image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Κατεβάστε πολυτονικό αν δεν έχετε ήδη


Εἰκόνα : Ἔργο του
Σωτήρη Σόρογκα

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Δοκίμιο


Προηγούμενη Σελίδα


Η. Παπαδημητρακόπουλος

"Επί Πτίλων Αύρας Νυκτερινής"
Πέντε κείμενα για τον Παπαδιαμάντη


(Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήναι 1992)


4. Γκιουβέτσια και άλλα στον Παπαδιαμάντη

Το διήγημα θριαμβεύει• όχι πλέον αναγέννησις,
αλλά η γέννησις του ελληνικού διηγήματος
ετελέσθη επί των ημερών μας.
Κ. Παλαμάς (1892)

Αργότερα, αυτά που ονομάζουμε διηγήματα,
είναι σύντομες συνήθως αφηγήσεις, όπου
περιγράφεται μια στιγμή της ζωής ενός ανθρώπου,
ή δίνονται χαρακτηριστικά επεισόδια ψυχογραφίας και ηθογραφίας.
Κάποτε το σύνολο απαρτίζεται από μια περιγραφή.
[Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1985]





ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ κατά την περίοδο της λαμπράς ακμής του (περίοδο για την οποία, εκπρόσωπος της γενιάς του '30, μίλησε ανερυθριάστως για προϋπάρχον κενό...), στηρίζεται σχεδόν στο σύνολό του στην τεχνική της περιγραφής. Η τεχνική αυτή, που συνήθως εκμεταλλεύεται τη λειτουργία της μνήμης, οδήγησε το ελληνικό διήγημα σε κορυφαία επιτεύγματα — αλλά, ταυτοχρόνως, συνέβαλε σε παρερμηνείες και παρανοήσεις από κοντόθωρους και μίζερους γραμματικούς, οι οποίοι τελικώς διέβαλαν τους κορυφαίους και πιο γνήσιους εκπροσώπους αυτού του είδους του αφηγηματικού λόγου.

Η μεθοδολογία της περιγραφής (δηλαδή, ουσιαστικά, ή πραγματογνωσία) επέτρεψε στους έλληνες διηγηματογράφους να οικοδομήσουν ένα στέρεο, πειστικό και ευχερώς αναγνωρίσιμο χώρο, από όπου τα πρόσωπα δεν προκύπτουν αυθαίρετα και αδέξια από κάποιον ως από μηχανής θεό, αλλά αναδύονται φυσικότατα και θάλλουν, μέχρις ότου αναχθούν σε πρόσωπα του μύθου. Μέχρις ότου, δηλαδή, υπερβούν την αρχική υπόστασή τους, την αποβάλουν και καταστούν ήρωες. Ο χώρος τους παρακολουθεί: λειτουργεί προϊόντως επέκεινα της αρχικής περιγραφής, καθιστάμενος τελικά ένας χώρος ποιητικός -ένας χώρος ιδιαίτερης μαγείας.

Οι μεγάλες και, κυρίως, οι πολλαπλές δυνατότητες της περιγραφής, δεν έγιναν πάντα αντιληπτές κατά την αποτίμηση του έργου των διηγηματογράφων μας. Ίσως αυτό μπορεί να ερμηνεύσει γιατί στεγνοί και κόρδακες γραμματικοί έπνιξαν, κυριολεκτικά, τη νεοελληνική λογοτεχνία μέσα σε αυθαίρετα και ισοπεδωτικά φιλολογικά σχήματα. Τις περισσότερες φορές δεν αντελήφθησαν ούτε καν το άλλοθι της περιγραφής — ενώ επιμόνως τους διέφευγαν και η διαστολή του χώρου και η αναγωγή των προσώπων. Ξεμπέρδεψαν, ταυτίζοντας την περιγραφή με λαογραφικές και ηθογραφικές καταγραφές (ενίοτε, κάπως μεγαλόψυχα, αναγνωρίζουν κατά παραχώρησιν και ψυχογραφικές αρετές), προσάπτοντας, εν είδει κάποιας αόριστης καί, πάντως, αφ' υψηλού μομφής, την κατηγορία (η λέξη με τη διπλή της έννοια...) του ηθογράφου σε όλους συλλήβδην τους εξέχοντες δημιουργούς.

Οι εκτιμητές αυτοί, αδυνατώντας να εννοήσουν την υπερβατική ταύτιση των αφηγηματικών προς τα δραματικά στοιχεία, κατέληξαν σε αρνητικές και άθλιες αποτιμήσεις του έργου του Παπαδιαμάντη,(1) του Μωραϊτίδη, του Θεοτόκη, του Βικέλα(2) και πλείστων άλλων πεζογράφων μας. Η κατάρα για τα γράμματά μας έγκειται στο γεγονός, ότι αυτές οι αρνητικές αποφάνσεις κυκλοφορούν και αναπαράγονται συνεχώς μέχρι των ημερών μας — και μάλιστα με ένδυμα οιονεί επίσημο και μάλιστα χωρίς, μέχρι τώρα, ανάλογο αντίλογο.

Η κριτική προσέγγιση, ακόμη και η αισθητική, του έργου τόσων λαμπρών δημιουργών, διέπεται και από ένα σύνδρομο πρωταθλητισμού — πιο «ωχρός» ο Μωραϊτίδης έναντι του Παπαδιαμάντη κ.ο.κ. Χάνουμε έτσι την ευκαιρία να δούμε πως λειτουργεί η ίδια τεχνική στους δύο πεζογράφους που μόλις αναφέρθηκαν, δεδομένου ότι και οι δύο περιγράφουν (όσο περιγράφουν...(3) τον αυτό χώρο, στον αυτό χρόνο και τους ίδιους πάνω-κάτω ανθρώπους.

Ας δούμε, π.χ., Τα ρόδιν' ακρογιάλια του Παπαδιαμάντη, έργο του 1907, η δράση του οποίου διέρχεται και μέσω ενός ελαιοτριβείου. Το ελαιοτριβείο, στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση, δεν παίζει κανένα ιδιαίτερο ρόλο ούτε στην ανάπτυξη της ιστορίας ούτε στην εξέλιξη των ηρώων: ο Παπαδιαμάντης σχεδόν το αντιπαρέρχεται. Η περιγραφή του είναι στοιχειώδης, χθαμαλή, μετά βίας ιχνογραφείται ο χώρος.

Αντιθέτως στο διήγημα του Μωραϊτίδη Ο δεκατιστής (1894), ήρωας είναι ένας φορατζής ελαιοκάρπου. Η περιγραφή του ελαιοτριβείου, χώρου όπου ο δεκατιστής ασκεί κατ' εξοχήν το ειδεχθές του έργο, καταλαμβάνει μεγάλη έκταση στον Μωραϊτίδη — και, φυσικά, όχι για να διασώσει τα ήθη της εποχής... Οι λεπτομέρειες είναι συναρπαστικές, μια ποιητικότατη διάθεση διατρέχει τις σελίδες του, ώστε το κείμενο να λειτουργεί άκρως υποβλητικά.

Ανάλογες, αλλά ακριβώς αντίστροφες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν με την περιγραφή του ταρσανά της νήσου: στο διήγημα Ολόγυρα στη λίμνη,
ο Παπαδιαμάντης μας προσφέρει, ανεπανάληπτες σελίδες της ναυπηγήσεως και, ιδίως, της καθελκύσεως του μεγάλου σκάφους -αφού, την τελευταία αυτή σκηνή, θα επιστέψει, ακριβώς η ηρωίδα της μυθιστορίας.

Στη διηγηματογραφία του Παπαδιαμάντη είναι απίστευτος ο πλούτος των πραγμάτων. Ο αριθμός των όσων περιγράφονται είναι ελάχιστος -αλλά ο αφηγηματικός χώρος πολλαπλασιάζει και διαστέλλει τα πράγματα. Στον αναγνώστη, πάντως, προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση οι συχνές και επίμονες αναφορές σε φαγητά, γραμμένες μάλιστα με ιδιαίτερη τρυφερότητα.

Άγρια λάχανα, τυρόπιττες, περσικό πιλάφι, σούβλες, νεφραμιές, γουρουνοπούλες, χοιρίδιον παραγεμιστόν, σπληνάντερα, κοκορέτσι (ως προφταστήρια, ή ψυχόσιαγμα...), χέλι ψητόν μετά φύλλων δάφνης στη σούβλα, τρυφερά ερίφια, κρίταμα, αρμυρήθραι, τουλουμοτύρια, εχίνοι και οστρείδια, αστακοί μαγειρευτοί με μάραθα, πετροκάβουρα, παγούρια εύχυμα, κογχύλια, γωβιοί, λάχανα θαλασσινά, μοσχάτος οίνος, μαστίχαι, ρούμι, ρακή, μπακλαβάδες, τρίγωνα, χαμαλιά, τηγανίτες, φουσκάκια, πετμέζι, ξηρά σύκα, και τόσα άλλα χάδια της κοιλιάς, πάνε και έρχονται στις σελίδες των μυθιστοριών του.

Εις όμως υπάλληλος ήτο πολύ πονηρός, και τον είχε καταλάβει. Φαίνεται να ήτον «Μωραΐτης». Αλλ' ο μπαρμπ’-Αλέξη ς ταχέως τον αφώπλισεν. Υπό την πρώραν της βάρκας έκρυπτε πάντοτε μίαν τσότραν γεμάτην, ή και δαμεζάναν ολόκληρον, του ευρίσκοντο δε και κάτι ορεκτικά εδέσματα της πατρίδος του. Με μισή αστακοουρά, με κανέν καπνιστό κεφαλόπουλο της λίμνης, με ολίγον αυγοτάραχον, μ' ένα έγχελυν αλατισμένον, όλα προϊόντα της μικράς ωραίας νήσου, ο μπάρμπ'-Αλέξης έκαμνε τη δουλειά του.
(Ο Πανταρώτας)


Έμειναν σύμφωνοι να έλθη ο λεμβούχος να τους δώση είδησιν εις τας τρεις, δια να ετοιμασθούν, και εις τας τέσσαρας να εκκινήσωσιν. Ο παπα-Φραγκούλης διέταξε να τεθώσιν εις σάκκους αι προσφοραί όσας είχε, καί τινα δίπυρα, και εις δύο μεγάλα κλειδοπινάκια έθεσεν ελαίας και χαβιάρι. Εγέμισε δύο επταοκάδους φλάσκας με οίνον από την εσοδείαν του. Ετύλιξεν εις χαρτιά δύο ή τρία ξηροχτάποδα, και, μικρόν κυτίον το εγέμισεν ισχάδας και μεγαλόρραγας σταφίδας...

Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δύο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα• και ο καπετάν-Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολετί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία.
(Στο Χριστό στο Κάστρο)

Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων και έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν' απολαύσωσιν ως «προφταστήρα» το ορεκτικόν κοκορέτσι, οι δε πέντε εκ της συνοδείας επέβησαν εκ νέου εις τα ονάριά των και διευθύνθησαν εις το Πρυΐ.
(Στην Αγι'-Αναστασά)

Ο Αγάλλος ήτον περιμάχητος γαμβρός. Οκτώ χρόνια, δεκαέξ μπακλαβάδες, εικοσιτέσσαρες σουπιέρες χαμαλιά, παραπάνω από σαράντα κόττες και πίττες. Και ποιος τα λυπάται αυτά; [...] Εν τω μεταξύ, ο μπαρμπα-Γκιουλής, ο κατ’ αποκοπήν μάγειρος όλων των γάμων, είχεν ανάψει κάτω, εις την αυλήν του οικίσκου, δύο μεγάλας πυράς, και επί της μιας ανεβίβασε τεράστιον ρακοκάζανον, τεμαχίσας εντός του οκτάμηνον πρόβατον, και ήρχισε να το τσιγαρίζη δια να κάμη το σύνηθες εις τους γάμους περσικόν πιλάφι, ενώ επί της άλλης, ευθύς ως έγινεν ανθρακιά, έτεινε παραλλήλους δύο σούβλας με δύο άλλα σφαχτά. Κύπτων επί των δύο πυρών, με την μία χείρα εγύριζε την σούβλαν, με την άλλην εχειρίζετο την τεραστίαν κουτάλαν, δι’ης ανεκάτωνε κ’ ετσιγάριζε το κρέας με τα κρόμμυα. [...] Μόλις ήρχισε να ροδοκοκκινίζη το ψητόν, μόλις ήρχισε να μυρίζη προκλητικώς το τσιγαριστόν, και ο Γκιουλής, ανασπάσας την μάχαιραν από το πλατύ κίτρινον ζωνάρι του, ήρχισε να κόπτη γενναίους μεζέδες από τα δύο ψητά, και δια της κουτάλας έβγαζε μεγάλα κομμάτια από το τσιγαριστόν.
(Οι Ελαφροΐσκιωτοι)

ΟΙ δειγματοληπτικές αυτές αναφορές σε μερικά, μόνο, από «τα χάδια της κοιλιάς» — καί, δη, οι δαψιλώς παρεχόμενες λεπτομέρειες στους Ελαφροΐσκιωτους — δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι τα φαγητά στον Παπαδιαμάντη, δεν αποτελούν λαογραφικές, ηθογραφικές ή άλλες καταθέσεις, αλλά λειτουργούν μέσα στην όλη τεχνική της περιγραφής, ως μία επί μέρους πραγματογνωσία. Είναι δε άκρως χαρακτηριστικό το γεγονός (απογοητευτικότατο, πάντως) ότι ολόκληρη αυτή η πεζογραφική κοσμογονία, κατάφερε να εξαντλήσει την κριτική σκέψη του πανεπιστημιακού Παν. Μουλλά μόνο στην ακόλουθη μίζερη φράση: «Κάποτε, η επιθυμία του φαγητού αφήνει στη μνήμη του χαρακτηριστικές λεπτομέρειες...».(4)

Παρατηρώντας κάπως πιο συστηματικά τα εδώδιμα των διηγημάτων, βλέπουμε ότι τα κυρίως όψα, με τα οποία διατρέφονται οι ήρωες, είναι το ψωμί, το κρασί, λίγο τυράκι, οι ελιές, ο ταραμάς και, πάνω απ' όλα, το γκιουβέτσι.

Ο Παπαδιαμάντης ο ίδιος υπήρξε πάντα ένα εξαιρετικά λιτοδίαιτο άτομο. Οφείλουμε δε να υπενθυμίσουμε τη μαρτυρία, που μας παραδόθηκε: στις γκιουβετσάδες, στα διάφορα τσιμπούσια, έφθανε αργοπορημένος και, μελιχρός τους τρόπους, καθόταν σε μια άκρη, δεν άγγιζε καν το φαγητό και έφευγε απαρατήρητος... Αυτά - για να μην του φορτώνουμε και άλλες, προσωπικές μας, αμαρτίες.

Και η ψυχρά ριπή δεν ήτο δυσάρεστος εις τον μικρόν κτηματίαν τον επιβαίνοντα του όνου και απερχόμενον εις τον αγρόν του ουδέ εις τον ζευγηλάτην, τον διά της φωνής αποτείνοντα τα κελεύσματα εις τους βους του:
-Ο! Μελίσσ', όξου Μαυρομμάτ'!
και δια του βλέμματος θωπεύοντα την μεγάλην χύτραν, με τα καλομαγειρευμένα με ικανόν ευώδες έλαιον φασόλια, και με άφθονον κόκκινην πιπεριάν, την οποίαν...

Πότε άλλοτε η περιφρονημένη και ταπεινή φασολάδα αξιώθηκε ποιητικοτέρας περιγραφής, από αυτήν που διαβάζουμε στο διήγημα Ολόγυρα στη λίμνη; Κι όμως, ουσιαστικά, δεν είναι η φασολάδα εκείνη στην οποία αναφέρεται η περιγραφή, αλλά ή ακολουθούσα και φέρουσα επί των ώμων της το φαγητό νοικοκυρά...

Μικρόν μετά την μεσημβρίαν έφθασε μέγα πήλινο γκιουβέτσι με χασάπικους μεζέδες, σπληνάντερο και κοιλίτσες και καρδιές, μετά παχείας βορβορόχρου σάλτσας. [...] Η πεντακέφαλος εύθυμος παρέα επείθετο να ψηφοφορήση «μονοκούκι» υπέρ του ενός κόμματος ή υπέρ του άλλου, αντί προκαταβολής 210 δραχμών είς μετρητά, ενός γκιουβετσίου, δύο γαλονιών οίνου κ' ενός παγουρίου ρακής, ως και ζεύγους τσαρουχιών περιπλέον δια τον Κώσταν τον Άγγουρον,

διαβάζουμε στους Χαλασοχώρηδες. Η δραματική αυτή καταγγελία εξακολουθεί να εκλαμβάνεται μέχρι των ημερών μας ως ηθογραφική καταγραφή...

Και η ταλαίπωρος Αρετή η Μπόζαινα [...], υπέφερε πολύ από την ολιγωρίαν του συζύγου της του καλουμένου Πατσοστάθη ή Μπόζα, όστις, καίτοι γεωργός με αγρούς και κτήματα [...], του ήρεσε να κυλιέται εις τα σφαγεία, ως αληθινόν «χασαπόσκυλο», να τρώγη καθημερινά γκιουβέτσια, και χορταίνη τον οίνον και τον ύπνον, αφήνων ως επί το πλείστον νηστικήν κατ’ οίκον την συμβίαν, ομού με τα πέντε παιδία της,

μας λέει στο διήγημα Η στοιχειωμένη καμάρα.

Τότε εδοκίμασε να συστήση, ως είπομεν, σύλλογον ιδικόν του. [...] Τέλος εφαγώθη ένα γκιουβέτσι, εψάλησαν άσματά τινα θρησκευτικά και πατριωτικά και ο σύλλογος διελύθη. [...] Μετ' ολίγον καιρόν, πάλιν νέαν απόπειραν έκαμεν ο Θεόδωρος διά να σύμπηξη ένα νέον σύλλογον, η «Ανακαίνησις». Κανείς δεν έδωκε λεπτόν. Ούτε γκιουβέτσι, ούτε άσματα. [...] Μετά καιρόν ύστερον [...] συνεκεντρώθησαν δεκάδες τινές δραχμών. Μετά πρώτον και δεύτερον γκιουβέτσι, τα πράγματα ήρχισαν πάλι να κρυώνουν,

διαβάζουμε στον Διδάχο.

Τρεις άνθρωποι, τρεις φυλαί, τρια θρησκεύματα, ως κοινόν γνώρισμα είχον μεγάλην κλίσιν εις τα γκιουβέτσια, τα οποία παρήγγελλον εις τον γειτονικόν φούρνον με μακαρόνια πολύ χονδρά, ραβδωτά, τα οποία τινές ονομάζουσι, δεν ειξεύρω διατί, σέλινα,

διαβάζουμε στον Αντίκτυπο του νου.

Εκείνην την βραδιάν τον είχε προσκαλέσει μια παρέα. Επτά ή οκτώ φίλοι αχώριστοι. Αγαπούσαν την ζωήν, τα νιάτα. Ο ένας από αυτούς έβαλλε γκιουβέτσι κάθε βράδυ. Οι άλλοι έτρωγαν.
Ήτον λοταρτζής κ' εκέρδιζε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς την ημέραν. Τι να τας κάμη; Τους εβαλλε γκιουβέτσι και τους εφίλευε. Ήσαν λοτοφάγοι, με όμικρον και με ωμέγα,


γράφει στον Ξεπεσμένο δερβίση, μη παραλείποντας, επί τη ευκαιρία, να ασκήσει ένα ακόμη από τα προσφιλή του λογοπαίγνια.

Με το διήγημα, τέλος, Ο Κακόμης (1903), που θα δούμε αμέσως μετά, έχουμε πλέον την πλήρη και ακριβή ταυτότητα αυτού του φαγητού. Το γκιουβέτσι είναι, λοιπόν, το φαγητό των μοναχικών και, κατ’ επέκτασιν, των ελεύθερων ατόμων: δεν αποτελεί έδεσμα της οικογενειακής εστίας, αλλά φαγητό της ταβέρνας, της ανδρικής παρέας, του πότη. Τα υλικά του είναι στοιχειώδη (ζυμαρικά και λίγο λαδάκι σε ένα πήλινο σκεύος), η παρασκευή του απλούστατη (μπορεί να ετοιμασθεί στο άψε-σβήσε από τον φούρναρη, ή και –σπανίως- τον χασάπη, οπότε και το συνοδεύει βορβορόχρους σάλτσα), η γεύση του εξαίρετη (αρκεί να ψηθεί στον με φρύγανα λειτουργούντα ποτέ φούρνο της γειτονιάς, οπότε και θεωρείται ότι αποτελεί τη συνισταμένη των οσμών που εκλύονται από το κύτος του φούρνου.

Αλλ' έξαφνα, μίαν πρωίαν, τον είδαν να στέκη εις την παραθαλάσσιον αγοράν, σιμά εις τον τόπον των δημοπρασιών, φέρων την χαμαλίκαν και μικρόν κουβαριασμένον σχοινίον.
- Τι τρέχει, Αποστόλη;... Αποφάσισες να γίνεις χαμάλης;
- Αυτό είναι το πλέον ελεύθερον επάγγελμα, απήντησεν ο Κακόμης, άλλο καλλίτερο δεν ηύρα.


Σε μια μεταγενέστερη αναφορά Τα βενέτικα, διαβάζουμε ότι ο Αποστόλης ο Κακόμης (που τον συναντήσαμε ήδη στα Άγια και πεθαμένα έψαχνε κι αυτός στα νιάτα του ανά τα όρη, για κρυμμένα γρόσια.

Ο Κακόμης, ένα από τα πιο ωραία και μάλλον άσημα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, δεν αποτελεί παρά την υποδειγματική περιγραφή της ημέρας ενός μοναχικού χειρώνακτος. Προς μέγα σκανδαλισμό (και αμηχανία) επίδοξων επικριτών, πάσα δράση απουσιάζει... Ο Αποστόλης ο Κακόμης, αυτός ο χαμάλμπασης ήρωας, τρέφεται αποκλειστικά με ένα γκιουβέτσι, που το τρώει κάθε μεσημέρι ζεστό-ζεστό, δίπλα εκεί, στο φούρνο -όπου του το ετοιμάζουν. Τις ημέρες της νηστείας το παρασκευάζει σαρακοστιανόν- και έτσι γλιτώνει τα έξοδα για το λαδάκι... Οι δεκάρες που περισσεύουν, δεν χρησιμοποιούνται για τη διεύρυνση του φάσματος των ωνίων, αλλά αποτελούν τη συνδρομή του Κακόμη, ώστε να επιβιώσει ένας παλαίμαχος και πάμπτωχος άλλος αχθοφόρος.

Ο μοναχικός και συγκλονιστικός αυτός άνθρωπος, ο Αποστόλης ο Κακόμης, πεθαίνει τελικά νεώτατος, κατά Ιούνιον μήνα, μέσα στο αχούρι όπου κατοικούσε, στην εσχατιά της πολίχνης. Την παραπεταμένη χαμαλίκα του θα κάψουν τα παιδιά τη νύχτα της 23ης Ιουνίου, στη φωτιά του Άη-Γιάννη του Κλήδονα.

Θεωρώ το διήγημα αυτό ως τυπικό δείγμα της μαγικής τέχνης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: το γκιουβέτσι, εδώ, αποκτά τέτοια αφηγηματική σημασία, ώστε αποτελεί το δραματικό ισοδύναμο του ήρωα.(5) Χωρίς την καθημερινή λειτουργία (σχεδόν τελετουργία...) του γκιουβετσιού, ο συγκεκριμένος αυτός ήρωας είναι αδύνατον να υπάρξει!

Και ύστερα, χορτάτοι, καθόμαστε σε ένα μεγαλοπρεπές γραφείο, καλώς θερμαινόμενο και αεριζόμενο, δαψιλώς φωτιζόμενο (κατά προτίμησιν από αριστερά), και αποφαινόμεθα(6) ότι ο Παπαδιαμάντης: «ηθογραφεί την ζωή... χωρίς πάθος για τον άνθρωπο... η τεχνική του είναι απλή, μονότροπη και καταντά μονότονη... τα πρόσωπα είναι θαμπά και ουδέτερα... τα επίθετα φτωχά και συμβατικά... με ύφος, έκφραση, γλώσσα σχεδόν τυχαία, ενώ κάποτε το σύνολο δεν απαρτίζεται παρά από μια περιγραφή...•».

Κουκιά φάγαμε, κουκιά μαρτυράμε... Χρόνια μετά ο Παν. Μουλλάς θα γράψει: «Η ψυχική δομή του συγγραφέα μας, στη διάρκεια της, μένει ένας πυρήνας συμπαγής, άθραυστος κι ανεξέλικτος -όπως και το έργο του, η σκέψη του και η συνείδησή του... Τι απομένει λοιπόν από το έργο τούτο σήμερα;... Σιγά-σιγά, με τα χρόνια και με τη συμβολή μιας απαιτητικότερης κριτικής, ο συγγραφέας μας έχασε την πρώτη λάμψη του θρύλου του... Σήμερα ξέρουμε (sic!) πως το έργο του δεν διαθέτει όλες εκείνες τις εγγυήσεις που εξασφαλίζουν ένα απρόσκοπτο ταξίδι μέσα στο χρόνο: ούτε η προχειρογραφία, ούτε η στατικότητα, ούτε η αφέλεια αποτελούν αξίες ικανές να προστατέψουν από τις φουρτούνες, αν όχι από το ναυάγιο... Η γλώσσα, ανυπόταχτη, ντυμένη το επίσημο καθαρευουσιάνικο φόρεμά της, χρησιμοποιείται όπως λάχει, και πάντα με τον εύκολώτερο τρόπο...».(7)

Όπως λάχει, λοιπόν... Άλλως τε, έχει από έτη κατατεθεί(8) ως ιστορικό συμπέρασμα, προς χρήσιν υπό των πανεπιστημιακών, φιλολόγων, μαθητών, λογοτεχνών και εν γένει αναγνωστών πώς:

«Ο Παπαδιαμάντης διαβάζεται εύκολα από ανθρώπους πού δεν έχουν συνηθίσει στην καλή ποιότητα».

Μιλήσαμε, επομένως, και για την ποιότητα -και του Παπαδιαμάντη, και ημών των αναγνωστών του. Τι άλλο μένει, πια, να πούμε;



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. - Δημαράς Κ. Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1985.

2. - «Εξάλλου εδώ υπάρχει μόνο αφήγηση στο πρώτο πρόσωπο, χωρίς δράση, ό,τι συμβαίνει, το ακούμε από το στόμα του αφηγητή, δεν το βλέπουμε να διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας. [...] μας αφηγείται περιστατικά που ξετυλίγονται στο νεκρό και σβησμένο παρελθόν, όχι στο ζωντανό παρόν». Απόστολος Σαχίνης, Εισαγωγή στον τόμο: Δημητρίου Βικέλα Διηγήματα, Εστία, Αθήναι 1979.

3. - Γνωρίζω (και δη από πρώτο χέρι) τα λόγια του σπουδαίου Πεντζίκη, και αποδέχομαι τη σημασία τους: «Ο Παπαδιαμάντης αποτελεί την πρώτη περίπτωση αντιγραφικής μνήμης στα γράμματα μας• ο Παπαδιαμάντης δεν περιγράφει: αντιγράφει».

4. - Μουλλάς Παν., Α. Παπαδιαμάντης Αυτοβιογραφούμενος, Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Ερμής, Αθήνα 1974.

5. - Στο διήγημα Ο πολιτισμός εις το χωρίον (1891), ανάλογη, αλλά εκδήλως ατελέστερη, σχεδόν εν σπέρματι, είναι η λειτουργία του μοσχάτου οίνου: από άποψη τεχνικής, ανάλογο ρόλο παίζουν οι φράσεις που εμπεριέχουν τον μοσχάτον, και που παρακολουθούν (ή, ακολουθούνται) από τις επί μέρους φάσεις της ιστορίας.

6. - Δημαράς Κ. Θ., ό.π.

7. - Μουλλάς Παν., ό.π.

8. - Δημαράς Κ. Θ., ό.π.



Προηγούμενη Σελίδα