image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

ΙΙ. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΕΥΤΕΡΑ 1935-1947: Η ανταρσία των τριών Μητροπολιτών και αι μακροπρόθεσμοι συνέπειαι αυτής.

5. Πρώτη απόφασις της Εκκλησίας προς άσκησιν Οικονομίας, και αξιολόγησις αυτής. Συναφείς άκαρποι πρασπάθειαι.


Τη 1η Οκτωβρίου 1937 συνήλθεν η Ι.Σ.Ι. Ομιλών ενώπιον αυτής ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος ανεφέρθη και εις το παλαιοημερολογιτικόν, και δή και εν συσχετισμώ προς το κύρος των «υπό των παλαιοημερολογιτών και των καθηρημένων κληρικών τελουμένων Μυστηρίων»(459).

Κατά την γενομένην συζήτησιν(460) ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος ετόνισεν ότι το ζήτημα τούτο έχει δύο όψεις α) την διορθόδοξον και β) την τοπικήν. Αναλύων την πρώτην, την διορθόδοξον, υπεστήριξεν ότι κατά την διόρθωσιν του ημερολογίου εγένοντο δύο σφάλματα αφ' ενός μεν αύτη εγένετο προώρως και άνευ της δεούσης προπαρασκευής και συγκαταθέσεως των Ορθοδόξων Πατριαρχείων της Ανατολής, αφ' ετέρου δε ο Οικουμενικός Πατριάρχης έσπευσε να αποφανθή γνώμην, γεγονός όπερ εξέθεσε τούτον εις τα όμματα των ορθοδόξων, τοσούτω μάλλον καθόσον η μεν Εκκλησία της Ρωσίας είχε παν συμφέρον να εμμείνη εις το παλαιόν ημερολόγιον, ωσαύτως και η της Πολωνίας, ενώ η της Σερβίας, καίτοι αυτή επρωτοστάτησεν εις την διόρθωσιν, εν τούτοις δεν ποοσεχώρησεν εις ταύτην(461). Ως προς την τοπικήν του παλαιοημερολογιτικού οψιν ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας υπεστήριξεν ότι είναι αδύνατος η μονομερής λύσις αυτού. Κατά τον Ιεράρχην τούτον η ορθή αυτού λύσις εξηρτάτο εκ της συνεργασίας τριών παραγόντων: της Εκκλησίας, της Πολιτείας και των παλαιοημερολογιτών. Ειδικώτερον ως προς τους τελευταίους τούτους εποιήσατο ούτος σαφή διάκρισιν μεταξύ «των εκμεταλλευτών του ζητήματος, οίτινες είναι ο Ματθαίος Καρπαθάκης, ο Γερμανός Βαρυκόπουλος και οι μοναχοί του Αγ. Όρους οι ακολουθούντες αυτούς» και του κατά βάθος ευσεβούς λαού «ο οποίος είναι άξιος μεγάλης προσοχής». Αναφερόμενος, εν συνεχεία εις τους λοιπούς τέσσαρας «Αρχιερείς» των παλαιοημερολογιτών ο Κασσανδρείας εμνημόνευσε της συναντήσεως αυτού μετά των ποτέ Δημητριάδος και Φλωρίνης, καθ' ην διείδε «βάσεις μεταμελείας παρ' αυτοίς» καθώς και μετά των ετέρων δύο ήτοι των Πολυκάρπου Λιώση και Χριστοφόρου Χατζή, ων το θέμα, τετράκις συζητηθέν εν τη ΔΙΣ, παρεπέμφθη εις την Ιεραρχίαν. Τελευτών δ' επρότεινε και συνέστησεν αγάπην και παροχήν συγγνώμης προς τους τέσσαρας τούτους,εν τη πεποιθήσει ότι «όταν οι επί κεφαλής του παλαιοημερολογιτικού λαού Αρχιερείς επανέλθουν εις την επίσημον Εκκλησίαν και ο λαός εκείνος θά αρχίση διαρρέων προς ημάς»(462).

Την πρότασιν ταύτην υπεδέχθη μετ' ευμενείας η Ιεραρχία ήτις και τελικώς έλαβεν την εξής απόφασιν: «Ανατίθεται εις την ΔΙΣ όπως, λαμβάνουσα υπ' όψιν τα λεχθέντα κατά την συνεδρίαν, προβή εις τας δεούσας συνεννοήσεις μετά της Κυβερνήσεως, προσπαθούσα να πείση αυτήν όπως θελήση να εφαρμόση πιστώς τους ισχύοντας εκκλησ. νόμους, να περιορίση τους εκμεταλλευτάς Καρπαθάκην και Βαρυκόπουλον, και τους ακολουθούντας αυτούς ρασοφόρους Αγιορείτας μοναχούς, οπότε η Εκκλησία είναι διατεθειμένη ίνα, κατόπιν υποβολής εγγράφου αιτήσεως συγγνώμης προβεί εις την εφαρμογήν πάσης δυνατής οικονομίας και επιεικείας προς τους παλ/τας Αρχιερείς, συγκαλουμένης προς τούτο της Ιεραρχίας εκτάκτως»(463).

Η ΔΙΣ επιληφθείσα, κατ' εντολήν της Ιεραρχίας, του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος εν τη συνεδρία αυτής της 5-5-1938(464) ενέκρινε την υπό του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου, κατά συνοδικήν εξουσιοδότησιν, κοινοποίησιν εγκυκλίως πάσι τοις Ιεράρχαις του υπ' αριθμ. 698 εμπιστευτικού εγγράφου του Υπουργείου Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων «παρακαλούντος όπως εκτελεσθή η ομοφώνως μετά της Εκκλησίας αποφασισθείσα λύσις του ημερολογιακού ζητήματος και υπερνικηθώσι πάσαι αι δυσχέρειαι διά την διάθεσιν των απαιτουμένων κανονικών εφημερίων, υποδειχθή δε διά κηρυγμάτων, συμβουλών και παραινέσεων το μέγιστον κακόν, το οποίον δημιουργούσι κατά της μητρός Εκκλησίας οι διασπώντες την ενότητα αυτής»(465).

Κατά ταύτα Εκκλησία και Πολιτεία υιοθέτουν κοινήν στάσιν έναντι της θρησκευτικής εξυπηρετήσεως των παλ/τών, ενώ η Εκκλησία δεν αφίστατο της γνώμης καθ' ην θα έδει να διώκωνται οι πρωταίτιοι του σχίσματος, ους άλλωστε και αυτή η Πολιτεία διά βαρέων χαρακτηρισμών περιέβαλλε, προς τούτο δ' εσυνέχιζεν ασκούσα πιέσεις επί της Πολιτείας προς εφαρμογήν των κειμένων νόμων και κυρίως προς απέλασιν των αντικανονικών παλαιοημερολογιτών «ιερέων», εν τη πεποιθήσει ότι «ο παλαιοημερολογιτισμός θα εξέλιπε άπαξ διά παντός... αν αι Αρχαί εκτελέσωσι τας αποφάσεις των Εκκλησ. Δικαστηρίων...»(466).

Από της εποχής ταύτης η Εκκλησία, τη αποφάσει της ΙΣΙ του 1937 στοιχούσα, ήρξατο διαφοροποιούσα την στάσιν αυτής έναντι του παλαιοημερολογιτικού κόσμου, ευελπιστούσα εις τον προσεταιρισμόν των ευσεβών παλαιοημερολογιτών και διώκουσα την αχρήστευσιν των εκμεταλλευτών της ευσεβείας αυτού. Σημειωτέον δ' ότι έκτοτε και μέχρι σήμερον την αυτήν, επί του σημείου τούτου, τακτικήν ακολουθεί η Εκκλησία, εξαιρέσει μικρών περιόδων βιαίας αντιμετωπίσεως των παλαιοημερολογιτών.

Η θέσις αύτη της Εκκλησίας, αποσκοπούσα εις την απαγκίστρωσιν των ευσεβών παλαιοημερολογιτών πιστών από του δικτύου των ευαρίθμων αντικανονικών αυτού ποιμένων, ων τας ιερατικάς πράξεις η Ι. Σύνοδος επανειλημμένως εκήρυξεν αντικανονικάς και παρανόμους και τα υπ' αυτών τελούμενα Μυστήρια «άκυρα και μηδέποτε γενόμενα»(467), συνδυαζομένη και προς την παράλληλον διά της πειθούς προσπάθειαν διαφωτίσεως αυτών, συνίστα όντως λαμπράν ευκαιρίαν προς στερέωσιν της εκκλησιαστικής ενότητας.

Ατυχώς η τοιαύτη προσπάθεια της Εκκλησίας προσέκρουσεν εις ικανάς δυσκολίας, ιδία δε το σκέλος αυτής το αφορών εις την θρησκευτικήν εξυπηρέτησιν των παλαιοημερολογιτών διά κανονικών ιερέων. Η εν φανατισμώ και μετά πείσματος προταθείσα άρνησις των παλαιοημερολογιτών όπως αποδεχθώσι την κατά τα άνω εξυπηρέτησιν αυτών(468), υπήρξεν ο κύριος συντελεστής της αποτυχίας του μέτρου. Προς τούτο οι παλαιοημερολογίται επεκαλέσθησαν λόγους συνειδήσεως, μη στέργοντες, ως έλεγον, να δεχθώσι την θείαν Χάριν διά χειρών ιερέως όντος, κατ' αυτούς, υποχρεωμένου «να υποδύηται ως άλλος ηθοποιός το προσωπείον πότε του νεοημερολογίτου και πότε του παλαιοημερολογίτου και μη μετέχοντος ενσυνειδήτως και πνευματικώς εις τα υπ' αυτού τελούμενα Μυστήρια»(469). Ετέρωθεν λόγοι καθαρώς πρακτικοί καθίστων προβληματικήν την εφαρμογήν της λύσεως ταύτης, εν αις ιδία, περιπτώσεσι συνέπιπτον τη αυτή ημέρα εορταί, πανηγυριζόμεναι υπό τε των νεοημερολογιτών και των παλαιοημερολογιτών (ως τούτο συμβαίνει λ.χ. με την κατά το ν.ημερολόγιον εορτήν των Χριστουγέννων, ήτις συμπίπτει τη εορτή του αγ. Σπυρίδωνος κατα το π. ημερολόγιον και δεν υπήρχον πλείονες του ενος ιερείς. Διά τους λόγους τούτους οι παλαιοημερολογίται ου μόνον ηρνήθησαν την αποδοχήν κληρικών της Εκκλησίας, αλλά συνέχισαν οχλούντες δι' αναφορών και αιτήσεων αυτών την διοίκησιν, αξιούντες την αποσφράγισιν των ναών αυτών(470).

Εις την άρνησιν εξ άλλου αυτών όπως αποδεχθώσιν ιερείς της κανονικής Εκκλησίας οι παλαιοημερολογίται ενισχύθησαν και εκ γνωματεύσεως τών Χ. Ανδρούτσου-Λ. Γιδοπούλου-Αλ. Βαμβέτσου, καθ' ην, υπαρχόντων εν Ελλάδι κληρικών ετέρων αυτοκεφάλων ορθοδόξων Εκκλησιών ακολουθουσών το π. ημερολόγιον «ουδείς δύναται να παρακωλύση την θρησκευτικήν Κοινότητα των παλαιοημερολογιτών να χρησιμοποιή τούτους προς εκτέλεσιν ιερατικών πράξεων» εφ' όσον φέρουσιν ούτοι συστατικά γράμματα(471).

Ούτως εξειλίσσοντο τα πράγματα, έως ου η κατά την 22αν Οκτωβρίου 1938 επισυμβάσα προς Κύριον εκδημία του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου(472) και η επακολουθήσασα, περί την εκλογήν του διαδόχου αυτού, ανωμαλία, συνετέλεσαν ώστε να αφεθή ποίά τις ελευθερία κινήσεως εις τους «κληρικούς» παλαιοημερολογίτας, οίτινες εκμεταλλευόμενοι τον εκκλησιαστικόν τάραχον και την ανοχήν των πολιτικών παραγόντων, ενθαρρυνόμενοι δ' εκ των «Αρχιερέων» αυτών εισεπήδων ανενδοιάστως εις τας Ιεράς Μητροπόλεις παρέχοντες ούτω πράγματα τη Εκκλησία. Ενδεικτικόν της τοιαύτης ενθαρρύνσεως των παλαιοημερολογιτικών κύκλων τυγχάνει και το εν έτει 1939 συγκληθέν εν Αθήναις συνέδριον των παλαιοημερολογιτών, εις ο παρήσαν και οι καθηρημένοι «πρ. Δημητριάδος» και «πρ. Φλωρίνης»(473) Η Εκκλησία της Ελλάδος, εν τούτοις, την εν τοις κόλποις αυτής ειρήνην και ενότητα ποθούσα και τω πνεύματι της αποφάσεως της ΙΣΙ του έτους 1937 στοιχούσα, μεθ' ικανοποιήσεως είδε την δημοσίευσιν του ν.δ. 320/9-7-1943 «περί αναθεωρήσεως εκκλησιαστικών αποφάσεων» δι' ου παρείχετο η δυνατότης της, μετ' εμπρόθεσμον υποβολήν αιτήσεως υπό των ενδιαφερομένων, αναθεωρήσεως δικαστικών αποφάσεων εκδοθεισών επί προσχωρήσει εις τον παλαιοημερολογιτισμόν(474). Εκδοθέντος του διαληφθέντος ν.δ. 3201943 ως και του συναφούς ν.δ. 451/1943 υπέβαλον εμπροθέσμως σχετικάς αιτήσεις αναθεωρήσεως και χάριτος οι καθηρημένοι «Αρχιερείς» Γερμανός Μαυρομμάτης(475), Πολύκαρπος Λιώσης και Χριστοφόρος Χατζής, επικαλούμενοι οι δύο τελευταίοι την εν πάση υποταγή προς την ανωτέραν εκκλησιαστικήν Αρχήν συμμόρφωσιν αυτών προς την περί υποβιβασμού αυτών απόφασιν του Εκκλησ. Δικαστηρίου και την αποχήν αυτών από παντός διαβήματος δυναμένου να ταράξη την ειρήνην της Εκκλησίας.

Αλλά το διά του ν.δ. 320/43 συσταθέν Αναθεωρητικόν Δικαστήριον δεν κατέστη δυνατόν να συγκροτηθή διά λόγους τόσον δικονομικούς, όσον και τεχνικούς(476). Το γεγονός τούτο υπήρξε μοιραίον διά τον δι' ον συνεκροτήθη το εν λόγω Δικαστήριον σκοπόν, διότι μη ευοδωθείσης τότε της συγκροτήσεως αυτού, οι δύο των αιτούντων Πολύκαρπος Λιώσης και Χριστοφόρος Χατζής διά της από 31-7-1945 αναφοράς αυτών προς την Ι.Σ. εδήλωσαν ότι προσχωρούσι και αύθις εις τον παλαιοημερολογιτισμόν, αποκηρύσσοντες την επίσημον και κανονικην Εκκλησίιαν. Η ενέργεια αυτών αύτη, ωδήγησεν εις την έγερσιν κατ' αυτών νέας πειθαρχικής διώξεως και εις την διεξαγωγήν τακτικών ενόρκων ανακρίσεων. Περατωθεισών των ανακρίσεων τούτων η υπόθεσις εισήχθη προς εκδίκασιν ενώπιον του Επισκοπικού Δικαστηρίου της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, τούτο δε διά της υπ' αριθμ. ΚΑ/16-12-1950 αποφάσεως εκήρυξεν εαυτό αναρμόδιον και παρέπεμψε την υπόθεσιν εις το Πρωτοβάθμιον διά πρεσβυτέρους κλπ. Συνοδικόν Δικαστήριον, όπερ διά της υπ' αριθμ. 11/20-12-1950 αποφάσεως αυτού επέβαλεν εις αμφοτέρους τους κατηγορουμένους την ποινήν της καθαιρέσεως και της επαναφοράς εις την των μοναχών τάξιν, μετά τριετούς περιορισμού του μεν Χριστοφόρου Χατζή εν τή Ι. Μονή Ελώνης, του δε Πολυκάρπου Λιώση εν τη Ι. Μονή Αγάθωνος. Αμφότεροι διά των από 20-12-1950 εξωδίκων δηλώσεων αυτών διεμαρτυρήθησαν διά την απόφασιν ταύτην και ηρνήθησαν την αρμοδιότητα του δικάσαντος τούτους Δικαστηρίου(477).

Η εν έτει 1946 συγκληθείσα πρώτη μετά την απελευθέρωσιν ΙΣΙ, εν τη συνεδρία αυτής της 5-8-1946, εν σχέσει προς το παλαιοημερολογιτικόν, μη συμπεριληφθέν μεταξύ των θεμάτων της Ημερησίας Διατάξεως, απεφάσισεν όπως παρακαλέση την Κυβέρνησιν «όπως επ' ουδενί επιτρέπη ίνα χρησιμοποιείται ο τίτλος «Ορθόδοξος» υπό οιουδήποτε μη ανήκοντος εις τους κόλπους της επισήμου κανονικής Εκκλησίας ημών»(478).





Σημειώσεις

459. «Εκκλησία» 1937 σ. 316.

460. Η περί του παλαιοημερολογιτικού συζήτησις αφέθη διά την τελευταίαν εσπέραν των συνεδριών της ΙΣΙ, καθ' ην παρήσαν περί τους 20 μόνον Ιεράρχαι, γεγονός δι' όπερ ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος εξέφρασε την λύπην αυτού. (Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ' ανωτ. τ. Γ' σ. 2148 ).

461. Είναι βεβαίως αληθές ότι οι Σέρβοι δεν προσεχώρησαν εις το νέον ημερολόγιον. Αλλ' ως ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος εδήλωσεν εν έτει 1937 «ο Μακαριώτατος Πατριάρχης Αλεξανδρείας εβεβαίου την λύπην των Σέρβων διότι δεν έχουσι προσχωρήσει εις το νέον ημερολόγιον, διότι εις επισήμους εορτάς oι ναοί αυτών είναι κενοί, εφ' όσον αι ημέραι αύται λογίζονται εργάσιμοι υπό του πολιτικού ημερολογίου, η εντεύθεν δε ηθική, αλλά και υλική ζημία είναι ουχί σμικρά βεβαίως» (Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ' ανωτ. τ. Γ' σ. 2139 ). Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1938 σ. 219-220 ένθα γίνεται αναφορά εις άρθρον του σέρβου πρωτοπρεσβυτέρου Μιλιβόϊ Πέτροβιτς περί της ανάγκης μεταβολής του ημερολογιακού καθεστώτος εν τη Εκκλησία της Σερβίας. Αντιθέτως εν τη ενώπιον της ΙΣΙ εν τη συνεδρία αυτής της 8-7-1948 υποβληθείση εκθέσει αυτού επί των άρθρων 1 και 2 του υπό αναθεώρησιν τότε Συντάγματος, ο Μητροπολίτης. Λαρίσης Δωρόθεος απεκάλυπτεν ότι «η Σερβία, διατυπούσα αξιώσεις προστασίας των σλαυοφώνων της Βορ. Ελλάδος, υπέβαλεν αίτησιν προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον περί διορθώσεως του ημερολογίου, όταν δε τούτο απεφάσισε την εισαγωγήν αυτού, μετ' αυτού δε και η Εκκλησία της Ελλάδος, τότε η Σερβία επεφυλάχθη να προβή εις την εισαγωγήν αυτού, συστήσασα και εις τους λοιπούς σλαυοφώνους όπως εμμείνωσιν εις το παλαιόν εορτολόγιον, και ταύτα διά λόγους προπαγάνδας, ήτις ευρύτατα σήμερον ασκείται μεταξύ των πληθυσμών της Βορ. Ελλάδος. Την προσπάθειαν δ' αυτήν ταύτην επ' εσχάτων ενέτειναν έτι πλέον oι Σέρβοι διά του προσχήματος τούτου, ώστε η περί του παλαιού εορτολογίου δοξασία να αποτελέση μέσον προπαγανδισμού και συνδέσεως, προς επιτυχίαν σκοπών αντεθνικών, με θύματα τους ευσεβείς και απλοϊκούς χριστιανούς μας» (ΚώΔΙΣ 1946-1948 σ. 95. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1948 σ. 228 ). Σημειωτέον ότι, ως εν τη ΙΣΙ (συνεδρία 7-7-1948 ) ετονίσθη «ο μεγαλύτερος συντελεστής της αλλαγής του ημερολογίου ήτο ο σέρβος πρεσβευτής Μπαλάχτοβιτς, όστις επεδίωκε να δημιουργήση ζήτημα Μακεδονίας διά να εισβάλουν εις αυτήν τα σερβικά στρατεύματα, και εκείνος όστις ηρνήθη την αλλαγήν του ημερολογίου ήτο η σερβική Εκκλησία» (ΚωΙΣΙ, 1948 σ. 56-57).

462. Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ' ανωτ. τ. Γ' σ. 2140-2141.

463. Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ενθ' ανωτ. τ. Γ' σ. 2148-2149. Επαινών την απόφασιν ταύτην ο Κασσανδρείας Ειρηναίος ωμολόγησεν ότι η ευτυχεστέρα ημέρα της ζωής αυτού ήτο εκείνη, καθ' ην εν τη αιθούση συνεδριών της ΙΣΙ, τη συνεργία του Παναγίου Πνεύματος και των Ιεραρχών, ελήφθη η απόφασις αύτη, εκφράσας συνάμα την ευγνωμοσύνην αυτού προς τον Αρχιεπ/πον Χρυσόστομον διά την δεξιάν και συνετήν διεύθυνσιν των εργασιών της ΙΣΙ. Βλ Αρχιμ. Θ. Στράγκα, ένθ' ανωτ. τ. Γ' σ. 2149.

464. Κατά την προγενεστέσαν συνεδρίαν της 7-12-1937 η ΔΙΣ είχεν αναβάλει την περί το παλαιοημερολογιτικόν συζήτησιν, επί τω τέλει όπως διευκρινισθή καλώς η μεταδοθείσα είδησις καθ' ην ο Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ εν προσφωνήσει αυτού προς τον Πρωθυπουργόν Ι. Μεταξάν,εζήτησε, προς τοις άλλοις, και την επαναφοράν του παλαιού ημερολογίου, ελθών ούτως εις αντίθεσιν «προς τας γνώμα; και αποφάσεις της Ιεραρχίας, αλλά και προς το φρόνημα, όπερ πάντοτε και μέχρις εσχάτων εξεδήλου γραπτώς τε και προφορικώς και ούτος» (ΚώΔΙΣ 1937-1939 σ. 118, 154 ).

465. ΚώΔΙΣ 1937-1939σ.255.Βλ. και αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι τ. Β' σ. 185-187. Παρεμφερές ήτο και το υπ'αριθμ. 20550/18-3-1938 έγγραφον του αυτού Υπουργείου προς την εν Θεσσαλονίκη «Επιτροπήν Παλαιοημερολογιτών» εν ω εδηλούτο σαφώς ότι οι παλαιοημερολογίται δύνανται να επιτελώσιν ακωλύτως τα θρησκευτικά αυτών καθήκοντα «κατά το παλαιόν ημερολόγιον, αλλά διά κανονικών ιερέων, κανονικώς εξαρτωμένων από του κανονικού Μητροπολίτου, μέλους της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, και εν παρεκκλησίοις διεπομένοις υπό των διατάξεων του εν ισχύι ενοριακού νόμου και διοικουμένοις υπό της επισήμου Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας». Εν τέλει μάλιστα προσετίθετο ότι «επί του ζητήματος δεν προτιθέμεθα πλέον να επανέλθωμεν και η απόφασις είναι οριστική». Βλ. «Εκκλησίαν» 1938 σ. 97. Πρβλ. και ΚώΔΙΣ 1939-1941 σ. 7, 9.

466. ΚώΔΙΣ 1937-1939 σ. 265, 271. Αποτέλεσμα τούτων υπήρξεν η έκδοσις της υπ' αριθμ. 1263/30-12-1937 διαταγής του Υπουργείου Εθν. Παιδείας περί εκτελέσεως των αποφάσεων απελάσεως των Ματθαίου Καρπαθάκη και Γερμανού Βαρυκοπούλου, περί απελάσεων παλαιοημερολογιτών «κληρικών», σφραγίσεως ναών κλπ. (Βλ. Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τ. Β', σ. 177-179).

467. ΚώΔΙΣ 1939-1941 σ. 234. Και τας υπό των παλαιοημερολογιτών «Αρχιερέων» τελουμένας χειροτονίας η ΔΙΣ εθεώρησεν ωσαύτως αντικανονικάς και παρανόμους, εφ' όσον ετελέσθησαν μετά την καθαίρεσιν αυτών. Ως προς τα μυστήρια. βλ. απόφασιν ΙΣΙ της 3-8-1946, εν: ΚώΙΣΙ 1946, σ. 15. Κατά την λήψιν της αποφάσεως ταύτης επιφυλάξεις διετύπωσεν ο Μητροπολίτης Σερρών Κων/νος (ΚωΙΣΙ 1946 σ. 17).

468. Εν απαντήσει αυτής προς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον η Ι.Σύνοδος, αποφάσει αυτής ληφθείση εν τη συνεδρία της 13-6-1940, εδήλου σχετικώς ότι «δυστυχώς ελάχιστοι των παλαιοημερολογιτών απεδέχθησαν την λύσιν ταύτην, τελούντες τα της λατρείας αυτών δι' ιδίων κληρικών, ου σμικρά παρεχόντων πράγματα, εναντίον των οποίων η Εκκλησία αναγκάζεται να λαμβάνη αυστηρά μέτρα, υποβάλλουσα αυτούς τη ποινή της καθαιρέσεως» (ΚώΔΙΣ 1939-1941 σ. 389).

469. Χρυσοστόμου Μητροπ. πρ. Φλωρίνης, Υπόμνημα προς την Διοικούσαν Ιεραρχίαν σ. 8.

470. ΚώΔΙΣ 1939-1941 σ. 7, 9, 64, 146, 206.

471. Απαράδεκτος εν τούτοις εξ επόψεως ορθοδόξου ο υπ' αυτών εν συνεχεία παρατιθέμενος ισχυρισμός καθ' ον oι καθηρημένοι κληρικοί και οι έξωθεν ερχόμενοι τοιούτοι, δηλούντες ότι αποσχίζονται της εκκλησιαστικής ή μοναστικής αυτών αρχής, δύνανται να καταστώσι λειτουργοί της ελευθέρας θρησκευτικής Κοινωνίας των παλ/τών, φέροντες απλώς διακριτικόν τι εξωτερικόν γνώρισμα.

472. Βασιλείου (Ατέση), Μητροπολίτου πρ. Λήμνου, Επίτομος Επισκοπική... Γ' σ. 17, Χρ. Νεαμονιτάκη, Χρυσόστομος Α' Παπαδόπουλος Αρχιεπ/πος Αθηνών και πάσης Ελλάδος (1868-1938). Αθήναι 1969, σ. 110 επ. Τα του μακαρίου τέλους του αοιδίμου Πρωθιεράρχου, ιδία δε τα περί της μυχίας αυτού επιθυμίας όπως συμφιλιωθή μετά των καθηρημένων «πρ. Δημητριάδος» και «πρ. Φλωρίνης», μη εκπληρωθείσης, βλ. εν Χρ. Νεαμονιτάκη, ένθ' ανωτ. σ. 111-112.

473. ΚώΔΙΣ 1939-1941 σ. 206. Πρβλ. και την υπ' αριθμ. 3158/7-12-1939 συνοδικήν Εγκύκλιον περί συλλογής πληροφοριών περί των αντικανονικώς περιφερομένων ανά τας Ι. Μητροπόλεις αγιορειτών εξυπηρετούντων λειτουργικώς τους παλαιοημερολογίτας, προπαγανδιζόντων υπέρ του παλαιού εορτολογίου, την ευσέβειαν προς πορισμόν μετερχομένων, και διχαζόντων τας συνειδήσεις των πολλών επί ανυπολογίστω ζημία του γοήτρου της Εκκλησίας. (Βλ. Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι, τ. Β' σ. 247 ). Πάντως και οι ως «Επίσκοποι» εμφανιζόμενοι Ματθαίος Καρπαθάκης, Γερμανός Βαρυκόπουλος και πρ. Φλωρίνης απησχόλουν συχνάκις τας τε εισαγγελικάς και αστυνομικάς αρχάς, διαπυνθανομένας εκάστοτε περί της ιδιότητος αυτών παρά της Ι. Συνόδου τα δέοντα (Βλ. ΚώΔΙΣ, 1937-1939 σ. 521).

474. ΚώΔΙΣ 1941-1945 σ. 400. Πάντως η σύστασις του εν λόγω Δικαστηρίου επεκρίθη επί Συνόδου ως αντισυνταγματική και αντικανονική (ΚώΔΙΣ 1941-1945 σ. 416-420), αλλά τελικώς η ΔΙΣ ετάχθη υπέρ της συνταγματικότητος και κανονικότητος αυτού (ένθ' ανωτ. σ. 420).

475. Ούτος δις τη 16-7-43 και τη 1-8-43. ΚώΔΙΣ 1941-1945 σ. 400, 416.

476. Ομιλών εν τη εκτάκτω, επί τη προς Κύριον εκδημία, του «πρ. Δημητριάδος» Γερμανού συνεδρία της ΔΙΣ της 20-3-1944 ο Αρχιεπ/πος Δαμασκηνός, ετόνισεν ότι «συνήλθε το Δικαστήριον κατ' επανάληψιν, αλλά δυσπιχώς, διότι τα μέλη αυτού ήσαν πολλά, ικανός αριθμός των Αρχιερέων εκωλύετο κατά τον νόμον, διότι μετέσχον δικαστηρίων προηγουμένων επί της αυτής υποθέσεως, τα δε μέσα της συγκοινωνίας δύσκολα, δεν κατέστη δυνατή η αναγκαία απαρτία διά την νόμιμον συγκρότησιν του Δικαστηρίου» (ΚώΔΙΣ 1941-1945 σ. 499 ).

477. Βλ. Πολυκάρπου, Επισκόπου Διαυλείας, Ποία η απόφασις... σ. 5 επ.

478. ΚώΙΣΙ 1946 σ. 23.


Περιεχόμενα