image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΟΓΔΟΟΝ

ΑΙ ΠΡΟΤΑΘΕΙΣΑΙ ΛΥΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΙΣ ΑΥΤΩΝ


5. Αναγνώρισις υπό της Πολιτείας νομοθετικώς του παλαιοημερολογιτισμού ως «γνωστής θρησκείας» απολαυούσης συνταγματικής προστασίας μεθ' απάντων των συμπαρομαρτούντων.

Η λύσις αύτη, ερειδομένη επί των αρχών της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως, και προταθείσα το πρώτον υπο της ειδικής Επιτροπής του Υπουργείου Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων της εν έτει 1933 συγκροτηθείσης και εκ των Χ.Ανδρούτσου, Α. Γιδοπούλου και Αλ. Βαμβέτσου απαρτισθείσης(67) κηρύσσει τον παλαιοημερολογιτισμόν ιδίαν θρησκείαν, ανεξάρτητον της επικρατούσης εν Ελλάδι τοιαύτης, καίτοι ουδεμία δογματική ή λατρευτική διαφορά μεταξύ τούτων υφίσταται, απολαύουσαν δε πάντων των συνταγματικών προνομίων των ταις γνωσταίς θρησκείαις χορηγουμένων, υπό τας εν τω Συντάγματι καθοριζομένας προϋποθέσεις. Την τοιαύτην λύσιν ου μόνον ευνοούσιν οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται, αλλ' ως εικός και επιδιώκουσιν, αποβλέποντες εις την κατοχύρωσιν της νομιμότητος αυτών και της ελευθέρας και ακωλύτου ασκήσεως των της λατρείας αυτών. Προς υποστήριξιν της θέσεως ταύτης επικαλούνται ούτοι, προς τη γνωματεύσει της ως είρηται Επιτροπής, και τας απόψεις μεμονωμένων νομομαθών, ταχθέντων κατά καιρούς υπέρ της απόψεως ταύτης, αποπειραθέντες μάλιστα ίνα κατοχυρώσωσι ταύτην και συνταγματικώς εν έτει 1948 διά της γνωστής ερμηνευτικής δηλώσεως, ήτις προσετέθη τότε εν τω σχεδίω του Συντάγματος και εν τέλει του άρθρου 2 και καθώριζεν ότι «εις την έννοιαν του όρου «θρησκευτική συνείδησις» περιλαμβάνεται και το θρησκεύεσθαι κατά το Παλαιόν Εορτολόγιον»(58). Και η μεν διάταξις αύτη απηλείφθη τότε εκ του Σχεδίου, ένεκα της σθεναράς αντιδράσεως της Εκκλησίας, ου μην δ' αλλά κατέλιπεν ίχνη εν τη εξελίξει του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος(69), άτινα καθίστανται, κατά διαστήματα, εμφανή λόγω και ειδικών ενίοτε συνθηκών και περιστάσεων. Ούτω και παρά την σοβαρώς αμφισβητουμένην συνταγματικότητα της λύσεως ταύτης, καθ' ης είχε ταχθή η άρχουσα παρ' ημίν γνώμη της τε θεωρίας και πράξεως, αύτη προυβλήθη έκτοτε επανειλημμένως είτε ως επιβεβλημένη(70), είτε ως ενδεχομένη(71). Προ 10ετίας μάλιστα ανεγράφη εις τον τύπον η είδησις ότι η Πολιτεία κατέληξεν εις την λύσιν, ίνα αναγνωρίση νομοθετικώς τους παλ/τας(72), αλλά δεν επηλήθευσε.

Η λύσις αύτη ενέχει μειονεκτήματα και πλεονεκτήματα. Βασικόν αυτής μειονέκτημα είναι,ότι αγνοεϊ την έλλειψιν πάσης δογματικής ή λειτουργικής διαφοράς μεταξύ-της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και του παλαιοημερολογιτισμού, επεκτείνουσα την υπό του Συντάγματος ταις γνωσταίς μόνον θρησκείαις παρεχομένην προστασίαν και επ' αυτού, ως εάν επρόκειτο περί τινος γνωστής θρησκείας διαφόρου της επικρατούσης τοιαύτης.Ανεξαρτήτως όμως των λόγων τούτων, οίτινες καθιστάσι προβληματικήν την συνταγματικότητα μιας τοιαύτης λύσεως, εν όψει μάλιστα της διαμεμορφωμένης αντιθέτου επιχειρηματολογίας τόσον εν τη επιστήμη, όσον και εν τη νομολογία(73), η πρότασις αύτη προσκρούει ωσαύτως και επί ετέρου πρακτικού κωλύματος, όπερ είναι βέβαιον, ότι θα δημιουργήση σοβαρώτατα προβλήματα κανονικής φύσεως, εφ' όσον διά της προτεινομένης λύσεως θα ηυνοείτο η ύπαρξις διπλής εκκλησ. δικαιοδοσίας εν τω αυτώ χώρω, δεδομένης μάλιστα και της από του Συντάγματος προστατευομένης ενότητος της αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος(74). Πέραν αυτού είναι προφανές ότι διά της λύσεως ωσαύτως ταύτης, θα ασκήται επέμβασις εις τα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η δε απάλειψις εκ του ισχύοντος Συντάγματος της, περί μη επεμβάσεώς τινος εις βάρος της επικρατούσης θρησκείας, διατάξεως, δεν δύναται να προλάβη τας ένεκα των τοιούτων επεμβάσεων κυρώσεις των νόμων του Κράτους, προστατευόντων, ως εικός, την επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν. Προς υποσκέλισιν του κωλύματος τούτου οι Π. Παναγιωτάκος και Σ. Αλεξανδρόπουλος(75) ως και ο Ι. Πετριτάκης προύτεινον την καθιέρωσιν ειδικού διακριτικού εξωτερικού γνωρίσματος των κληρικών παλαιοημερολογιτών, προς σαφή διάκρισιν αυτών κυρίως από των λειτουργών της επικρατούσης θρησκείας. Αλλ' η ουτωσί επιδιωκομένη αποτροπή της κανονικώς και νομικώς απαραδέκτου επεμβάσεως δεν δύναται να ευσταθήση, διότι αι υφιστάμεναι παντός είδους, πλην της ημερολογιακής διαφοράς των 13 ημερών, ομοιότητες εν τη πίστει και τη λατρεία μεταξύ Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος και παλαιοημερολογιτών δεν κλονίζεται και η εξ αυτών εντύπωσις παρά τω λαώ δεν αίρεται δι' απλού τινος εξωτερικού γνωρίσματος αντιδιαστέλλοντος τον παλαιοημερολογίτην κληρικόν από του εις την δικαιοδοσίαν της κανονικής Εκκλησίας της Ελλάδος υπαγομένου. Το σχετικόν εξ άλλου προηγούμενον ως προς την εμφάνισιν των ουνιτών κληρικών, δεν δύναται να τύχη ενταύθα αναλόγου εφαρμογής, διότι δεν συντρέχουσι προκειμένου περί των παλαιοημερολογιτών αι αυταί προϋποθέσεις προς εφαρμογήν των περί προστασίας των γνωστών θρησκειών συνταγματικών διατάξεων. Τω λόγω τούτω παραμένει εν τοις πράγμασιν ανενεργός και η διάταξις του άρθρου 54 παρ. 1 του ν. 590/77 «Περί Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος » καθ' ήν «Οι μη έχοντες ή οι απωλέσαντες ,την ιδιότητα του κληρικού της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν δύνανται να φέρουν την περιβολήν ή αμφίεσιν του κληρικού της Εκκλησίας ταύτης, ως αύτη ωρίσθη διά του από 21 Ιαν. 1931 Διατάγματος «περί κανονικής περιβολής του Ελληνικού Ορθοδόξου Κλήρου» ως και τα διά του από 1ης Ιουνίου 1856 Διατάγματος καθορισθέντα διακριτικά διάσημα, της Εκκλησίας της Ελλάδος εις ουδέν προβαινούσης διάβημα κατά των παλαιοημερολογιτών «κληρικών» οίτινες, ως γνωστόν, δεν έχουν κανονικήν χειροτονίαν.

Ετέρωθεν η Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Ελλάδος έχει επανειλημμένως διακηρύξει την σφοδράν αντίθεσιν αυτής προς την υπό της Πολιτείας υιοθέτησιν της τοιαύτης λύσεως, ήτις, τυχόν γιγνομένη, θα επισημοποίει ασφαλώς το εν ταις κόλποις αυτής υφιστάμενον νυν ρήγμα και θα απέτρεπε διά παντός την αποκατάστασιν της εκκλησιαστικής ενότητος, οψέποτε ήθελεν ευρεθή λύσις τις ευνοούσα ταύτην, τοσούτω μάλλον καθόσον η νομιμοποίησις των παλαιοημερολογιτών θα ωδήγει και εις την άνευ ετέρου αναγνώρισιν του κύρους των υπό «κληρικών» αυτών τελουμένων Μυστηρίων και εις νομικήν και αστικήν κατοχύρωσιν των οπαδών του π. ημερολογίου. Και είναι βεβαίως προφανές ότι οι παλαιοημερολογίται, επιτυγχάνοντες μίαν τοιαύτην λύσιν και συγκροτούντες ωργανωμένην εκκλησιαστικήν Κοινότητα εντός της Ελλάδος, θα απετέλουν κράτος εν κράτει εντός του εκκλησιαστικού χώρου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ήτις ούτω θα εστερείτο της εκ του Συντάγματος παρεχομένης αυτή ειδικής προστασίας. Τω λόγω τούτω άλλωστε και δεν ευνοείται μέχρι στιγμής η λύσις αύτη εκ μέρους της Εκκλησίας.

Παρά ταύτα η τοιαύτη λύσις, της νομικής δηλονότι κατοχυρώσεως της υπάρξεως του παλαιοημερολογιτισμού, παρά τα αναμφισβητήτως αρνητικά στοιχεία, περί ων διελάβομεν ανωτέρω, είναι δυνατόν να θεωρηθή ως ενέχουσα και σοβαρόν τι πλεονέκτημα, υπό την έννοιαν ότι δι' αυτής η εν τω σκότει ως επί το πολύ σήμερον διενεργουμένη ποικίλη δραστηριότης των παλαιοημερολογιτικών διοικητικών παραγόντων και η υπ' αυτών άσκησις διαχειρίσεως επί λίαν σοβαρών ενίοτε περιουσιακών στοιχείων, θα υποβληθή εις τους νομίμους ελέγχους και λοιπήν νόμιμον διαδικασίαν, ήτις προβλέπεται υπό των κειμένων νόμων διά τα νομικά εν γένει πρόσωπα, τούθ' όπερ αποτελεί υποκάρδιον πόθον πολλών σοβαρών και συντηρητικών, λαϊκών κυρίως, παλαιοημερολογιτικών κύκλων, οίτινες μετ' ανησυχίας βλέπουσι νυν την ασύδοτον κατά το μάλλον και ήττον διοίκησιν και διαχείρισιν, των κοινών εκ μέρους των τε «Αρχιερέων» και λοιπών «κληρικών» αυτών. Η τοιαύτη εξ άλλου λύσις θα εξησφάλιζε, κατ' αυτούς, και την ανάδειξιν υπευθύνων διοικητικών φορέων του όλου Αγώνος, μεθ' ων θα ήτο δυνατή η επιδίωξις συνεννοήσεώς τινος της επισήμου Εκκλησίας προς επίλυσιν των εκάστοτε προκυπτόντων ζητημάτων.





Σημειώσεις

67. Βλ.«Δικαστικήν» Ε'σ.65.

68. Εκκλησία» 1948 σ. 213.

69. Και κατά .την αναθεώρησιν των άρθρων 1 και 2 του Συντάγματος του 1953 προυτάθη όπως περιληφθή διάταξις, καθ' ην είναι ελευθέρα πάσα γνωστή θρησκεία και δοξασία, πλην όμως τούτο δεν εγένετο δεκτόν υπό της Βουλής. Βλ. Γ.Ι. Λ(εβεντίδη), Οι Παλαιοημερολογιακοί ναοί, εν: «Ενορία» 1973 σ. 6.

70. Ούτω Π. Παναγιωτάκος εν: «Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογητικού ζητήματος» σ. 29-30, Ι. Πετριτάκης εν: Το Ελλην.Παλαιοημερολογιακόν ζήτημα σ. 25 επ., 33-34 και η παράταξις «πρ. Φλωρίνηςη εν: «Η Φ.Ο.» 1960 φ. 335 σ. 5.

71. Ούτω Χ. Γεωργιόπουλος εν τη εισηγήσει αυτού. Βλ. ταύτην εν «Ελευθ. Κόσμος»13-2-73.

72. Βλ. «Ελεύθ. Κόσμον» 13-2-73, «Ακρόπολιν» 28-1-73.

73. Πρβλ. και Ι. Λ(εβεντίδη), Οι Παλαιοημερολογιακοί ναοί εν: «Ενορία» 1973 σ. 6.

74. Πρβλ. και Π. Σμαΐλη, Το κύρος των γάμων των Παλαιοημερολογιτών και η θέσις της θρησκευτικής κοινωνίας τούτων -Αθήναι 1956 σ. 42-43, Γ. Ι. Λ(εβεντίδη), ένθ' αν. σ. 6, ως και τας Α.Π. 223/34, 70/41 και Εφ. Θεσσαλόν. 311/50.

75. Π. Παναγιωτάκου Σ.Αλεξανδροπούλου, Η θέσις του Ελληνικού Παλαιοημερολογιτικού ζητήματος.


Περιεχόμενα