοι ήρωες, όσοι απέθαναν διά τα δίκαια της πατρίδος και της ανθρωπότητος. Μεταξύ τούτων περιιπταμένη η ακτινοβόλος σκιά σου εις την αιώvιαv μακαριότητα, δεν ελησμόνησε τας Αθήνας· και ήδη, επιφοιτώσα εις τας ομηγύρεις του στολάρχου, του αρχιστρατήγου, των αρχηγών και των στρατιωτών του στρατοπέδου της Αττικής, θεωρεί τα πολεμικά και σωτηριώδη επιχειρήματά των και επικαλείται την εξ Ύψους αντίληψιν του Υπερτάτου Βασιλέως, διά να τους βοηθήση να σώσουν τας Αθήνας και την Ελλάδα, εις δόξαν της πίστεως και της πατρίδος».10

Όπως για ολόκληρο τον Ελληνισμό, τον απλό πολεμιστή, τους οπλαρχηγούς, έτσι και για τον Κολοκοτρώνη με τον οποίο είχαν στενή φιλία κι αλληλοεκτίμηση, ο θάνατός του υπήρξε χτύπημα συγκλονιστικό. Λένε πως σαν έμαθε το χαμό του τον «μοιρολόγησε ωσάν γυναίκα».11 Ο Κολοκοτρώνης, ωστόσο, θα έχει αδιάκοπα την έγνοια του Καραϊσκάκη όσο ο γιος της καλογριάς βρισκόταν στην Αττική.

Ο Φωτάκος γράφει πως «όταν είμεθα εις την Συνέλευσιν της Τροιζήνος, μίαν αυγήν ο Κολοκοτρώνης αμέσως εσηκώθη από τον ύπνον και άρχισε να βλασφημή και να προλέγη, ότι θα σκοτωθή ο Καραϊσκάκης και θα χαθή το Ελληνικόν στράτευμα· είπε δε αμέσως εις τον γραμματικόν του Ν. Δραγούμην, όστις τότε ευρέθη εκεί και ήτο νέος και ομοτράπεζός του, ο οποίος ευτυχώς ζη και επικαλούμεθα την μαρτυρίαν του, να γράψη γράμμα προς τον Καραϊσκάκην συμβουλευτικόν...12 Το προμαντευτικόν του Κολοκοτρώνη γράμμα ανεγνώσθη, καθ' ην ημέραν και ώραν εξεψύχει ο αοίδημος Καραϊσκάκης· παρήγγειλεν όμως να είπουν εις τον Κολοκοτρώνην, ότι έπρεπε προτύτερα να τον συμβουλεύση διότι τώρα είναι αργά».13

Ο Ν. Δραγούμης, που τη μαρτυρία του επικαλείται ο Φωτάκος για τους φόβους του Κολοκοτρώνη, θα μάθει το κακό μαντάτο, έπειτα από αγιωργίτικο ξεφάντωμα, με αρνιά ψητά και με την τσότρα να περνά από στόμα σε στόμα, με την ευχή «Καλή λευτεριά!» Γράφει:

«Εμάθομεν δε εν Τροιζήνι την εθνικήν συμφοράν του θανάτου αυτού (του Καραϊσκάκη) την ημέραν του Αγίου Γεωργίου, μεταξύ ευθυμίας, ότε συνελθόντες συνεωρτάζομεν πανηγυρικώς και μετά τινος μεγαλοπρεπείας τον προστάτην εκείνου, ού τινος από της ευοδώσεως των αγώνων εκρέματο η Ελλάς. Ως oι συγγενείς και oι φίλοι προσφιλούς ψυχορραγούντος, ιστάμενοι παρά την κλίνην του ασθενούς, προσηλούσι το βλέμμα επί τον ιατρόν, απ' αυτού και μόνον προσδοκώντες βοήθειαν, ούτω και ημείς περικυκλούντες το κράββατον της αποκαμνούσης πατρίδος, ητενίζομεν προς τον Καραϊσκάκην, ως προς την ιεράν αυτής άγκυραν. Πάσα άρα απόδειξις της πεποιθήσεως ταύτης, και παν τεκμήριον αγάπης προς τον Γενικόν Αρχηγόν της Στερεάς Ελλάδος, ενομίζοντο παρά πάντων ως τις ενίσχυσις των πόνων του μεγάλου εκείνου στρατιώτου. Τοιούτον σκοπόν είχε και της ομάδος ημών η συνευθυμία».14

Ο Ν. Δραγούμης αφού περιγράφει στη συνέχεια το γλέντι που είχε αφορμή, και τη νηστεία που προηγείται της Λαμπρής, λέει πως έπεσαν να κοιμηθούν.

Καί ολοκληρώνει: 

«Οποία αρα όνειρα κατεπέμφθησαν εις ημάς αγνοώ. Ενθυμούμαι μόνον ότι μόλις αφυπνισθέντες είδομεν άγγελον μελανοπτέρυγα ερχόμενον δρομαίον και κομίζοντα την τρομεράν είδησιν ότι εφονεύθη ο Καραϊσκάκης. Ημείς όμως τοσαύτην πεποίθησιν είχομεν ότι ο περί τας Αθήνας στρατάρχης ην το τελευταίον όργανον της θείας προνοίας προς απελευθέρωσιν της Ελλάδος, ώστ' εδιστάζομεν να πιστεύσωμεν το απαίσιον μήνυμα. Αλλ' ότε καταβαίνοντες απνευστί εις το χωρίον είδομεν συσωρευμένους και δακρύοντας πληρεξουσίους και λαόν, εξέλιπε πας δισταγμός. Και ότε εξεγερθέντες την επιούσαν συνερρεύσαμεν oι μεν εις του Προέδρου της Συνελεύσεως, oι δε εις του στρατάρχου της Πελοποννήσου ζητούντες παρηγορίαν, η αλλοίωσις των προσώπων εμαρτύρει ότι πάντες διήλθον την νύκτα αγρυπνούντες και οδυρώμενοι. Ουδείς ήνοιγε τα χείλη, ουδείς εύρισκε λόγους ίvα ερμηνεύση το άλγος της καρδίας αυτού, ουδείς είχεν ιδέαν τι έπρεπε να γίνη μετά τον θάνατον του μεγάλου στρατηγού. Ήτο δε η σιωπή βαθεία και πένθιμος, ότε ο Κολοκοτρώνης, λύσας πρώτος αυτήν είπεν: "Ο χαμός, αδέλφια, είναι μεγάλος· ο Θεός όμως είναι μεγαλύτερος". 

Και μετ' ολίγον κατεβαίνομεν αθρόοι εις την απέναντι του Πόρου παραλίαν, ίνα παρασταθώμεν εις την κηδείαν15 την παρασκευασθείσαν κατ' εντολήν της Συνελεύσεως υπό της Αντικυβερνητικής Επιτροπής, και κατεβαίνοντες εποιούμεθα λόγον, ως οι περί την κλίνην του Περικλέους, της αρετής και της δυνάμεως του πεσόντος και αναμετρούμεν το πλήθος των τροπαίων. Ενθυμήθητι, έλεγεν ούτος, ότι μόλις διακοσίους στρατιώτας έχων ότε ανέλαβε την αρχηγίαν της Στερεάς, κατήρτισεν εν ολίγω χρόνω πολυάριθμον στρατιάν. Ήμην παρών, έλεγεν έτερος, εν Ελευσίνι, ότε μαθόντες oι στρατιώται την έλευσιν του Κιουταχή, ήρχισαν να λιποτακτώσι και προέτρεπον και αυτόν ίνα φύγη· ούτος όμως αγανακτήσας, "Υπάγετε όπου θέλετε, ανέκραξεν, ο Καραϊσκάκης δεν αφίνει την θέσιν του. Και όταν σας ερωτήσουν τι εκάμετε τον αρχηγόν σας, μη δυσκολευθήτε ν' αποκριθήτε· τον παρεδόσαμεν εις τον εχθρόν, διότι δεν συγκατένευσε να λιποτακτήση". Έτερος δε πάλι εξύμνει την τάξιν και την πειθαρχίαν, ην ηγωνίζετο να διατηρή, εις το κατά την Αττικήν στρατόπεδον, λέγων συνεχώς προς τους περί αυτόν. "Εάν φερώμεθα προς τους κατοίκους των χωρίων χειρότερα και του εχθρού, πώς θέλετε να λάβουν τα όπλα;". Άλλοι εξιστόρουν την περί την Αράχωβαν ένδοξον μάχην και το ανεγερθέν Τρόπαιον των Ελλήνων, άλλοι την των Σαλώνων και του Διστόμου, και τινες το επίμονον και στρατηγικόν του ανδρός, προς τούτοις δε και την επιείκειαν και πραότητα, ας εν πράγμασι πολλοίς και μεγάλαις απεχθείαις, ταις μετά Σουλιωτών ιδίως, ετήρησε.

Και τοιαύτα μνημόσυνα επαναλαμβάνοντες εψυχαγωγούμεθα, έως ου ήλθομεν εις την παραλίαν, όπου ιερείς και αρχιερείς έψαλλον την νεκρώσιμον ακολουθίαν. Και ότε ο ρήτωρ του αγώνος,16 αναβάς χλοερόν γήλοφον, παρέστησε το μέγεθος της απωλείας, ότε ανέμνησεν ημάς ότι, "Από τας κορυφάς του Μακρυνόρους και τα παράλια της Ακαρνανίας έως εις τα πέριξ της Αττικής, φως ελευθερίας και δόξης εχύθη εις την χώραν ταύτην, δούλην και σκοτεινήν ούσαν, δια μόνης της ισχυράς του Καραϊσκάκη δεξιάς", φωνή γοερά, φωνή ανδρών και γυναικών αντηχήσασα κατά την τροιζηνίαν ακτήν, συνανεμίγη μετά των οδυρμών των απέναντι κατοίκων του Πόρου, και ουδείς συγκατένευε να παρηγορηθή, προαισθανόμενος ίσως την προσεχή κατά το Φάληρον συμφοράν».17

Ο θάνατος του Καραϊσκάκη λαϊκός ποιητικός λόγος έγινε στο στόμα του λαού που τον λάτρευε. Κ' έτσι από νωρίς έκαμε τραγούδι τον καημό και την πίκρα του. Ένα σχετικό δημοτικό τραγούδι λέει:

Τρεις περδικούλες κάθονται στον κάμπο της Αθήνας.
Είχαν τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα,

είχαν και τα κεφάλια τους στο αίμα βουτισμένα.

Αποβραδύς μοιρολογούν και το ταχύ φωνάζουν.

-«Τρίτη Τετάρτη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,

Παρασκευή 'ξημέρωνε, να μ' είχε 'ξημερώση,

αφέντες έβαλαν βουλή τον πόλεμο νά πιάσουν».

Kαραϊσκάκης 'φώναζεν απάνω απ' τ' άλογό του.

-«Πού είσθε βρε Ρουμελτώτες μου, παιδιά μου αντρειωμένα,

γυμνώστε τα 'λαφριά σπαθιά και ρίξτε τα ντουφέκια,

βάλτε μου Τούρκους στα μπροστά, και κόψτε και σκοτώστε»!

Ήρτε μαντάτι των Τουρκών πεζοί και καβαλλάροι.

Δεν ήταν 'λίγοι ουδέ πολλοί, ήταν εννιά χιλιάδες.

Πρώτο γιουρούσι πώκαμαν, δεύτερο τράκο 'κάμαν.

Κι ο Καραΐσκος, φώναξε, 'ψηλή φωνίτζα βάζει.

-«Έλληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθήτε,

και πάρ' το γιούχα η Τουρκιά, κι ερθή και μας χαλάση,

σαν Έλληνες βαστάξετε, κι ωσάν Γραικοί σταθήτε,

κι εγώ αν ελαβώθηκα, κι αν είμαι πληγωμένος,

τώρα θα πάω στην Κούλουρη και στη Φανερωμένη

πούναι βασιλικός γιατρός, πάω να με γιατρέψη»!18

Μιά άλλη παραλλαγή, αναφέρεται στην άφιξη του Καραϊσκάκη στον Πειραιά με δώδεκα χιλιάδες, στην απόγνωση του Κιουταχή και στη συμπλοκή που εστάθηκε μοιραία. Κι ολοκληρώνει το τραγούδι.

Σαν τα σαΐνια ρίχτηκαν στα τούρκικα ταμπούρια.

Δέκα ταμπούρια έπηραν, στα δώδεκα πηγαίνουν.

Κακό μαντάτο ακούσθηκε μέσ' από τα ταμπούρια.

Τον Αρχηγό μας λάβωσαν, πικρά φαρμακωμένα

κι απ' τ' άλογό του έπεσε και πάλ' οπίσ' ανέβη.

Ψηλή φωνίτσα εφώναξε ν' ακύση το ασκέρι.

-Έλληνες μην κιοτεύετε, Έλληνες μη σκορπάτε,

εγώ δεν έχω τίποτε, μον' είμαι λαβωμένος.

Για πάρτε με και σύρτε με στο έρημο τσαντήρι,

να πλύνω τη λαβωματιά, και πάλ' οπίσω νάρθω.

Τον κλαίει η μαύρη Ρούμελη, τον κλαίει ο κόσμος όλος,

τον κλαίουν όλ' oι Έλληνες και oι καπιταναίοι.

Τ' είν' το κακό που πάθαμε, τούτο το καλοκαίρι!

Τον Αρχηγόν μας χάσαμε, τον ήρω Καραΐσκο!19

Σ' ένα άλλο δημοτικό τραγούδι, η περιγραφή προσεγγίζει σε πολλά, ίσως περισσότερο από τα δυο προηγούμενα, με την ιστορική πραγματικότητα.

Τρία πουλάκια κάθονται επάνω στον Πειρέα,

μοιρολογούσαν κ' έλεγαν, μοιρολογούν και λέγουν.

Τρίτη, Τετράδη θλιβερή, Πέφτη φαρμακωμένη,

Παρασκευή ξημέρωσε, να μ' είχε ξημερώσει.

Νησιώτες κάνουν τη βουλή, να παν νά πολεμήσουν.

Ο Καραϊσκάκης τάκουσε, πολύ του βαρυφάνη,

και τον τσαούσην έκραξε και τον σεΐζη λέγει.

«Σεΐζη στρώσε τ' άλογο, θά παω να πολεμήσω».

Kαι το σπαθί του τόβγαλε και πάει να πολεμήση.

Πικρή βολιά τον χτύπησε, πικρή φαρμακωμένη.

Κι όλο τ' ασκέρι κειότεψε κι ολα τα παλληκάρια.

Κι αυτός τ'ασκέρι φώναξε, στέκει και το διατάζει.

«Παιδιά μ' να μη σκορπίσετε κι αφήστε τα ταμπούρια,

κ' εγώ θα πάω στην Κούλουρη να γιάνω τον γιαρά μου.

Σε πέντε μέρες είμ' εδώ, σε δέκα θα γυρίσω».

Κι oι στρατηγοί σαν τ'άκουσαν, πήγαν να πολεμήσουν.

Κι ο Κιουταχής τους πλάκωσε μ' εικοσιοχτώ χιλιάδες.

Εμπρός τους πήρ' σαν πρόβατα, σκοτώνει και τους κόβει.

Χίλια κεφάλια πήρ'αυτών και ζωντανούς τριακόσιους.

Και έτσι εχαθήκανε τ' αντρεία παλληκάρια.20

Ο λαός ποιητής σε τούτο το τραγούδι ολοκληρώνει τον εξομολογητικό του λόγο με αναφορά στην καταστροφή που ακολούθησε μετά το θάνατο του Καραϊσκάκη, για να δείξει έτσι πως η σιγουριά για το λευτέρωμα της Αθήνας, ήταν σε άμεση συνάρτηση με την παρουσία του ήρωα.

Στα δημοτικά τραγούδια πρέπει να εντάξουμε και μια παραλλαγή που αυτοσχεδίασε ο Μακρυγιάννης, που κλείνει με τους παρακάτω στίχους:

Σαν πιάστηκε ο πόλεμος, σκοτίστηκε ο κάμπος·

βαρέθηκε ο αρχηγός και ο Καραϊσκάκης·

-«Παιδιά μ' να νταγιαντήσετε, να γίνετ' ένα σώμα,

να μη χαθή η πατρίδα μας, την πάρτε στο λαιμό σας.

μένα με παν στην Κούλουρη, πέρα στον Αϊδημήτρη,

που είναι παντοτετνός γιατρός, αυτός θα με γιατρέψη».

Πουλάκι πήγε κι έκατζε στ' Αϊδημητριού το δέντρο.

Δεν ελαλούσε σαν πουλί, ουδέ σα χελιδόνι,

μον' το δεντρί μαράθηκε άπ' τον κελαϊδισμό του.

Τον κλαίνε χώρες και χωριά κι ολ' oι καπεταναίοι,

τον κλαιν' τα παλληκάρια του κι όλος ο ταϊφάς του.21

_______________________

Υποσημειώσεις

1. Τα κατά την αναγέννησιν της Ελλάδος, ήτοι Συλλογή των περί την αναγεννωμένην Ελλάδα συνταχθέντων πολιτευμάτων, νόμων και άλλων επισήμων πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832, εκδίδοντος Ανδρέου Ζ. Μάμουκα, τόμος Η', εν Αθήναις 1840, σ. 73. Πρβλ. και Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμ. Α', σ. 484.

2. Μάμουκας, σ. 74. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, Α', σ. 484.

3. Άπαντα Αιvιάvα, σ. 266-267.

4. Εκατονταετηρίς του στρατάρχου Γεωργίου Καραϊσκάκη (1827-1927), εν Αθήναις 1927, σ. 127.

5. Εκατονταετηρίς Καραϊσκάκη, σ. 128-129.

6. Χριστοφόρου Περραιβού, Απομνημονεύματα Πολεμικά, σ. 228-229. Ο Καραϊσκάκης ήταν 52 χρόνων όταν χάθηκε, γεννημένος το 1775.

7. Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, φωτοτυπική ανατύπωση, σ.170.

8. Ο λόγος του Σπυρίδωνα Τρικούπη στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος, αριθ. 43, 27 Απρίλη 1827. Φωτοτυπική ανατύπωση, σ. 170-172.

9. Ο Τύπος στον Αγώνα 1821-1827, επιμέλεια Αικατερίνης Κουμαριανού, τόμος τρίτος, Αθήνα 1971, σ. 191.

10. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τόμ. Α', σ. 486. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στη Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος (14 Μάη 1827). Πρβλ. και Χρ. Βυζαντίου, Ιστορία των κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εκστρατειών και μαχών, σ. 194.

11. Θεοδώρου Κ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836, φωτομηχανική επανέκδοσις (εκ της α' εκδόσεως), εισαγωγή - ευρετήριον - επιμέλεια Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Αθήναι 1981, σ. 288. «Όταν ανταμώσαμεν με τον Καραϊσκάκη -λέει ο Κολοκοτρώνης- και λοιπούς οπλαρχηγούς, ωρκισθήκαμεν να είμεθα όλοι ενωμένοι, να νικήσωμεν τον εχθρόν» (σ. 176).

12. Πρόκειται για το γράμμα που αναφέρει κι ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη Μ. Οικονόμου να προσέχει στις παράτολμες ενέργειές του και να μην μπαίνει πρώτος σε κάθε συμπλοκή, γράμμα που προαναφέραμε. Όμως ο Καραϊσκάκης και με τις προτροπές του Κολοκοτρώνη δε θ' άλλαζε, αλλά πάντα πρώτος θάμπαινε στη μάχη και τελευταίος θ' αποχωρούσε.

13. Φωτάκου Απομνημονεύματα, σ. 368-369.
14. Ν. Δραγούμη, Ιστορικαί Αναμνήσεις, τρίτη έκδοση, Αθήνα χ.χ., τόμος πρώτος, σ. 62-63. Πρώτη έκδοση του έργου στα 1874 και δεύτερη με προσθήκες, στά 1879. Τσότρα, ξύλινο δοχείο κρασιού.

15. Πρόκειται για την αρχική σκέψη να ενταφιασθεί ο Καραϊσκάκης στον Πόρο, που αργότερα εγκαταλείφθηκε για να μεταφερθεί στη Σα.λαμίνα. O συγγραφέας θα παρευρεθεί στην ειδική επιμνημόσυνη εκδήλωση που έγινε στην απέναντι του Πόρου παραλία.

16. Εννοεί τον Σπυρίδωνα Τρικούπη.

17. Ν. Δραγούμη. Ιστορικαί Αναμνήσεις, σ. 66-68. Ο Γ. Θεοφίλου (Επίτομος Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, έκδοσις τρίτη, Αθήνησι 1880) χαρακτηρίζει το θάνατο του Καραϊσκάκη για την Επανάσταση «πληγήν βαρυτέραν ίσως και αυτής της πτώσεως του Μεσολογγίου» (σ. 145).

18. Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, υπό Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, Κέρκυρα 1852, σ. 53. Φωτοτυπική ανατύπωση, Αθήνα 1978.

19. Συλλογή δημοτικών ασμάτων παλαιών και νέων υπό Α. Ιατρίδου, εν Αθήναις 1859, σ. 8. Φωτοτυπική ανατύπωση, Αθήνα 1978. Σαΐνια, τα γεράκια.

20. Τραγούδια Ρωμαίικα Α.Pαssow, Lipsiae 1860, σ. 197. Σεΐζης, ο ιπποκόμος. Τσαούσης, ο λοχίας. Γιαράς, η πληγή.

21. Αρχείον Μακρυγιάννη, Β', σ. 203. Πρβλ. και Δημήτρη Σταμέλου, Μακρυγιάννης. Το χρονικό μιάς εποποιίας, έκτη έκδοση, Αθήνα 1983, σ. 205.

 
MYRIOBIBLOS HOME  |  TOP OF PAGE