image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Κατεβάστε πολυτονικό αν δεν έχετε ήδη




εἰκόνα: Henry Matisse, Femme à l'amphore - 1953
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ



Τάκης Παπατσώνης

Περί του ξύλου

Ἀπὸ τὴ Συλλογὴ «ΕΚΛΟΓΗ Α’, URSA MINOR, ΕΚΛΟΓΗ B’».
Ἔκδ. ΙΚΑΡΟΣ Ἀθήνα 1988.


Ψυχή μου, εὐλόγα σήμερα πρωί, ὅλὴ τὴ μέρα
καὶ τὴν ἀκολουθοῦσα νύχτα ὅλη, τὸ σωτήριο τοῦτο Ξύλο.
Πηγάζει ἀπ' τὰ σκοταδερὰ ἔγκατα τῶν δασῶν.
Ἐκεῖ εἶναι ἡ βασιλεία του, στολισμένο μὲ φύλλα θροοῦντα.
Ἐκεῖ ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὶς δροσιὲς τῆς Νύχτας, μὲ τὰ θάμπη
τῶν Ἡμερῶν. Ἐκεῖ τοῦ περιπλέχουνται οἱ κισσοὶ καὶ οἱ ἄλλες περιπλοκάδες,
γεννώντας τὴν ἰδέα τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τῆς ἀγάπης.
Σπάνιο εἶναι νὰ τ' ἀφήσουν νὰ γεράσει, νὰ τὴ ζήσει
τὴν αἰώνια ζωή, καὶ σπάνιο εἶναι κεραυνὸς νὰ τόβρει,
μήνυμα ἐπουράνιο, ἕνωση οὐρανοῦ καὶ γῆς μὲ λάμψη ἀκαριαία
καὶ θάνατος στὸ δάσος, ὅπως πρέπει.
Ψυχή μου, εὐλόγα καὶ τὴν ὥραν,
ὁπότε ξεκινᾶνε μὲ τὰ πελέκια μιὰν αὐγή, ἄκαρδο, δουλευτικὸ
σμῆνος οἱ ὑλοτόμοι. Γουρμάζει τότες ἡ γραμμένη
σιωπηλὴ στιγμὴ τῆς θυσίας. Μὲ τὰ πολλὰ καταπέφτει
τὸ θειότατο ξύλο. Τοῦ ἀποξεραίνουνται οἱ χυμοί.
Ξερὸ ἀπομένει• καὶ ὅμως ξερό, δὲν ἔρχεται ὁλότελα
νὰ τὸ ξενώσει ἡ ξεραΐλα ἀπὸ τὶς φυσικές του ἐπιρροές.
Τὸ διαβιβρώσκει ἡ ὑγρασία ἢ τὸ φουσκώνει. Τοῦ ἀνοίγει
ὁ χρόνος τὶς ρωγμές. Πιάνει σαράκι. Ἔχτὸς ἂν τὸ προορίζουνε
γιὰ τὶς φωτιές, ὁπότε πάλι τρίζει, τρίζει, καὶ ἀφοῦ ἀναλάμψει,
τέφρα γίνεται, καθὼς ὅλα. Εἶπα ὅμως σήμερα τῆς ψυχῆς μου
νὰ γράψει γιὰ τὸ Ξύλο ἐκεῖνο τὸ προορισμένο ἀπὸ αἰώνων,
γιὰ τὸ Ξύλο, ποὺ ἡ γέννησή του βαστάει ἀπὸ τὶς πρῶτες
της γῆς μας φύτρες. Ἐτοῦτο ἐκόπη γιὰ νὰ γίνει
Ζυγὸς μέγιστος, θαυματουργὸς Στατῆρας,
ποὺ ἐστήθηκε στὴ μέσην ἀκριβῶς τοῦ χρόνου
γιὰ νὰ ζυγιάσει τὴν κούφιαν ἔγνοια τῶν ἀνθρώπων.
«Δὲν εἶναι δάσος, ποὺ νὰ προσφέρει ξύλο παρόμοιο».
Τὸ Ξύλο αὐτὸ δὲν εἶναι διόλου ὕλη ἀπαθής.
Ἔχει ψυχὴ καὶ δείχνει τη κάθε τόσο.
Ἐνῷ κατάξερο εἶναι καὶ κομμένο, ὅμως ἀνθεῖ
καὶ μέσα του μυκᾶται καὶ ἀναβράζει χυμὸς σεβάσμιος.
Δὲ θὰ ξετάξω τὸ γιατί ἔφερε Λύτρωση τὸ Ξύλο ἐτοῦτο.
Οὐδὲ ποιὰ Λύτρωση. Ψυχή μου, θέλω μόνο νὰ εὐλογήσεις
τὴν οὐσία τοῦ Ξύλου, ὁπόθε ἀχτινοβόλησε τοῦ κόσμου ἡ λάμψη.
Καὶ τὴν εὐγένεια ποὺ τοῦ ἐδόθη ἕνα πρωί, ὅταν ποτίστη
μέχρι τοῦ βάθους τῶν φλεβῶν του ἀπὸ αἷμα ἐξαγοραστικὸ
καὶ ζωογόνο. Ποιὸ βάρος φορτώθηκε! Ποιὸν πόνο
φορτώθηκε! Ὅλου τοῦ κόσμου! Τοῦ καθηλώθησαν
ὅλοι οἱ δρυμοὶ τῆς ἀγωνίας. Χαῖρε, Σταυρέ, πού, μὲ ὅλα,
μονάχη ἐλπίδα ἐσὺ ἀποβαίνεις στὶς ἐρημώσεις.