image with the sign of Myriobiblos



Κεντρική Σελίδα | Βιβλιοθήκη | Μουσείο | Έρευνα | Μαθήματα

ΕΛΛΗΝΙΚΑ | ENGLISH | FRANÇAIS | ESPAÑOL | ITALIANO | DEUTSCH

русский | ROMÂNESC | БЪЛГАРСКИ


Εκκλησιαστική Ιστορία
 


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝIA

Κλάδος Διαδικτύου

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ





"ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΙΣ
ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ
ΚΑΤΑ ΤΕ ΤΗΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΙΝ ΑΥΤΟΥ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ"


ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών


Περιεχόμενα


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ

ΤΟ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΣΥΝΕΔΡΙΟΝ
ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ,
ΕΙΔΙΚΩΤΕΡΟΝ, ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ «ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ» ΑΥΤΟΥ

1. Το εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθόδοξον Συνέδριον (Π.Σ.) και το Ημερολογιακόν . Κύρος και χαρακτήρ των «αποφάσεων» αυτού.

Ο από Αθηνών Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Δ' ο Μεταξάκης (25-11-1921), επιδιώκων την προώθησιν ωρισμένων επειγούσης μεν φύσεως πανορθοδόξου δε διαφέροντος ζητημάτων, προσεκάλεσε, διά του υπ' αριθμ: 872/467/3-2-1923 εγγράφου αυτού(1) τους Μακαριωτάτους και Σεβασμιωτάτους Προέδρους των αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας Ιεροσολύμων, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου και Ελλάδος, όπως ευαρεστηθώσι και συγκατατεθώσιν «εις τον καταρτισμόν Επιτροπής εξ αντιπροσώπων ενός ή δύο εκάστης (εξ αυτών) ήτις, συνερχομένη εν Κωνσταντινουπόλει ευθύς μετά την προσεχή του θείου Πάσχα εορτήν, μελετήση μεν εμπεριστατωμένως το τε ημερολογιακόν και ει τι άλλο επειγούσης μορφής πανορθόδοξον ζήτημα, υποδείξη δε και τον τρόπον της τούτων κανονικής επιλύσεως, ει γε δηλονότι αναγκαίον εστιν συνελθείν τοιάνδε ή τοιάνδε Σύνοδον ή αρκεί εις λύσιν κανονικήν διά τινα εξ αυτών και μόνη η συνοδική εκάστης επί μέρους Εκκλησίας απόφασις»(2). Εν τω αυτώ ως άνω εγγράφω αυτού ο Οικουμενικός Πατριάρχης επισημαίνων, ως προελέχθη, μεταξύ των ρυθμιστέων θεμάτων και το ημερολογιακόν, έγραφε τα εξής περί αυτού : «Επειδή γαρ εν τοις καθ' ημάς αμαρτωλοίς των γενικών πολέμων καιροίς προδηλοτέρα κατέστη η ανάγκη της χρήσεως ενός κοινού μετά της λοιπής Ευρώπης και της Αμερικής ημερολογίου, πάντα τα ορθόδοξα Κράτη, τέως εν αναμονή της επιτεύξεως τρίτου τινος κρείττονος Ημερολογίου διατελούντα, προεθυμήθησαν προσχωρήσαι αλληλοδιαδόχως εις το Ευρωπαϊκόν ημερολόγιον. Και αφήκε μεν η κρατική αύτη προς το Γρηγοριανόν Ημερολόγιον προσχώρησις άθικτον το εορτολόγιον της Εκκλησίας, της χρήσεως του νέου ημερολογίου κηρυχθείσης εν ισχύι διά μόνας τας κοσμικάς σχέσεις, πρόδηλον μέντοι εστίν ότι ου σμικρά προσγίγνεται εν τω βίω δυσκολία εκ της χρήσεως δύο ημερολογίων, ιδία, εν κοινωνία, ης το εκκλησιαστικόν σύνολον απαρτίζει την πλειοψηφίαν του Κρατικού Οργανισμού. Διά τοι τούτο και πανταχόθεν εκφέρεται ευχή και παράκλησις προς την Εκκλησίαν εν τε τοις κοσμικοίς και τοις θρησκευτικοίς, ου μόνον προς αρμονίαν αυτού τούτου του Ορθοδόξου προς εαυτόν, ως τε πολίτην και χριστιανόν αλλά και προς εξυπηρέτησιν εν γε τούτω τω μέρει της παγχριστιανικής ενότητος πάντων των επικαλουμένων τω ονόματι Κυρίου εορταζόντων την αυτήν ημέραν την Γέννησιν αυτού και την Ανάστασιν. Και έτερος δε λόγος, ουχ' ήσσονος των προειρημένων σπουδαιότητος, καθίστησιν αναγκαίαν και δη και επειγούσης την κοινήν των Αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών σκέψιν επί του ζητήματος του Ημερολογίου. Εν πολλαίς βιομηχανικαίς χώραις της Ευρώπης και μάλιστα της Αμερικής, εισίν ήδη εγκατεστημέναι πολλαί μυριάδες Ορθοδόξων αποδήμων εκ πασών, ως ειπείν, των Ορθοδόξων Εκκλησιών προερχόμενοι. Πάντες ούτοι, όντες ηναγκασμένοι αργείν κατά τας ημέρας των θρησκευτικών εορτών του Γρηγοριανού Ημερολογίου, συνωδά τω Κανονισμώ του εργαστηρίου, ή ουδαμώς εορτάζουσι τας της Εκκλησίας αυτών εορτάς, η εορτάζουσιν επί προδήλω ζημία των υλικών αυτών συμφερόντων»(3).

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος υιοθετήσασα, εν τη συνεδρία, αυτής της 6/19-3-1923, την ως άνω του Οικουμενικού Πατριάρχου πρότασιν, ώρισεν ως εκπρόσωπον της Εκκλησίας της Ελλάδος εν τω μέλλοντι να συνέλθη εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξω Συνεδρίω τον Μητροπολίτην Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Αμβρόσιον, ματαιωθείσης δε βραδύτερον της μεταβάσεως αυτού εις Κωνσταντινούπολιν ένεκα των δυσχερειών του ταξιδίου(4), ώρισεν η ιδία ως αντιπρόσωπον αυτής τον Μητροπολίτην Δυρραχίου (και είτα Μυτιλήνης) Ιάκωβον, παρεπιδημούντα τότε έν Κωνσταντινουπόλει, προς ον παρέσχεν εγγράφους οδηγίας περί της έναντι του ημερολογιακού θέσεως της Εκκλησίας ημών, παρακληθέντα προς τούτοις «μη απομακρυνθήναι ποσώς της ανωτέρω αποφάσεως της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος»(5)

Η, κατά τον χαρακτηρισμόν του Οικουμενικού Πατριάρχου Μελετίου, «Πανορθόδοξος Επιτροπή» μετονομασθείσα, προτάσει του Μητροπολίτου Δυρραχίου Ιακώβου και αποφάσει αυτής ληφθείση κατά την συνεδρίαν της 18 Μαίου 1923, εις «Πανορθόδοξον Συνέδριον»(6) συνεκλήθη από 10 Mαΐου -8 Ιουνίου 1923 εν Κωνσταντινουπόλει, τη συμμετοχή εκπροσώπων των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως, Ρωσίας, Ρουμανίας, Κύπρου και Ελλάδος(7) κατά δε την ττρώτην αυτού συνεδρίαν, μετά τον εναρκτήριον λόγον του Πατριάρχου Μελετίου(8) ο αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος, πρώτος λαβών τον λόγον, είπε τα εξής : «Η Εκκλησία της Ελλάδος, την οποίαν έχω την τιμήν. να αντιπροσωπεύω, εν γενική Συνόδω των Ιεραρχών αυτής, συγκροτηθείση πρό τινος εν Αθήναις, συζητήσασα το ημερολογιακόν ζήτημα κατέληξεν εις απόφασιν επ' αυτού, εκφράζουσαν την γνώμην αυτής. Επειδή δε είναι η μόνη ίσως απόφασις, εν γε τω παρόντι, ήτις ελήφθη υπό της ολομελείας των Ιεραρχών μιας των επί μέρους αγίων του Θεού Εκκλησιών, λαμβάνω το θάρρος όπως προτείνω εις την Υμετέραν Θειοτάτην Παναγιότητα και τους σεβασμίους και αγαπητούς αντιπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών, ίνα η έν λόγω απόφασις, υποβαλλομένη υπ' εμού ως πρότασις, χρησιμεύση ως αφορμή συζητήσεως επί της μελετωμένης διαρρυθμίσεως του Ημερολογίου από απόψεως εκκλησιαστικής. Ως θα ίδητε εκ της κατατεθησομένης αποφάσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, αύτη αποδέχεται την εκ του Ιουλιανού ημερολογίου απάλειψιν 13 ημερών, όχι όμως και την μεταβολήν του Πασχαλίου και του Εορτολογίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Toύτo όμως δεν δεσμεύει την Ελλαδικήν Εκκλησίαν να διακηρύξη, ότι θέλει αποδεχθή πάσαν απόφασιν της Επιτροπής ημών περί αλλοίας τινος λύσεως του εορτασμού του Πάσχα, αρκεί μόνον αύτη να ήναι σύμφωνος προς την Συνοδικήν απόφασιν και τους κανόνας και την παράδοσιν της Εκκλησίας»(9).

Κατά την επακολουθήσασαν ευρυτάτην συζήτησιν ο αντιπρόσωπος της σερβικής Εκκλησίας επεφυλάχθη ίνα υποβάλη τω Συνεδρίω σχέδιον νέου τελειοτέρου ημερολογιακού συστήματος, «με ελαφράς τινας μεταβολάς του νυν εν χρήσει ημερολογίου»(10), ενώ υπ' άλλων υπεστηρίχθη ή άποψις της Εκκλησίας της Ελλάδος περί διορθώσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου διά της απαλείψεως της διαφοράς των 13 ημερών, του Πατριάρχου Μελετίου θέντος ενώπιον του Συνεδρίου διάφορα ερωτήματα ως προς την ουσίαν του ημερολογιακού θέματος εξ επόψεως δογματικής, επιστημονικής και πρακτικής, με αποτέλεσμα την συγκρότησιν, κατά την επομένην συνεδρίαν (11 Mαΐου 1923), τριών Υποεπιτροπών, εις ας ανετέθη η εξέτασις του ζητήματος εξ επόψεως δογματικοκανονικής, πρακτικής και επιστημονικής. Αύται, συνελθούσαι κατ' ιδίαν, απεφάνθησαν εν τω πλαισίω της αρμοδιότητος εκάστης, ως κάτωθι.

Κατά την δογματικοκανονικήν του ημερολογιακού άποψιν, ην εξήτασεν η πρώτη Υποεπιτροπή(11) πάσα εκδοχή αποδίδουσα δογματικήν όψιν εις το προκείμενον ζήτημα και πάσα «ανύψωσις των τοιούτων ζητημάτων εις δόγματα απολύτου κύρους και εις θεσμούς σωτηριώδους χαρακτήρος θα υπέφαινεν ύποπτον αντίληψιν, αντίληψιν επαναπαυομένην εις την παλαιότητα του γράμματος μάλλον ή την καινότητα του πνεύματος»(12). Και οι ολίγοι σχετικοί Κανόνες ορθώς νοούμενοι, κατά την εισήγησιν της Υποεπιτροπής ταύτης, ουδόλως αντεστρατεύοντο προς τα ειρημένα, εφ όσον είχον κατ' ουσίαν απρακτήσει. εκλειψασών των αφορμών των προκαλεσασών αυτούς. Cessante legis ratione, cessat ipsa lex. Επομένως «ουδέν υπάρχει το δογματικώς ή και απλώς κανονικώς κωλύον αυτήν (την Επιτροτrήν ; ) να επαναφέρη την ισημερίαν από της νυν 8 Μαρτίου εις την 21ην του αυτού μηνός ως ύποτίθεται ότι το επ' αυτής της εν Νικαία Συνόδου, επαναφέρουσα δε να άδιαφορήση κατ' άρχήν και περί.αυτής της ημέρας τής πρώτης πανσελήνου μετά την έαρινήν ισημερίαν, εάν αύτη δυσχεραίνη ευκταίαν τινά απλοποίησιν των πραγμάτων διά μονιμοποιήσεως της ημέρας του Πάσχα εις Κυριακήν τινα του μηνός Απριλίον»(13).

Είναι προφανές ότι η Υποεπιτροπή υπενόει τον Ζ' Αποστολικόν και τον Α' της εν Αντιοχεία Συνόδου Κανόνας, τους αυστηράς επιβάλλοντας κυρώσεις κατά των εορταζόντων το Πάσχα πρό ή μετά των Ιουδαίων και μη τηρούντων τας περί καθορισμού της ημέρας εορτασμού του Πάσχα διατάξεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου. Ανεξαρτήτως της βασιμότητος ή μη του δευτέρου τούτου και σοβαρωτέρου επιχειρήματος φρονούμεν ότι η επίκλησις αυτού διά την κατωχύρωσιν της, περί προσθήκης 13 ημερών, προτάσεως παρείλκε, καθόσον δι' αύτής δεν επρόκειτο να θιγή το Πασχάλιον.

Η του Πρακτικού μέρους Υποεπιτροπή(14) εν τη εαυτής εισηγήσει έκρινεν, ότι, εις περίπτωσιν εισαγωγής εν τη Εκκλησία του νέου ημερολογίου, θα απέβαινεν αναπόφευκτος η προς τούτο προσαρμογή του εορτολογίου, ίνα μη δημιουργηθή «διάστασις του ορθοδόξου πληρώματος προς αυτήν ταύrην την ιδίαν αυτοϋ Εκκλησίαν» και, υιοθετούσα την τοιαύτην μεταβολήν, συνίστα όπως η παράλειψις των 13 ημερών, κατά την πρώτην εφαρμογήν, γίνη «κατά τινα. των εποχών του έτους, ότε σπανίζουσιν εν τω εορτολογίω μεγάλαι και πασίγνωστοι εορταί» και τούτο, ίνα «μη δοθή καιρός εις δημιουργίαν συγχύσεως, ήτις όσον παρέρχεται ο καιρός θα γίνηται μεγαλυτέρα και κινδυνωδεστέρα»(15). Ακολούθως η Υποεπιτροπή ετάσσετο υπέρ της ανάγκης προσαρμογής προς το νέον ημερολόγιον και του Πασχαλίου διά λόγους ενότητος των Ορθοδόξων, πρακτικής ωφελείας αυτών, σκοπιμότητος και καλής εντυπώσεως. Την μόνην πιθανήν, μετά την εφαρμογήν του νέου ημερολογίου βλάβην η Υποεπιτροπή έβλεπεν εις την «πιθανωτάτην εκμετάλλευσιν του πράγματος υπό γνωστών προπαγανδιστικών κύκλων», εννοούσα τους ετεροδόξους κυρίως κύκλους, ων όμως η ισχύς είχε, κατ' αυτήν, κλονισθή αφ' ης οι πλείστοι ορθόδοξοι λαοί είχον αποκτήσει την πολιτικήν αυτών ελευθερίαν(16).

Κατά την επί του Επιστημονικού μέρους Υποεπιτροπήν(17) το μεν σχέδιον νέου ημερολογίου του σέρβου Μιλάνκοβιτς, συμπίπτον κατά βάσιν μετά του Γρηγοριανού Ημερολογίου, δεν ενεφάνιζεν ως εκ τούτου πρωτοτυπίαν τινά, το δε του ρουμάνου Δραγγίτς, ως πληρέστερον του προηγουμένου; θα ήτο δυνατόν να υποβληθή εις την παγκόσμιον Συνδιάσκεψιν περί διεθνούς φιλίας των λαών διά των Εκκλησιών, αρμοδίας ίνα αποφανθή επ' αυτού. Μέχρις ότου όμως γίνη τούτο η Υποεπιτροπή συνίστα την υιοθέτησιν είτε του ημερολογίου Μιλάνκοβιτς προσωρινώς, είτε αμφοτέρων των πρόσθεν ημερολογίων Μιλάνκοβιτς δηλονότι και Δραγγίτς, του μεν πρώτου προσωρινώς, του δε δευτέρου οριστικώς, είτε τέλος μόνον του Δραγγίτς(18)

Τό Π.Σ. ενώπιον του οποίου υπεβλήθησαν σύντρεις αι ως άνω εισηγήσεις των Υποεπιτροπών, μετά διεξοδικήν μελέτην του θέματος, λαβόν υπ' όψει και εκδηλωθείσαν τηλεγραφικώς επιθυμίαν του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων όμως μη μεταβληθή το εορτολόγιον, απεφάσισε, κατά την συνεδρίαν της 23 Μαΐου 1923, όπως άρη την διαφοράν μεταξύ θρησκευτικού και πολιτικού ημερολογίου, άτε ουδενός κανονικού προς τούτο υφισταμένου κωλύματος, διά της διορθώσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου(19).

Και κατ' αρχήν μεν καταχρηστικώς γίνεται ενταύθα λόγος περί αποφάσεων ενώ πρόκειται εν τη ουσία περί προτάσεων επιλύσεως ενός εκκλησ.. προβλήματος, περί του οποίου το παρόν Συνέδριον δεν ηδύνατο, ως εκ της φύσεως αυτού, να έχη άποφασιστικήν άρμοδιότητα. Εν Συνέδριον έχει, ως γνωστόν, θεωρητικόν χαρακτήρα, δύναται δε να επιλαμβάνεται της μελέτης οιουδήποτε θέματος επί θεωρητικού πάντως ττεδίου. Επί εκκλησιαστικών, ειδικώτερον, θεμάτων απόφασιστικάς αρμοδιότητας κέκτηνται μόνον αι Σύνοδοι. Αυτός ούτος άλλωστε ο Πρόεδρος του Π.Σ. Οικουμ. Πατριάρχης Μελέτιος κατά την β' συνεδρίαν είχε δηλώσει : «Θα έπρεπε από τούδε να λεχθή σαφώς σχετικώς προς την σημασίαν των μελλουσών να ληφθώσιν αποφάσεων της Επιτροπής: Το γράμμα ημών το προσκαλούν τας Ορθοδ.Εκκλησίας να αντιπροσωπευθώσιν εις την Επιτροπήν ταύτην δηλοί, όπως και η σκέψις της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως είναι, ότι ημείς δεν είμεθα συγκεκροτημένοι εις Σύνοδον, ης αι αποφάσεις θα ηξίουν να εφαρμοσθώσιν ως κανονικαί διατάξεις(20). Εργαζόμεθα ως Επιτροπή της όλης Εκκλησίας, ης αι αποφάσeις θα λάβωσι κύρος προς εφαρμογήν είτε από Συνόδου Πανορθοδόξου είτε από της αποδοχής αυτών υπό των Συνόδων μιας εκάστης των επί μέρους Αγίων Εκκλησιών»(21). Υπό την προϋπόθεσιν ταύτην διά της περί διορθώσεως του Ιουλιανού Ημερολογίου τη προσθήκη 13 ήμερών, «αποφάσεως» επεδιώκετο η επάνοδος της εαρινής ισημερίας εις τον πραγματικόν χρόνον αυτής, γνωστού ήδη όντος ότι η ημερομηνία αυτής κατά μεν το έτος 325 μ.Χ. συνέπιπτε τη 21η Μαρτίου, ενώ κατά τον 20ον αιώνα έπιπτε 13 ημέρας ενωρίτερον(22). Διά. της τοιαύτης ωσαύτως «αποφάσεως» δεν εθίγετο το Εορτολόγιον, των τε κινητών και των ακινήτων εορτών παραμενουσών αμεταβλήτων, ενώ ερρυθμίζοντο, συμφώνως προς τας κανονικάς διατάξεις, τα της εορτής του Πάσχα, του Πασχαλίου καθοριζομένου «επί τη βάσει αστρονομικών υπολογισμών, λαμβανομένων πάντοτε υπ' όψιν των υπό της επιστήμης πραγματοποιουμένων προόδων». Η τοιαύτη «άπόφασις» ηδύνατο να τροποποιηθή, εφ' όσον θα συνεφώνουν περί τούτου άπασαι αι χριστιανικαί Εκκλησίαι και υιωθετείτο πλήρως η πρότασις της Εκκλησίας της Ελλάδος, η κεκυρωμένη υπό της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας αυτής.

Και τοιαύτη μεν ούσα η περί ημερολογίου εισήγησις του Π.Σ., υπογεγραμμένη παρ' αντιπροσώπων των μετασχουσών Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου και Ελλάδος, ουδεμίαν ηδύνατο, κατά τα άνω, να έχη γενικωτέραν ισχύν, αν μη πρότερον εγίνετο αποδεκτή υπό των επί μέρους Εκκλησιών(23), δυναμένων να κρίνωσι συνοδικώς επί της αποδοχής ή μη των προτάσεων αυτού τούτων ως και επί των ετέρων «αποφάσεων» ας έλαβε το εν λόγω Συνέδριον επί οξέων ζητημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τοσούτω μάλλον όσω αρχήθεν ημφεσβητήθη το κύρος αυτού. Ούτως αυτός ούτος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος σχολιάζων τας «αποφάσεις» του Π.Σ. εχαρακτήριζε ταύτας ως «ζήλω ουκ κατ' επίγνωσιν εκσφενδονισθείσας από Κωνσταντινουπόλεως επί ζημία, της όλης Εκκλησίας και άρπαγι ορμή εχθρών αιωνίων» βυσσοδομηθείσας κατά της αγιωτάτης μητρός των Εκκλησιών(24). Ο δε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ημφεσβήτησε την κανονικότητα του Συνεδρίου τούτου κατά την συνεδρίαν της ΙΣΙ της 27-12-1923(25), ενώ οι παλαιοημερολογίται απεκάλεσαν τούτο «αντορθόδοξον», «κακόδοξον», «ληστρικόν»(26), «πονηράν του σατανά φάλαγγα» ης έργον «υπήρξεν η σύγχυσις, η ταραχή και ο χωρισμός των ορθοδόξων»(27). Μάλιστα ο Κιέβου Αντώνιος απεκάλεσε το Π.Σ. δημιούργημα του Μασσωνισμού και του Παπισμού, λόγω της εις τον Πατριάρχην κυρίως Μελέτιον αποδιδομένης ιδιότητος του μασσώνου, καίτοι και κατά του Δυρραχίου Ιακώβου και του Χρυσοστόμου Παπαδοπούλου εξετοξεύθη η αυτή κατηγορία(28). Η Εκκλησία της Ελλάδος εν τη εαυτής περί του Ημερολογιακού Εισηγήσει ενώπιον της μελλούσης Μεγάλης Συνόδου, ομιλεί(29) περί «αμφιβόλου κύρους» Συνεδρίων ασχοληθέντων με το ημερολογιακόν ζήτημα, υπαινισσομένη ασφαλώς και κατά βάσιν το Π.Σ. Κων/λεως, όπερ εφιλοδόξησεν «ευρυνθέντος τού κύκλου εργασιών» αυτού, να επιλύση, εκτός του Ημερολογιακού, και πλείστα όσα έτερα από μακρού υφιστάμενα φλέγοντα της Εκκλησίας προβλήματα, ασχοληθέν και «περί του γάμου Επισκόπων, συντομεύσεως Ακολουθιών, ενώσεως Εκκλησιών, περιοδικής συγκλήσεως ορθοδόξων Συνεδρίων, λόγου κωλυμάτων και διαλύσεως γάμων, περιβολής και ορίου ηλικίας χειροτονίας κληρικών»(30) μετ' ασυνήθους και πάντως ακαίρου τόλμης(31) χωρήσαν εις την λήψιν «αποφάσεων» καίτοι το εμπερίστατον της εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησίας αφ' ενός και η αποχή των τριών παλαιφάτων Πατριαρχείων της Ανατολής αφ' ετέρου θα έδει να αποτελέσωσι σοβαρόν οπωσδήποτε κώλυμα προς λήψιν τοιούτων και επί τοσούτον σοβαρών θεμάτων «αποφάσεων» έστω και απλήν εισηγητικήν εχουσών μορφήν. Χαρακτηριστικοί, εν προκειμένω, εισίν οι λόγοι του Μητροπολίτου Κασσανδρείας Ειρηναίου, όστις, αμφισβητών εις τον Πατριάρχην Μελέτιον το δικαίωμα του συγκαλείν Πανορθόδοξον Συνέδριον «άνευ της γνώμης των επί μέρους Μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου», διηρωτάτο «κατά ποίον νόμον ή κανόνα ο αρχηγός μιας επί μέρους Εκκλησίας απεφάσισεν την ακύρωσιν αποφάσεως όλων των Πατριαρχών της Ανατολής γενομένης εν τη υπό των εξεχόντων μετά την άλωσιν της Κων/λεως εκκλησιαστική ιστορία Πατριαρχών Ιερεμίου του Β' Κων/πόλεως, του Αλεξανδρείας Μελετίου του Πηγά, του Αντιοχείας Ιωακείμ και Ιεροσολύμων Σωφρονίου επί του ζητήματος του Ημερολογίου και Πασχαλίου; (32). Και είναι μεν αληθές ότι ο μεταγενέστερος Οικουμενικός Πατριάρχης Βασίλειος, εν τη από 17-2-1927 παραινετική αυτού Εγκυκλίω παρετήρει, ότι η μεταβολή του Ημερολογίου εγένετο «εν συναθροίσει τακτική μεγάλη, τω ονόματι μόνον διαφερούση της Συνόδου και εν παμψηφία, των συνελθόντων αντιπροσώπων»(33). Την τοιαύτην αυτού άποψιν ο Πατριάρχης ίσως εστήριζεν εις το γεγονός ότι το Π.Σ. εζήτησε την έγκρισιν των μετεχουσών εις τούτο δι' αντιπροσώπων Εκκλησιών προκειμένου να διευρύνη τας αρμοδιότητας αυτού(34). Παρά ταύτα όμως εύλογον γεννάται το ερώτημα εάν; εν όψει πάντων των ανωτέρω, ηδύνατο να χαρακτηρισθή ως Πανορθόδοξος Σύνοδος εν απλούν Συνέδριον εις ο μετείχον μόνον εξ Ορθόδοξοι Εκκλησίαι, ενώ των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων ήτο ήδη γνωστή η αντίθεσις προς πάσαν ιδέαν ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως(35), και εάν ηδύνατο τούτο να προέλθη εις την λήψιν αποφάσεων επί κεφαλαιωδών ζητημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας ερήμην των μη μετεχουσών αυτού αδελφών Εκκλησιών. Αλλά και αυτός ούτος ο σχων την πρωτοβουλίαν και έμπνευσιν της συγκλήσεως του Π.Σ. Μελέτιος, ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας εν επιστολή αυτού προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην Βασίλειον, απέρριπτε τον χαρακτηρισμόν του Π.Σ. ως ευρυτέρας Επαρχιακής Συνόδου, επαγόμενος «ει δε τις ειποι ότι εγένετο τοιαύτη Σύνοδος, το εν Κων/λει Π.Σ. δεικνύς, αποκρινόμεθα ημείς, οι αυτήν την τιμήν της Προεδρίας σχόντες και μεθ' ημών του Συνεδρίου τα Πρακτικά, ότι τοιαύτην σημασίαν ούτε το γράμμα της συγκροτήσεως αυτού, ούτε το Συνέδριον ανεγνώρισεν εις την Εκκλησιαστικήν ταύτην Συνέλευσιν, ουδέ ετηρήθη ό,τι το Συνέδριον ως ψήφισμα τη Εκκλησία προέτεινε»(36). Αλλ' εάν ο Πατριάρχης Μελέτιος απέρριπτε τον χαρακτηρισμόν του Π.Σ. ως ευρυτέρας Επαρχιακής Συνόδου, εν τούτοις βραδύτερον και δη και εν έτει 1930, ομιλών επ' ευκαιρία, της εν Αγίω Όρει συνελθούσης Διορθοδόξου Επιτροπής ο εν αυτή εκπρόσωπος της σερβικής Εκκλησίας Επίσκοπος Αχρίδος και υποστηρίζων την άποψιν αυτού όπως διευκρινισθή η φύσις και ο χαρακτήρ των αποφάσεων αυτής, είπε και τα εξής περί του Π.Σ, της Κων/λεως : «Εχοντες πικράν πείραν εξ άλλης συσκέψεως (εννοεί το Π.Σ. εν η και η ημετέρα Εκκλησία είχεν αντιπροσώπους, αναγκαζόμεθα να είμεθα ωμώς ειλικρινείς. Είναι γνωστόν ότι αι αποφάσεις της συνελεύσεως εκείνης, καίπερ μη γενόμεναι αποδεκταί εθεωρήθησαν ως αποφάσεις Οικουμ. Συνόδου και τούτο εδημιούργησεν είδος τι σχίσματος»(37). Παραλλήλως και ο Μητροπολίτης Σέργιος, Τοποτηρητής του Πατριαρχικού Θρόνου Μόσχας παρετήρει ότι «οσονδήποτε αυθεντικόν και αν είναι το Συνέδριον τούτο υπό επιστημονικήν έποψιν, και οσονδήποτε ορθά και αν είναι τα συμπεράσματα αυτού, το Συνέδριον τούτο δεν δύναται, κατά την γνώμην των πιστευόντων, να αντικαταστήση την Σύνοδον»(38).

Σημασίαν εν πάση περιπτώσει κέκτηται ο χαρακτηρισμός ον έδωκεν εις εαυτό το Π.Σ. Εν τη προς την ολομέλειαν αυτού εισηγήσει αυτής η Α' Υποεπιτροπή είχε γνωματεύσει ότι «πάσα της ολομελείας απόφασις, ως απόφασις ad referendum, θα κοινοποιηθή διά της Εκκλησίας Κων/λεως εις τας επί μέρους αυτοκεφάλους Εκκλησίας, η δε αποδοχή των ενταύθα αποφασισθέντων υπό των Συνόδων των κατά μέρος Εκκλησιών, όλων ή τουλάχιστον της πλειοψηφίας των μετασχουσών του Π.Σ. δι' ειδικών αντιπροσώπων, δύναται να θεωρηθή επαρκής, όπως ως έγκυρος απόφασις της όλης Ορθοδοξίας, ανενεχθή διά της αυτής Εκκλησίας της Κων/λεως εις πάσας τας επί μέρους Αυτοκεφάλους Εκκλησίας προς αποδοχήν και εφαρμογήν, ούτως όμως, ώστε η μη αποδοχή υπό μιας τινος ή και πλειόνων κατά μέρος Εκκλησιών να μη θεωρηθή δι' αυτήν την φύσιν των ζητημάτων, ως λόγος διακοπής των αδελφικών σχέσεων»(39). Κατά δε τας συζητήσεις ετονίσθη υπερβαλλόντως τόσον υπό του Πατριάρχου Μελετίου, όσον και υπ' άλλων (π.χ. υπό του Μητροπολίτου Μαυροβουνίου, του καθηγητού Β. Αντωνιάδου κ.ά. ) ότι «ουδόλως θα απετέλει αιτίαν διακοπής της μεταξύ των Εκκλησιών κοινωνίας η μη αποδοχή υπό τινος αυτών των αποφάσεων του Π.Σ.»(40). Κατά ταύτα αυτό τούτο το Π.Σ. διά της μη υποχρεωτικής υφής των αποφάσεων αυτού απεξεδύετο το κύρος Πανορθοδόξου Συνόδου και κατά πλασματικήν εκδοχήν απεδέχετο, ίνα αι τοιαύται αποφάσεις αυτού προσλάβωσι βαρύτητα και εγκυρότητα πανορθοδόξου ισχύος, μόνον μετά την κύρωσιν αυτών υπό των Συνόδων έστω και ενίων Ορθοδόξων Εκκλησιών, των τυχόν μη προερχομένων εις την τοιαύτην κύρωσιν μη θεωρουμένων ως αποσχιζομένων των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Αλλ' η τοιαύτη εκδοχή, από της γενικώς εν τη Ορθοδοξία, αναγνωριζομένης υπεροχικής θέσεως του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι των λοιπών ομοδόξων Εκκλησιών ορμωμένη(41), ενείχε στοιχεία τινά αντιφατικά, δεδομένου ότι η κύρωσις των αποφάσεων του Π.Σ. έστω και υπό τινων των μετασχουσών αυτού Εκκλησιών εκρίνετο επαρκής ίνα προσδώση εις ταύτας πανορθόδοξον κύρος, αναγνωριζομένης συνάμα της δυνατότητος εις τας μη συμφωνούσας Εκκλησίας όπως μη εφαρμόσωσι ταύτας, άνευ οιασδήποτε συνεπείας. Ή αι «αποφάσεις» αύται θα έδει να έχωσι την μορφήν προτάσεων, επί ρυθμιίσει ζητημάτων μη θεμελιωδών, ταις επί μέρους Εκκλησίαις υποβαλλομένων προς έγκρισιν υπ' αυτών και εφαρμογήν, οπότε δεν θα είχον αύται πανορθόδοξον κύρος ή θα έδει να θεωρηθώσιν ως αποφάσεις πανορθοδόξου κύρους υπό αρμοδίας Συνόδου ληφθείσαι, ότε και θα έδει να η υποχρεωτική η εκτέλεσις αυτών. Ορθοτέρα παρίσταται η πρώτη άποψις, τοσούτω μάλλον όσω και η ημετέρα Εκκλησία, χορηγούσα τω Μητροπολίτη Δυρραχίου Ιακώβω την εξουσιοδότησιν αυτής όπως συμμετάσχη εις τας επί ευρέων εκκλησιαστικών ζητημάτων εν τω Π.Σ, συζητήσεις; δεν απέφυγε να τονίση ότι τα πορίσματα των συζητήσεων τούτων θα έδει εν συνεχεία, να τεθώσιν υπό την έγκρισιν αυτής, προκειμένου ίνα καθορισθή η έναντι αυτών θέσις της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπό την εκδοχήν ταύτην και υπό την προϋπόθεσιν, ότι τα ζητήματα, εις α αι αποφάσεις του Π.Σ. ανεφέροντο, ήσαν μη δογματικού χαρακτήρος, ευρίσκει δικαίωσιν και η άποψις ότι αι μη συμφωνούσαι και μη εφαρμόζουσαι ταύτας Εκκλησίαι δεν έμελλον, εκ του λόγου τούτου, διακόπτειν τον μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών δεσμόν κοινωνίας και καθίστασθαι σχισματικαί, καίτοι η φύσις ωρισμένων τουλάχιστον θεμάτων, εφ' ων ελήφθησαν «αποφάσεις» υπό του Π.Σ. δυσχερώς πως θα ηδύνατο να συμβιβασθή προς την βάσιν ταύτην(42). Επομένως αι «αποφάσεις» του Π.Σ. έφερον προδήλως εισηγητικόν χαρακτήρα και απεσκόπουν εις την θέσιν ζητημάτων τινων ενώπιον των κατά τόπους αγίων Ορθοδόξων Εκκλησιών καταλειπομένης εις τας Συνόδους αυτών της ευθύνης διά την αποδοχήν ή μη αυτών και την εφαρμογήν αυτών εν τη πράξει. Τούτων ούτως εχόντων, και εν όψει πάντοτε του ημερολογιακού ζητήματος, η ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι αυτού καθίσταται σοβαρά και επιπίπτει επί των ώμων της Ιεραρχίας αυτής βαρεία η εκ της έναντι αυτού μετά ταύτα υιοθετηθείσης θέσεως προελθούσα εν Εκκλησία ανωμαλία ήτις επί τοσούτον χρόνον έμελλε να ταράσση την ειρήνην και γαλήνην αυτής.

Ο Πατριάρχης Μελέτιος, άμα τη λήξει των εργασιών του Π.Σ., διεβίβασε προς την Εκκλησίαν της Ελλάδος διά κεχωρισμένων εγγράφων αφ' ενός μεν την περί ημερολογίου «απόφασιν» αυτού αφ' ετέρου δε τας λοιπάς «αποφάσεις». Σημειωτέον ότι το Ημερολογιακόν είχεν απασχολήσει το Π.Σ. υπό την μορφήν α) της διορθώσεως του εν χρήσει εκκλησ. ημερολογίου και β) της συζητήσεως των όρων, υφ' ους και η Ορθόδοξος Εκκλησία θα ηδύνατο να αποδεχθη νέον τελειότερον ημερολόγιον(43). Τούτ' αυτό έπραξεν ο Πατριάρχης και προς τας λοιπάς Εκκλησίας, τελών εν αναμονή της υφ εκάστης αυτών αξιολογήσεως, κατά το μέτρον των κατά τόπους συνθηκών και πρακτικών αναγκών, των εν λόγω «αποφάσεων», αίτινες, λόγω ακριβώς της φύσεως αυτών, έτυχον πολλής της μελέτης και τεχνολογήσεως εκ μέρους αυτών.

Εν κατακλείδι καίτοι «δεν θα αφίστατό τι της αληθείας, εάν ανεγνώριζεν εις τον Μελέτιον ικανότητας, εις εκκλησιαστικάς μορφάς, μετά φειδούς, υπό του Θεού χορηγηθείσας»(44), ικανότητας, αίτινες κατατάσσουσι τον Πρωθιεράρχην τούτον μεταξύ των εξεχουσών εκκλησ. φυσιογνωμιών του αιώνος τούτου, εν τούτοις μετά δυσκολίας θα ηδύνατο ίσως να αρνηθή ότι η τη πρωτοβουλία, αυτού σύγκλησις, υπό λίαν δυσμενείς εκκλησιαστικάς καθόλου και εθνικάς ελληνικάς ειδικώτερον συνθήκας του Π.Σ. δεν δύναται ή να θεωρηθή ως μάλλον άκαιρος, πρόωρος και βλαπτική, τελικώς διά το συμφέρον της Εκκλησίας ενέργεια, συντελέσασα, εν συσχετισμώ προς τα εν Ελλάδι κρατούντα, εις την δημιουργίαν δυσαρέστου καταστάσεως, εν τη Εκκλησία αυτής ήτις, παρά ταύτα, ως ήδη ετονίσθη, φέρει ακεραίαν την ευθύνην της ημερολογιακής καινοτομίας, ανεξαρτήτως των οιωνδήποτε πιέσεων αίτινες ησκήθησαν επ' αυτής.





Σημειώσεις

1. Το έγγραφον τούτο παρέδωκεν ιδιοχείρως τη Ιερά Συνόδω της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την συνεδρίαν αυτής της 6/19 Μαρτίου 1923, ο εν Αθήναις μόλις τότε διορισθείς «ιδιαίτερος αντιπρόσωπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου» Μητροπολίτης Εφέσου (και μετέπειτα Φιλίππων και Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ) Χρυσόστομος Β' ο Χατζησταύρου, αίτησάμενος την προς τούτο άδειαν διά της υπ' αριθμ. 1663/1923 αιτήσεως αυτού προς την Ι. Σύνοδον αναγνωσθείσαν κατά τηv συνεδρίαν αυτής ΝΣΤ' της 1/4-3-1923.

2. Πρακτκά, και Αποφάσεις του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου. 10 Μαΐου - 8 Ιουνίου 1923, Κων/λις, 1923 σ. 7., Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζίκου, ένθ. ανωτ. σ. 513.

3. Πρακτικά ...ένθ. ανωτ. σ. 5-6. Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζlκου, Το Πάσχα, εν: «Ορθοδοξία» 1926 σ. 513. Αρχιμ. Θεοκλ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ. 1136.

4. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 174. Ο εν Αθήναις αποκρισσάριος του Οικουμενικού Θρόνου Μητροπολίτης Εφέσου Χρυσόστομος διά του υπ' αριθμ. 6/19/4-1923 εγγράφου αυτού προς τον Μακαρ. Χρυσόστομον εξέφραζε την χαράν του Πατριάρχου Μελετίου διά τον διορισμόν του Μητροπολίτου Ναυπακτίας, Αμβροσίου ως εκπροσώπου της Εκκλησlας της Ελλάδος εις την εν Κων/λει Πανορθόδοξον Επιτροπήν, εδήλου δε ότι ο Πατριάρχης, μη ων εις θέσιν ίνα προσδιορίση τον ακριβή χρόνον συγκλήσεως αυτής «δεδομένου ότι η έναρξις των εργασιών αυτής θα εξαρτηθή εκ της υπογραφής της ειρήνης», θα ήτο λίαν ευτυχής εάν έβλεπεν αντιπροσωπεύοντα την Εκκλησίαν της Ελλάδος εν τη Επιτροπή ταύτη και τον Μακαριώτατον Χρυσόστομον, διά δε του υπ' αριθμ. 7/20-4-1923 νεωτέρου αυτού εγγράφου ανέφερεν ότι «αι εργασίαι της εν Κων/πόλει συνελευσομένης Διορθοδόξου Επιτροπής άρχονται τη 1η Mαΐου» και υπεδείκνυεν, εξ ονόματος του Οικουμ. Πατριάρχου, ότι εις περίπτωσιν «δυσκολίας ή και αδυνάτου» έτι της λήψεως του αναγκαίου διαβατηρίου» εκ μέρους του ορισθέντος αντιπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος, αύτη «δύναται διορίσαι ως αντιπρόσωπον αυτής τινά των εκεί Ιεραρχών και δι' αυτού, εφοδιαζομένου και διά των σχετικών εντεύθεν οδηγιών, συμμετασχείν εις τας εργασίας της Επιτροπής». ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 193-194. Βλ. και Αρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, ένθ.ανωτ. τ. Β' σ. 1143-1144.

5. Αρχιμ. Θεοκλήτου Στράγκα, ένθ.ανωτ. τ. Β' σ. 1144-1145. ΚώΙΣΙ, 1923 σ.193-194.

6. Β. Σταυρίδου, Περί της ονομασίας της μελλούσης Συνόδου, εν: «Θεολογία» 1967 σ. 530-531.

7. Την Εκκλησίαν Κων/λεως εξεπροσώπει ο Κυζίκου Καλλίνικος Δεληκάνης, την της Ρωσίας ο Κισνοβίου και Χοτίνης Αναστάσιος μετά του Αλεουτίδων νήσων και Β. Αμερικής Αλεξάνδρου, την της Σερβίας ο δρ. Μ. Μιλάνκοβιτς, την της Ρουμανίας ο γερουσιαστής Πέτρος Δραγγίτς, την της Κύπρου ο Νικαίας Βασίλειος και την της Ελλάδος, ως εσημειώθη, ο Δυρραχίου Ιάκωβος. Πρβλ. «Ανάπλασι ν» 1927 σ. 48 υπό ανυπόγραφον δημοσίευμα «Η διόρθωσις του Ημερολογίου. Ιστορική ανασκόπησις», Γερμανού, Μητροπολίτου Αίνου, Ανταπάντησις εις τον Καθηγητήν Τροΐότσκι εν: «Ορθοδοξία» 1953 σ. 5-43. Α. Μουστάκα, Κρίσεις επί ενός δημοσιεύματος του Μητροπολίτου Aίνou κ. Γερμανού, εν: «Η.Φ:Ο.» 1953 φ. 162 σ. 3. Περί των μη συμμετεχουσών Εκκλησιών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, ελήφθη εν τη Ιερά Συνόδω τηλεγράφημα του Οικουμ. Πατριάρχου, αναγνωσθέν εν τη συνεδρία αυτής της 21/4-5-1923, καθ' ην «ζωηρώς επιθυμητής ούσης της παρουσίας και των τριών λοιπών Εκκλησιών», «ανετέθη τω Μακαρ. Προέδρω ίνα ενεργήση παρά τη Κυβερνήσει, όπως συντελέση αύτη ίνα και τα ειρημένα τρία Πατριαρχεία μετάσχωσι των εργασιών τοϋ Συνεδρίου αφού το μεν ζήτημα της διεύθετήσεως του ημερολογίου επείγει, η δε αποχή των τριών Πατριαρχείων θα ηδύνατο να ματαιώση αυτήν». ΚώΔΙΣ, 1923 σ. 203.

8. Εν τω λόγω αυτού τούτω ο Πατριάρχης Μελέτιος εχαρακτήριζε το ημερολογιακόν ως «προέχον» μεταξύ «των εν τω παρόντι απασχολούντων την όλην Ορθόδοξον .Εκκλησίαν κανονικής φύσεως ζητημάτων» και «ζωτικόν» και δη και «αφ' ότου τα Ορθόδοξα Κράτη ως από συνθήματος ενός εχώρησαν εις την διά νόμου ανrικατάστασιν του παλαιού ημερολογίου διά του νέου» (Πρβλ. Πρακτικά.... σ.13 ). Παρακατιών ο Πατριάρχης υπεγράμμιζεν ότι «μετά την τοιαύτην εν τη πολιτεία, μεταρρύθμισιν ήτο καθήκον επιβεβλημένον όπως μη υστερήσωσιν (αι Εκκλησιαστικαί Αρχαί.), ούτε εν τη προθέσει ούτε εν τη προσπαθεία του να ευκολύνωσι την κοινωνικήν ζωήν διά της ρυθμίσεως του εορτολογίου της Εκκλησίας εις τρόπον, ώστε οι πιστοί να ακολουθώσι το αυτό Ημερολόγιον εν τε τω κοσμικώ και τω θρησκευτικώ αυτών βίω, και να εορτάζωσι ταυτοχρόνως την τε Γέννησιν και την Ανάστασιν του Κυρίου». (Πρακτικά,... ένθ.., ανωτ. σ. 14 ). Τέλος δ' έξέφραζε την ελπίδα ότι η διασπασθείσα διά της Γρηγοριανής καινοτομίας ενότης της Εκκλησίας θα αποκαθίστατο εν τω σημείω τούτω νύν.

9. Πρακτικά... σ.17-18. Βραδύτερον υπό του «Πανταίνου» η εν λόγω εισήγησις εχαρακτηρίσθη ως «σχέδιον» του Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου περί μεταρρυθμίσεως του εκκλησιαστικού Ημερολογίου, υποβληθέν εις το. Π.Σ. και απορριφθέν υπ' αυτού. Την άποψιν όμως ταύτην αντέκρουσεν ως ανακριβή η «Ανάπλασις» εν δημοσιεύματι αυτής υπό τον τίτλον: «Και αύθις περί του Ημερολογίου. Αι ανακρίβειαι του «Πανταίνου» Βλ. εν:«Ανάπλασις». 1927,. σ. 210-211. Παραγνωρίζων προφανώς την σημασίαν του ταχθέντος όρου εν σχέσει, προς την μεταβολήν και του Πασχαλίου ο Γ. Ευστρατιάδηc διατυποί την απορίαν αυτού, διότι ο αντιπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος ετάχθη υπέρ της αμέσου αποδοχής «πάσης μεταβολής και αυτού ακόμη του Πασχαλίου» ενώ η πρότασις υπεβλήθη υπό την διαλυτικήν αίρεσιν της συμφωνίας του μέτρου προς την Συνοδικήν απόφασιν και τους κανόνας και rην παράδοσιν της Εκκλησίας. (Πρβλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ. ανωτ. σ. 6). Ούτω και εν: Θεοδωρήτου μοναχού, Διάλογοι της ερήμου περί Οικουμενισμού - Αθήναι 1971 σ.118. Εν τω μεταξύ τη 1η Ιουνίου 1923 είχον λάβει χώραν εν τοις Πατριαρχείοις, συνεδριάζοντος του Π.Σ., σοβαρά έκτροπα προς εξαναγκασμόν εις παραίτησιν του Πατριάρχου Μελετίου, προκληθέντα υπό ομάδος εκατόν περίπου ατόμων εισορμησάντων εις τα Πατριαρχεία και τη ανοχή της τουρκικής Αστυνομίας, διαλυσάντων τας συνεδρίας του τε Μικτού Συμβουλίου και του Π.Σ. και χειροδικησάντων εναντίον του Πατριάρχου, ον, αρνηθέντα να παραιτηθή, έσυρον βιαίως έξω των δωμάτων διαμαρτυρόμενον, σωθέντα δ' εκ των χειρών του όχλου, τη επεμβάσει γάλλων τινων και ιταλών αστυνομικών προσδραμόντων εις βοήθειαν αυτού. Βλ. σχετικόν ανακοινωθέν των Πατριαρχεlων, εν: «Εκκλησία» Α' σ. 31-32. Δ. Μαυροπούλου, ένθ. ανωτ. σ. 188-189. Α. Φυτράκη, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης, Αθήναι 1973 σ. 25. Η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εξέφρασε τηλεγραφικώς την συμπάθειαν αυτής τω Οικουμενικώ Πατριάρχη διά τα λαβόντα εις βάρος αυτού χώραν έκτροπα. (ΚώΔΙΣ, 1923 σ. 223 ). Κατόπιν των γεγονότων τούτων, υποκινηθέντων εκ λόγων πολιτικών, ο Πατριάρχης Μελέτιος παρητήθη του Θρόνου ίνα «διευκολύνη την κατά τας περί παραμονής του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν Κωνσταντινουπόλει αποφάσεις της εν Λωζάνη Συνδιασκέψεως νέαν θέσιν αυτού, αφαιρών εγκαίρως από των Τούρκων πάσαν ενδεχομένην κατά του προσώπου αυτού αιτιάσεων πρόφασιν, δυναμένην να μειώση το κύρος και το γόητρον του Οικουμ. Πατριαρχείου» («Εκκλησία» Α' σ. 45 ). Η Ιερά Σύνοδος της Ελλάδος εν εκτάκτω συνεδρία αυτής της 25/7 Ιουνίου 1923 «παρά την εύλογον επί τη αποχωρήσει τoυ Οικουμενικού Πατριάρχου δυσθυμίαν» την παραίτησιν αυτού έκρινεν «ως έργον μεγάλης συνέσεως και ορθής εκτιμήσεως του παρόντος, αλλά και ως μεγαλόψυχον θυσίαν υπέρ παρασκευής αισιωτέρου μέλλοντος» («Εκκλησία» Α' σ. 45 ), καίτοι υπ' άλλων υπεγραμμίζετο ότι αύτη απετέλει «το πρώτον των δεινών, τα οποία επικρέμανται έτι επί της κεφαλής του υπολειφθέντος εν τη τόσον ανελπίστως αναγεννωμένη Τουρκία Ελληνισμού». («Εκκλησία» Α' σ. 57 ). Πάντως ζοφερόν ήδη προδιεγράφετο το μέλλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πρβλ. εν: «Εκκλησία» σ. 157 κύριον άρθρον υπό τον τίτλον «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον», Χρυσοστόμου, Μητροπολίτου πρ. Φλωρίνης, Κρίσεις επί της σημερινής καταστάσεως της Ελληνικής Εκκλησίας και Κοινωνίας, Βόλος 1952 σ. 58.

10. Πρακτικά...σ:. 19.

11. Ταύτην απήρτιζον oι Μητροπολίται Κυζίκου .Καλλίνικος και Νικαίας Βασίλειος και ο καθηγητής Β. Αντωνιάδης, γραμματεύοντος του Αρχιγραμματέως της Ιεράς Πατριαρχικής Συνόδου Αρχιμ. Γερμανού. Βλ. Πρακτικά... .σ. 23.

12. Πρακτικά...σ. 51.

13. Πρακτικά...σ. 53.

14. Ταύτην απήρτιζον ο Αρχιμ. Σκριμπάν και οι Μ. Μιλάνκοβιτς και Π. Δραγγίτς μετά Γραμματέως του Χρ. Παπαϊωάννου, Μ. Πρωτονοταρίου του Οικουμ. Θρόνου.

15. Πρακτικά...σ. 55.

16. Πρακτικά...σ. 57.

17. Ταύτην απήρτιζον oι Μητροπολϊται Μαυροβουνίου Γαβριήλ, Δυρραχίου Ιάκωβος, Kισvoβίou Αναστάσιος και Αλλεοντίδων νήσων Αλέξανδρος μετά και Γραμματέως 18. Πρακτικά...σ. 63-64, ένθα και στοιχεία περί των προτεινομένων νέων Ημερολογίων.

19. Η απόφασις του Π.Σ. διετυπώθη εν τη συνεδρία της 30-5-1923 ως εξής: «Το Π.Σ., αναγνωρίσαν ότι η άρσις της μεταξύ του θρησκευτικού και του πολιτικού ημερολογίου διαφοράς είναι ανάγκη αναπόφευκτος και ότι ουδέν κανονικόν κώλυμα υπάρχει διά την διόρθωσιν του εν χρήσει εκκλησιαστικού Ημερολογίου κατά τα διδόμενα της Αστρονομικής Επιστήμης, ομοφώνως αποφασσίζει την διόρθωσιν τοϋ Ιουλιανοϋ, Ημερολογίου ως εξής:

1 - Απαλείφονται αι 13 ημέραι του Ιουλιανού Ημερολογίου αι αποτελούσαι την διαφοράν αυτού εν σχέσει προς τα υπό της εν Νικαία Α' Οικουμενικής Συνόδου μέχρι σήμερον έτη. Οϋτως η 1η Οκτωβρίου 1923 θα λογισθή ώς 14 Οκτωβρίου 1923.

2 - Αι εορταί των απαλειφθεισών ημερών θα εορτασθώσιν ή άπασαι ομού την 14ην Οκτωβρίου 1923, ή ως θέλει ορίση τούτο ο Επίσκοπος της Επαρχίας.

3 - Άπαντες οι μήνες του έτους θα διατηρήσωσι τον αυτόν αριθμόν ημερών, ας έχουσι σήμερον. Εν τοις βισέκτοις ενιαυτοίς ο Φεβρουάριος θα έχη ως και σήμερον 29 ημέρας.

4 - Θα υπάρχωσιν, ως μέχρι σήμερον, δύο είδη ετών: τα κοινά εκ 365 ημερών και τά βίσεκτα εκ 366. Βίσεκτα έτη είναι τα άνευ υπολοίπου διά του 4 διαιρούμενα έτη ως ήτο μέχρι σήμερον. Εξαιρούνται μόνον τα έτη των αίώνων, διά τα οποία θα ισχύση ο κατωτέρω κανών.

5 - Τα έτη των αιώνων (δηλ. τα λήγοντα εις δύο μηδενικά) τότε μόνον θα είναι βίσεκτα, όταν ο αριθμός των αιώνων διαιρούμενος διά του 9 δώση υπόλοιπον 2 ή 6. Όλα τα άλλα έτη των αιώνων θα είναι κοινά. Επομένως μεταξύ των κατωτέρω σημειουμένων ετών των αιώνων θα είναι βίσεκτα τα υπογραμμιζόμενα. Ούτω:

2.000210022002300 
2.4002500260027002800
2.900300031003200 
3.3003400350036003700

Κατά την διακανόνισιν ταύτην το μέσον μήκος του πολιτικού έτους θα αττοτελήται εκ 365 ημερών, 5 ωρών, 48' και 48" λεπτών, εν πλήρει συμφωνία προς το μέσον μήκος του τροπικού έτους.

6 - Αι ακίνητοι εορταί θα έχωσι την ημερομηνίαν, ην είχον μέχρι σήμερον.

7 - Αι κινηταί εορταί θα καθορίζωνται εκ της εορτής του Πάσχα. Κατά τας κανονικάς διατάξεις, αίτινες διατηρούνται άθικτοι, το Πάσχα θα εορτάζηται την Κυριακήν, ήτις έπεται τη πρώτη πανσελήνω μετά την εαρινήν ισημερίαν.

8 - Ο καθορισμός της πασχαλινής πανσελήνου θα γίνηται επί τη βάσει αστρονομικών υπολογισμών λαμβανομένων πάντοτε υπ' όψιν των υπό της Επιστήμης πραγματοποιουμένων προόδων. Ο δε καθορισμός της ημερομηνίας του Πάσχα θα γίνηται πάντοτε κατά τον χρόνον της αγίας πόλεως Ιερουσαλήμ.

9 - Το Οικουμενικόν .Πατριαρχείον θα παρακαλέση τα Αστεροσκοπεία ή τα τμήματα της ουρανίου μηχανικής των Πανεπιστημίων Αθηνών, Βελιγραδίου, Βουκουρεστίου και Πουλκόβα (Πετρούπολις ) να καταρτίσωσι πίνακας του Πασχαλίου μακράς διαρκείας, τους οποίους θα ανακοινώση εις απάσας τας Ορθοδόξους Εκκλησίας.

10 - Η παρούσα μεταρρύθμισις του Ιουλιανού Ημερολογίου δεν δύναται να αποτελέση εμπόδιον προς μεταγενεστέραν αυτού τροποποίησιν, ην ήθελον αποδεχθή άπασαι αι Χριστιανικαί Εκκλησίαι.

Παρατηρήσεις:

α) Εις την παράγρ. 5. Το Νέον Ημερολόγιον είναι ακριρέστερον του Γρηγοριανοϋ, ούτινος το μέσον μήκος του έτους διαφέρει κατά 24 ή 26 δευτερόλεπτα του μέσου μήκους του τροπικού έτους. Η διαφορά μεταξύ του μήκους των πολιτικών ετών του νέου Ημερολογίου και του Γρηγοριανού είναι τόσον μικρά, ώστε μόνον μετά 877 έτη θα παρατηρηθή διαφορά ημερομηνιών. Πράγματι μεταξύ rων επομένων ετών των αιώνων θα είναι βίσεκτα έτη εν τω Γρηγοριανώ Ημερολογίω τα υπογραμμιζόμενα έτη εν τω εξής πίνακι: 2000, 2100, 2200, 2300, 2400, 2500, 2600; 2700, 2800. Η ασυμφωνία λοιπόν θα παρουσιασθή κατά το έτος 2800.

β) Εις την παράγρ. 8. Της ημέρας λογιζομένης από μεσονυκτίου εις μεσονύκτιον η πολιτική ημερομηνία της πρώτης αντιστοιχίας της σελήνης (Opposition de la Lune ) μετά την εαρινήν ισημερίαν θέλει καθορισθή επί τη βάσει του χρόνου του μεσημβρινού, όστις διέρχεται διά του ναού του Αγίου Τάφου. Η πρώτη Κυριακή μετά την ημερομηνίαν ταύτην είναι η ημέρα του Πάσχα, δηλ. εάν η ημερομηνία αύτη συμπέση Κυριακήν, το Πάσχα θα εορτασθή την επομένην Κυριακήν». (Πρακτικά... σ. 211-213 «Ν. Σιών» ΙΗ', 1923 σ. 359-362 «Ε.Α.» 1923 αρ. 20 Αρχιμ. Θεοκλ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ.1150-1151).

20. Βλ. Η αλήθεια της ημερολογιακής μεταρρυθμίσεως, εν: «Πάνταινος». Περί της

Συνόδου ως εκκλ. αρχής με αποφασιστικάς αρμοδιότητας βλ. Αρχιμ. Παντ. Ροδοπούλου, Η ιεραρχική οργάνωσις της Εκκλησίας κατά το περί Εκκλησίας Σύνταγμα της Β' εν Βατικανώ Συνόδου - Θεσ/νίκη 1969 σ. 47 επ.

21. Πρακτικά...σ. 6Ί,72.

22. Δ. Κατσή, Το πρόβλημα του συνεορτασμού και η Αστρονομική Επιστήμη εν: «Το κοινόν Άγιον Πάσχα της Χριστιανωσύνης» σ. 57. Ψευδής κατά ταύτα ελέγχεται ο ισχυρισμός, εν έτει 1927, του «Πανταίνου» ότι το Π.Σ. απεφάσισεν «ουχί την αποδοχήν του Γρηγοριανού, ουδέ μόνην του ημερολογίου την διόρθωσιν, ως προέτεινεν η Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά την διόρθωσιν του Ιουλιανού, κατά το κατατεθέν υπό του Σέρβου μαθηματικού και αντιπροσώπου εν τω Συνεδρίω κ. ΜΙιλάγκοβιτς και την ταυτόχρονον διόρθωσιν του Πασχαλlου ...» Βλ. «Πάνταινον» 1927 σ. 706.

23. Πρβλ. Γ. Ευστρατιάδου, ένθ.ανωτ.σ.9. Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζίκου, Επί του νέου Ημερολογlου. Κων/λις 1924 σ.10. Κατ' αυτόν το Π.Σ. «ήτο απλώς μία προπαρασκευαστική εττιτροπή, με τον προορισμόν να μελετήση τας μεταρρυθμίσεις, όσας εφρόνει ότι επέβαλον αι περιστάσεις και να υποβάλη το πόρισμα των μελών του εις την υπερτάτην νομοθετικήν Αρχήν της Εκκλησίας, την Οικουμ. Σύνοδον ή εις την ετυμηγορίαν συμπασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών όπερ ταυτόν».

24. Αρχιμ. Θεοκλ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. τ. Β' σ. 1161-1162. Πρβλ. και Αρσενίου Κοτττέα; -:Κέντρα της Ορ6οδόξου Εκκλησίας, σ. 41 έπ.

25. ΚώΙΣΙ 1923 σ. 110.

26. Θεοδωρήτου μοναχού, Διάλογοι της ερήμου... σ. 117.

27. Παρθενίαν μοναχού, Δίστομος ρομφαία. Αθήναι 1968 σ: 78. Ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος απεκάλει το Π.Σ. «αντορθόδοξον συγκληθέν υπό την προεδρίαν ξένου Αρχιεπισκόπου, επιβάτου του θρόνου, σκοπόν έχοντος να καταστρέψη την Ορθοδοξίαν παραδίδων αυτήν εις την απιστίαν και μασσωνίαν» (Πρβλ. Καλλινίκον, ΜητροπολΙτου Κυζίκου, Επί του νέου Ημερολογίου. Κων/λις 1924 σ. 10-11)

28. Πρβλ. Γ. Π., Υπερβάσεις .ρώσσου Ιεράρχου, εν: «Εκκλησία» 1925 σ.161. Ν. Φιλιπποπούλου, Ελληνικός Αντιμασονισμός, Αθήναι 1972 σ.138-139. Π. Τρεμπέλα, Μασσωνισμός - Θεοσοφία, Αθήναι 1932 σ. 251. Και ο Μητροπολίτης Κασσανδρείας Ειρηναίος, ψέγων δριμύτατα τον Πατριάρχην Μελέτιον διά την υπ' αυτού σύγκλησιν του εν λόγω Συνεδρίου και εις τας, κατ' αυτόν, αληθείς αυτού ρίζας και την βαθυτέραν προέλευσιν αναφερόμενος, ισχυρίσθη ότι το Συνέδριον τοϋτο υπήρξε γέννημα του Σιωνισμού υποθάλψαντος τας νεωτεριστικάς τάσεις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, τας ενσαρκωθείσας εν τω προσώπω του Πατριάρχου τούτου. (Υπόμνημ α... παρά Ν. Φιλιπποπούλου, Ελληνικός Αντιμασονισμός σ. 146 ). Πρβλ. και «Η.Φ.Ο.» 1972 φ. 647-648 σ.10-11 ένθα μνημονεύονται, προς τοις άλλοις, και τινες επιλήψιμοι, ως εμφανίζονται, ενέργειαι του Πατριάρχου Μελετίου; αποσκοπούσαι εις τον δελεασμόν ή τον πειθαναγκασμόν των ορθοδόξων όπως συναινέσωσιν εις τας επιδιώξεις αυτού ως λ.χ. την διάθεσιν χρημάτων, τροφίμων κ.ά., την εν Κων/λει δήθεν «τυχαίαν» παρουσίαν κατά τας ημέρας της συγκλήσεως του Πανορθ. Συνεδρίου του Αγγλικανού Επισκόπου Οξφόρδης Γκορ κλπ. (ένθ' ανωτ. σ. 3 ).

29. Εκκλησίας Ελλάδος, Το Ημερολογιακόν ζήτημα ... σ. 7. Πρβλ. Ι.Μονής Αγ. Κυπριανού και Ιουστίνης; Οφειλομένη απάντησις εις δεινήν συκοφαντίαν σ. 11. Παύλου μοναχού, Η εορτολογική ενότης των ορθοδόξων και περί «κοινού Πάσχα» Αθήναι 1970, σ.14. Αρχιμ. Θ. Στράγκα, Εκκλησίας Ελλάδος Ιστορία.. .τ. Β' σ.1145. Ο Α. Φυτράκης θεωρεί την σύγκλησιν του εν λόγω συνεδρίου ως ενέργειαν του Μελετίου «αξίαν εξάρσεως». Βλ. Α. Φυτράκη, Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος Μεταξάκης σ. 25.

30. ΚώΙΣΙ, 1923 σ. 210. Πρβλ. και «Η.Φ.Ο.» 1972 φ. 647-648 σ. 10-11.

31. Η πρόσφατος κατάρρευσις του Μικρασιατικού μετώπου και τα επακολουθήσαντα του Έθνους δεινά, η ενθάρρυνσις των τούρκων εις την κατατρομοκράτησιν του Ελληνικού ομογενειακού στοιχείου εν γένει, ο διχασμός των πολιτικών δυνάμεων της Πατρίδος και επί πάσι τούτοις αι υπό λίαν δυσμενείς συνθήκας συνεχιζόμεναι διαπραγματεύσεις εν Λωζάννη προς υπογραφήν της Συνθήκης, δι' ης εκρίνετο η τύχη ου μόνον του εν Τουρκία, Ελληνισμού αλλά και αυτού του Οικουμενικού Θρόνου, πάντα ταύτα συνθέτοντα εν όλη αυτών τη δραματική πλοκή την ζοφεράν ατμόσφαιραν εντός της οποίας εκινείτο,ο εμπερίστατος τότε Ελληνισμός, δεν προσεφέροντο διά την ανάληψιν, εν μέσω των τραγικών εκείνων στιγμών, τοσούτον τολμηρών πρωτοβουλιών ως η σύγκλησις Πανορθοδόξου Συνεδρίου προς επίλυσιν από μακρού υφισταμένων εκκλησιαστικών ζητημάτων, δυναμένων άλλωστε να αναμείνωσι την εν ευθέτω χρόνω αντιμετώπισιν αυτών. Ου μην αλλά και «το ακατάστατον των Εκκλησιαστικών σχέσεων» περί ούτινος έγραφεν εν έτει 1923 προς τον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών Χρυσόστομον, ο Πατριάρχης Αντιοχείας Γρηγόριος εξ αιτίας της παρατηρουμένης βαθείας διαστάσεως των Πατριαρχών της Ανατολής μετ' αλλήλων, ετόνιζε το όλως άκαιρον και μονονουχί εγκληματικόν της ανακινήσεως ζητημάτων και θεμάτων, ων προεξοφλείτο ήδη αντιδραστική τις αντιμετώπισις εκ μέρους αριθμού τινός Ορθοδόξων Εκκλησιών. Πρβλ. Βασιλείου (Ατέση), Μητροπολίτου πρ. Λήμνου, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, τ. Β' Αθήναι 1953 σ. 86. Καθ' όσον δ' αφορά ειδικώτερον εις την της Εκκλησίας της Ελλάδος εσωτερικήν, εν τοις χρόνοις εκείνοις, κατάστασιν, ιδού ποίαις λέξεσιν περιέγραφε ταύτην η «Ανάπλασις»: «Κατά Σεπτέμβριον του 1922, εν μέσω της εκ της απομακρύνσεως του αειμνήστου Βασιλέως Κων/νου παραχθείσης απεριγράπτου πολιτικής συστροφής, νέα και πάλιν ανατροπή του εκκλησιαστικού καθεστώτος επέρχεται. Νέα απομάκρυνσις του Μητροπολίτου Θεοκλήτου, ως καθηρημένου, ανάκλησις της ανυπάρκτου καθαιρέσεως του Μελετίου, παύσις ή εξαναγκασμός εις παραίτησιν των μελών της υφισταμένης διοικούσης Συνόδου, καταρτισμός αυτής Αριστίνδην δυνάμει του επαναστατικού νόμου 792 του 1917 και έκδοσις του από 3 Δεκεμβρίου 1922 Ν.Δ. δι ου ηκυρώθη το από 16 Νοεμβρίου 1920 προαναφερθέν Β.Δ. Εκλογή και χειροτονία νέων Επισκόπων προς συμπλήρωσιν των χηρευουσών οκτώ επισκοπικών εδρών, συγκρότησις της Μείζονος Συνόδου προβάσης εις κανονικήν αποκατάστασιν πάντων των Αρχιερέων, πλην του Αθηνών , αποκαταστάντος μεν εις το αξίωμα της Αρχιερωσύνης, ουχί δε και εις τον Θρόνον. Έκτοτε άρχεται ο αγών προς κατάληψιν του Θρόνου Αθηνών ...» («Ανάπλασις» 1928 σ. 57).

32. Υπόμνημα προς την ΙΣΙ, εν Ν. Φιλιπποπούλου, ένθ. ανωτ. σ. 147

33. Βλ. «Εκκλησίαν» 1927 σ. 130.

34. Εν όψει της τοιαύτης διευρύνσεως η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος εν τη Συνεδρία αυτής της 8/21-5-1923 απεφάσισεν όπως διά τηλεγραφήματος εγκρίνη ίνα ο Σεβ. Δυρραχίου Ιάκωβος, αντιπρόσωπος αυτής εν τω Π.Σ. «συμμετάσχη εις συζήτησιν των τεθέντων ζητημάτων, συμμορφούμενος προς το πνεύμα της Ορθοδοξίας και τας ανάγκας της Εκκλησίας και Κοινωνίας, των πορισμάτων των συζητήσεων υποκειμένων εις την έγκρισιν της ημετέρας Εκκλησίας» (ΚώΔΙΣ, 1923 σ. 210 )

35. Την απουσίαν των Πατριαρχείων Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων εκ του Π.Σ. ο Κυζίκου Καλλίνικος απέδωκεν εις λόγους προσωπικής εμπαθείας των οικείων Πατριαρχών κατά του Μελετίου Μεταξάκη, συμπαρασυράντων και τον Θρόνον Αντιοχείας. Καλλινίκου, Μητροπολίτου Κυζίκου, Επί του νέου Ημερολογiου: Κων/λις 1924 σ. 13.

36. Πρβλ. «Ορθοδοξίαν» 1937 σ. 262-263 και «Πάνταινον» 1927 σ.705. Την φράσιν ταύτην του Αλεξανδρείας Μελετίου ο Θεσσαλιώτιδος Ιεζεκιήλ εχαρακτήρισεν ως ρητήν αποδοκιμασίαν του νέου Ημερολογίου. Πρβλ. Ιεζεκιήλ, Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων, Το νέον Ημερολόγιον και το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας, εν: «Ανάπλασιςιι 1927 σ.175-176.

37. Αρχιμ. Ευγενίου Κωσταρίδου, Χριστιανικόν Ημερολόγιον, Αθήναι 1931 σ. 285.

38. Βλ. εν: «Ορθοδοξία» 1928 σ. 140.

39. Πρακτικά...σ. 34. Βλ. και Γενναδίου, Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων, Ο κατά το έτος τούτο (1929 ) εορτασμός του Πάσχα εν: «Ορθοδοξία» 1929 σ. 49-52.

40. Πρακτικά...σ. 69.

41. Γενικώτερον περί των εν Κων/λει Συνόδων βλ. Β. Στεφανίδου, .Συμβολαί εις την Εκκλησιαστικήν Ιστορίαν και το Εκκλησιαστικόν Δίκαιον, Κων/λις 1921, Βαρνάβα, Μητροπολίτου Κίτρους, Oι βασικοί θεσμοί διοικήσεως των Ορθοδόξων Πατριαρχείων μετά ιστορικών ανασκοπήσεων, Αθήναι 1972 σ. 15 επ. Ειδικώτερον δ' ως προς τα επί της όλης ορθοδόξου Εκκλησίας εκτεινόμενα δικαιώματα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, βλ. Μαξίμου, Μητροπολίτου Σάρδεων, Το Οικουμ. Πατριαρχείον, εν τη Ορθοδ. Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1972, Γενναδίου (Αραμπατζόγλου), Μητροπολίτου Ηλιουπόλεως και Θείρων,Τα ιδιαίτερα δικαιώματα του Οικουμ. Πατριαρχείου και η θέσις αυτού έναντι των άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, Κων/λις 1931 σ. 8 έπ., 11 επ. Πάντως η ευρεία δικαιοδοσία του Οικουμ. Πατριάρχου ουδέποτε κατέστητε τούτον Πάπαν της Ανατολής, τυχόν δε σημειωθέντα μεμονωμένα τοιαύτα κρούσματα παπικών τάσεων υπήρξαν «απόρροια όλως προσωπικών διαθέσεων και ατομικής ιδιοσυγκρασίας» και απεδοκιμάσθησαν. (ένθ. ανωτ. σ.12 ). Σχετικώς πρβλ. και Π. Παναγιωτάκου, Ο Οικουμενικός Πατριαρχικός Θρόνος της Κων/λεως. Εκκλησιαστική και πολιτική θέσις, Αθήναι 1948 σ. 27 επ. Βλ. Φειδά, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1969 ένθα και πλουσία σχετική βιβλιογραφία. Ιω. Αναστασίου, Η χρησιμοποίησις της λέξεως «Οικουμενικός» εν σχέσει προς τας Συνόδους. Θεσ/νίκη 1966, σ.17 επ.

42. Αι υπό του Π.Σ. ληφθείσαι «αποφάσεις» ανεφέροντο εις τον δεύτερον γάμον των κληρικών, εις την προτεραιότητα μεταξύ των μυστηρίων γάμου και ιερωσύνης, εις τον καθορισμόν της προς χειροτονίαν εις έκαστον ιερωσύνης βαθμόν αρμοζούσης ηλικίας, εις την κουράν της κόμης των κληρικών, εις τα κωλύματα του γάμου, εις το υποχρεωτικόν της τηρήσεως της μοναχικής ευχής, εφ' όσον αύτη εδόθη ουχί ενωρίτερον του 25ου έτους, εις την πνευματικήν λύσιν των γάμων, εις τον εορτασμόν των μνημών αγίων, τήρησιν νηστειών κλπ. εις τον εορτασμόν της 1600ής επετηρίδος της Α' Οικουμενικής Συνόδου κατά το έτος 1925. Επίσης το Π.Σ. εξέφρασε την θλίψιν του διά τους διωγμούς των χριστιανών εν Ρωσία. Επi δε πάσι τούτοις μετερρύθμισε το Ημερολόγιον. Βλ. Αρχιμ. Θεοκλ. Στράγκα, ένθ. ανωτ. Β' σ. 1147-1149. Κατά τους παλαιοημερολογίτας εις τας «αποφάσεις» ταύτας του Π.Σ. «διακρίνει τις την ανατροπήν και επανάστασιν εναντίον των πανσέπτων της Ορθοδοξίας ιερών θεσμών αυτής και παραδόσεων. Διότι από του Συνεδρίου τούτου της προδοσίας της Ορθοδοξίας εκπορεύονται κατά σειράν αι αποφάσεις της μεταβολής του εκκλησιαστικού Ιουλιανού Ημερολογίου, του Πασχαλίου, της κουράς της κόμης αυτών, του μετά την χειροτονίαν γάμου των ιερέων, της καταργήσεως σχεδόν της Μοναστικής πολιτείας, της καταργήσεως των εορτών, αίτινες παρεμπίπτουν εντός της εβδομάδος διά τής μεταθέσεως αυτών εις την Κυριακήν κλπ.» (Βλ. Μάρκου μοναχού, Φύλακες γρηγορείτε. Η Ορθοδοξία εν πολέμω σ. 10 ). Πρβλ: και Basil Sakkas, The calendar question, εν: Orthodox Life, νοl. 22, 1972, τεύχος 2, σ. 26 επ.

43. Το επί του β' τούτου σημείου Ψήφισμα του Π.Σ. έχει ως εξής: «Το Πανορθόδοξον Συνέδριον 1) Παρακαλεί το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, όπως, μετά προηγουμένην συνεννόησιν μετά των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών, δηλώση εις την Κοινωνίαν των Εθνών, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία προθύμως θέλει αποδεχθή το μέλλον να εξευρεθή νέον ημερολόγιον, εφ' όσον τούτο ήθελον αποδεχθή πάσαι αι Χριστιανικαί Εκκλησίαι. Εάν δε η Κ.τ.Ε. εθεώρει εαυτήν αναρμοδίαν όπως δεχθή την τοιαύτην δήλωσιν, του Οικουμ. Πατριαρχείου, επαφίεται εις αυτό να ποιήσηται την ως άνω δήλωσιν όπως άλλως ήθελε κρίνει ορθόν, 2 ) Η Ορθόδοξος Εκκλησία προτιμά μεν ημερολόγιον διατηρούν την συνέχειαν της εβδομάδος, δεν δεσμεύεται δ' όμως εν τη αντιλήψει ταύτη εν η περιπτώσει αι άλλαι Εκκλησίαι συμφωνήσωσιν εις την αποδοχήν νέου ημερολογίου απαιτούντος την διακοπήν της συνεχείας της εβδομάδος. 3 ) Εφ' όσον θα επήρχετο κοινή συγκατάθεσις των Χριστιανικών Εκκλησιών, η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι πρόθυμος να κηρυχθή υπέρ της μονιμοποιήσεως της εορτής του Πάσχα εν ημέρα πάντοτε Κυριακή. 4 ) Εκφράζει την ευχήν όπως η τοιαύτη αμετακίνητος Κυριακή του Πάσχα αντιστοιχή προς την πραγματικήν Κυριακήν της Αναστάσεως του Κυρίου, δι' επιστημονικής μεθόδου καθοριζομένην (Πρακτικά. . σ. 214-215. Χρυσοστόμου (Α'), Αρχιεπισκόπου Αθηνών..., Η διόρθωσις...σ. 30). Το «Κοινόν Πάσχα της Χριστιανωσύνης» απετέλεσεν έκτοτε το αντικείμενον πολλών συζητήσεων εν τε τοις κόλποις του Π.Σ.Ε. (Βλ. «Επίσκεψιν» αρ. 123/22-4-75 σ. 5) και των Εκκλησιών ΡΚαθολικής και Ορθοδόξου, του αοιδίμου Πατριάρχου Αθηναγόρου, προτείναντος, την δευτέραν Κυριακήν εκάστου Απριλίου ως ημέραν κοινού εορτασμού του Πάσχα υφ' απάντων των Χριστιανών. Ιστορικήν περί του καθόλου εορτασμού του Πάσχα, αναδρομήν ως και περί του εν Αθήναις συγκληθέντος Β' Οίκουμενικού Συμποσίου τη 11-6-1969, βλ.εν: Το κοινόν Άγιον Πάσχα της Χριστιανωσύνης, Β' Οικουμενικόν Συμπόσιον - Αθήναι 11 Ιανουαρίου 1969, Έκδοσις Ιδρύματος Ευρώττης Δραγάν. Γ. Μπεκατώρου, Το κοινόν Πάσχα Αθήναι 1975. Πρβλ. και «Επίσκεψιν» αρ. 122/8-4-75 σ. 2. Σπ. Αλεξίου: Προσπάθειες για κοινό εορτασμό του Πάσχα, εν: «Καθημερινή» 30-3-75. Περi δε της υπό της Συμβουλευτικής και Τεχνικής Επιτροπής των Συγκοινωνιών και της Διαμετακομίσεως αναληφθείσης προσπαθείας προς καθορισμόν ακινήτου ημέρας προς εορτασμόν του Πάσχα βλ. εν «Ορθοδοξία» Α' 215-221, Β' σ. 180.

44. Βασιλείου (Ατέση), Μητροπολίτου πρ. Λήμνου, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία...τ. Β' σ. 60.


Περιεχόμενα