image with the sign of Myriobiblos





Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Αφιερώματα | Σεμινάρια | Παρουσιάσεις Βιβλίων

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Κατεβάστε πολυτονικό αν δεν έχετε ήδη


Εἰκόνα : έργο του
Κώστα Τσόκλη

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ - Κριτικές


Προηγούμενη Σελίδα


Σωτήρης Γουνελάς

Με γόους Σιγής
Δημήτρης Κοσμόπουλος, Λατομείο, εκδ. Κέδρος, 2002.

Στο περ. ΠΟΙΗΣΗ, τχ. 21, Ιούνιος 2003.


Ο τίτλος κιόλας του βιβλίου χτυπάει στην καρδιά του δράματος. Τι είναι ένα λατομείο; Τόπος εξόρυξης πετρωμάτων, αλλά καί παραμορφωμένο τοπίο. Η πέτρα, το μάρμαρο του βουνού τρίβονται, κόβονται, παραμορφώνονται. Ο Κοσμόπουλος αρχίζει από το λατομειο των παιδικών του χρόνων καί φτάνει στο λατομείο το σημερινό. Ωθώντας τη μεταφορά στα άκρα, θα έλεγα ότι, από το λατομείο του χωριού ή του σπιτιού του, φτάνει στο λατομείο μιας ολόκληρης χώρας.

Καθώς λοιπόν εξορύσσει πετρώματα, φανερώνει καί περιγράφει πληγές, πληγές του τόπου, πληγές του ίδιου, πού μας φέρνουν μέσα στην ποίηση. Γιατί αυτό κάνει η ποίηση: ξύνει πληγές. Eίναι ένας αέρας που φυσάει πάνω στα νεκρωμένα ή σωπασμένα αισθήματα των ανθρώπων καί στίς νεκρωμένες αισθήσεις που, στην ανελέητη αυτή εποχή, πασχίζουν να τίς ξυπνήσουν με το σεξ ως πανάκεια.

Ποίηση λοιπόν είναι το βουητό που ακούγεται τη νύχτα ανάμεσα στις φυλλωσιές, μεταφέροντας ένα μεταφυσικό ρίγος. Είναι ό πόνος για πρόσωπα και πράγματα, που γίνεται λόγος. Ο Κοσμόπουλος αγγίζει το ψαχνό της ποίησης, γιατί τα ποιήματά του είναι ποιήματα πόνου, λόγοι πού παρατάσσονται δείχνοντας πληγές και τονίζοντας τίς όψεις τους. Μα υπάρχει και κάτι ακόμη: το λατομείο, ή πληγή, ο πόνος ως λόγος, μας φέρνουν στον σταυρό της χριστιανικής παράδοσης. Επάνω του δένονται όλα καί κορυφώνεται η τραγωδία. Βέβαια η τραγωδία έχει λύση την ανάσταση. Στό βιβλίο αυτό θα δούμε αργότερα ποια είναι η «λύση».

Το ποίημα «Σμήνος»

Το «καλούπι» του ποιήματος θυμίζει Λειβαδίτη (κυρίως Ο τυφλός με το λύχνο). Ένα πεζά γραμμένο κείμενο με εσωτερική ποιητική, με «περιεχόμενο» ποιητικό. Ταυτόχρονα άκρως εξομολογητικό, άσχετα με το αν εκφέρεται σε τρίτο πρόσωπο.

Κεντρικό θέμα του ποιήματος είναι τα πουλιά. Είναι ό αφηγητής πού, κοιτώντας τον ήρωα, ουσιαστικά ταυτίζεται μαζί του. Είναι ή νυχτερινή του ζωή, ή κρυφή, πού στην περιγραφή της φανερώνεται το εσωτερικό της καρδιάς: οι βαθιά κρυμμένες επιθυμίες. Με μια ωραία ταύτιση του στήθους με το κλουβί, ο Κοσμόπουλος μεταμορφώνει αυτή την καρδιά σε κατοικητήριο πουλιών που φτερουγίζουν: που φτερουγίζουν κρυφά, δεν τα αφήνει να φτερουγίσουν φανερά. Mα και κάτι άλλο• χρησιμοποιεί αυτά τα οξύμωρα σχήματα: «σπαρταριστή χαρά», «χαρούμενη οργή».

Ὅμως τα πουλιά δεν είναι μόνο λαβωμένες επιθυμίες ή θυμοί με διπλωμένη τη χαρά μέσα τους. Είναι καί γραφές, είναι όλα όσα περιέχει ο ποιητής και η ποίηση και που το βράδυ, μέσα στην ησυχία και κρυφά από τον κόσμο και τους ανθρώπους, γίνονται γράμματα, αποκτούν έκφραση, αποκτούν μιλιά και, καθώς λέει ο τελευταίος στίχος,

Σμήνος πουλιά, κατάστικτα από γράμματα
να χάνονται στον κόσμο.

Ο Κοσμόπουλος έχει βουτήξει την πένα του σε ένα στροβίλισμα αισθήσεων και μνήμης, αισθημάτων και οραμάτων, και μπαινοβγαίνει στον χρόνο και τον χώρο επιβάλλοντας μια ονειρική ενότητα. Με κύριο εργαλείο τουτη μεταφορά, προβαίνει με εικόνες πού αναβοσβήνουν φωτίζοντας μια πορεία ξεριζωμού, τον πρώτο χώρο και τόπο, το πατρικό σπίτι, από τη θαλπωρή της μητρικής αγκαλιάς, στον ξένο τόπο, το ξένο σπίτι, τη σύγχρονη πόλη, τη σημερινή Βαβέλ, ελληνική ή άλλη. Χωρίς έξωραϊσμούς, κατεβαίνει σε ψυχικά έγκατα καί προσπαθεί να τα χωρέσει όλα μέσα στίς λέξεις του, τα τωρινά και τα αλλοτινά. Υπάρχει ορισμένες φορές ένα πάθος μπουρλοτιέρη• βάζει φωτιά στις λέξεις του, είτε για να κάψει τον παλαβό καιρό ή μια πράξη ανίερη είτε για να φωτίσει το σκοτάδι του σημερινού τυφλού ανθρώπου.

Ό ποιητής αλγεί. Κάθε τόσο, μέσα στους στίχους πέφτει ένα άλγος που το ψηλαφεί πάνω σε πρόσωπα και πράγματα, στο φως της (μέρας ή της νύχτας. Συντάσσοντας τα ποιήματά του προσκαλεί τα κοντινά πρόσωπα της ζωής του, είναι οικογενειακός, χωρίς να χάνει από μπροστά του τους βίαιους κρουνούς της πόλης, τη φτήνια της εποχής καί την αμείλικτη φθορά, προσφεύγοντας όμως, όχι μονάχα στα κτίσματα, στα φώτα, στα ζώα —πραγματικά καί φανταστικά βιωμένα καί ποθούμενα—, αλλά και σε έναν αέρα, μια πνοή, κάτι διάφανο, πού στριμώχνεται όμως ανάμεσα στις πέτρες του παλιού και του νέου «λατομείου».

Εδώ ο ποιητικός του λόγος, παρά τα φτερουγίσματα και τα πουλιά, είναι δεμένος με τον σταυρό, το μαύρο χρώμα, τη νύχτα. Υπάρχει διάχυτο ένα αγκομαχητό, ένα λαχάνιασμα. Ο ακροτελεύτιος στίχος στο πρώτο κιόλας ποίημα («Εφέστιον Α») σφραγίζει ολόκληρο το βιβλίο:

με γόους σιγής το σπίτι φανερώνεται,
Μητέρα.

Θα έλεγα ότι «με γόους σιγής» καί πόνους γέννας φανερώνεται η ποίηση του Κοσμόπουλου. Με καταβυθίσεις, με συναίσθηση του «σκοτεινού καιρού» (σ. 12), με μια απόκοσμη διάθεση που θέλει να σμίξει την ποίηση με την «αναχώρηση» στην έρημο, βάζοντας όμως αυτή την «αναχώρηση» να μιλήσει μέσα στο ποίημα. Μέσα από αυτό το σμίξιμο παρουσιάζεται ή ιδιάζουσα σχέση του ποιητή με τον θάνατο.

Η ποίησή του θα μπορούσε να λογιστεί θανατηφόρα, νυχτοπούλι πού κρώζει τις νύχτες, γκιόνης πού κλαίει τον αδελφό του, όχι στα περίχωρα ή στα προάστια της πόλης, αλλά καταμεσής στην Αλεξάνδρας, λόγου χάρη, για την οποία υπάρχει καί σχετικό ποίημα. Η «σωτηρία» του ποιητή προκύπτει από την αναδρομή ή το βύθισμα. Στο ποίημα «Καταδύσεις επιτρέπονται μέχρι την επόμενη στάση» γράφει:

Βυθίζομαι με κόπο καί τραβάω, γιατρέ μου
εκείνο το συρτάρι του Ιουνίου
Στρώμα χρυσό τ' άχυρα από ξεραμένα καλοκαίρια
ένθα αναπαύεται καμένο κέλυφος του νήπιου τζίτζικα
λίγα χαλίκια του βυθού χρώματος κυανού [...]

Αυτή η φυλαγμένη παιδική ηλικία είναι το ένα φάρμακο, και το άλλο είναι η παρουσία της Μητέρας. Βέβαια, για να έρθουν μπροστά μας και τα δύο και να «φωτίσουν» τον ποιητή, ο Κοσμόπουλος επιχειρεί μια ιδιότυπη ομοιοπαθητική ανάμεσα στην ποίηση και τη σωματική μνήμη, θεραπεύοντας τη μία με την άλλη. Η ποίησή του είναι ψυχική, και μάλιστα σχεδόν κλειστά ψυχική, γι' αυτό καί το βιβλίο, με τη συνδρομή καί του τίτλου του, αποπνέει ένα δυσβάστακτο βάρος: το βάρος αυτό εκφράζεται περιληπτικά στο προτελευταίο ποίημα, στους τελευταίους στίχους:

θα μείνει πέτρα ασήκωτη, το σίδερο θα δέσει
θα στάξει κόμπους η σκουριά στο λύχνο του ματιού.


Η εικόνα είναι συγκλονιστική. Είναι κάτι σαν αναδρομή σε όλη τη διαδρομή του Λατομείου. Από την «ασήκωτη πέτρα», περνώντας από το σίδερο πού «θα στάξει κόμπους η σκουριά» του --όπως έσταζε ο ιδρώτας πρίν από τη Σταύρωση-- καί καταλήγοντας «στο λύχνο του ματιού» όπου πέφτει η σκουριά, το λιωμένο σίδερο του πόνου καί του αγώνα, έτσι δηλαδή που ό,τι βλέπει ο ποιητής φιλτράρεται μέσαθέ του (καί της): άρα το λυχνάρι του ματιού, το φως του, θα έχει γραμμένο πάνω του το χρώμα της σκουριάς.

Το τελευταίο ποίημα, «Λατομείο», μας βάζει μπροστά σε μια καθαρτήρια διαδικασία, που βέβαια ποιος άλλος θα την επιχειρούσε από τη «Μάνα». Η Μάνα αυτή λοιπόν «πλένει πέτρες στο ποτάμι». Πλένει τις πέτρες του λατομείου του παλιού και του καινούργιου, του λατομείου-παιδική ηλικία, του λατομείου-κόσμος/πόλη/παραμόρφωση. Καί πώς γίνεται η αποκατάσταση των πετρών; Με το γάλα της Μάνας. Βουτώντας ο ποιητής τις πέτρες του Λατομείου του στο γάλα της «Μάνας» (και μάνας του) — μέσα σε όνειρο—, ξορκίζει την πραγματικότητα του κόσμου καί δίνει «λύση» στην τραγωδία. Είναι μια λύση ενδοψυχική. Μέσα στον ίδιο κύκλο του λατομείου, του ποιητή, της μάνας, του τόπου, του κόσμου. Με τη διευκρίνιση ότι οι στίχοι:

«Την ημέρα χιονίζει ο ήλιος και τις ψύχει, θέλουνε
πλύσιμο και χάδια για να ξεψυχήσουν» είπε (σ. 96)

που βάζει στο στόμα της «Μάνας», παρά το γεγονός ότι γέρνουν κι αυτοί προς την πλευρά του θανάτου, έχουν τη σφραγίδα της αγάπης.

Εδώ βρίσκεται η «λύση» για την οποία μίλησα στην αρχή.

Προηγούμενη Σελίδα