image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΕΒΔΟΜΟΝ

ΤΟ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΕΚΦΑΝΣΙΝ ΑΥΤΟΥ

2. Ο αριθμός των παλαιοημερολογιτών ανά την Ελλάδα σήμερον.


Η κατά το έτος 1924 «μικρά μερίς» του ορθοδόξου ποιμνίου, η διαμαρτυρηθείσα διά την γενομένην ημερολογιακήν μεταβολήν και αποσκιρτήσασα της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος διά λόγους συνειδήσεως, ανειλίχθη σταδιακώς εις αυτόνομον εκκλησιαστικήν κοινότητα οργανωθείσαν σωματειακώς καθ' άπασαν σχεδόν ειπείν την Επικράτειαν, παρά τας δυσμενείς συνθήκας, ας αντιμετώπιζεν. Ήδη εν έτει 1933 το επίσημον Δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος «Εκκλησία» απεφαίνετο, ότι οι εν Ελλάδι παλαιοημερολογίται συνιστάσιν «ασημαντικοτάτην μειονότητα» ενώ κατά το αυτό έτος η Ιεραρχία της Εκκλησίας ημών εχαρακτήριζεν ως «ευάριθμον μειονότητα»(83) την παλαιοημερολογιτικήν παράταξιν. Πρώτος ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος Α', απαντών εις ερώτησιν Ιεράρχου κατά την συνεδρίαν της ΙΣΙ της 31-10-1934 περί του αριθμού των παλαιοημερολογιτών. υπελόγισε τούτους τότε εις 50.000-60.000(84). Κατά την αυτήν περίοδον ο Μητροπολίτης Σερρών Κων/νος ωμίλει περί 200. 000, ενώ παλαιοημερολογιτικαί πηγαί ανήγον εις 800 τα ανά την Ελλάδα εν έτει 1934 παραρτήματα των παλαιοημερολογιτικών συλλόγων(85). Αυτός,ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος Α' μετά εν και ήμισυ έτος, ήτοι κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 30-5-1935 απεφαίνετο ότι οι παλαιοημερολογίται δεν υπερβαίνουσι τας 100.000(86).

Η σημειουμένη κατακόρυφος άνοδος του αριθμού, παρά το υπερβολικόν αυτού ωφείλετο είς τε την πολιτειακήν ανοχήν αν μη και συμπαράστασιν προς τους παλαιοημερολογίτας, ως και εις την ένεκα ταύτης αναπτυχθείσαν δραστηριότητα αυτών, ης ένεκα Επαρχίαι ολόκληροι εκινδύνευον να μεταταγώσιν εις τον παλαιοημερολογιτισμόν. Ενδεικτικώς αναφέρομεν την περίπτωσιν της Ι. Μητροπόλεως Νευροκοπίου, ης ο Μητροπολίτης Φιλόθεος εδήλωσεν εν τη ΔΙΣ, εν τη συνεδρία αυτής της 22-11-1934, ότι η Επαρχία αυτού αυτοδιαλύεται, απομεινάντων πιστών εις το νέον ημερολόγιον μόνον 2.000 κατοίκων(87). Η ολονέν αυξάνουσα του παλαιοημερολογιτικού στοιχείου ισχύς περιήγαγεν εις δυσχερή θέσιν ενίους Ιεράρχας, δηλώσαντας τότε ότι εάν η Πολιτεία δεν λάβη περιοριστικά των παλ/τών μέτρα, ούτοι θα εξαναγκασθώσιν εις επαναφοράν του παλ. ημερολογίου εν ταις Επαρχίαις αυτών(88). Το γεγονός της εξαπλώσεως των παλαιοημερολογιτών ανεγνώριζεν εν έτει 1935 ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α', τονίζων κατά την συνεδρίαν τής ΔΙΣ της 16-2-1935 μεταξύ των άλλων και ότι, «οι παλαιοημερολογίται δρώσι και κινούνται ελευθέρως εντός των κόλπων της Εκκλησίας. Οσημέραι δημιουργούν πυρήνας εις διαφόρους πόλεις...»(89).

Φοβερόν αλλά φανταστικόν άλμα εις ύψος εξετέλεσαν ως προς τον αριθμόν των εν Ελλάδι παλαιοημερολογιτών οι εν έτει 1935 αποσχισθέντες της Εκκλησίας και αναλαβόντες την ηγεσίαν του παλαιοημερολογιτικού κινήματος τρεις Μητροπολίται, υποστηρίξαντες ότι ετέθησαν επί κεφαλής των οπαδών του παλ. ημερολογίου, ους ο μεν «πρ. Φλωρίνης» ανεβίβαζεν εις 2 εκατομμύρια(90) ο δε «Δημητριάδος» την αυτήν ημέραν εις 2 και ήμισυ εκατομμύρια, κατανεμόμενα εις 800 ανά την χώραν παραρτήματα(91). Είναι φανερόν, ότι ο υπερβολικός ούτος αριθμός εξυπηρέτει την ώραν ταύτην σπουδαίον σκοπόν και εν ονόματι της σκοπιμότητος ταύτης ασφαλώς διεδόθη υπό των τριών Μητροπολιτών επεστηρίζετο δ' επί αναληθών οπωσδήποτε στοιχείων, άτινα ήντλησαν ούτοι από παλαιοημερολογιτικών πηγών, αίτινες, ως εικός, ενδιεφέροντο να παραστήσωσιν εκπληκτικόν και σημαίνοντα τον αριθμόν των ακολουθούντων το παλ. ημερολόγιον πιστών.

Μετά δεκαπενταετίαν που ομιλών ενώπιον της ΙΣΙ του έτους 1948 ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ανέφερε «τα του παλ. ημερολογίου υπολείμματα» διά τα οποία εξέφρασε την γνώμην ότι «ως ανήκοντα εις την προκεχωρημένην της ζωής ηλικίαν, θα παρασύρουν μετά της ζωής αυτών και θα τερματίσουν το όλον ζήτημα». Επιλέγων δ' ετόνισε χαρακτηριστικώς: «Τα τέκνα μας μετά πολλής εκπλήξεως θα πληροφορούνται περί της παραδόξου ταύτης αντιλήψεως, η οποία είχεν επικρατήσει είς τινας των γεννητόρων αυτών»(92).

Η πρώτη εν τούτοις συστηματική προσπάθεια προς συλλογήν υπευθύνων στατιστικών στοιχείων περί του αριθμού και της εξαπλώσεως των παλαιοημερολογιτών εν Ελλάδι σημειούται διά της υπ' αριθμ. 1975/5-8-1949 Συνοδικής Εγκυκλίου, δι' ης συνιστάτο η συλλογή τοιούτων στοιχείων παρά των Σεβ. Μητροπολιτών. Συναφής υπήρξε και η υπ' αριθμ. 2527/27-9-1949 Εγκύκλιος, καθώς και η υπ' αριθμ. 458/14-2-1950 τοιαύτη περί συγκεντρώσεως σχετικών στοιχείων. Αι ληφθείσαι απαντήσεις παρεδόθησαν προς επεξεργασίαν εις 3μελή Συνοδικήν Επιτροπήν, αλλ' ατυχώς δεν κατέστη γνωστόν το πόρισμα αυτής. Κατά την ιδίαν εποχήν οι παλαιοημερολογίται εν «εκκλήσει» αυτών έτους 1950 υπεστήριζον ότι ανέρχονται εις 1 και πλέον εκατομμύριον(93), και ο τότε Υπουργός Δημ. Τάξεως εφέρετο εν ειδησεογραφία της εφημερίδος «Έθνος» υποστηρίζων ότι αι κρατικαί αρχαί ανεβίβαζον τούτους εις «εκατοντάδας χιλιάδων» ενώ η Ι.Σ. υπελόγιζε τούτους μόνον είς 50.000(94). Παραλλήλως ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστοφόρος ωμίλει εν έτει 1958 περί 1.200.000(95).

Εν τη εν έτει 1951 εκδοθείση υπό της «Ι. Συνόδου των ΓΟΧ» της τελούσης υπό την προεδρίαν του «πρ. Φλωρίνης» Εγκυκλίω «προς τους απανταχού της Ελλάδος ευλαβεστάτους και σκληρώς δοκιμαζομένους κληρικούς και ευσεβείς Χριστιανούς» παλαιοημερολογίτας, απεδοκιμάζοντο οι διωγμοί και «τα απάνθρωπα μέτρα προς κατάπνιξιν της ορθοδόξου συνειδήσεως ενός εκατομμυρίου ευσεβούς Ελληνικού Λαού(96). Ήδη από της εποχής ταύτης συστηματοποιείται η υπό των παλαιοημερολογιτών επίκλησις του αριθμού τούτου προς δήλωσιν του πλήθους των οπαδών αυτών, αντιπροσωπευόντων ούτως το 1/8 του όλου πληθυσμού της Ελλάδος, προβάλλοντες δ' ούτοι κατά βάσιν έκτοτε τον αριθμόν τούτον προς παράστασιν του ογκώδους λαϊκού ερείσματος, όπερ διαθέτουσι, επιδιώκουσι την δημιουργίαν εντυπώσεων υπέρ αυτών, ιδία, παρα τοις εκάστοτε πολιτικοίς ανδράσι, τοις διά λόγους ευνοήτους επιδεικνύουσιν ανέκαθεν ικανήν ευαισθησίαν εις θέματα απτόμενα ευρέος λαϊκού φάσματος(97).

Τα εγκρίσει και απαιτήσει της Εκκλησίας ληφθέντα υπό της Πολιτείας από του έτους 1951 περιοριστικά κατά των παλαιοημερολογιτών μέτρα, δεν ίσχυσαν προς παντελή αφανισμόν του κινήματος. Βεβαίως, ως κατά Φεβρουάριον του 1952 διεπίστου ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, ουδείς ήτο τόσον αφελής ώστε να πιστεύη ότι ο παλαιοημερολογιτισμός εξέλιπεν οριστικώς. Είχεν όμως τουλάχιστον αποδειχθή ότι «η διασαλπιζομένη υλική και ηθική δύναμις αυτού» ήτο εν τη πραγματικότητι ασήμαντος και ότι «η αριθμητική αυτού δύναμις» ήτο «πολοστημόριον μόνον της πιστευομένης»(98).

Εν τούτοις η εις το 1.000.000 και πλέον αναβιβάζουσα τους εν Ελλάδι παλαιοημερολογίτας υπόθεσις(99), ευρούσα έδαφος αναπτύξεως, επεκράτησεν επί πολύ και παρ' αυτή τη Πολιτεία. Ούτως εν έτει 1969 ο τότε Β' Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως Δ. Πατίλης, εν εισηγήσει αυτού προς τον Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον εβεβαίου ότι «οι παλαιοημερολογίται εις όλην την χώραν ανέρχονται εις εν εκατομμύριον». Εις την τοιαύτην διαπίστωσιν ηναντιώθη τότε η ΔΙΣ(100), ήτις και υπέδειξε την διενέργειαν επισταμένης ερεύνης επί του σημείου τούτου τόσον από μέρους της Πολιτείας, όσον και από μέρους της Εκκλησίας. Κατόπιν τούτου εξεδόθη υπό μεν του Β' Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως η υπ' αριθμ. Β 1330/16-10-1969 Εγκύκλιος αυτού διαταγή προς άπαντας τους Νομάρχας του Κράτους εντελλομένους όπως, τη συνεργασία των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών, συλλέξωσι στοιχεία αφορώντα εις τον ανά την χώραν αριθμόν των κληρικών και λαϊκών παλαιοημερολογιτών και των υπ' αυτών χρησιμοποιουμένων ναών, υπό δε της ΔΙΣ και κατόπιν της από 30-4-1969 αποφάσεως αυτής η υπ' αριθμ. 1636/16-5-1969 Εγκύκλιος προς τους Σεβ. Ιεράρχας, παρακαλουμένους όπως υποβάλωσιν αυτή, το δυνατόν ταχύτερον, ονομαστικήν κατάστασιν των εν ταις Επαρχίαις αυτών μονίμως εγκαταβιούντων παλαιοημερολογιτών «κληρικών» και μοναχών εν εκάστη Ι. Μητροπόλει οπαδών του παλαιού ημερολογίου(101),

Τα αποτελέσματα των κεχωρισμένως απ' αλλήλων διεξαχθεισών ερευνών έχουσιν ως ακολούθως:

Α' Κατάστασις εμφαίνουσα τους παλαιοημερολογίτας (κληρικούς – μοναχούς – λαϊκούς) κατά Νομαρχίας.

ΝΟΜΑΡΧΙΑΛΑΪΚΚΛΗΡΙΚ.ΝΑΟΙΜΟΝΑΙΜΟΝΑΧΟΙΜΟΝΑΧΑΙ
1. Αττικής1062976791918251
2. Άρτης      
3. Αιτωλίας39 1   
4. Αργολίδος120 11 5
5. Αχαΐας25012   
6. Αρκαδίας106 3   
7. Βοιωτίας2177416   
8. Γρεβενών20     
9. Δράμας98533   
10. Δωδεκανήσου25111   
11. Ευβοίας4159413 322
12. Έβρου1     
13. Ευρυτανίας      
14. Ζακύνθου      
15. Ηλείας      
16. Ημαθίας219545   
17. Ηρακλείου206224   
18. Θεσσαλονίκης1100077   
19. Θεσπρωτίας      
20. Ιωαννίνων      
21. Κερκύρας2     
22. Κοζάνης35945   
23. Κορινθίας41210134  
24. Καβάλας129835   
25. Κιλκίς79     
26. Κυκλάδων679114 31 
27. Καστορίας5     
28. Κεφαλληνίας   115
29. Καρδίτσης78812   
30. Λαρίσης29151118   
31. Λασηθίου56     
32. Λέσβου      
33. Λευκάδος9     
34. Λακωνίας360 31 7
35. Μαγνησίας59027   
36. Μεσσηνίας367613   
37. Ξάνθης51 1   
38. Πειραιώς100505531   
39. Πρεβέζης3     
40. Πέλλης120 1   
41. Πιερίας103625110 
42. Ρεθύμνης200111 2
43. Ροδόπης2611   
44. Σερρών6982114 
45. Σάμου499432 7
46. Τρικάλων50011   
47. Φθιώτιδος151766519200
48. Φωκίδος4351115
49. Φλωρίνης110 1   
50. Χανίων202     
51. Χίου1685 693 
52. Χαλκιδικής592 1   
ΣΥΝΟΛΟΝ57.22922226943180324

Ως εκ των άνω στοιχείων συνάγεται οι οπαδοί του παλ. ημερολογίου εν Ελλάδι (συμπεριλαμβανομένης της Κρήτης και της Δωδεκανήσου) ανήρχοντο εν έτει 1969 εις 57.229 άτομα, εξυπηρετούμενα θρησκευτικώς υπό 222 «κληρικών» και των τριών βαθμών, εντός 269 ιερών ναών. Οι μοναχοί, εξ άλλου, παλ/ται ανήρχοντο εις 180, αι μοναχαί εις 324 και αι Μοναί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς και των Ησυχαστηρίων, εις 43.

Εκ της αναλύσεως των ως άνω στοιχείων συνάγονται ωσαύτως και τα κάτωθι συμπεράσματα: α) Ότι εις ελαχίστας περιοχάς οι παλ/ται αναπτύσσουσιν εξαιρετικήν δραστηριότητα ως λ.χ. εν Δράμα, Λαμία, Κορίνθω κλπ., ενώ εις τας πλείστας την συνήθη ή και ουδεμίαν ως λ.χ. εν Καρδίτση, Κοζάνη, Βόλω κλπ. β) Ότι εις ωρισμένας περιοχάς ουδέ εις παλ/της υφίσταται ως λ.χ. εν Άρτη, Ευρυτανία, Ζακύνθω, Θεσπρωτία, Ιωαννίνοις, Κεφαλληνία, Λέσβω κλπ. γ) ότι το πλείστον των παλ/τών φέρεται συγκεντρωμένον εις τα μεγάλα αστικά κέντρα ως λ.χ. Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκην ή εις τας εκ παραδόσεως παλαιοημερολογιτικάς περιοχάς ως π.χ. Αττικήν, Βοιωτίαν, Εύβοιαν, Φθιώτιδα κλπ.

Πληρέστερα και εν πολλοίς αυθεντικώτερα στοιχεία περιλαμβάνει η διά μέσου των Ι. Μητροπόλεων, κατ' εντολήν της ΔΙΣ, γενομένη έρευνα, ήτις βασίζεται επί ονομαστικών καταστάσεων και ετέρων περισσότερον πειστικών στοιχείων. Εις την σχετικήν συνοδικήν Εγκύκλιον απήντησαν 64 Ι. Μητροπόλεις επί συνόλου 70(102). Ο δε επί -τη βάσει των τότε ληφθεισών απαντήσεων καταρτισθείς στατιστικός πίναξ έχει ως εξής:


Β' Πίναξ παλαιοημερολογιτών κληρικών – μοναχών – λαϊκών ως και ναών και μονών – ησυχαστηρίων αυτών.

ΜητρόπολιςΑρχιερ.Ιερ.Διάκ.Μ/χοίΜ/χαίΝαοίΜον.Ησυχ.Λαϊκ.
1. Αθηνών34 390542103956
2. Αιτωλ/νίας         
3. Αλεξ/λεως         
4. Αργολίδος    511 115
5. Άρτης         
6. Αττικής2721965615224252932
7. Βερροίας 5 1 6  741
8. Γόρτυνος     1  11
9. Γρεβενών         
10. Γυθείου        15
11. Δημητριάδος12  37311280
12. Διδυμ/χου         
13. Δράμας 2 116  985
14. Δρυιν/λεως         
15. Εδέσσης        148
16. Ελασσώνος 2   2  1078
17. Ζακύνθου         
18. Ζιχνών         
19. Ηλείας         
20. Θεσσαλιώτιδος 2   5  1140
21. Θεσ/νίκης15 1105 31000
22. Θηβών 8 11025 12300
23. Θήρας         
24. Ιωαννίνων         
25. Καλαβρύτων 1   1  82
26. Καρυστίας 1  321 500
27. Κασ/δρείας 4   3  490
28. Καστορείας        90
29. Κερκύρας         
30. Κεφαλ/νίας         
31. Κίτρους 5  64 11490
32. Κορινθίας1817132 5  
33. Λαγκαδά        6
34. Λαρίσης 9  9101 621
35. Λευκάδος     1  9
36. Λήμνου         
37. Μαντινείας        60
38. Μαρωνείας      1  
39. Μεσσηνείας12 61433 900
40. Μηθύμνης         
41. Μυτιλίνης         
42. Ναυπακτίας        30
43. Νικαίας114 43614112035
44. Ξάνθης     1  26
45. Παραμυθίας         
46. Παροναξίας1 1202  150
47. Πατρών 1   1  180
48. Πειραιώς 12 4412 12607
49. Πρεβέζης        15
50. Σάμου 3 16 2 1000
51. Σερβίων 1   2 1200
52. Σερρών 1 1832 600
53. Σιδηρ/στρου        60
54. Σιατίστης         
55. Σπάρτης 1  841 150
56. Σύρου    6   125
57. Τρίκκης 2 161  380
58. Τριφυλίας        6
59. Ύδρας 2  147 2135
60. Φθιώτιδος 12 133944 1199
61. Φιλίππων 3 122  537
62. Φωκίδος    72  68
63. Χαλκίδος 1 1103121112
64. Χίου 813108 62110
Σύνολον1019431461152243565130110


Κατά τα δεδομένα της ερεύνης ταύτης ο αριθμός των ανά την περιοχήν της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος οπαδών του παλ.ημερολογίου ανήρχετο εν έτει 1969 εις 30.110 άτομα, μη συμπεριλαμβανομένων των περιοχών Δωδεκανήσου και Κρήτης, αίτινες υπάγονται εκκλησιαστικώς εις την δικαιοδοσίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τους εν λόγω πιστούς εξυπηρέτουν θρησκευτικώς 10 «Αρχιερείς»(103), 194 «ιερείς», 3 «διάκονοι», εν 243 ιεροίς ναοίς και παρεκκλησίοις. Υφίσταντο ωσαύτως 146 «μοναχοί», 1152 «μοναχαί»(104) 56 μοναί και 51 ησυχαστήρια.

Συγκρίνοντες τα αποτελέσματα εκατέρας ερεύνης παρατηρούμεν τα ακόλουθα: α) Βασικώς αι έρευναι συμπίπτουσιν ως προς τον αριθμόν των λαϊκών παλαιοημερολογιτών. Ούτω κατά μεν την κρατικήν έρευναν ο αριθμός τούτων είναι 57.229 άτομα, ενώ κατά την εκκλησιαστικήν 30.110 άτομα. Εάν όμως ληφθή υπ' όψιν ότι εκ της εκκλησιαστικής ερεύνης απουσιάζουσιν στοιχεία εξ 6 Ι. Μητροπόλεων ως και εκ των περιοχών Δωδεκανήσου και Κρήτης, ας, εν τούτοις καλύπτει η ετέρα, τότε η σημειουμένη διαφοροποίησις αμβλύνεται και η απόστασις αίρεται. β) Τους παλαιοημερογίτας «κληρικούς» η κρατική στατιστική αναβιβάζει συλλήβδην άπαντας εις 222. Ενώ η εκκλησιαστική διακρίνει κεχωρισμένως 10 «Αρχιερείς», 194 «ιερείς» και 3 «διακόνους», ήτοι σύνολον 207. Εάν εκ των 222 της κρατικής αφαιρεθώσιν οι εν Δωδεκανήσω και Κρήτη παλαιοημερολογίται «κληρικοί», οίτινες ανέρχονται, κατ' αυτήν εις 4, τότε ο αριθμός αυτών διά την υπόλοιπον Ελλάδα κατέρχεται εις 218 καθιστάμενος ούτω εγγύτερος προς τον υπό της Ι. Συνόδου σημειούμενον. γ) Ασήμαντος ωσαύτως διαφοροποίησις εμφανίζεται και ως προς τον αριθμόν των ναών (296-243 ) των μονών (43-56 ) και των μοναχών (180-146). δ) Αντιθέτως υψηλή διαφορά χαρακτηρίζει τον αριθμόν των μοναζουσών μεταξύ των δύο ερευνών (324-1152 ). Τέλος ε) Πλήρης ταυτότης εμφανίζεται και εις τας δύο ερεύνας ως προς τινας περιοχάς, ένθα ουδεμία κίνησις παλαιοημερολογιτών εμφανίζεται ως λ.χ. εν ταις Ι. Μητροπόλεσιν Άρτης, Ζακύνθου, Ηλείας, Ιωαννίνων, Μυτιλήνης και Μηθύμνης.

Εκτός των ανωτέρω, εκ των απαντήσεων των Ιεραρχών συνάγονται και τα εξής συμπεράσματα: α) Εις τινας Ι. Μητροπόλεις ουδείς παλαιοημερολογίτης «κληρικός» ή λαΐκός υπήρξε. Τούτο συνέβαινεν λ.χ. εις τας Ι. Μητροπόλεις Ζιχνών, Ιωαννίνων, Μυτιλήνης, Λήμνου Άρτης, Κεφαλληνίας, Κερκύρας, Ηλείας, Αιτωλοακαρνανίας, Σισανίου, Δρυινουπόλεως, Διδυμοτείχου, Παραμυθίας, Γρεβενών, Θήρας, Μηθύμνης, Ζακύνθου και Αλεξανδρουπόλεως. Η αντίστοιχος κρατική έρευνα δεν συμφωνεί ως προς πάσας τάς Ι. Μητροπόλεις ταύτας. Ου μην αλλά πρέπει να ληφθή υπ' όψιν ότι τα όρια των Νομαρχιών δεν συμπίπτουσιν απαραιτήτως προς τα τοιαύτα των Ι. Μητροπόλεων, ενώ η υπό της κρατικής ερεύνης επισημαινομένη παρουσία παλαιοημερολογιτικών στοιχείων είς τινας των εν λόγω περιοχών δέον να θεωρηθή μάλλον ασήμαντος. Λ.χ. εις την Νομαρχίαν Κεφαλληνίας επισημαίνονται 5 μοναχαί, εις την της Κερκύρας 2 λαϊκοί, εις την της Αιτωλ/νίας 39 λαϊκοί, εις την του Έβρου 1 λαϊκός κ.ο.κ. β) «Αρχιερείς» παλ/ται εις ελαχίστας Μητροπόλεις εύρηντο εγκατεστημένοι, ως λ.χ. εις τας Νικαίας, Δημητριάδος, Μεσσηνίας, Αττικής, Θεσσαλονίκης, Αθηνών, Κορινθίας. γ) Είς τινας Ι. Μητροπόλεις υφίσταντο ολίγοι παλαιοημερολογίται λαϊκοί στερούμενοι όμως εφημερίου. Τούτο συνέβαινεν εις τας Ι. Μητροπόλεις Σιδηροκάστρου, Λαγκαδά, Τριφυλίας, Πρεβέζης, Γυθείου, Σύρου, Ναυπακτίας, Ξάνθης, Μαρωνείας, Αργολίδος, Λευκάδος, Φωκίδος, Εδέσσης, Μαντινείας, Γόρτυνος και Καστορίας. δ) Είς τινας περιοχάς ενεφανίζοντο υπάρχουσαι συμπαγείς μάζαι παλαιοημερολογιτών ως λ.χ. εις Ποταμιάν Θάσου (400), εις Μεγαλοχώριον Τρικάλων, Αίγιναν, Βερδικούσαν Ελασσώνος, Αιγάλεω, Καρέαν, Κάβο-Ντόρο Καρύστου, Σταμάταν Αττικής, Μάνδραν Ελευσίνος, Κοκκινιάν, Αθήκια Κορίνθου, Κέρτεζην Καλαβρύτων κλπ.(105). ε) Παλαιοημερολογίται τινές εδέχοντο και εξυπηρετούντο θρησκευτικώς υπό ιερέων της κανονικής Εκκλησίας διατιθεμένων αυτοίς προθύμως υπό των οικείων Ιεραρχών ως π.χ. τούτο συνέβαινεν εις τας Ι. Μητροπόλεις Γόρτυνος, Καρυστίας και Βερροίας(106). στ) Πολλάκις εν αυτή και τη μιά πόλει συνυπήρχον παλαιοημερολογίται «κληρικοί» και λαϊκοί ανήκοντες εις διάφορον παλαιοημερολογιτικήν παράταξιν. Ούτοι αγνοούσιν αλλήλους και αντιμάχονται(107). ζ) Οι ναοί των παλαιοημερολογιτών ήσαν, ως επί το πλείστον, ιδιωτικά παρεκκλήσια εν περιβόλοις οικιών κείμενα(108).

Κατά ταύτα, συμφώνως προς τα δεδομένα απογραφικά στοιχεία αμφοτέρων των ως είρηται ερευνών, δέον οι ανά την χώραν παλαιοημερολογίται να αναβιβάζωνται σήμερον κατά προσέγγισιν εις τον αριθμόν των 50.000-60.000(109). Βεβαίως ο αριθμός ούτος διαφέρει αστρονομικώς εκείνου, ον επικαλούνται ανέκαθεν και σήμερον εισέτι οι παλαιοημερολογίται(110). Η τάσις αυτών προς εξόγκωσιν του αριθμού των οπαδών αυτών είναι εύλογος και δέον να αποδοθή είτε εις πρόθεσιν προς ηθικήν τόνωσιν αυτών των ιδίων είτε εις επιδίωξιν δημιουργίας ευμενών εντυπώσεων παρά τοις άρχουσι και τοις ψηφοθήραις. Εν τούτοις ενώ επί Συνόδου (Συνεδρία ΔΙΣ 8-3-1971) ελέχθη ότι το αποτέλεσμα της εν λόγω ερεύνης ως και ο εκπληκτικώς χαμηλός αριθμός των παλαιοημερολογιτών κατέπληξαν την Κυβέρνησιν, αντιθέτως οι παλαιοημερολογίται συνεχίζουσιν υποστηρίζοντες μέχρι σήμερον ότι ο αριθμός αυτών ανά την Ελλάδα κυμαίνεται από του ενός μέχρι του ενός και ημίσεος εκατομμυρίου(111), τούθ' όπερ είναι βεβαίως αυθαίρετον. Θα ηδύνατό τις να δεχθή ότι αι δύο στατιστικαί έρευναι, περί ων ανωτέρω, διέλαθον ως προς τινα σημεία. Και με αυτήν εισέτι την διάθεσιν όπως αυξήση τις και κατά 100% τα αποτελέσματα αυτών, ο αριθμός των παλαιοημερολογιτών θα προσήγγιζέ πως τας 100.000, αριθμόν κατά πολύ απέχοντα του εκατομμυρίου(112).

Αυθεντικήν λύσιν του ζητήματος τούτου θα ηδύνατο να παράσχη ασφαλώς η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία έν τινι μελλοντική απογραφή του ελληνικού λαού εάν συμπεριελάμβανε μεταξύ των εις το θρήσκευμα των απογραφομένων αφορώντων ερωτημάτων και σχετικήν ένδειξιν περί του παλαιοημερολογιτισμού, ως ητήσατο η ΔΙΣ εν όψει της γενικής απογραφής του πληθυσμού εν έτει 1971, άνευ όμως αποτελέσματος(113). Μέχρις ου συμβή τούτο θα παριστάμεθα μάρτυρες αυθαιρέτων υπολογισμών προς δημιουργίαν εντυπώσεων(114).





Σημειώσεις

83. «Εκκλησία» 1933 σ. 338, 321.

84. ΚώΙΣΙ 1934-1946 σ.45.

85. Το Α' Πανελλαδικόν Συνέδριον, σ.4.

86. ΚώΔΙΣ 1935-1936 σ. 187.

87. ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 404.

88. ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 426-427.

89. ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 564.

90. «Πρωΐα» 28-5-1935.

91. «Εφημερίς των Ελλήνων» 28-5-1935.

92. ΚώΙΣΙ 1946-1948 σ. 36. Και εν έτει 1973 η «Ακρόπολις» εν δημοσιεύματι του Π. Παπαδούκα υπεστήριξε την ιδίαν γνώμην. Βλ. «Ακρόπολιν» 31-1-1973.

93. «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 94 σ. 2.

94. «Η Φ.Ο.» 1950 φ. 95 σ. 7.

95. «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1959.67.

96. Σ. Καραμήτσου-Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 206-207.

97. Τον αυτόν αριθμόν ανέγραψεν εν έτει 1951 και η ΠΘΕΟΚ εν υπομνήματι αυτής προς τους Βουλευτάς (Βλ. Υπόμνημα... σ. 6 ).

98. ΚώΙΣΙ 1952 σ. 208.

99. Περί 1.000.000 οπαδών αυτών ομιλούσι κατ' επανάληψιν oι παλαιοημερολογίται ιδία από του έτους 1950 και εντεύθεν. Ούτως «Η Φ.Ο.» 1951 φ. 104 σ. 1 αναφέρει τον αριθμόν τούτον. Πρβλ. και Αρ. Ζαχαρία, «Τις εδημιούργησε το παλαιοημερολογιτικόν» εν: «Η Φ.Ο.» 1952 φ. 131 σ. 4, ένθα γίνεται μνεία του αυτού αριθμού. Πρβλ. ωσαύτως και «Ζηλωτών Μοναχών Αγίου Όρους», Αντιπελάργησις εν: «Η Φ.Ο.» 1952 φ. 133 σ. 5, και αλλαχού εν: «Η Φ.Ο.» 1954 φ. 178 σ. 3 ένθα ωσαύτως μνημονεύεται ο αυτός αριθμός. Και ο μοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης εν άρθρω αυτού «Σχόλια επί της Πανορθοδόξου Προσυνόδου εν: «Αγιορειτική Βιβλιοθήκη» 1957 σ. 103 αναφέρει τον αυτόν αριθμόν.

100. ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία 6-10-1969.

101. Διά της εν λόγω Εγκυκλίου εζητούντο στοιχεία κεχωρισμένως διά τους παλαιοημερολογίτας «Αρχιερείς», «ιερείς», «διακόνους», «μοναχούς» και «μοναχάς» και δη και ονομαστικώς, ενώ περί των λαϊκών οπαδών του παλ. ημερολογίου ήρκει ο κατά προσέγγισιν αριθμός αυτών.

102. Δεν απήντησαν, άγνωστον διά τίνα λόγον, αι Ι. Μητροπόλεις Κυθήρων, Ελευθερουπόλεως, Τρίκκης, Φλωρίνης, Χαλκίδος και Ν. Πελαγονίας. Εκ τούτων αι Κυθήρων και Ν. Πελαγονίας Ενόπλων Δυνάμεων) η μεν λόγω τότε χηρείας, η δε ως εκ της φύσεως αυτής δεν θα ήτο δυνατόν να παράσχωσι τα αιτηθέντα στοιχεία.

103. Κατά τον αναλαβόντα την επεξεργασίαν των στατιστικών τούτων στοιχείων και εισηγηθέντα τη ΔΙΣ σχετικώς εν τη συνεδρία αυτής της 6-10-1969 Μητροπολίτην Ξάνθης Αντώνιον «εκτός τούτων (ήτοι των 10 «Αρχιερέων») ασφαλώς υπάρχουν και άλλοι, οίτινες κινούνται λαθραίως μεταξύ των μερίδων των παλαιοημερολογιτών» (ΚώΔΙΣ 1969-1970 συνεδρία 6-10-1969). Γνωστόν πάντως τυγχάνει το γεγονός, ότι μετά το 1969 εγένοντο αθρόαι χειροτονίαι παλαιοημερολογιτών «Αρχιερέων» και συνεπληρώθη ο αριθμός των δύο «Συνόδων». Ήδη εσχηματίσθη και τρίτη «Σύνοδος».

104. Ο ηγούμενος της παρατάξεως «πρ. Φλωρίνης» «Αρχιεπ/πος» ΓΟΧ Αυξέντιος αναβιβάζει εσχάτως τον αριθμόν των μοναχών της μερίδος αυτού εις 4.000! (Βλ. «Ορθόδ. Λόγον»έτος Α' φ.1 σ.2).

105. Τα στοιχεία ταύτα ηρρύσθημεν εκ των συνοδευουσών τα υποβληθέντα τη ΔΙΣ στατιστικά δεδομένα παρατηρήσεων των Σεβ. Ιεραρχών ως και εκ των αναλυτικών εκθέσεων αυτών τόσον ως προς το σημείον τούτο, όσον και ως προς την λατρευτικήν εξυπηρέτησιν των παλαιοημερολογιτών υπό κανονικών ιερέων της Εκκλησίας, περί ης εν τη επομένη υποσημειώσει.

106. Η εφαρμογή της υπό της Ιεραρχίας κατ' επανάληψιν υιοθετηθείσης λύσεως ταύτης, ήτοι της διαθέσεως ιερέων της κανονικής Εκκλησίας προς θρησκευτικήν εξυπηρέτησιν των παλαιοημερολογιτών, έστω και εν περιωρισμένη πως κλίμακι σήμερον, μαρτυρεί το δυνατόν της αντιμετωπίσεως του όλου ακανθώδους προβλήματος του παλαιοημερολογιτισμού διά κανονικών μέσων.

107. Βλ. τα θλιβερά επεισόδια μεταξύ αντιμαχομένων παλαιοημερολογιτικών παρατάξεων εν Χαλκίδι τω 1971 και την εξ αυτών, προκληθείσαν άκρως λυπηράν εντύπωσιν.

108. Πρβλ. και Αρ. Πανώτη, εν: ΟΗΕ τ. Α' σ. 825.

109. Βλ. και το από 29-4-1971 επίσημον ανακοινωθέν της Ι.Σ. καθ' ο «κατ' απογραφήν προσφάτως γενομένην αφ' ενός μεν υπό της Ι.Σ., αφ' ετέρου δε υπό του Υπουργείου Εσωτερικών (ο αριθμός των παλαιοημερολογιτών ) μόλις υπερβαίνει τας 55.000 καθ' άπασαν την Ελλάδα» (Βλ. απόφασιν ΔΙΣ της 28-4-1971).

110. Πρβλ. «Η Φ.Ο.» 1972 φ. 647-648 σ. 1 ένθα oι παλαιοημερολογίται αναβιβάζονται εις 1.500.000. Αλλαχού εις 2.000.000 («Η Φ.Ο.» 1973 φ. 667-668 σ. 11). Αλλαχού πάλιν εις 1.500.000 («Ορθόδ. Λόγος» 1974 φ. 3 σ. 2). Εν τω από 3-11-1966 ψηφίσματι της εν Αθήναις συγκληθείσης εκτάκτου κληρικολαϊκής συνάξεως της Εκκλησίας των ΓΟΧ (παρατάξεως «πρ. Φλωρίνης») διαλαμβάνεται αριθμητικός προσδιορισμός των οπαδών της παρατάξεως ανερχόμενος «εις εκατοντάδας χιλιάδων μελών». Το δε από 29-5-1971 υπόμνημα προς τον Πρωθυπουργόν Γ. Παπαδόπουλον της εκκλησιαστικής Επιτροπής των ΓΟΧ Πτολεμαΐδος αναβιβάζει τους ανά την χώραν παλαιοημερολογίτας εις 1.500.000. Πρβλ. και το υπ' αριθμ. 426/7-5-1963 έγγραφον της ΠΘΕΟΚ προς τον Υπουργόν Συγκοινωνιών αναβιβάζον τους παλαιοημερολογίτας εις «εκατοντάδας χιλιάδων πολιτών», ως και το υπ' αριθμ. 4590/35/12-5-1963 της αυτής προς τον Πρωθυπουργόν αναφερόμενον και τούτο εις τας «εκατοντάδας χιλιάδων εθνικοφρόνων ελλήνων πολιτών» παλαιοημερολογιτών.

111. Πρβλ. «Η Φ.Ο.» 1971, 15 Φεβρουαρ. Oι ηγούμενοι των εν Αγ. Όρει Μονών Διονυσίου και Γρηγορίου πανοσιολ. Γαβριήλ και Βησσαρίων ανεβίβαζον, δίχα πραγματικών στοιχείων, τον αριθμόν των παλαιοημερολογιτών εις 2.000.000 Βλ.: Ιrénikοn 1971 σ. 417.

112. Ο Α. Καλόμοιρος, γράφων εν έτει 1970 περί των παλαιοημερολογιτών, υπεστήριξε περί αυτών, ότι τούτους «δεν τους ενδιαφέρει αν είναι λίγοι, γιατί λίγοι ήταν πάντοτε oι πραγματικοί χριστιανοί» («Η Φ.Ο.» 1970 φ. 590-591 σ. 10).

113. Η τοιαύτη απόφασις της ΔΙΣ ελήφθη εν τη συνεδρία αυτής της 2-9-1969 αλλά το αίτημα δεν ικανοποιήθη διά τεχνικούς λόγους.

114. Έρευνα της εφημερίδος «Ακρόπολις» της 18-2-1973 (σ. 15) αναβιβάζει τους παλαιοημερολογίτας της μεν παρατάξεως του «πρ. Φλωρίνης» εις 1.200.000, τους δε της Κερατέας εις 300.000. Το Ιrénikon αναβιβάζει τους «ιερείς» των δύο παρατάξεων εις τους 500 (Ιrénikon 1972 σ. 72 ).


Περιεχόμενα