image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΕΜΠΤΟΝ

ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ

Ι. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΩΤΗ 1924-1934: Δεκαετία ιδεολογικής διαμάχης και αντιεκκλησιαστικής δραστηριότητος

Φάσις Δευτέρα: 1927-1934

4. Καταφυγή της Εκκλησίας εις την δύναμιν της Πολιτείας προς περιστολήν, διά χρήσεως μέτρων βίας, της ανταρσίας και περαιτέρω όξυνσις της καταστάσεως.


Η αξίωσις των παλαιοημερολογιτών όπως τελώσι τα της λατρείας αυτών ακωλύτως διά κληρικών της κανονικής Εκκλησίας εσημείου οπωσδήποτε νέαν φάσιν εν τη εξελίξει του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, αι εκ της οποίας επιπτώσεις εγέννων ανησυχίας περισσότερον εις την Πολιτείαν ή εις την Εκκλησίαν. Η Πολιτεία διαβλέπουσα δηλονότι διαιώνισιν του ζητήματος επί συνεχεί βλάβη της εθνικής ενότητος, δι' αποφάσεως του Πρωθυπουργού, ώρισε τριμελή Επιτροπήν απαρτισθείσαν εκ των Εισαγγελέως του Α.Π. Κ. Γεωργιάδου, του Καθηγητού του Εκκλησ. Δικαίου Κ. Ράλλη και τού Δ/ντού Θρησκευμάτων του Υπουργείου Εθν. Παιδείας Λ. Φιλιππίδου(321), εις ην ανέθετο την σύνταξιν σχεδίου νόμου επιλύοντος το πρόβλημα. Η Επιτροπή, εν τη εισηγήσει αυτής, προύτεινε την αυστηράν εφαρμογήν της κειμένης νομοθεσίας(322) τόσον διά την σφράγισιν παλαιοημερολοτικών ναών και την απαγόρευσιν ιδρύσεως νέων, όσον και διά την πάταξιν των καθηρημένων κληρικών των θρησκευτικώς εξυπηρετούντων τους παλαιοημερολογίτας, εν συνδυασμώ προς τε την απαγόρευσιν τοις κανονικοίς ιερεύσι όπως ιεροπράττωσι χάριν των παλαιοημερολογιτών και προς την διάλυσιν των παλαιοημερολογιτικών Συλλόγων(323). Η δυναμική ούτως ειπείν αύτη αντιμετώπισις της καταστάσεως, υιοθετηθείσα υπό της Κυβερνήσεως, παρά τας περί του αντιθέτου προγενεστέρας αυτής υποσχέσεις, εις ας φαίνεται ότι ενέμενον εισέτι βουλευταί τινες ως και τινες δικαστικοί λειτουργοί και άλλα της Πολιτείας όργανα(324), ωδήγησεν εις την έκδοσιν διαταγών και οδηγιών αυτής προς τα αρμόδια όργανα προς σφράγισιν τυχόν παλαιοημερολογιτικών ναών, προς απέλασιν εις Άγ. Όρος των εκείθεν ορμωμένων ατάκτων κληρικών και προς σύλληψιν των ιεροπρακτούντων καθηρημένων κληρικών (325).

Παραλλήλως συνιστάτο, κατ' απόφασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, τω μεν Υπουργείω Δικαιοσύνης η υπό των οικείων δικαστικών αρχών κίνησις της διαδικασίας προς διάλυσιν των παλ/κών συλλόγων, τω δε Υπουργείω Εξωτερικών(326) η ενέργεια των δεόντων διά την απαγόρευσιν εξόδου εξ Αγίου Όρους ιερομονάχων και μοναχών άνευ αδείας.

Κατά ταύτα αι καταδιωκτικαί αρχαί ανελάμβανον να απαλλάξωσι την Εκκλησίαν από της μάστιγος των ποικιλωνύμων εκμεταλλευτών της λαϊκής ευσεβείας κληρικών και λαϊκών, παρά το γεγονός ότι τα αυτά μέτρα, τα ληφθέντα και κατά το παρελθόν, μάλλον περιέπλεξαν το ζήτημα. Εν τούτοις και τα μέτρα ταύτα έμειναν εν πολλοίς ανεφάρμοστα, λόγω της ευαισθησίας των πολιτικών εις τας λαϊκάς πιέσεις, ενώ η Εκκλησία διετύπου το παράπονον ότι «δεν εισηκούσθη παρά των εκάστοτε Κυβερνήσεων, τουναντίον δέ είδεν υποθαλπομένην την αντίστασιν των εκμεταλλευτών της ευσεβείας του λαού»(327), και δη και διά της υπό της ιδίας της Πολιτείας ανατροπής της διοικητικής και ποινικής νομοθεσίας της χώρας, παρά το υφιστάμενον, εν ταις σχέσεσιν Εκκλησίας και Πολιτείας, σχήμα, όπερ ηυνόει την συνδρομήν της Εκκλησίας υπό της Πολιτείας εις εκκλησιαστικής φύσεως επιδιώξεις(328).

Πράγματι, η οξύτης, ην προσελάμβανεν οσημέραι το παλαιοημερολογιτικόν ζήτημα, λόγω και της συνεχιζομένης πολιτικής αυτού εκμεταλλεύσεως(329) εγέννησεν ανησυχίαν εις την Κυβέρνησιν, ήτις υπαναχωρούσα εις όσα είχε προηγουμένως αποφασίσει, παρέπεμψε το όλον θέμα προς νέαν μελέτην εις την εκτάκτως συνελθούσαν από 1-14 Οκτωβρίου 1933 ΙΣΙ(330).

Επί του παλαιοημερολογιτικού. εισηγήθη ο Μητροπολίτης Φωκίδος Ιωακείμ, κατά την συνεδρίαν της 10-10-1933 παρισταμένων 58 Ιεραρχών, προτείνας τα κατά την κρίσιν του, προς εξοικονόμησιν της καταστάσεως, μέτρα(331). Η ΙΣΙ, τελικώς έλαβε την εξής επί του παλαιοημερολογιτικού απόφασιν: «Η ΙΣΙ εμμένει εις το διωρθωμένον και ισχύον ημερολόγιον και αποφασίζει να παρακαλέση δι' εγγράφου την Κυβέρνησιν όπως βοηθήση την Εκκλησίαν εφαρμόζουσα τους κειμένους νόμους. Αποφασίζει ωσαύτως να απολύση Εγκύκλιον προς τους απειθούντας, ίνα διαφωτίση αυτούς, καλούσα τούτους να πειθαρχήσωσιν εις την Εκκλησίαν»(332). Προφανώς η απόφασις αύτη, απορρίπτουσα πάσαν ιδέαν επαναφοράς εν ισχύι του παλαιού ημερολογίου, υιοθέτει κατά βάσιν την δυναμικήν λύσιν της, διά της ποοσφυγής εις τας κειμένας, περί προστασίας της επικρατούσης θρησκείας εν Ελλάδι, διατάξεις, αντιμετωπίσεως του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος, ήτοι λύσιν εξαρτωμένην κατά το μέγιστον αυτής μέρος εκ της πολιτειακής συνδρομής, ενώ η μεν προσπάθεια προς διαφώτισιν των πεπλανημένων περιωρίζετο εις μίαν Εγκύκλιον, η δε αναφανείσα εν τοις κόλποις της Ιεραρχίας διάστασις απόψεων(333) παρέμενεν άνευ της οιασδήποτε αντιμετωπίσεως, παρά την σοβαρότητα αυτής και τους εγκυμονουμένους κινδύνους. Η δυναμική, ούτως ειπείν, αντιμετώπισις της καταστάσεως υπό της Εκκλησίας(334) δεν εγγυάτο τήν πρόληψιν των επερχομένων δεινών. Αι λύσεις της οικονομίας, είχον αποκλεισθή, και ανεμένετο παρά της Πολιτείας η λύσις του προβλήματος(335).

Αι αποφάσεις της ΙΣΙ του έτους 1933 έτυχον επιδοκιμασίας παρά της εν Κων/λει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας(336), ευελπιστούσης «ότι αι αποφάσεις αύται και τα κατά ταύτας μέλλοντα να ενεργηθώσι θα αποφέρωσι το ευκταίον αποτέλεσμα προς ταχύν και οριστικόν τερματισμόν της λυπηράς κινήσεως, ήτις τόσον μώμον προξενεί εις την ευσέβειαν και την μόρφωσιν του ορθοδόξου λαού»(337). Εν τούτοις δεν απέφερον τα άτινα ανέμενε το Πατριαρχείον ευκταία ταύτα διά την Εκκλησίαν ημών αποτελέσματα. Και τούτο διότι, παρά πάσαν προσδοκίαν, ούτε αι παραινέσεις της Εκκλησίας συνήντων πρόσφορον καλλιεργείας έδαφος, ούτε εξέλιπον οι «εσκοτισμένοι την συνείδησιν»(338) και συμφεροντοσκόποι αγιορείται ταραξίαι(339). Αντιθέτως μάλιστα οι τοιούτοι συνέχισαν την δράσιν αυτών(340) οι δ' εν Αγ. Όρει «Ζηλωταί» έπαυσαν το μνημόσυνον του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου προκαλέσαντες ούτως εν τω ιερώ Τόπω τάραχον και σάλον, τοσούτω μάλλον όσω διέκοψαν πάσαν αδελφικήν επικοινωνίαν προς τους εξακολουθούντας να μνημονεύωσι τούτου αδελφούς αυτών μοναχούς(341) Η όλη, κατά ταύτα, κατάστασις αντί υφέσεως ενεφάνιζεν έξαρσιν(342) γεγονός όπερ υπηγόρευσεν εις την Κυβέρνησιν την ανάγκην εξευρέσεως συμβιβαστικής τινος λύσεως. Προς τούτο εγένετο σχετικόν κυβερνητικόν διάβημα προς την ΔΙΣ(343) ήτις, εν τη συνεδρία της 30-4-1934, εξήτασε διά μακρών το ζήτημα τούτο υπό το πρίσμα αφ' ενός μεν των εκπεφρασμένων απόψεων της Πολιτείας, ευνοούσης την λύσιν της, υπό κανονικών ιερέων υπαγομένων εις την Εκκλησίαν της Ελλάδος, θρησκευτικής εξυπηρετήσεως των παλαιοημερολογιτών, αφ' ετέρου δε της σημειωθείσης κινήσεως βουλευτών τινων προς ψήφισιν νόμου κηρύσσοντος αντικανονικόν το διωρθωμένον Ιουλιανόν Ημερολόγιον και αναρμοδίαν την Εκκλησιαστικήν Αρχήν επί υποθέσεων αφορωσών εις κληρικούς μεταπηδήσαντας εις το παλαιόν ημερολόγιον(344). Κατά την επακολουθήσασαν ανταλλαγήν απόψεων μεταξύ των Ιεραρχών, αι γνώμαι εδιχάσθησαν, των μεν εμμενόντων εις την γνωστήν αρνητικήν απόφασιν της Ιεραρχίας, ήτις, κατ' αυτούς, συνίστα ασφάλειαν διά την Εκκλησίαν, των δε προτεινόντων την υιοθέτησιν της προτάσεω εχούσης υπερ αυτής αφ' ενός μεν την πιθανότητα περιστολής της ανταρσίας και την θέσιν υπό έλεγχον της καταστάσεως, αφ' ετέρου δε αναλόγους λύσεις εφαρμοζομένας ήδη εν τη Πολωνική Εκκλησία, «ήτις επέτρεψεν οικονομικώς εις τους Παλαιοημερολογίτας να εορτάζωσι διά των κανονικών εφημερίων και κατά το παλαιόν ημερολόγιον»(345). Η λήψις αποφάσεως ανεβλήθη διά την συνεδρίαν της 3-5-1934, καθ' ην, μετά μακράν και οξυτάτην συζήτησιν, απεφασίσθη, όπως υποβληθή προς την Κυβέρνησιν δι' Επιτροπής σημείωμα διαλαμβάνον ότι η Εκκλησία «κατ' άκραν εκκλησιαστικήν επιείκειαν και οικονομίαν και προς αποφυγήν σχίσματος, δέχεται κατ' αρχήν την πρότασιν της Κυβερνήσεως όπως ικανοποιήση τας θρησκευτικάς ανάγκας των εμμενόντων εις την παλαιάν χρονολόγησιν του διορθωθέντος Ιουλιανού Ημερολογίου, διά κανονικών ιερέων, επιφυλάσσεται δε να ζητήση εν καιρώ την έγκρισιν της Ιεραρχίας, και να καθορίση τας λεπτομερείας της εκκλησαστικής ταύτης οικονομίας»(346).

Εν συνεχεία η Ι. Σύνοδος έθετεν ωρισμένους όρους προς εφαρμογήν του μέτρου.

Ειδικώτερον θα έδει «α) να απομακρυνθώσιν εις τας Μονάς των οι αγιορείται και λοιποί ιερομόναχοι και μοναχοί και να εφαρμοσθώσιν αι αποφάσεις της Εκκλησίας περί των καθηρημένων και των εν αργία διατελούντων, β ) να εφαρμοσθώσιν αι διατάξεις του περί Ενοριών Νόμου επί των κατεχομένων υπ' αυτών παρεκκλησίων και εξωκκλησίων, γ) να διαλυθή ή τούλάχιστον να παύση η εν Αθήναις Κοινότης των λεγομένων «Γνησίων Ορθοδόξων» μετά των εν ταις Επαρχίαις παραρτημάτων αυτής αναμειγνυομένη εις τα των Ναών και των ιερέων των ακολουθούντων την παλαιάv χρονολόγησιν του Ιουλιανού Ημερολογίου και δ) να εφαρμόζωνται πιστώς και ακριβώς αι περί της εκκλησ. πειθαρχίας διατάξεις των κειμένων νόμων»(347).

Το σημείωμα τούτο επεδόθη, επί παρουσία του Υπουργού Εθν. Παιδείας, εις τον Πρωθυπουργόν της χώρας τη 4-5-1934, παρατηρήσαντα ότι ο υπό στοιχείον γ' όρος δεν δύναται να τύχη εφαρμογής, υποσχεθέντα όμως την μελέτην του σημειώματος και τήν εντός 3-4 ημερών υποβολήν τη Εκκλησία της σχετικής αποφάσεως της Κυβερνήσεως. Επί τούτοις ο Καθ. Χρήστος Ανδρούτσος, εκπροσωπών την Κυβέρνησιν, συνηντήθη μετά του Μακ. Χρυσοστόμου(348) αναπτύξαντος αυτώ και προφορικώς τας απόψεις της Εκκλησίας και τους όρους, υφ' ους ήτο δυνατή η υιοθέτησις της κυβερνητικής προτάσεως. Ενώ δε διεφαίνοντο ήδη τα πρώτα σημεία της αρνήσεως των παλαιοημερολογιτών όπως αποδεχθώσιν την υπό της Κυβερνήσεως μεν νυν προβαλλομένην υπ' αυτών δε κατά το παρελθόν προταθείσαν λύσιν(349), τουθ' όπερ τινές των Ιεραρχών εξελάμβανον ως τον από μηχανής Θεόν προς αποτροπήν του «εξευτελισμού» της Εκκλησίας(350) και ενώ η Πολιτεία επεβράδυνε την διατύπωσιν της οριστικής αυτής αποφάσεως επί των όρων της Εκκλησίας, ο ορίζων εζοφούτο οσημέραι εν τη εξελίξει του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος. Ούτως αι καταφθάνουσαι εις την Ι. Σύνοδον πληροφορίαι περί των επεκτατικών κινήσεων των παλαιοημερολογιτών «αποθρασυνθέντων εις βαθμόν επικίνδυνον»(351) εν συνδυασμώ προς την εφεκτικότητα των πολιτειακών αρχών, όπως εφαρμόσωσι κατ' αυτών τους κειμένους νόμους(352) καθίστων, αν μη αδύνατον τουλάχιστον προβληματικήν την εφαρμογήν της λύσεως ταύτης, έως ότου αυτοί ούτοι οι παλαιοημερολογίται ανεκάλεσαν, διά δηλώσεως αυτών προς την ΔΙΣ, την προ τριετίας υπ' αυτών υποβληθείσαν αυτή αίτησιν περί παραχωρήσεως ιερέων κανονικών διά την λατρευτικήν αυτών εξυπηρέτησιν, καταστήσαντες ήδη γνωστόν «ότι δεν δέχονται ιερείς παρά της Εκκλησίας»(353).

Η υπαναχώρησις αύτη, έσωθεν και έξωθεν ενισχυθείσα εσημείωσε την κατάρρευσιν των ελπίδων, ας ηδύνατό τις να επιστηρίζη επί της προταθείσης λύσεως της διά κανονικών ιερέων θρησκευτικής εξυπηρετήσεως των παλαιοημερολογιτών.Τοιουτοτρόπως διηνοίγετο πλέον ευρεία η λεωφόρος της ακωλύτου δραστηριότητος των καθηρημένων ιερέων και συνετελείτο ο στενός σύνδεσμος αυτών μετά των εκ των παλαιοημερολογιτών ευλαβών ανθρώπων, οίτινες θα μετεβάλλοντο μετ' ου πολύ εις πειθήνια αυτών όργανα.

Η τοιαύτη των παλαιοημερολογιτών υπαναχώρησις, σημαίνουσα νέαν απροσδόκητον της υποθέσεως όξυνσιν, απετέλεσε το αντικείμενον ευρείας συζητήσεως κατά την ΙΣΙ, εν τη συνεδρία αυτής της 30-10-1934, ότε και απεφασίσθη όπως ανατεθή τη ΔΙΣ ίνα «ζητήση παρά της Πολιτείας την, συμφώνως τη υποσχέσει αυτής, εφαρμογήν των Νόμων του Κράτους υπέρ της Εκκλησίας και εναντίον των ταραξιών μοναχών, άλλως να επαναφέρη το δι' εαυτήν Ημερολόγιον, οπότε και η Εκκλησία θα σκεφθή αναλόγως. Αν όμως ουδέν τούτων πράξη η Πολιτεία παραγγέλλεται η ΔΙΣ ίνα δηλώση εις αυτήν ότι υπέχει ακεραίαν την ευθύνην διά την εκκλησιαστικήν και εθνικήν ανωμαλίαν»(354).

Τεχνολογούντες την απόφασιν ταύτην της ΙΣΙ δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι το δίλημμα ενώπιον του οποίου έθετε την Πολιτείαν η Εκκλησία είναι προφανές ότι απετέλει εν έσχατον όπλον εναντίον της ολιγωρίας των πολιτειακών οργάνων προς πάταξιν της «σκοτεινής δυνάμεως ολίγων αξέστων μοναχών»(355) οίτινες και απετέλουν τους ιθύνοντας νόας του παλαιοημερολογιτικού κινήματος και τους πρωταιτίους των κατά καιρούς λαμβανόντων χώραν επεισοδίων, δι' ων ετονίζετο η κρατούσα εν τω σώματι της Εκκλησίας διάστασις, οδηγούντες «εις αναπόφευκτον σχίσμα και εις διάσπασιν της Εκκλησίας και της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού Έθνους». Απεσκόπει εις το να ενεργοποιήση τας αδρανούσας είτε εξ αδυναμίας, είτε εξ απροθυμίας και αδιαφορίας δυνάμεις του Κράτους προς εφαρμογήν των κειμένων διατάξεων, δεδομένου ότι οι πολίται δεν παρεβίαζον μόνον το Κανονικόν της Εκκλησίας Δίκαιον, αλλά και πλείστας διατάξεις του Δικαίου της Ελλην. Πολιτείας, τεθειμένας προς προστασίαν της εκκλησιαστικής εννόμου τάξεως. Ούτως η Εκκλησία εζήτει παρά της Πολιτείας την εφαρμογήν των νόμων τους οποίους η ιδία είχε θέσει. Κατ' ουσίαν βεβαίως δεν επρόκειτο καν περί διλήμματος, εφ' όσον το δεύτερον σκέλος αυτού ήτο εκ των πραγμάτων αδύνατον να εφαρμοσθή. Συνεπώς το δίλημμα απετέλει σαφή εκβιασμόν της Κυβερνήσεως, ήτις ενώ είχε προ δεκαετίας πιέσει την Εκκλησίαν διά την εισαγωγήν εν αυτή του διωρθωμένου Ιουλιανού Ημερολογίου, νυν μετ' ανοχής αντιμετώπιζε την ανταρσίαν εντός των κόλπων της Εκκλησίας, ανταρσίαν ήτις είχε προέλθει ακριβώς εκ της συμμορφώσεως της Εκκλησίας προς την τοιαύτην αξίωσιν της Πολιτείας. Σημειωτέον ότι η τοιαύτη της Πολιτείας τακτική, εγένετο πολλάκις αντικείμενον σφοδράς επικρίσεως εκ μέρους Ιεραρχών, οίτινες και επί Συνόδου εξεδήλουν την άμετρον αυτών λύπην και δυσφορίαν διά την επιδεικνυομένην έναντι των παλαιοημερολογιτών πολιτειακήν ανοχήν και την επιφυλασσομένην εις τούτους αβράν μεταχείρησιν ήτις, κατ' αυτούς συνετέλει εις την διατήρησιν και επέκτασιν του διασπαστικού τούτου κινήματος(356). Η περί επαναφοράς εξ άλλου του παλαιού ημερολογίου εν τη Εκκλησία, απειλή της Ι. Συνόδου, αποτελούσα πανηγυρικήν εν τούτοις επιβράβευσιν και αναγνώρισιν τού παλαιοημερολογιτικού αγώνος, δεν ανταπεκρίνετο προς τας εσωτέρας της Ι. Συνόδου επιθυμίας, δεδομένου, ότι αύτη ουδέ κατά ποσοστόν αφίστατο της περί της ορθότητος της γενομένης «διορθώσεως» προγενεστέρας αυτής αποφάσεως. Αντιθέτως εν τη αποφάσει αυτής ταύτη εν η διετυπούτο και η απειλή περί επαναφοράς του παλ. ημερολογίου εν τη Εκκλησία, η Ι. Σ. επανελάμβανεν έτι άπαξ ότι «τηρούνται σεβασταί αι ειλημμέναι ήδη αποφάσεις της Ιεραρχίας επί του Ημερολογίου»(357). Πώς, λοιπόν, εφ' όσον ετονίζετο η ισχύς της μυριολέκτου θέσεως, καθ' ην καλώς κατά πάντα εγένετο η ημερολογιακή μεταβολή αποκλειομένης ούτω πάσης περί υπαναχωρήσεως από της αποφάσεως ταύτης σκέψως, ταυτοχρόνως διετυπούτο και η απειλή επιστροφής εις τό καταργηθέν ημερολογιακόν καθεστώς, όπερ κατά τα προειρημμένα, έδει, να θεωρήται ανεπιστρεπτί παρωχημένον;(358).





Σημειώσεις

321. «Εκκλησία» 1932 σ. 394.

322. Βλ. ν. 5187/1923 άρθρα 10 και 11, και άρθρου 14 του Συντάγματος 1927.

323. Βλ. το κείμενου της Πράξεως της Επιτροπής εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 394.

324. Η σχετική απόφασις ελήφθη εν τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου της 30-10-1932. Περί των αντιθέτων απόψεων βουλευτών, δικαστικών κλπ. βλ. «Εκκλησίαν» 1932 σ. 438 αντιγράφουσαν εν προκειμένω σχετικόν σχόλιον της «Αναπλάσεως» 1932 σ. 327. Εν τούτοις είχεν εκτοξευθή τότε κάτά της Κυβερνήσεως η μομφή ότι εν τη υπεράγαν ανεκτική και επιεικεί αυτής έναντι του παλαιοημερολογιτικού στάσει, είχε περιαγάγει εις ατονίαν το περί προστασίας της επικρατούσης θρησκείας του Κράτους άρθρου 1 του Συντάγματος (Βλ. «Εκκλησίαν» 1933 σ. 112 ) ανεχθείσα «διπλάς τελετάς και διαίρεσιν εντεύθεν των πιστών» (ένθ. ανωτ. σ. 113).

325. Υπ. αριθμ. 58900/31-10-1932 έγγραφον του Υπουργού Εθν. Παιδείας προς το Υπουργείον Εσωτερικών. Βλ. τούτο εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 395-396.

326. Βλ. τα υπ' αριθμ. 58898/31-10-1932 και 58899/31-10-1932 έγγραφα εν: «Εκκλησία» 1932 σ. 396-397.

327. «Εκκλησία» 1933 σ. 113. Παρόμοιον παράπονον κατά της Πολιτείας διετύπωσαν και οι εν έτει 1935 παραιτηθέντες της ιδιότητος αυτών ως Συνοδικών τρεις Μητροπολίται, oι Ύδρας Προκόπιος, Σάμου Ειρηναίος και Ακαρνανίας Ιερόθεος, καταγγείλαντες εν τω εαυτών υπομνήματι ότι «λίαν ενωρίς η Πολιτεία ήρχισε να κάμνη πολιτικήν και επί του σπουδαιοτάτου τούτου θρησκευτικού και εθνικού ζητήματος. Ουδέποτε ηθέλησε να εννοήση ότι αι θρησκευτικαί παραδόσεις του Έθνους αποτελούν την συνοχήν του, το πνευματικόν του βάθος και επεξεργάζονται και συνεχίζούν την ψυχήν του» («Εκκλησία» 1935 σ. 171). Βλ. και σελ. 241 επ. του παρόντος.

328. Ούτω και Κ. Δημητρακάκης, Η νομική και κανονική θέσις των Παλ/τών εν Ελλάδι. «Δικαστική» 1932 σ. 163. Πρβλ. καί Walter, Μanuel du droit ecclesiastique παρ. 44.

329. Κατά τας βουλευτικάς εκλογάς του Σεπτεμβρίου 1932 και του Μαρτίου 1933 ανεκινήθη το παλαιοημερολογιτικόν, η δε Εκκλησία εθεάτο την Πολιτείαν να αντιμετωπίζη το ζήτημα «υπό το πρίσμα του καταρτισμού των πολιτικών της δυνάμεων». («Εκκλησία» 1935 σ. 171).

330. «Εκκλησία» 1933 σ. 313.

331. ΚωΙΣΙ, 1933-1934 σ. 47. Η επακολουθήσασα συζήτησις υπήρξε θυελλώδης, Ιεραρχών τινων επιμεινάντων επί της ανάγκης επανεξετάσεως του όλου ζητήματος εξ υπαρχής, τοσούτω μάλλον όσω η γενομένη ημερολογιακή μεταβολή συνεδυάζετο προς τινας τάσεις εισαγωγής καινοτομιών εν τη Εκκλησία. Οι Μητροπολίται Κασσανδρείας Ειρηναίος, Δημητριάδος Γερμανός και Ελευθερουπόλεως Σωφρόνιος προύβαλον την άποψιν ταύτην. Προς την άποψιν όμως ταύτην ηναντιώθη το πλείστον των Ιεραρχών, δεδομένου ότι το ημερολογιακόν ζήτημα εθεωρείτο υπό της Ιεραρχίας, συμφώνως προς προγενεστέρας αυτής αποφάσεις, ήδη λελυμένον, η δ' εκ νέου περί των παλαιοημερολογιτών συζήτησις είχε την έννοιαν ότι «δεν πρόκειται περί του κατ' αρχήν ζητήματος αλλά περί της εξοικονομήσεως της καταστάσεως», του Μακαριωτάτου Αρχιεπ/που προβάντος εις δήλωσιν ότι η Εκκλησία ημών δεν επιδιώκει καινοτομίας, και ότι εν πάση περιπτώσει «το ζήτημα του ημερολογίου ουδεμίαν σχέσιν έχει προς τας καινοτομίας». Εν τούτοις ο την αντίθετον άποψιν πεισμόνως υποστηρίζων Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος, προβαίνων περαιτέρω, επέρριψεν επί του Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου την ευθύνην της δημιουργηθείσης ανωμάλου εν τη Εκκλησία, καταστάσεως, κατηγορήσας τούτου ότι είναι ο αίτιος της κακοδαιμονίας, παρασκευάζων αυτός τους Ιεράρχας εις υποχωρήσεις. Απαντών εις ταύτα ο Αρχιεπ/πος εδήλωσεν ότι «προκαλεί άπαντας τους Ιεράρχας ίνα δηλώσωσιν αν ποτέ τοιούτον τι εισηγήθη εις τινα» συνεχίζων δ' ετόνισεν ότι «το ζήτημα του ημερολογίου είχεν αποφασισθή προ της εις Αρχιεπ/πον χειροτονίας αυτού, η δε Πολιτεία, είχε θέσει εις εφαρμογήν το πολιτικόν τοιούτον». ΚώΙΣΙ, 1933-1934 σ. 50-51. Επιστηρίζων την κατά των καινοτομιών θέσιν αυτού και της Εκκλησίας ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος επεκαλέσθη την μη αναγνώρισιν των αγγλικανικών χειροτονιών, βεβαιώσας ότι η Εκκλησία ημών «ούτε ανεγνώρισεν, ούτε πρόκειται να αναγνωρίση το κύρος των εν λόγω χειροτονιών». (ΚώΙΣΙ, 1933-1934 σ. 49 ). Βλ. και «Ανάπλασιν» 1933 σ. 161.

332. ΚώΙΣΙ, 1933-1934 σ. 63.

333. Κατά την αυτήν συνεδρίαν της 10-10-1933 είχον διαφανή σαφώς αι αντίθεται προς την πλειοψηφίαν των Ιεραρχών απόψεις μιας μικράς μερίδος Αρχιερέων, μέχρι σημείου ώστε εις Ιεράρχης, ο Μητροπολίτης Θηβών Συνέσιος, να δηλώση δημοσία οτι «ή πρέπει να επανέλθη το παλαιόν ημερολόγιον ή άλλως αυτός θα ευρεθή εις την δυσάρεστον θέσιν εν ανάγκη να τεθή επί κεφαλής της ομάδος των παλαιοημερολογιτών, αδιαφορών διά τα συμβησόμενα» (ΚώΙΣΙ, 1933-1934 σ. 59-60). Η διαληφθείσα μειοψηφία, φρονούσα ότι βεβιασμένως και κατεσπευσμένως εισήχθη εν τη Εκκλησία το διωρθωμένον Ιουλιανόν Ημερολόγιον, κατελόγιζεν, ως ελέχθη, ευθύνας κυρίως εις τον Αρχιεπ/πον Χρυσόστομον, και μη~πειθομένη εις τας περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις αυτού, ενέμενεν εν τη απόψει ταύτη, μη υπογράψασα μάλιστα τότε το προς την Κυβέρνησιν συνοδικόν έγγραφον και τας προς τον λαόν και τους παλαιοημερολογίτας Εγκυκλίους της Ι. Συνόδου.

334. Ταύτην υπηγόρευον αφ' ενός μεν αι περί του αριθμού των παλαιοημερολογιτών, αποτελούντων κατά την «Εκκλησίαν» «ευάριθμον» ή «ασημαντοτάτην μειονότητα» («Εκκλησία » 1933 σ. 321-338 ) πληροφορίαι, αφ' ετέρου δε η μακράν της πραγματικότητος κινουμένη αντίληψις των εκκλησιαστικών «ότι ουχί μόνον εν τη αρχαία Εκκλησία, αλλά και κατά τους νεωτέρους χρόνους, ότε εγένετο η μεταρρύθμισις του ημερολογίου εν τη Δύσει, αιώνες όλοι απητήθησαν διά να συμμορφωθώσι προς την ορθήν αντίληψιν oι αντιδρώντες» («Εκκλησία» 1933 σ. 338).

335. «Εκκλησία» 1933 σ. 322. «Ν. Σιών» 1933 σ. 637-640. Ορθώς εν τω εγγράφω αυτής η Ι. Σύνοδος προς τον Πρωθυπουργόν και τον Υπουργόν Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων παρετήρει ότι «θα διεπράττετο αμάρτημα μέγα κατά του μεγίστου αγαθού, της ψυχικής ενότητος του λαού, εάν εις μίαν ελευθερίαν ευαρίθμου μειονότητος, εστερημένην περιεχομένου, επαφίετο ανεμπόδιστος η κοινή αυτής προσπάθεια προς διατάραξιν της ειρήνης της Εκκλησίας, αναγνωριζομένου εις αυτήν του δικαιώματος να καλή οιουσδήποτε ιερείς είτε εξ Αγίου Όρους, είτε άλλοθεν βεβαρημένους δι' αργιών ή καθαιρέσεων και καταφρονούντας την επίσημον Εκκλησίαν» Εν δε τω υπ' αριθμ. 2471/18/14-10-1933 τοιούτω τω απευθυνθεντι «προς τους ευσεβείς χριστιανούς τους ακολουθούντας το Παλ. Ημερολόγιον» εσημείου ότι «δεν είναι δυνατόν να επανέλθη η Εκκλησία εις την παλαιάν χρονολόγησιν και να διεγείρη σάλον μεταξύ των εκατομμυρίων αδελφών χριστιανών, οι οποίοι έχουν προσαρμοσθή ήδη από δεκαετηρίδος προς το διωρθωμένον Ημερολόγιον». («Εκκλησία» 1933 σ. 325).

336. Εν τω υπ' αριθμ. 1951/17-10-1933 εγγράφω αυτού ο Οικουμεν. Πατριάρχης Φώτιος διά δριμέων λόγων εκάκιζε τας ασεβείς εκδηλώσεις «των εν πωρώσει νου και καρδίας εμμενόντων εισέτι και εξακολουθούντων ταράττειν τον ευσεβή λαόν διά των περί ημερολογίου ερεσχελιών και της εγκληματικής κατά της Εκκλησίας και της ειρήνης της ολότητος στάσεως αυτών». (Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι Α' σ. 680 ). Το έγγραφον τούτο, λόγω του αυστηρού αυτού ύφους, εκρίθη μη δημοσιεύσιμον διά της «Εκκλησίας» (Βλ. την υπ' αριθμ. 2535/2-11-1933 Συνοδικήν Εγκύκλιον εν: Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι Α' σ. 680).

337. «Εκκλησία» 1933 σ. 353. Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, συντρέχον επί τη περιστάσει ταύτη τη Εκκλησία της Ελλάδος, απηύθυνε προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν τα υπ' αριθμ. 1951/27-10-1933 Γράμμα, εν ω εξεδήλου μεν την αδυναμίαν μεταβολής των περί ημερολογίου ειλημμένων ήδη αποφάσεων, συνίστα δ' όπως «χάριν της ειρήνης και της καθησυχάσεως της συνειδήσεως του ευσεβούς λαου και της περιφρουρήσεως της τιμής της Εκκλησίας ημών, τεθή τάχιστα αποτελεσματικός χαλινός διά πάντων των δυνατών μέσων, κοινή ενεργεία της Εκκλησίας και της ευσεβούς Πολιτείας εις τους αφηνιάσαντας ανιέρους ψευδοζηλωτάς και λήξη η απ' αυτών βλάβη και το σκάνδαλον και η καταισχύνη διά την Εκκλησίαν και το Έθνος γενικώς». (Αι Συνοδικαί Εγκύκλιοι Α' σ. 682).

338. «Εκκλησία» 1933 σ. 354.

339. «Εκκλησία» 1933 σ. 353-354. 1934 σ. 78, Πρβλ. και την υπ' αριθμ. 16273/15-9-1942 Γνωμοδότησιν Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, εν «Θέμις» ΝΔ' σ. 128. Περί τούτων διετυπώθη υπό του Οικουμ. Πατριαρχείου η αξίωσις προς την Ι. Κοινότητα του Αγ. Όρους «όπως εις μηδένα αυτών επιτρέπηται η εκείθεν έξοδος, ει μη δι' ωρισμένην διακονίαν ή άλλην ανάγκην και επί ωρισμένω διαστήματι χρόνου» («Εκκλησία» 1933 σ. 354) και όπως υποβληθή αυτώ κατάλογος των έξω του ιερού Τόπου διατριβόντων αγιορειτών μοναχών μετά σημειώσεως περί της αιτίας της απουσίας αυτών και του τόπου διαμονής των (ένθ' ανωτ.). Εν τη εαυτής απαντήσει η Ι. Κοινότης διεβεβαίωσε τον Οικουμ. Πατριάρχην ότι τηρεϊται επακριβώς το σχετικόν προς την έξοδον εξ Αγ. Όρους παντός μοναχού άρθρον 9 του Κ.Χ.Α.Ο., και ότι διά περιπτώσεις τινας περιφερομένων εν τω κόσμω αγιορειτών ανηνέχθη τοις oικείοις Μητροπολίταις διά την επέλασιν αυτών («Εκκλησία» 1934 σ. 79 ). Oι Επίτροποι εξ άλλου της Μεγ. Λαύρας ιδόντες ότι «αι μέχρι σήμερον ενέργειαι αυτής εις ουδέν ειρηνικόν αποτέλεσμα κατέληξαν, αλλά μάλλον η κατάστασις της διαιρέσεως επί τα χείρω βαίνει («Εκκλησία» 1934 σ. 9) συνέταξαν και εκυκλοφόρησαν φυλλάδιον αναιρούν τας θέσεις των «Ζηλωτών» αγιορειτών. (βλ. τούτο εν: «Εκκλησία» 1934 σ. 9 επ., 35 επ., 44 επ.).

340. «Εκκλησία» 1934 σ. 9.

341. Οι εν λόγω «Ζηλωταί» συνεδύασαν την παύσιν του μνημοσύνου του Οικουμ. Πατριάρχου μετά της επιδιώξεως αυτών όπως υπαχθώσι δικαιοδοτικώς εις το σερβικόν Πατριαρχείον, αποσχιζόμενοι της Εκκλησίας Κων/λεως. Η είδησις αύτη, εντυπωσιακή καθ' εαυτήν, εκίνησε το ενδιαφέρον του Τύπου όστις εδημιούργησε σχετικόν θόρυβον. Εις απάντησιν εξεδόθη ανακοινωθέν της Ι. Κοινότητος, καθ' ο «ουδέποτε ετέθη υπό συζήτησιν η πνευματική κυριαρχία του Οικουμ. Πατριάρχου επί του Αγ. Όρους. Αι υπάρχουσαι δε τυχόν μεταξύ φανατικών τινων αδιαλλάκτων μοναχών τάσεις υπέρ πνευματικής αποσχίσεως από της Εκκλησίας της Κων/λεως και αναγνωρίσεως του, Πατριάρχου των Σέρβων, δεν ευρίσκουν ουδεμίαν απήχησιν εις τα Συμβούλια των Μονών, πολλώ δε μάλλον εις την Ι. Κοινότητα αυτής, ήτις παραμένει πιστή εις τας παραδόσεις και εις την προσήλωσίν της προς το πνευματικόν αυτής κέντρον, την Μεγάλην του Χριστού Εκκλησίαν» («Πάνταινος» 1936 σ.188. «Εκκλησία» 1934 σ.9).

342. Βλ. «Εκκλησίαν» 1934 σ. 222, 227 επ.

343. Η ΔΙΣ επί τη ως άνω προτάσει κατήρτισεν Επιτροπήν εκ Συνοδικών Αρχιερέων όπως μελετήση μετά της Κυβερνήσεως το θέμα. Εν τη συνεδρία της ΔΙΣ της 30-4-1934 ο Πρόεδρος της Επιτροπής ταύτης Μητροπολίτης Σπάρτης Γερμανός ανέφερεν ότι εγένετο συνάντησις της Επιτροπής εν τη οικία του Πρωθυπουργού επί παρουσία και των Υπουργών Εθνικής Παιδείας και Εσωτερικών. Κατ' αυτήν ο Μητροπολίτης Σπάρτης «κατέστησε γνωστήν την δημιουργηθείσαν κατάστασιν ως εκ της ευνοίας της Κυβερνήσεως προς τους παλαιοημερολογίτας και της αποστολής εκ μέρους αυτών διαφόρων κληρικών αγνώστου προελεύσεως εις τας Επαρχίας, ένεκα των οποίων ενεργειών εμφανίζονται ήδη τα δυσάρεστα διά την Εκκλησίαν αποτελέσματα. Υπέδειξεν αυτοίς τον κίνδυνον των παραμεθορίων Επαρχιών, παρετήρησεν ότι δεν πρόκειται περί αγώνος, ως εκ της διαφοράς των 13 ημερών του διωρθωμένου ημερολογίου, αλλά περί αρξαμένης και εξελισσομένης αιρέσεως, περί της οποίας η Εκκλησία έχει σαφείς αποδείξεις. Και ενώ ούτως έχουσι τα πράγματα oι παλαιοημερολογίται τυγχάνουσι προστασίας και ατελείας, κατ' αντίθεσιν προς την επίσημον του Κράτους Εκκλησίαν. Τοιουτοτρόπως, τη ανοχή της Πολιτείας, εδημιουργήθη κράτος εν κράτει». (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 145 ). Εις ταύτα ο Πρωθυπουργός απήντησε διά της προτάσεως περί διεξαγωγής δημοψηφίσματος, ην απέκρουσεν ο Μητροπολίτης Σπάρτης, του Πρωθυπουργού τονίσαντος τότε ότι «η Κυβέρνησις δεν λαμβάνει επί του προκειμένου υπ' όψιν μόνον τους Νόμους, αλλά και την σκοπιμότητα, διό και αι προηγούμεναι Κυβερνήσεις, τας οποίας δεν αδικεί, έλαβον τοιαύτα μέτρα, προς εξοικονόμησιν της καταστάσεως...διότι τόσον η Εκκλησία όσον και το Κράτος δεν δύνανται να εγκαταλείψωσι τους ανθρώπους αυτούς (εννοεί τους παλ/τας) εις τους δρόμους» (ένθ' ανωτ. σ. 145-146). Τέλος ο Πρωθυπουργός προύτεινε την λύσιν της θρησκευτικής εξυπηρετήσεως των παλ/τών υπό κανονικόν ιερέων της Εκκλησίας, υποσχεθείς την πάταξιν των αντικανονικών κληρικών, εις ην περίπτωσιν θα εγίνετο δεκτή η πρότασίς του αύτη (ένθ' ανωτ. σ. 146).

344. Ομιλών επί Συνόδου ο Μακ. Αρχιεπ/πος ανεφέρθη εις την υπό ομάδος 30 βουλευτών υποβολήν εις την Βουλήν προτάσεως νόμου, δι' ου το μεν διωρθωμένον Ιουλιανόν Ημερολόγιον εχαρακτηρίζετο αντικανονικόν, το δε άρθρον 21 του Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας μη εφαρμοστέον επί των ακολουθούντων το παλ. ημερολόγιον κληρικών, και οι τιμωρηθέντες κληρικοί παλαιοημερολογίται ελεύθεροι να ιεροπράττωσιν εν ναοίς αυτών. (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 146, 156 ). Η ΔΙΣ διεμαρτυρήθη προς την Κυβέρνησιν διά την ενέργειαν ταύτην (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 154 ) συνεχίσασα να ασκή την πειθαρχικήν αυτής δικαιοδοσίαν επί των προσχωρούντων εις τον παλαιοημερολογιτισμόν κληρικών αυτής. Βλ. και «Εκκλησίαν» 1935 σ. 71, 79.

345. Βλ. ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 147; 152.

346. «Εκκλησία» 1934 σ. 142. Εν τω μεταξύ η εφημερίς «Πρωΐα» της 9-5-1934 εδημοσίευσε την είδησιν ότι τρεις Μητροπολίται, οι Δρυϊνουπόλεως Βασίλειος, Κασσανδρείας Ειρηναίος, και Δράμας Βασίλειος, παροτρύνουσι τους παλαιοημερολογίτας, ίνα μη αποδεχθώσι την υπό του Πρωθυπουργού γενομένην προς την ΔΙΣ πρότασιν. Η ΔΙΣ λαβούσα γνώσιν της ειδήσεως ταύτης, απεφάσισεν αυθημερόν την ενέργειαν των δεόντων παρά τη Διευθύνσει της εφημερίδος προς διάψευσιν της ειδήσεως, και παρά τοις τρισί Μητροπολίταις, ίνα και ούτοι προέλθωσιν εις σχετικήν διάψευσιν. (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 157).

347. ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 154.

348. Είχε προηγηθή συνάντησις μεταξύ Αρχιεπ/που Χρυσοστόμου και Υπουργού Εθν. Παιδείας Ιω. Μακροπούλου, καθ' ην συνεζητήθη το παλαιοημερολογιτικόν και το αφορών εις το ΤΑΚΕ ζήτημα. Διά την μετά του Χ. Ανδρούτσου συνεργασίαν του Μακ. διετυπώθη επί Συνόδου διαμαρτυρία εκ μέρους των Σπάρτης Γερμανού και Μαντινείας Γερμανού θεωρησάντων την ενέργειαν ταύτην ως μειωτικήν της Συνόδου, ήτις είχεν ορίσει ειδικήν Συνοδικήν Επιτροπήν προς διεξαγωγήν των σχετικών συνεννοήσεων. (Βλ. ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 163-164 ). Φήμη τις πάντως διατρέχουσα την ατμόσφαιραν έφερε τον Χ. Ανδρούτσον ως παλαιοημερολογίτην, διό και δεν απελάμβανεν ούτος της εμπιστοσύνης της Ι. Συνόδου. Βλ. ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 164.

349. Κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 22-5-1934 ανεφέρθησαν θετικαί περί τούτου πληροφορίαι, γενόμεναι υπό τινων μετ' ευμενείας δεκταί, φοβουμένων ότι εάν οι παλαιοημερολογίται δεν εδείκνυον αδιαλλαξίαν η αποδοχή της κυβερνητικής προτάσεως θα ωδήγει εις διχασμόν της Εκκλησίας. (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 175). Ετέρωθεν η Κυβέρνησις είχε βολιδοσκοπήσει την ηγεσίαν των παλαιοημερολογιτών εάν θα απεδέχετο την λύσιν τούτην, επιφυλαχθείσαν ίνα απαντήση εντός ευλόγου διαστήματος. (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 183). Η απάντησις υπήρξεν αρνητική, εφ' ω και η Κυβέρνησις ανεκάλεσε την υπέρ των παλαιοημερολογιτών εγκύκλιον του Υπουργείου Εσωτερικών, δι' ης διετάσσετο η ελευθέρα επιτέλεσις των θρησκευτικών αυτών καθηκόντων. (ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 219).

350. Κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 5-12-1934 υπεστηρίχθη η άποψις ότι ο συμβιβασμός μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας διά την παραχώρησιν ιερέων τοις παλαιοημερολογίταις «απέβη εις εξευτελισμόν της Εκκλησίας, διότι παρέστησεν αυτήν εκλιπαρούσαν τους παλαιοημερολογίτας» (ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 424 ) Πρβλ. και Σάμου Ειρηναίον τονίσαντα ότι «η συμφωνία θα εξευτελίση την Εκκλησίαν, θα ενισχύση τους παλαιοημερολογίτας και θα δημιουργήση χάσμα και διχασμόν εις μίαν και την αυτήν Κοινότητα» (ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 567).

351. ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 389. Αι τοιαύται πληροφορίαι ανεφέροντο κυρίως εις βιαίας καταλήψεις ναών υπό των παλαιοημερολογιτών τη ανοχή της Αστυνομίας. (ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 390).

352. Εν τη συνεδρία ΔΙΣ της 4-9-1934 ο Μακ. Πρόεδρος ανεφέρθη εις πρόσφατον συνομιλίαν αυτού μετά του Πρωθυρουργού επί του παλαιοημερολογιτικού, απαντήσαντος εις σχετικήν διαμαρτυρίαν του Προκαθημένου διά της χαρακτηριστικής φράσεως: «τι να τους κάμωμε;» (Βλ. ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 297-298). Συναφώς και ο «Πάνταινος» παρετήρει ότι «το παλαιοημερολογιακόν ζήτημα έλαβε τοιαύτας επικινδύνους διαστάσεις, αίτινες απειλούσι να καταρρακώσωσι τελείως το κύρος της Εκκλησίας και του Κράτους και να οδηγήσωσι προς το τραγικόν σχίσμα, το οποίον παρασκευάζει μία ομάς αξέστων και φανατικών μοναχών. Η επί του ζητήματος τούτου παθητική στάσις των κυβερνώντων ενεθάρρυνε τους διαφόρους εκμεταλλευτάς, οίτινες ελευθέρως πλέον και άνευ φόβου διά τας συνεπείας των εκνόμων αυτών πράξεων, φανατίζουσι τον λαόν και κηρύττουσι το μίσος και την αποστροφήν μεταξύ των χριστιανών» («Πάνταινος» 1934 σ. 785).

353. ΚώΙΣΙ 1934-1946 σ. 41. Πρβλ. και «Εκκλησίαν» 1934 σ. 369. Η σκλήρυνσις αύτη αποδοτέα εις τα εν τω μεταξύ επικρατήσαντα αδιάλλακτα εν τη παλαιοημερολογιτική παρατάξει στοιχεία, αναδειχθέντα εν τη διοικήσει αυτής, μετά τας γενομένας εν έτει 1934 αρχαιρεσίας, άτινα και ανεκάλεσαν προγενέστερον μετριοπαθές έγγραφον του προκατόχου Συμβουλίου, αποκλείσαντα πάσαν ελπίδα προς ομαλήν ρύθμισιν του ζητήματος.(Βλ. σχετικώς ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 565. Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ' άνωτ. σ.100-103 ). Το κείμενον της από 1-8-1934 δηλώσεως αυτών προς την ΔΙΣ βλ. εν Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ' ανωτ. σ. 103-108. Και προηγουμένως πάντως τα αδιάλλακτα στοιχεία εν τω παλαιοημερολογιτισμώ απέκρουον πάσαν πρότασιν διαλλακτικήν. Βλ. «Ανάπλασιν» 1932 σ. 302. Σημειωτέον εν τούτοις ότι εν τω Α' Πανελλαδικώ Συνεδρίω των παλαιοημερολογιτών υπεστηρίχθη σχετικώς η άποψις ότι η απόκρουσις της προτάσεως ταύτης εγένετο, διότι η Εκκλησία διά της παραχωρήσεως των ιερέων αυτής εσκόπει «να επιτύχη τους σκοπούς της».(Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 104).

'354. ΚώΙΣΙ, 1934-1946 σ. 41. Έγγραφον Ι.Σ. υπ' αριθμ. 2936/171/16-11-1934. Την απόφασιν ταύτην επανέλαβεν η ΙΣΙ και κατά την επομένην συνεδρίαν αυτής της 31-10-1934, ότε εζητήθη υπό Ιεράρχου ίνα διευκρινισθή ότι η εφαρμογή των νόμων δεν αιτείται διά πάντας τους ακολουθούντας το παλαιόν ημερολόγιον, πιστούς, αλλά μόνον διά τους παλαιοημερολογίτας κληρικούς. Σημειωτέον ότι ενώ δεν εγένετο δεκτή η πρότασις αύτη, παρά το γεγονός ότι και υπό άλλου Ιεράρχου προυτάθη σύγκλησις Τοπικής Συνόδου προς λύσιν του προβλήματος και παύσιν των διώξεων, εν τούτοις εν τω απευθυνθέντι προς την Πολιτείαν συνοδικώ εγγράφω δι' ου εζητείτο η λήψις μέτρων καταδιώξεως, εμνημονεύοντο μόνον οι αγιορείται μοναχοί ή άλλοι αντάρται κληρικοί, καθ' ων θα έδει να γίνη χρήσις των μέτρων τούτων. («Εκκλησία» 1934 σ. 396 ). Ούτοι, ως εικός, απετέλουν τον στόχον, διότι δι' αυτών παρεπλανάτο το πλήρωμα της Εκκλησίας. Kαι κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 8-12-1934 εξητάσθη και αύθις το θέμα διαθέσεως ιερέων εκ μέρους της Εκκλησίας προς εξυπηρέτησιν των παλαιοημερολογιτών εν τη Ι. Μητροπόλει Καρυστίας, αλλ' απερρίφθη η σχετική αίτησις, συναινούντος και του οικείου Ιεράρχου επί τούτω εκτάκτως προσκληθέντος και μετασχόντος της συνεδρίας. (ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 423-426). Ελέχθη τότε ότι τυχόν ικανοποίησις του αιτήματος τούτου θα εχώριζε τους παλαιοημερολογίτας εις διαλλακτικούς και αδιαλλάκτους (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 424).

355. «Εκκλησία» 1934 σ. 370. Εν τη συνεδρία της ΙΣΙ της 31-10-1934 ο Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος απαντών εις ερώτησιν περί του όλου αριθμού των ανά την Ελλάδα παλ/τών απήντησεν ότι ούτοι ανέρχονται εις 50-60 χιλιάδας (ΚώΙΣΙ, 1934-1946 σ. 45). Αλλά κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 5-12-1934 ο Μητροπολίτης Σερρών Κων/νος ανέφερεν ότι ο αριθμός αυτών ίσως είναι 200.000 (ΚώΔΙΣ, 1933-1935 σ. 425). Από παλαιοημερολογιτικής πλευράς ο Σ. Καραμήτσος ομιλεί περί 800 παραρτημάτων κατεσπαρμένων ανά την Ελλάδα κατά την περίοδον ταύτην (Σ. Καραμήτσου - Γαμβρούλια, ένθ. ανωτ. σ. 103 ) ενώ κατά το Α' Πανελλαδικόν Συνέδριον των παλ/τών επανελήφθη ο αριθμός ούτος συν τη προσθήκη ότι οι ανά την Ελλάδα παλαιοημερολογίται ανήρχοντο εν έτει 1934 εις το 1.000.000 περίπου. (Το Α' Πανελλαδικόν... σ. 4). Ειρήσθω δ' ότι κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 30-5-1935 ο μεν Μητροπολίτης Δράμας Βασίλειος ανεβίβαζε τους πάντας παλαιοημερολογίτας εις δύο και ήμισυ εκατομμύρια, ο δε Αρχιεπ/πος Χρυσόστομος εις μη υπερβαίνοντας τας 100.000. (ΚώΔΙΣ) 1935-1936 σ. 187, 228).

356. Κατά την συνεδρίαν της ΔΙΣ της 20-11-1934 διετυπώθη, εξ αφορμής και νέων ειδήσεων περί προσχωρήσεως χωρίων εις τον παλαιοημερολογιτισμόν, η αξίωσις προς τον παριστάμενον Κυβερνητικόν Επίτροπον Θ. Σπεράντσαν «όπως μεταβή, ει δυνατόν αυτοστιγμεί, πρός τον κ. Υπουργόν και διαβίβάση αυτώ την δυσφορίαν της Ι. Συνόδου διά την κατάστασιν ταύτην και την ανοχήν της Κυβερνήσεως απέναντι των αναρχικών τούτων στοιχείων...παρακαλέση δε εκ μέρους αυτής όπως ληφθώσιν επειγόντως τα δέοντα απέναντι των ταραξιών (μέτρα) εφαρμοζομένων αυστηρώς των κειμένων νόμων, τονίση δε ότι εν εναντία περιπτώσει θα ευρεθή η Εκκλησία εις την ανάγκην να επαναφέρη το παλαιόν ημερολόγιον» (ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 396). Ερρίφθη μάλιστα και η ιδέα κινήσεως της περί ευθύνης Υπουργών ειδικής διαδικασίας προς συγκρότησιν του δι' αυτούς δικαστηρίου και εκδίκασιν προσφυγής, κατατιθεμένης υπό της Εκκλησίας κατά Υπουργών κατηγορουμένων επί ολιγωρεία (Ένθ' ανωτ. σ. 396,566).

357. ΚώΙΣΙ 1934-1946 σ. 41.

358. ΚώΔΙΣ 1933-1935 σ. 427.


Περιεχόμενα